Εκφράσεις όπως «ρήμαξε ο τόπος» ή «αγρίεψε το μέρος» δηλώνουν την οπτική της τοπικής κοινωνίας, που βιώνει το γεγονός ως κοινωνική απερήμωση και υποχώρηση του τοπικού πολιτισμού απέναντι στην άγρια φύση.
Βασίλης Νιτσιάκος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Αν ο εννοιολογικός προσδιορισμός του όρου «υποβάθμιση» του περιβάλλοντος είναι μια δύσκολη υπόθεση, πολύ πιο δύσκολη υπόθεση είναι ο πρoσδιορισμός της έννοιας της «ερημοποίησης». Στον ελληνικό χώρο μάλιστα φαίνεται ιδιαίτερα προβληματική η χρήση του ίδιου του όρου, αν με αυτόν θέλουμε να εννοήσουμε ότι παρατηρείται στη χώρα μας ένα είδος υποβάθμισης του τοπίου που οδηγεί στη διαμόρφωση εκτάσεων που θυμίζουν έρημο. Ο προβληματισμός μας, λοιπόν, σ’ αυτό το άρθρο θα επικεντρωθεί στην έννοια της «υποβάθμισης» του φυσικού περιβάλλοντος, η οποία είναι έτσι κι αλλιώς μια σχετική και αμφισβητούμενη έννοια.
Τι είναι όμως υποβάθμιση; Συνήθως, από τη σκοπιά του φυσικού περιβάλλοντος και της γεωλογίας, αυτό που κατεξοχήν σηματοδοτεί την υποβάθμιση είναι η διάβρωση του εδάφους. Αυτή, ωστόσο, η ταύτιση της απογύμνωσης του εδάφους και του σχηματισμού άγονων εκτάσεων με την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος δεν συνιστά μόνο μια στενή γεωλογική προσέγγιση αλλά και μια απλουστευτική λογική, η οποία αγνοεί την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση και επιβάλλει, επιπλέον, μια συγκεκριμένη αντίληψη περί του περιβάλλοντος, εκείνη του δυτικού αστικού κόσμου. Είναι προτιμότερο να ορίσουμε την υποβάθμιση ως μια σχετική έννοια, η οποία συνδέει τις φυσικές-γαιολογικές διαδικασίες με κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές παραμέτρους.
Στο διεπιστημονικό ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα ARCHAEOMEDES μια από τις βασικές διαπιστώσεις μας είχε να κάνει ακριβώς με τις διαφορές των σχετικών αντιλήψεων γύρω από το τι είναι «υποβάθμιση» του περιβάλλοντος. Στην Ηπειρο, παραδείγματος χάριν, ήρθαμε αντιμέτωποι με αντιλήψεις του τοπικού πληθυσμού εντελώς αντίθετες από τις κυρίαρχες οικολογικές αντιλήψεις.
Αυτό που γενικά η αστική αλλά και η τρέχουσα οικολογική αντίληψη ορίζει ως αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, ως ανάκαμψη της φύσης, που οφείλεται στη δημογραφική έξοδο από τον αγροτικό χώρο και τη μείωση της ανθρωπογενούς πίεσης που υφίστατο το περιβάλλον στο παρελθόν, είτε από τις γεωργικές καλλιέργειες είτε, κυρίως στα πιο ορεινά, από την κτηνοτροφία, από τους ίδιους τους κατοίκους της περιοχής ορίζεται ως «ερημιά» και υποβάθμιση. Εκφράσεις όπως «ρήμαξε ο τόπος» ή «αγρίεψε το μέρος» δηλώνουν την οπτική της τοπικής κοινωνίας, που βιώνει το γεγονός ως κοινωνική απερήμωση και υποχώρηση του τοπικού πολιτισμού απέναντι στην άγρια φύση.
Η δάσωση εγκαταλελειμμένων αγρών, το κλείσιμο των μονοπατιών από τους θάμνους, το χορτάριασμα των ξερολιθιών και των αλωνιών, η επέκταση των θαμνωδών εκτάσεων προς τους οικισμούς, το «πνίξιμο» καλυβών, αποθηκών, στανών κ.λπ. από τα βάτα, τις τσουκνίδες και τα άλλα φυτά που ευδοκιμούν όπου υπάρχει εγκατάλειψη, φαινόμενα που από την οπτική γωνία μιας συγκεκριμένης οικολογικής προσέγγισης σημαίνουν την ανάκαμψη ενός καταπονημένου στο παρελθόν φυσικού περιβάλλοντος, από την τοπική κοινωνία νοηματοδοτούνται εντελώς διαφορετικά, καθώς συνδέονται με την ιστορική κατάρρευση των τοπικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων, με τη δημογραφική αποψίλωση, που δεν είναι παρά κοινωνική ερημία. Το θετικό για την αντίληψη των περιβαλλοντιστών γεγονός ότι η φύση «έχει πια το λόγο» σημαίνει τη «σιωπή» των τοπικών κοινωνιών και μαζί το τέλος μιας ιστορικής μακράς διάρκειας.
Η μακρά διάρκεια του ορεινού χώρου, ταυτισμένη εν πολλοίς με την οθωμανική κυριαρχία, διαμόρφωσε ισορροπίες στο εσωτερικό των κοινοτήτων αλλά και στη σχέση τους με τον έξω κόσμο και το φυσικό τους περιβάλλον. Η αίσθηση της υποβάθμισης και της ερημίας που αποπνέει ο τοπικός λόγος όσων έχουν απομείνει πια εκεί έχει να κάνει και με τη συνείδηση του τέλους μιας μακράς διάρκειας, του τέλους ενός παρελθόντος που είχε τα χαρακτηριστικά της σταθερότητας μιας «ψυχρής», όπως θα έλεγε ο Levi-Strauss, κοινωνίας, μιας κοινωνίας που έζησε επί αιώνες τους βραδείς ρυθμούς και τους κυκλικούς χρόνους των πρωτογενών κυρίως παραγωγικών δραστηριοτήτων και διαμόρφωσε μια σχέση με τον εαυτό της και τον κόσμο, που φαινόταν ότι δεν άλλαζε εύκολα.
Η βίαιη, λοιπόν, αλλαγή του παρόντος, μαζί με την ερημία που επιβάλλει, υποβάλλει και την αίσθηση του τέλους μιας εποχής, που είναι η χειρότερη «απερήμωση» γι’ αυτούς που τη βιώνουν μένοντας στον τόπο τους. Αυτό ακριβώς το γεγονός προκαλεί και μια έντονη νοσταλγία του παρελθόντος, το οποίο τείνει να εξιδανικευτεί και να φαντάζει ως χαμένος παράδεισος μπρος σ’ ένα παρόν μιας κοινωνικής ερήμου. Η έννοια της «ερημοποίησης» ταιριάζει περισσότερο στην κοινωνία του ορεινού χώρου σήμερα και η «υποβάθμιση» δεν μπορεί να αφορά παρά στην υποχώρηση ενός τρόπου ζωής που αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένες σχέσεις και ισορροπίες και με το φυσικό περιβάλλον, το φυσικό περιβάλλον που κάθε άλλο παρά ξεκομμένο από την κοινωνία το προσλάμβαναν οι άνθρωποι. ΄Αλλωστε, είναι γνωστό πια, ότι τι είναι «φυσικό» και τι δεν είναι καθορίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά και διαφοροποιείται στο χρόνο και το χώρο.