H εξέλιξη των Ρομαντικών ρευμάτων στην Ελλάδα

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 8, Φθινόπωρο 2013

Όμως πολλές φορές σκεφτόμαστε
Στις ώρες τις μικρές
Πώς τάχατες δεν έσπασαν οι γέφυρες
Κι υπάρχει δρόμος ανοικτός
Στα περασμένα

Κλείτος Κύρου, Μόνωση

Το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά το 1922 έως και τη δεκαετία του ’80, θα είναι αντιρομαντικό και νεωτεριστικό, σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα που θα χαρακτηριστεί μάλλον «ρομαντικός»8. Πράγματι, κατά τον 19ο αιώνα, η προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης και οι απόπειρες να συγκροτηθεί ένα «εθνικό παρελθόν» για ένα λαό που μόλις έβγαινε από αφάνεια αιώνων, αποτελούσαν το ισχυρότερο κίνητρο για την ανάδυση της ρομαντικής ευαισθησίας, έστω και αν ως ρομαντικές θα καταγραφούν από το ευρύ «πεπαιδευμένο κοινό» αρχικώς μόνον οι ωχρές μιμήσεις των παρισινών ρευμάτων του ρομαντισμού της εποχής του ορλεανισμού και της Παλινόρθωσης. Ωστόσο, όπως παρατηρεί στη μελέτη του για τον ελληνικό ρομαντισμό ο Κ.Θ. Δημαράς, ο ρομαντισμός, ή έστω η ρομαντική διάθεση, εκφράζεται ακόμα και στο τόσο «κλασικιστικό» δημοτικό τραγούδι, σε ό,τι αφορά την άρνηση της συμβατικής ζωής:

Να’χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια
Να με κοιμούν οι πέρδικες, να με ξυπνάν τ’ αηδόνια…

ή τη μελαγχολική ροπή:

τούτ’ η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε9

Στην πραγματικότητα, ένας από τους πρώτους εκφραστές της ρομαντικής διάθεσης υπήρξε ο Ρήγας Φεραίος˙ το 1790 θα μεταφράσει και θα δημοσιεύσει το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, όπου αναδεικνύονται όλα τα τυπικά ρομαντικά χαρακτηριστικά, («Μα εσύ, καρδιά μ’ θλιμμένη,/ πως είσαι κατοικημένη/ και βαστάς τόσον καιρόν;» ή αλλού: «Η δική σου η αγάπη μ’ έκανε να στερηθώ/ κάθε ηδονήν του κόσμου,/ και το παν να αρνηθώ/»10). Και ποιος δεν θυμάται τον περίφημο επαναστατικό ύμνο που είχε μεταφράσει ο Ρήγας, «Κόψε το ρόδο πριν μαραθεί!». Στη συνέχεια ρομαντικοί δεν θα είναι μόνο οι Φαναριώτες ποιητές, που θα χαρακτηριστούν τέτοιοι, αλλά η ρομαντική (και προρομαντική) διάθεση θα κυριαρχεί στον Κάλβο και στον Σολωμό. Γράφει πάλι ο Δημαράς:

Οι οπαδοί του ελληνικού Διαφωτισμού γνώριζαν μια φλόγα, την φλόγα του νου. Ο Σολωμός μας θυμίζει πως «είναι δύο φλόγες»: «μια στο νου, άλλη στην καρδιά». Το ιδανικό του αρχίζει να διαγράφεται από τώρα. να ενώσει τις δύο φλόγες, να συνθέσει. Το ίδιο, αργότερα. θα δοκιμάσει να κάνει και με την τέχνη του, σμίγοντας τα ρομαντικά και τα κλασικά στοιχεία «εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο»11.

Ενώ ο Στέφανος Ροζάνης, αναφερόμενος στον «Λάμπρο» του Σολωμού, ως ένα «δαιμονικό-ρομαντικό» έργο, θα υποστηρίξει πως «αποτελεί την κατ’ εξοχήν Συμφωνία του τρόμου – μια μοναδική στιγμή που το μιλτωνικό ιδεώδες της εξυψώσεως του Κακού σε πρότυπο ελευθερίας έχει αναχθεί στις ύψιστες κορυφές της ψυχικής ανατάσεως»12.

Η ιδεολογία του διαφωτισμού και του κλασικισμού θεωρούσε τη νεώτερη Ελλάδα αναβίωση της αρχαίας, τους δε Μακεδόνες και Βυζαντινούς ως κατακτητές, στο ίδιο επίπεδο με τους Ρωμαίους και τους Οθωμανούς. Η αντίληψη αυτή υπήρξε απόλυτα κυρίαρχη και τα πρώτα χρόνια ζωής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Γράφει γι’ αυτό ο Κ.Θ. Δημαράς: «Αυτή λοιπόν είναι η ιδεολογία του ελληνισμού ως τα χρόνια 1839,1840, 1841. Η Ελλάδα είναι η Ελλάδα, κληρονόμος και διάδοχος του αρχαίου κόσμου, άσχετη από ο,τιδήποτε έζησε στα χώματά της…»13. Ο ρομαντισμός όμως θα απαντήσει με τον Παπαρρηγόπουλο και τον Ζαμπέλιο14 και θα κυριαρχήσει στην ιστοριογραφία, από το 1850 και ύστερα, αποκαθιστώντας την ενότητα του ελληνικού έθνους, από την αρχαιότητα και τους Μακεδόνες, ως ελληνικό φύλο, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, περνώντας από το Βυζάντιο. Στην πολιτική, η Μεγάλη Ιδέα15 της «επιστροφής» του ελληνισμού, από τον ύστερο Κωλέττη έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα στοιχειώνει τα όνειρα και τις επιθυμίες των Ελλήνων και θα παραμένει το κυρίαρχο ρεύμα του αιώνα, όσο και αν ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός θα του αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία. Τούτος ο «αποκαταστασιακός» και ταυτόχρονα «επαναστατικός» ρομαντισμός θα εκφράζεται σε όλη την έκταση του πολιτικού φάσματος. Από τους «συντηρητικούς» έως τους επαναστάτες ακτιβιστές –από τον Ανδρέα Ρηγόπουλο, τον Παναγιώτη Πανά16 και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες ως τον σοσιαλιστή Σταύρο Καλλέργη. Εθνική, κοινωνική και ατομική απελευθέρωση θα συνδυάζονται στους ρομαντικούς ριζοσπάστες και θα συνεχίσουν να επιβιώνουν μετά το γύρισμα του αιώνα στις ρομαντικές φιγούρες του Περικλή Γιαννόπουλου ή του Ίωνα Δραγούμη. Οι εξίσου παρούσες στη σκέψη του 19ου αιώνα τάσεις προς τον εκδυτικισμό και τον ορθολογισμό θα διαπλέκονται με τις κυρίαρχες ρομαντικές τάσεις.

Όμως, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον οριστικό ενταφιασμό των ονείρων της Μεγάλης Ελλάδας, κυριαρχεί ένας πικρόχολος και διαψευσμένος ρεαλισμός· «νέα εθνική ιδέα» γίνεται αποκλειστικά η δίψα και η επιθυμία «να φθάσουμε τη Δύση». Οι κριτικές του εργαλειακού ορθολογισμού που κυριαρχούσαν στο φιλοσοφικό πεδίο στην ύστερη Δύση, ή τα ρεύματα της «επιστροφής» στο παρελθόν, έμοιαζαν εντελώς ξένα προς το κυρίαρχο ιδεολογικό και πνευματικό τοπίο της χώρας. Ο αριστερός και φιλελεύθερος διαφωτισμός θα επιβληθούν χωρίς σχεδόν καμία αμφισβήτηση μέχρι τη δεκαετία του ’60. Ακόμα και στον θρησκευτικό χώρο, η ηγεμονία των ευσεβιστικών «κοσμικών» οργανώσεων θα εμποδίζει την ανάδειξη μιας ορθόδοξης «ρομαντικής» πνευματικότητας17. Οι Έλληνες – εκτός ίσως από τους καλλιτέχνες– ήταν παραδομένοι ψυχή τε και σώματι στην αγωνιώδη αναζήτηση της μοντερνικότητας. Ίσως γιατί οι δεσμοί μας με την Ανατολή είχαν κοπεί τόσο ριζικά και αμετάκλητα μετά το 1922, ίσως γιατί η παραδοσιακή κοινωνικότητα εξακολουθούσε να επιβιώνει στην επαρχία και εν μέρει στις πόλεις, έτσι ώστε η έλλειψή της δεν είχε γίνει ακόμα αισθητή18, ίσως γιατί η ελληνική αριστερά, τόσο κυρίαρχη ιδεολογικά μετά τον πόλεμο, υπήρξε ένας φοβερός μηχανισμός εκσυγχρονισμού και εκνεωτερίκευσης.

Ωστόσο, στους τομείς της τέχνης –και της φιλοσοφίας μεταγενέστερα– θα συναντήσουμε μορφές που αποπειράθηκαν να αντισταθούν σε έναν τυφλό εκδυτικισμό ή σε μια τυφλή πίστη στον ορθολογισμό. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι, του ευρύτερου ελληνισμού συνήθως, κοσμοπολίτες με βαθύτατη γνώση της Δύσης, θα δοκιμάσουν ένα εγχείρημα σύνθεσης ορθολογισμού και ρομαντισμού (και παρεμπιπτόντως της ελληνικότητας). Ο Καβάφης και ο Πικιώνης, ο Τσαρούχης ή ο Παρθένης και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης ή ο Κάλας, θα επιχειρήσουν μια «ρομαντική» ή ακόμα και υπερρεαλιστική κριτική της Δύσης, συνδυασμένη για πολλούς από αυτούς με μια «επιστροφή» στην ελληνικότητα. Ιδού πως εξέφραζε ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας αυτή τη νέα συνείδηση της γενιάς του:

Με τη συνεχή καλλιέργεια αυτής της ιδέας άρχισε να εισχωρή το αίτημα της γνησιότητος και της Ελληνικότητος μέσα στις πλαστικές τέχνες… Οι δυσκολίες της μεταβολής ή της αναπροσαρμογής των στοιχείων μιας πλαστικής γλώσσας όπως την ξέρουμε, όπως την έχουμε συνηθίση ή όπως την έχουμε εκμάθει αποτελεί κάτι το δυσκολοκατόρθωτο. Ούτε και θα υπήρχε σε μας τέτοιο πρόβλημα, τουλάχιστον σ’ αυτή τη μορφή, αν η εξέλιξή μας είχε γίνη φυσιολογικά από τους βυζαντινούς χρόνους. Η δουλεία απέκοψε την εσωτερική εξέλιξη και συγχρόνως μας απέκοψε από την εξέλιξη των άλλων. Το ελεύθερο κράτος εν σπουδή, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθη εάν υπήρχε καιρός να ωριμάση η εσωτερική μας οντότητα σύμφωνα μα τα δικά της αιτήματα. Ποδοπατήσαμε τον εαυτό μας με αδιαφορία, κυνηγώντας μια χίμαιρα που κι αν την φθάναμε, δεν είχε να μας προσφέρη τίποτε το πνευματικώς αξιόλογο… Επί πλέον έπρεπε το κύριο ελάττωμά μας: την έλλειψη συνοχής στην παράδοσή μας και την απομόνωσή μας από τη Δυτική Αναγέννηση να το μετατρέψομε σε προτέρημα.19

Μετά τη δεκαετία του ’60 και κατ’ εξοχήν του ’70, το ρεύμα ενός καταστροφικού εκσυγχρονισμού θα εκχερσώσει πόλεις, χωριά και συνειδήσεις. Όπως είπε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «μέσα σε τριάντα χρόνια καταστράφηκε μια παράδοση χιλιετιών». Τα χωριά μας γκρεμίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από κουτιά, οι γειτονιές θανατώθηκαν από τις πιο άθλιες και αποξενωτικές πολυκατοικίες. Η ταχύτητα του παρασιτικού εκσυγχρονισμού ήταν τόσο μεγάλη και σαρωτική ώστε οι καταστροφές δεν μπορούν καν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες διαδικασίες στη Δύση που διήρκεσαν αιώνες.

Για την ελληνική αριστερά

Μια ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στην αριστερά η οποία κυριαρχεί στο ιδεολογικό τοπίο της χώρας: Στο πεδίο της τέχνης, ήδη από τη δεκαετία του ’60, αναφαίνονται και κείμενα επικριτικά της πίστης στην «πρόοδο», μέσα από κάποιες εκφάνσεις της «ποίησης της ήττας», και μέσα από την κριτική του ίδιου του ολοκληρωτικού εκνεωτεριστικού λόγου της αριστεράς, όπως θα γίνει με τον Άρη Αλεξάνδρου και το Κιβώτιο, για παράδειγμα. Μετά τη μεταπολίτευση, η κριτική θα γενικευτεί.

Στους τομείς όμως των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής ιδεολογίας, η αριστερή διανόηση κυριαρχώντας στον ακαδημαϊκό χώρο, τον Τύπο, τις εκδόσεις κλπ., θα συνεχίσει να αποτελεί το ισχυρότερο προπύργιο της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού. Είτε προσκολλημένη στη σοβιετική τεχνοκρατία, στο παρελθόν, και στο σύνθημα «να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τη Δύση», είτε στον δυτικό ορθολογισμό και το «πνεύμα του διαφωτισμού», είτε συχνότατα και στα δύο μαζί. Εξ ου και η ιδιαίτερη επιμονή της στον αλτουσεριανό επιστημονισμό και τα στρουκτουραλιστικά ρεύματα ή, αντίστοιχα, η προτίμησή της στην γκραμσιανή ή λενινιστική εκλογίκευση της ηγεμονίας των διανοουμένων. Μόνο διανοούμενοι όπως ο Κώστας Παπαϊωάννου ή ο Κ. Καστοριάδης, που έζησαν και θα δούλεψαν στη Δύση, όχι μόνο θα ασκήσουν μια κριτική στον εργαλειακό ορθολογισμό, αλλά θα στραφούν σε παλαιότερες κοινωνικές μορφές, στην αρχαία Ελλάδα, στην Αναγέννηση ή και στις δύο μαζί, για να αναζητήσουν τη μουσική του μέλλοντος.

Η κυριαρχία του Αλτουσέρ και του «μαρξιστικού στρουκτουραλισμού» στην ελληνική διανόηση, ιδιαίτερα την ακαδημαϊκή, είναι απολύτως χαρακτηριστική. Το γεγονός ότι ο Αλτουσέρ, με την περιβόητη «επιστημολογική τομή», απέρριπτε τα «ρομαντικά» και «ανθρωπολογικά» κείμενα του νεαρού Μαρξ ως «μη μαρξιστικά», σε αντίθεση με τα «έργα της ωριμότητας», έμοιαζε να ταιριάζει απολύτως στη θετικιστική λογική του «ελληνικού μαρξισμού». Εξ ου και η αναγόρευσή του ακόμα και στον «μεγαλύτερο σύγχρονο φιλόσοφο» ενώ οι κριτικές του επιστημονισμού και του θετικισμού του αλτουσεριανού έργου, που είχαν γίνει στη Γαλλία, θα παραμείνουν άγνωστες στην Ελλάδα…20. Όσο για την επιρροή του Χάιντεγκερ, η οποία υπήρξε τεράστια στη Γαλλία και σφράγισε διανοουμένους όπως ο Φουκώ ή ο Ντεριντά, θα είναι μηδαμινή, ακριβώς γιατί ο Χάιντεγκερ είναι ο φιλόσοφος της κριτικής του ορθολογισμού, της τεχνολογίας και της «αναυθεντικότητας» του νεωτερικού κόσμου.

Η σχετικά πρόσφατη επιλογή του Γκράμσι ως του πολιτικού μέντορα της ελληνικής αριστερής διανόησης, εδράζεται στη θεωρία του τελευταίου για τους «οργανικούς διανοουμένους». Σύμφωνα με τον Γκράμσι, οι διανοούμενοι δεν αποτελούν τάξη με καθορισμένα συμφέροντα, αντίθετα οι «οργανικοί διανοούμενοι» των βασικών τάξεων της κοινωνίας, των αστών και των προλετάριων κατ’ εξοχήν, ορίζονται μέσω της σχέσης τους με την «τάξη». Κατά συνέπεια, η κυριαρχία των διανοουμένων στα «εργατικά κόμματα» δεν εμπεριέχει κάποιο ίχνος ταξικής ηγεμονίας, δεδομένου ότι αποτελούν τους «οργανικούς διανοουμένους» της τάξης. Πρόκειται για τη μεταφορά, σε ένα εκλεπτυσμένο κοινωνιολογικό πεδίο της καουτσκικής και λενινιστικής θεωρίας της πρωτοπορίας.

Η συντριπτική κυριαρχία αυτής της θεωρητικής κατασκευής στα πλαίσια της ελληνικής αριστερής διανόησης συνδέεται με την απόρριψη του «λαϊκισμού» και την άρνηση οποιασδήποτε κριτικής στον εργαλειακό ορθολογισμό. Αντιθέτως, τα ρεύματα που ασκούν κριτική στον Γκράμσι και τον Τολιάτι στην Ιταλία, όπως εκείνο του «εργατισμού», που υποστηρίζουν την προτεραιότητα του «υποκειμένου», της «τάξης», έναντι της «πρωτοπορίας» 21, θα ασκήσουν ασήμαντη επιρροή, παρά το ό,τι συνέβη στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή αριστερά. Το ίδιο, σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, θα συμβεί με τον «ανορθολογισμό» και τον «λαϊκισμό» του Μάο τσε Τουνγκ. Η απόπειρα του Μάο, ήδη από το «Μεγάλο άλμα προς τα μπρος» και κυρίως με την «Πολιτιστική Επανάσταση» (όσο και αν υπήρξε στρεβλή και βολονταριστική), να υπερβεί τα «στάδια της ανάπτυξης», να απορρίψει την κυριαρχία του οικονομικού ορθολογισμού έναντι της ταξικής υποκειμενικότητας και να ανατρέψει τον διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, όχι μόνο δεν ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους, αλλά αντίστροφα προκάλεσε μια βαθύτατη αποστροφή.

Ο «καημός της ρωμιοσύνης»22

Η σύγχρονη διανόηση, όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο στα ελλαδικά πλαίσια, αποτελούσε μια παρασιτική ως προς τη Δύση, «φιλοδυτική» και όχι αυθεντικά «δυτική» διανόηση˙ μια τάξη που επιχειρεί από τα «έξω» να δυτικοποιήσει μια «καθυστερημένη» ή «ανατολίζουσα» κοινωνία. Γι’ αυτό και θα αντιδράσει εξαιρετικά καθυστερημένα στον καταστρεπτικό και παρασιτικό εκσυγχρονισμό. Οι μόνες αντιδράσεις θα έρθουν από περιθωριακές πτέρυγες της διανόησης, που βρίσκονταν πιο κοντά στην παράδοση ή από εκείνες που υπήρξαν οι πλέον… δυτικές.

Αρχικά, και εύλογα, από το κομμάτι εκείνο της θρησκευόμενης διανόησης και της εκκλησίας που κατανόησε πως ο εκδυτικισμός της κοινωνίας και της εκκλησίας οδηγεί στην εξαφάνιση της ορθόδοξης ταυτότητας. Η μεγάλη «ρομαντική» επιστροφή της εκκλησίας θα αρχίσει με την επιστροφή στο Άγιον Όρος, την αναβίωση του κοινοβιακού πνεύματος, την αναζήτηση του ιδιαίτερου ελληνικού δρόμου, του συνδεδεμένου με την τριαδικότητα, την παράδοση των ησυχαστών, την απόρριψη της δυτικής νοησιαρχίας.

Στην αριστερά, το πιο «δυτικό» τμήμα της διανόησης, που θα ταυτιστεί με τα ρεύματα της Πολιτιστικής Επανάστασης και του κινήματος του ’68 θα επιχειρήσει μια ριζοσπαστική κριτική του εργαλειακού ορθολογισμού. Οι ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που θα συνδεθούν με τη ριζοσπαστική κριτική του εργατισμού, της οικολογίας, ή φιλοσοφικών ρευμάτων όπως η Σχολή της Φρανκφούρτης και ο Καστοριάδης, θα κατορθώσουν να πλησιάσουν μια ρομαντική ευαισθησία, όχι μέσα από τον δρόμο της ορθοδοξίας ή της ταύτισης με τον ελληνισμό, αλλά της συνάντησης με τα σύγχρονα ρομαντικά ρεύματα της Δύσης.

Ήδη οι συγγραφείς της γενιάς του ’30, είχαν κάνει αυτό το «ταξίδι». Ο Γιώργος Σεφέρης θα το εκφράσει με μια δωρική και αμετάκλητη λιτότητα: «γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση». O Οδυσσέας Ελύτης θα αποδώσει εξαιρετικά πρώιμα, ήδη από 1938, το ιδεώδες του:

Γιατί δεν είναι η φοβισμένη απομάκρυνση από τον πολιτισμό της Δύσης (που καταντάει αρχοντοχωριατισμός από την ανάποδη) μα η θαρραλέα προς αυτόν προσέγγιση και το ξεπέρασμά του, που θα μας οδηγήσει στην ανεύρεση των αληθινών ανανεωτικών δρόμων. Την ημέρα που μια παράταξη ανθρώπων με διεθνή πνευματικό εξοπλισμό θα προσπαθήσει να κάνει μια εσωτερική και γόνιμη αυτοεκκαθάριση,[…], θα λάμψουν από παντού οι ευτυχισμένες δυνατότητες της δημιουργίας ενός καινούργιου και πραγματικά εθνικού πολιτισμού.23

Και στο εκτεταμένο κείμενο που δημοσίευσε, σε πέντε συνέχειες το 1943-1944, στο εβδομαδιαίο λογοτεχνικό περιοδικό του ΕΑΜΚαλλιτεχνικά Νέα, με τον τίτλο «Τα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα», γράφει:

Το έργο τέχνης, όσο περισσότερο βυθισμένο βρίσκεται σαν ουσία, μέσα στις ρίζες και τις πηγές ενός τόπου συγκεκριμένου και παράλληλα, όσο περισσότερο προσαρμοσμένο είναι σα μορφή, στο γενικότερο αισθητικό πνεύμα μιας εποχής, τόσο καλύτερα κερδίζει το έπαθλο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος […]. Την αλήθεια τούτη δεν μπόρεσαν, φαίνεται, να νιώσουν οι αμέσως προγενέστεροί μας, κυριευμένοι από ένα «σύμπλεγμα κατωτερότητας» αδικαιολόγητο… Δεν μπόρεσαν οι άνθρωποι αυτοί, έγκαιρα να αντιληφθούνε ότι, ενόσω υπάρχει μπροστά τους κάτι που τους φοβίζει και φαντάζει ίσως ανώτερο από τις δυνάμεις τους, ο καλύτερος τρόπος για να το υπερνικήσουν δεν είναι να γυρίζουν αλλού το πρόσωπό τους αλλ’ απεναντίας να το προσεγγίζουνε θαρραλέα, να το γνωρίζουνε, να το δοκιμάζουνε από κάθε πλευρά και μονάχα έτσι να φτάσουνε κάποτε στο σημείο και να το ξεπεράσουν. Μια τέτοια αντίληψη προοδευτική, απαλλαγμένη από περιττούς φόβους, βοήθησε τους «μοντέρνους» να κοιτάξουνε με καθαρότερο μάτι τον δικό τους τόπο και να στρέψουνε την προσοχή τους στις παραμελημένες ως τότε αξίες της Ανατολής… Ίσως, μια μέρα όμως, όταν μελετηθούνε βαθύτερα τα έργα των συγχρόνων μας, θα φανεί τι ρόλο έπαιξε η αισθητική της Ανατολής σε έργα σαν του Κόντογλου, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Τσαρούχη.24

Στην ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα, μόνο αυτοί οι δύο δρόμοι είχαν μείνει ανοικτοί για μια κριτική του δυτικού ορθολογισμού, είτε αυτός του Παπαδιαμάντη και του Κόντογλου, του Βελουχιώτη και του Τσιτσάνη, ο δρόμος της παράδοσης, είτε εκείνος της υπέρβασης της Δύσης, μέσα από μια οργανική επαφή με τα πιο ριζοσπαστικά και καινοτόμα κριτικά ρεύματά της.

Μετά το 1980 και τον σαρωτικό εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας, επιβεβαιώνεται η σύμπτωση της κρίσης του αριστερού δρόμου προς τη νεωτερικότητα, με την επίταση των κριτικών που δέχεται ο δυτικός ορθολογισμός, ενώ παράλληλα, και όχι τυχαία, παρατηρείται μια «στροφή» στην ελληνικότητα και την παράδοση στον πολιτισμό και την ιστορία όπως και μια απροσδόκητη από πρώτη όψη επιστροφή της ορθόδοξης προσδοκίας, μετά την κρίση της εγκόσμιας. Αναδεικνύονται, λοιπόν, νέες και πρωτότυπες δυνατότητες για μια αυθεντική και εγχώρια συγκρότηση ενός νεορομαντικού προτάγματος, ενός «ελληνικού δρόμου» στη μετανεωτερικότητα. Θα πρόκειται, επί τέλους, για τη συνάντηση της εγχώριας παράδοσης με τη δυτική κριτική του εργαλειακού ορθολογισμού και δυνητικά με την ανατολική και απω-ανατολική εσωτερικότητα25.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

8 Αναφερόμαστε πάντοτε στον γενικότερο ιδεολογικό χρωματισμό και όχι στην τέχνη, όπου ο ρομαντισμός και οι επιρροές του παραμένουν πάντα ισχυρές, αν όχι κυρίαρχες.

9 Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1982,σ. 7.

10 Κ. Θ. Δημαράς, όπ.π., σσ. 8-9.

11 Κ. Θ. Δημαράς, όπ.π. σ. 139.

12 Στέφανος Ροζάνης, Σπουδές στον Διονύσιο Σολωμό, ό. π., σ. 93.

13 Όπ. π. σ. 339.

14 Για μια πιο εκτεταμένη αναφορά στο ζήτημα της ιστοριογραφίας, βλέπε επίσης Κ.Θ.Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986. Και βέβαια, τα βασικά έργα που εγκαινιάζουν τη νέα προοπτική της σύνδεσης των διαφορετικών φάσεων της ιστορίας του ελληνικού έθνους, του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, εκδοθέντα μετά μελέτης περί μεσαιωνικού ελληνισμού, Κέρκυρα 1952, επανέκδοση Καραβίας, Αθήνα και του Κων. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού έθνους (Η πρώτη μορφή: 1853), επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής,Αθήνα 1970.

15 Βλ. Έλλη Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, 1830-1880, ΠολύτυποΑθήνα 1988.

16 Βλέπε Ερασμία-Λουΐζα Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, Επικαιρότητα, Αθήνα 1987, καθώς και τη μυθιστορηματική βιογραφία του Ανδρέα Ρηγόπουλου στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Άγρα, Αθήνα, 1993.

17 Βλέπε τα βιβλία του Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα, 1992, και Καταφύγιο Ιδεών, Δόμος Αθήνα 1987.

18 Η ρομαντική αντίδραση με τη μορφή της αντίστασης στον εκνεωτερισμό, ιδιαίτερα στις χώρες της περιφέρειας, εμφανίζεται συνήθως αφού ήδη έχουν εκδηλωθεί οι κοινωνικά αποσυνθετικές συνέπειες του εκδυτικισμού. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν που συντελείται αφού ένας τερατώδης εκσυγχρονισμός θα έχει εκχερσώσει ολόκληρο το κοινωνικό τοπίο της χώρας επί της εποχής του Σάχη.

19 Νίκος-Χατζηκυριάκος Γκίκας, Ανίχνευση της ελληνικότητας, Β΄ Εκδ. Αστρολάβος-Ευθύνη, Αθήνα 1994, σελ. 26-27.

20 Όπως, για παράδειγμα, το έργο του Jacques Rancière, La leçon d’Althusser, Idées, Παρίσι 1974 –πρώην μαθητή του Αλτουσέρ και ενός από τους συγγραφείς του Lire le Capital, της βίβλου του αλτουσεριανού μαρξισμού– αλλά και οι αναθεωρήσεις που θα πραγματοποιήσει ο ίδιος ο ύστερος Αλτουσέρ –Βλέπε, Luis Althusser, Στοιχεία Αυτοκριτικής, Πολύτυπο, Αθήνα 1983.

21 Βλ.: Παντσιέρι, Νέγκρι, Τρόντι, Νεοκαπιταλισμός και επαναστατικό κίνημα, Κομμούνα, Αθήνα 1982˙ Α. Νέγκρι, Από τον εργάτη-μάζα στον κοινωνικό εργάτη, Κομμούνα, Αθήνα 1983˙ Γ. Καραμπελιάς, Σύγχρονος καπιταλισμός και επαναστατικό υποκείμενο, Κομμούνα, Αθήνα 1983.

22 Έκφραση του Κωστή Μοσκώφ, για να αποδώσει τον «καημό» για το ημιτελές και το ανολοκλήρωτο στην ιστορία του νεώτερου ελληνισμού.

23Οδ. Ελύτης, «Οι κίνδυνοι της ημιμάθειας», Ανοιχτά Χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα 1974, σ. 366. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1938 στα Νέα Γράμματα.

24 Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, όπ.π.

25 Την οποία ελάχιστοι δημιουργοί, όπως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, με την επαφή του με την Ινδική, την Κινεζική και την Ιαπωνική Τέχνη, θα επιχειρήσουν σε ανύποπτο χρόνο. Άραγε, κάτι ανάλογο δεν θα δοκιμάσει και ο Καζαντζάκης;

, , , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *