Ο Τόμας Χομπς και ο αντίκτυπος του έργου του στην εποχή του

Κείμενο: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Πολιτικοί στοχαστές των νεότερων χρόνων, Αθήνα: Πορεία, 1999, 60-64.

Κατά τήν παραμονή του στό Παρίσι ό Χόμπς διεύρυνε τήν επαφή του μέ τή γαλλική παιδεία. Μεταξύ άλλων μελέτησε τό έργο του Μονταινίου, άπό τό δοκίμιο του οποίου «Περί κανιβάλων» δανείστηκε μερικές διατυπώσεις γιά νά περιγράψει τήν φυσική κατάσταση των άνθρώπων στόν Λεβιάθαν. Τά χρόνια αύτά των πολιτικών περιπετειών και της προσωπική αβεβαιότητας ό Χόμπς επεξεργαζόταν τό αριστούργημά του, πού κυκλοφόρησε τό 1651 με τον βιβλικό τίτλο Λεβιάθαν (Leviathan) και τόν επεξηγηματικό ύπότιτλο «’Ή ή ύλη, μορφή και δύναμη μιας κοινοπολιτείας, έκκλησιαστικής και πολιτικής». Για τόν τίτλο του έργου ό Χόμπς επέλεξε την άρχαία έβραϊκή ονομασία, πού σημαίνει θαλάσσιο κήτος και ύποδηλώνει τόν άκατανίκητο κυρίαρχο (άπό τό βιβλίο του Ίώβ), για να δηλώσει τήν υπεροχή του απολυτου μονάρχη: άπαν ύψηλόν όρα,
αύτός δε βασιλεύς πάντων τών έν τοις ύδασιν» ( Ιώβ, ΜΑ’,26).

Ή έκδοση του «Λεβίαθαν» προκάλεσε αμέσως αίσθηση στούς λόγιους, πολιτικούς και έκκλησιαστικούς κύκλους. Ή έξόριστη βασιλική αύλή άντιμετώπισε τό έργο μέ ψυχρότητα και άπομάκρυνε τόν Χόμπς άπό τό περιβάλλον τοΰ έπίδοξου βασιλέα, ενώ ό γαλλικός-κλήρος έκδήλωσε τήν άπροκάλυπτη έχθρότητά του κατά του έργου, πού θεωρήθηκε έξ υπ αρχής κήρυγμα ύλισμου και αθεΐας. ‘Αργότερα άκολούθησαν σφοδρές άντιδράσεις και άπό τούς κύκλους τών Διαμαρτυρομένων τής Εκκλησίας τής Αγγλίας. Στή μή μοναρχική ‘Αγγλία όμως τής αμέσως μετεμφυλιακής εποχής τό έργο θεωρήθηκε ότι περιείχε τις θεωρητικές άρχές πού έπάνω τους θα μπορούσε να θεμελιωθεί ή ειρήνη στήν αναστατωμένη χώρα.

Ο Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes) και τα δύσβατα μονοπάτια του Λεβιάθαν –  Cognosco Team

Ή έχθρότητά του γαλλικού κλήρου και οί υποψίες τής γαλλικής κυβέρνησης άνάγκάσαν τόν Χόμπς να έγκαταλείψει τό Παρίσι και να επιστρέψει μέ αρκετούς κινδύνους στήν ‘Αγγλία τό 1653. Άλλωστε στήν προτελευταία φράση του Λεβιάθαν είχε διατυπώσει τήν ελπίδα του νά αφήσει τήν ενασχόληση μέ τήν πολιτική φιλοσοφία και νά έπανέλθει στήν έρευνα τών «φυσικών σωμάτων» πού ειχε διακόψει και πού συνιστούσε τό πραγματικό του ένδιαφέρον. Τά έπόμενα χρόνια, όταν ή μελέτη της φυσικής φιλοσοφίας δεν διακοπτόταν άπο την πολεμική γύρω στον Λεβιάθαν άφοσιώθηκε άποκλειστικά στις άγαπημένες του ερευνες στο χώρο της γεωμετρίας και της φυσικής, ιδίως της οπτικής.

Οί έρευνές του αύτές άποτέλεσαν τή βάση του έργου του Περί σώματος (De Corpore) πού έκδόθηκε το 1655, και σε άγγλική μετάφραση: Στοιχείων Φιλοσοφίας, τμήμα πρώτον, περί σώματος (Elements of Philosophy, the First Section, Concerning Body) πού έκδόθηκε το έπόμενο έτος. Στο έργο αύτο διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, ή εκτενής, άλλα μάταιη βέβαια, άποπειρα του Χόμπς να έπιλύσει τα προβλήματα του τετραγωνισμού του κύκλου και του διπλασιασμού του κύβου (Δήλιο πρόβλημα). Οι άπόπειρες αύτές άφησαν τούς συγχρόνους μαθηματικούς, περιλαμβανομένου του Huygens, σκεπτικούς ως προς τή μαθηματική έπάρκεια του Χόμπς και προκάλεσαν σφοδρή πολεμική άπό τον καθηγητή της γεωμετρίας στήν Όξφόρδη John Wallis.

Ακολούθησε, τό 1658, τό έργο ΠερΙ ανθρώπου (DeHomine) πού άντιπροσώπευε τό δεύτερο τμήμα των Στοιχείων της Φιλοσοφίας. Τό έργο έπαναλάμβανε τις άρχές της ψυχολογίας πού ό Χόμπς εϊχε ήδη έκθέσει στόν Λεβιάθαν άλλα περιλάμβανε έπίσης τή θεωρία της όπτικής και μια σύντομη ψυχολογική εισαγωγή στήν πολιτική έπιστήμη.


Ή έπιμονή του Χόμπς, και στα νέα του έργα, στή μηχανιστική φιλοσοφία με τις ύλιστικές προεκτάσεις, πού εϊχε άρχικά έκφράσει στόν Λεβιάθαν προκάλεσε όπως ήταν φυσικό πολλές άντιδράσεις. Τόν Ιανουάριο του 1656 έγραψε στό φίλο του Sobriere ότι είχε «όλους τούς κληρικούς της Αγγλίας έναντίον του». Μετά τήν παλινόρθωση όμως της μοναρχίας, τό 1660, ό Χόμπς κέρδισε πάλι τήν εύνοια του νέου βασιλέα και παλιού μαθητή του Καρόλου Β’ (1660-1685), πού του χορήγησε έτήσια σύνταξη έκατό λιρών. Σύμφωνα μέ τον Sobriere, πού έπισκέφθηκε τήν Αγγλία το 1663 καΐ έγινε δεκτός σε άκρόαση άπο τον βασιλέα, ό Άγγλος μονάρχης ειχε τήν προσωπογραφία του Χομπς στο
γραφείο του.

Γενικά, παρά τις άντιδράσεις της Εκκλησίας εναντίον του, ο Χόμπς δεν γνώρισε ιδιαίτερες διώξεις για το έργο του. Εξαίρεση σ’ αύτόν τον γενικό κανόνα άποτέλεσε ή στάση της Βουλής των Κοινοτήτων, πού τό 1666 διέταξε να
ύποβληθοΰν σε εξέταση «τά δυσσεβή και άθεϊστικά έργα των Τόμας Χόμπς και Τόμας White», ώστε νά άποσοβηθουν μελλοντικά κρούσματα πυρκαϊών και έπιδημιών, μετά τή «Μεγάλη Φωτιά» και τή «Μεγάλη Πανώλη» της έποχής. Ό Χόμπς ύπερασπίστηκε τόν εαυτό του μέ μιά σύντομη πραγματεία, πού άπέρριπτε τις κατηγορίες της έτεροδοξίας εις βάρος του. Τελικά δεν ελήφθη κανένα μέτρο έναντίον του. Σώζεται πάντως, μιά μαρτυρία, ότι τό 1670 εμποδίστηκε βίαια άπό τις άρχές νέα έκδοση του Λεβιάθαν κοα κατασχέθηκαν τά τυπογραφικά δοκίμια. Αύτό ανάγκασε τόν Χόμπς νά προβεί στή νέα έκδοση στό πιο άνεκτικό περιβάλλον του Άμστερνταμ, όπου ειχε ήδη τό
1668 εκδώσει τή λατινική μετάφραση των φιλοσοφικών του έργων, περιλαμβανομένου του Λεβιάθαν, Στό έπίμετρο, πού περιέλαβε στή λατινική έκδοση, άνασκεύαζε τις έπικρίσεις των άντιπάλων του έργου του.

Οί έπικρίσεις κατά των φιλοσοφικών του άπόψεων δεν ένοχλοΰσαν ιδιαίτερα τόν Χόμπς, πού άπεναντίας φαίνεται ότι φρόντιζε νά έπωφεληθεί άπό τις εύκαιρίες γιά πολεμική πού του έδιναν. Εκείνο πού του στοίχιζε πολύ περισσότερο ήταν ό άποκλεισμός του άπό τήν νεοϊδρυμένη άκαδημία των έπιστημών της Βρετανίας, τή γνωστή ώς «Βασιλική Εταιρεία» (Royal Society), στήν οποία συμμετείχαν οί κορυφαίοι επιστήμονες της χώρας. Μεταξύ των έταίρων περιλαμβάνονταν εκτιμητές του Χόμπς, όπως ό μαθηματικός William Petty, πού τόν θεωρούσε ώς έναν από τους οκτώ πραγματικά μεγάλους άνδρες της μετακλασικής Εύρώπης, άλλα και φανατικοί έχθροί του, όπως
ό Wallis, πού άντιδρουσαν σθεναρά στην έκλογη του.

Άλλωστε τό κυρίαρχο ρεΰμα στή Βασιλική Εταιρεία, πού έξέφραζαν ό όνομαστος φυσικός Robert Boyle και ό διάσημος άρχιτέκτονας Christopher Wren, εύνοοΰσε τήν πειραματική έπιστήμη και συνεπώς άδιαφορούσε γιά τις άποκλειστικά θεωρητικές άπόψεις του Χομπς. Ό Χομπς δεν έπαψε ώς τό τέλος της ζωής του νά ύποβάλλει εργασίες του, ιδίως μαθηματικού περιεχομένου, στή Βασιλική Εταιρεία, έλπίζοντας ότι θά άναγνωριζόταν ή συμβολή του στήν προώθηση της μαθηματικής επιστήμης.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *