Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
Μουσική: Γεωργία Βαρδακώστα
Ενορχήστρωση: Θωμάς Βαρδακώστας
Χορωδία: Χριστιανική Φοιτητική Δράση
Στίχοι:
«Στον ανδριάντα Γρηγορίου του Ε» (απόσπασμα)
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;… Γιατὶ στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές ἀχτίδες,
ὅσες μᾶς δίν’ ἡ ὄψη σου παρηγοριές κ’ ἐλπίδες; (2)
Ἡ θάλασσα η ἀγριεμένη ἐκεῖ… Θυμᾶται στὸ λαιμό σου
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ’ ἅγιο πρόσωπό σου
τὰ ραπίσματα τ’ άγρια… τὸ βόγγο… τὴ λαχτάρα…
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή… Θυμᾶται τὴν ἀντάρα…
τὴν πέτρα, ποὺ σοῦ κρέμασαν, τὴ γύμνια τοῦ κορμιοῦ σου…
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνάβρασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου…
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾶς νὰ δεῖς τὰ θαύματά σου;…
Ἀναστηλώνεται ὁ Μωριᾶς… Ἡ Ρούμελη μουγκρίζει…
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει…
Στοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα… Κάθε ματιά σου σφάζει…
Ἡ θάλασσα η ἀγριεμένη ἐκεῖ… Θυμᾶται στὸ λαιμό σου…
Μ’ αὐτά… μ’ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ φτωχικὴ φωλιά μας.
Τί θέλεις, γέροντ’ ἀπὸ μᾶς;… Δὲ νιώθεις μιὰ ματιά σου
καρδιές πόσες θὰ φλόγιζε κι’ ἀπὸ τὰ σωθικά σου
ζωή πόση θα ἐβλάσταινε;… Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;…
Δὲ φέγγει μὲς στὸ μνῆμά σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;…
Τὸ μάρμαρο μένει βουβό… Καὶ θὰ νὰ μείνει ἀκόμα
ποιός ξέρει ὡς πότ’ ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα…
Θά κοιμᾶται, θά ὀνειρεύεται… καὶ τότε θὰ ξυπνήσει,
ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσει
τὸ φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!…
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!»..