π. Σεραφείμ Ρόουζ: Ορθοδοξία και η Θρησκεία του Μέλλοντος (Εισαγωγή)

1. Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες»

Η εποχή μας είναι μια πνευματικά ανισόρροπη εποχή, στην οποία πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί βρίσκονται «κυμαινόμενοι και παρασυρόμενοι από κάθε άνεμο της διδασκαλίας, μέσα στη δολιότητα των ανθρώπων, μέσα στην πανουργία τους προς το σκοπό της μεθοδικής παραπλάνησης» (Εφεσ. 4:14). Φαίνεται πραγματικά να έχει έρθει ο καιρός όπου οι άνθρωποι «δεν θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία, αλλά θα συσσωρεύσουν δασκάλους σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες, επειδή θα αισθάνονται γαργαλισμό στ’ αυτιά τους, και από μεν την αλήθεια θα αποστρέψουν την ακοή τους, θα τραπούν δε προς τους μύθους.» (Β’ Τιμοθ. 4:3-4).

Διαβάζει κανείς με κατάπληξη για τις τελευταίες πράξεις και διακηρύξεις του Οικουμενιστικού κινήματος. Στο πιο λεπτό επίπεδο, Ορθόδοξοι θεολόγοι που αντιπροσωπεύουν την αμερικανική διαρκή Συνδιάσκεψη Ορθοδόξων Επισκόπων και άλλα επίσημα Ορθόδοξα Σώματα διεξάγουν «διαλόγους» με Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες κι εκδίδουν «κοινά ανακοινωθέντα» με θέματα όπως η Θεία Ευχαριστία, η πνευματικότητα, και τα παρόμοια – χωρίς καν να πληροφορούν τους ετεροδόξους ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία του Χριστού στην οποία όλοι είναι προσκεκλημένοι, ότι μόνο τα δικά της Μυστήρια είναι χορηγοί χάριτος, ότι η Ορθόδοξη πνευματικότητα μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από αυτούς που την ξέρουν εμπειρικά μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι όλοι αυτοί οι «διάλογοι» είναι μια συμβατική καρικατούρα της γνήσιας χριστιανικής συνομιλίας – μιας συνομιλίας που έχει σκοπό τη σωτηρία ψυχών. Πράγματι, πολλοί από τους Ορθοδόξους που συμμετέχουν σ’ αυτούς τους «διαλόγους» ξέρουν ή υποπτεύονται ότι δεν υπάρχει χώρος για Ορθόδοξη μαρτυρία, ότι η ίδια η ατμόσφαιρα του οικουμενιστικού «φιλελευθερισμού» ακυρώνει οποιαδήποτε αλήθεια μπορεί να ειπωθεί σ’ αυτούς· αλλά σωπαίνουν, γιατί το «πνεύμα των καιρών» σήμερα είναι συχνά δυνατότερο από τη φωνή της Ορθόδοξης συνείδησης. (Βλ. «Diakonia», 1970, Νο 1, π. 72· Θεολογική τριμηνιαία έκδοση του αγίου Βλαδιμήρου, 1969, νο 4, σ. 225,  κτλ.).

Σε πιο εκλαϊκευμένο επίπεδο, οργανώνονται οικουμενιστικές «συνδιασκέψεις» και «συζήτηση», συχνά με έναν «Ορθόδοξο ομιλητή» ή ακόμα με την τέλεση μιας «Ορθόδοξης Λειτουργίας». Η προσέγγιση σ’ αυτές τις «συνδιασκέψεις» είναι συχνά τόσο ερασιτεχνική, και η γενική στάση σε αυτά έχει τέτοια έλλειψη σοβαρότητας, που αντί να προάγουν την «ενότητα» που επιθυμούν αυτοί που τις προωθούν, ουσιαστικά χρησιμεύουν στο να αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας αδιάβατης αβύσσου μεταξύ της αληθινής Ορθοδοξίας και της οικουμενιστικής νοοτροπίας. (Βλ. Sobornost, Χειμώνας 1978, σελ. 494-8 κ.λπ.)

Στο επίπεδο της δράσης, οι οικουμενιστές ακτιβιστές επωφελούνται από το γεγονός ότι διανοούμενοι και θεολόγοι είναι διστακτικοί και δίχως ρίζες στην Ορθόδοξη θεολογία, και χρησιμοποιούν τα ίδια τους τα λόγια σχετικά με τη «θεμελιώδη συμφωνία» πάνω σε μυστηριακά και δογματικά σημεία ως δικαιολογία για επιδεικτικά οικουμενιστικές πράξεις, μη εξαιρουμένης της μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας σε αιρετικούς. Και αυτή η κατάσταση σύγχυσης δίνει με τη σειρά της μια ευκαιρία για οικουμενιστές ιδεολόγους στο πιο εκλαϊκευμένο πεδίο, να εκφέρουν κενές διακηρύξεις που υποβιβάζουν βασικά θεολογικά θέματα στο επίπεδο φτηνής κωμωδίας, όπως όταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας επιτρέπει στον εαυτό του να πει: «Σας ρωτά ποτέ η γυναίκα σας πόσο αλάτι πρέπει να βάλει στο φαγητό; Ασφαλώς όχι. Έχει το αλάθητο. Αφήστε τον Πάπα να το έχει επίσης, αν θέλει» (Hellenic Chronicle, 9 Απριλίου 1970).

Ο πληροφορημένος και συνειδητός Ορθόδοξος Χριστιανός μπορεί να ρωτήσει: Που θα τελειώσουν όλα αυτά; Δεν υπάρχει όριο στην προδοσία, τη νόθευση και την αυτοκαταστροφή της Ορθοδοξίας;

Δεν έχει ακόμα παρατηρηθεί πολύ προσεκτικά που οδηγούν όλα αυτά, αλλά λογικά το μονοπάτι είναι ξεκάθαρο. Η ιδεολογία πίσω από τον οικουμενισμό, η οποία έχει εμπνεύσει οικουμενιστικές πράξεις και διακηρύξεις όπως οι παραπάνω, είναι ήδη μια καλά προσδιορισμένη αίρεση: Η Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχει, κανείς δεν κατέχει την αλήθεια, η Εκκλησία οικοδομείται μόλις τώρα. Αλλά δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να δούμε ότι η αυτοκαταστροφή της Ορθοδοξίας, της Εκκλησίας του Χριστού, είναι ταυτόχρονα η αυτοκαταστροφή του ίδιου του Χριστιανισμού· ότι αν καμμιά εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Χριστού, τότε ούτε ο συνδυασμός όλων των αιρέσεων θα είναι η Εκκλησία, όχι με την έννοια με την οποία την ίδρυσε ο Χριστός. Και αν όλα τα «χριστιανικά» σώματα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, τότε όλα μαζί είναι σχετικά με άλλα «θρησκευτικά» σώματα, και ο «χριστιανικός» οικουμενισμός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μόνο μια συγκρητιστική παγκόσμια θρησκεία.

Αυτός είναι πραγματικά ο ανυπόκριτος σκοπός της μασονικής ιδεολογίας, η οποία έχει εμπνεύσει το οικουμενιστικό κίνημα, και αυτή η ιδεολογία διακατέχει τώρα τόσο πολύ αυτούς που συμμετέχουν στο οικουμενιστικό κίνημα ώστε ο «διάλογος» και η τελική ένωση με τις μη χριστιανικές θρησκείες έχουν φτάσει να είναι το λογικό επόμενο βήμα για το νοθευμένο Χριστιανισμό του σήμερα. Τα ακόλουθα είναι λίγα από τα πολλά πρόσφατα παραδείγματα που θα μπορούσαν να δοθούν, και δείχνουν το δρόμο για ένα οικουμενιστικό μέλλον έξω από το Χριστιανισμό.

1. Στις 27 Ιουνίου του 1965 έγινε στο San Francisco μια «Συνέλευση θρησκειών για την Παγκόσμια ειρήνη», σε σχέση με την 20ή επέτειο από την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε αυτή την πόλη. Ενώπιον 10.000 θεατών, Ινδουϊστές, Βουδιστές, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Προτεστάντες, Καθολικοί και Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι αναφέρθηκαν στον «θρησκευτικό» ίδρυμα για την παγκόσμια ειρήνη, και ύμνοι όλων των πίστεων ερμηνεύθηκαν από μια χορωδία με 2000 μέλη «από κάθε πίστη».

2. Η Ελληνική Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής, σε επίσημη δήλωση της 19ης συνέλευσης Κλήρου και Λαού (Ιούλιος 1968, Αθήνα) δήλωσε: «Πιστεύουμε ότι το Οικουμενικό κίνημα, παρ’ ότι έχει χριστιανική προέλευση, πρέπει να γίνει μια κίνηση όλων των θρησκειών που να πλησιάζουν η μια την άλλη».

3. Το «Temple of Understanding, Inc» («Ναός της Κατανόησης, Inc.»), ένα αμερικανικό ίδρυμα που συστήθηκε το 1960 ως ένα είδος «Συνδέσμου των ενωμένων θρησκειών», με σκοπό να «χτίσει το συμβολικό ναό σε πολλά μέρη του κόσμου» (ακριβώς σύμφωνα με το σκοπό της Μασονίας), έχει συγκαλέσει πολλές «διασκέψεις κορυφής». Στην πρώτη, στην Καλκούτα του 1968, ο Λατίνος Τραππιστής Thomas Merton (ο οποίος κατά τύχην σκοτώθηκε από ηλεκτροπληξία στη Μπανγκόγκ καθώς επέστρεφε από αυτή τη συνδιάσκεψη) δήλωσε: «Είμαστε ήδη μια νέα ενότητα. Αυτό που πρέπει να κερδίσουμε είναι η αρχική μας ενότητα». Στη δεύτερη διάσκεψη κορυφής, στη Γενεύη τον Απρίλιο του 1970, ογδόντα αντιπρόσωποι από δέκα θρησκείες συναντήθηκαν για να συζητήσουν θέματα όπως «Το σχέδιο της δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινότητας θρησκειών». Ο Γενικός Γραμματέας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), Δρ Eugene Carson Blake, εκφώνησε λόγο καλώντας τους ηγέτες όλων των θρησκειών σε ενότητα· και στις 2 Απριλίου μια «άνευ προηγουμένου» υπερομολογιακή λειτουργία και προσευχή έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του αγίου Πέτρου. Ο Προτεστάντης πάστορας Babel την περιγράφει ως «μια πολύ μεγάλη μέρα στην ιστορία των θρησκειών», κατά την οποία «ο καθένας προσευχήθηκε στη δική του γλώσσα και σύμφωνα με το τυπικό της θρησκείας που εκπροσωπούσε», και κατά την οποία «οι πιστοί όλων των θρησκειών κλήθηκαν να συνυπάρξουν στη λατρεία του ίδιου Θεού». Η λειτουργία τελείωσε με το «Πάτερ ημών» (La Suisse, 3 Απριλίου 1970). Διαφημιστικό υλικό που στάλθηκε από το «Ναό της Κατανόησης» αποκαλύπτει ότι στη δεύτερη συνδιάσκεψη, στις Ηνωμένες Πολιτείες το φθινόπωρο του 1971, ήταν παρόντες Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, και ότι ο μητροπολίτης Αιμιλιανός, του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, είναι μέλος της «Διεθνούς Επιτροπής» του Ναού. Οι «διασκέψεις κορυφής» δίνουν στους Ορθοδόξους αντιπροσώπους την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε συζητήσεις με σκοπό «τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας θρησκειών», να «επισπεύσουν την πραγματοποίηση του ονείρου της ανθρωπότητας για ειρήνη και κατανόηση», σύμφωνα με τη φιλοσοφία των «Vivecananda, Ramakrishna, Ghandi, Schweitzer», και των ιδρυτών των διαφόρων θρησκειών· ομοίως οι αντιπρόσωποι συμμετέχουν σε «χωρίς προηγούμενο» υπέρ-ομολογιακές λειτουργίες και προσευχές, όπου «καθένας προσεύχεται σύμφωνα με το τυπικό της θρησκείας που εκπροσωπεί». Είναι να αναρωτιέται κανείς τι βρίσκεται στην ψυχή ενός Ορθοδόξου Χριστιανού που συμμετέχει σε τέτοιες συνδιασκέψεις και προσεύχεται μαζί με Μουσουλμάνους, Εβραίους και ειδωλολάτρες.

4. Στην αρχή του 1970 το ΠΣΕ ήταν χορηγός σε μια συνδιάσκεψη στο Ajaltoun του Λιβάνου, μεταξύ Ινδουϊστών, Βουδιστών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, και μια συνδιάσκεψη που ακολούθησε στη Ζυρίχη με εικοσιτρείς «θεολόγους» του ΠΣΕ διακήρυξε τη ανάγκη για «διάλογο» με τις μη χριστιανικές θρησκείες. Στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Addis Ababa τον Ιανουάριο αυτού του χρόνου, ο μητροπολίτης Βηρυττού George Khodre (Αντιοχειανή Ορθόδοξη Εκκλησία) σοκάρισε ακόμα και πολλούς Προτεστάντες αντιπροσώπους, όταν όχι απλώς κάλεσε για «διάλογο» με αυτές τις θρησκείες, αλλά άφησε πολύ πίσω την Εκκλησία του Χριστού και ποδοπάτησε δεκαεννιά αιώνες χριστιανικής παράδοσης, καλώντας τους Χριστιανούς να «ερευνήσουν την αυθεντική πνευματική ζωή των αβάπτιστων» και να εμπλουτίσουν την εμπειρία τους με «τον πλούτο μιας διεθνούς θρησκευτικής κοινότητας» (Religious News Service), γιατί «είναι μονάχα ο Χριστός, που εκλαμβάνεται ως φως όταν η χάρη επισκέπτεται έναν Βραχμάνο, ένα Βουδιστή, ή ένα Μουσουλμάνο που διαβάζει τις δικές του Γραφές» (Christian Century, 10 Φεβρουαρίου 1971).

5. Η Κεντρική Επιτροπή του ΠΣΕ στη συνάντησή της στην Addis Ababa τον Ιανουάριο του 1971, αποδέχθηκε και ενθάρρυνε την πραγματοποίηση συναντήσεων μεταξύ εκπροσώπων άλλων θρησκειών όσο συχνά γίνεται, καθορίζοντας ότι «στο παρόν στάδιο μπορεί να δοθεί προτεραιότητα στους διμερείς διαλόγους συγκεκριμένης φύσης». Σε συμφωνία με αυτή την κατευθυντήρια γραμμή, ένας σημαντικός «διάλογος» μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων προγραμματίστηκε για το μέσον του 1972, με την ανάμειξη 40 περίπου αντιπροσώπων και από τις δύο πλευρές, όπου περιλαμβάνεται και αριθμός Ορθοδόξων αντιπροσώπων (Al Montada, Ιαν – φεβρ. 1972, σελ. 18).

6. Το Φεβρουάριο του 1972, άλλο ένα οικουμενιστικό γεγονός «χωρίς προηγούμενο» συνέβη στη Νέα Υόρκη όπου, σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο της Νέας Υόρκης Ιάκωβο, για πρώτη φορά στην ιστορία, η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία (Ελληνική Ορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής) συγκάλεσε επίσημο θεολογικό «διάλογο» με τους Εβραίους. Σε δυο μέρες συζητήσεων επιτεύχθηκαν συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν σχετικά με τα συμπτώματα των μελλοντικών «διαλόγων με τις μη χριστιανικές θρησκείες»: οι Έλληνες «θεολόγοι» συμφώνησαν «να επαναθεωρήσουν τα λειτουργικά τους κείμενα, ώστε να βελτιώσουν αναφορές στους Εβραίους και τον Ιουδαϊσμό, όταν αυτές είναι αρνητικές ή επιθετικές» (Religious News Service). Δεν γίνεται ακόμα προφανέστερος ο σκοπός του «διαλόγου»; να «αναμορφωθεί» η Ορθοδοξία, με σκοπό να γίνει προσαρμόσιμη στις θρησκείες αυτού του κόσμου.

Αυτά τα γεγονότα είναι η αρχή του «διαλόγου με τις μη χριστιανικές θρησκείες» στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τέτοια γεγονότα πολλαπλασιάστηκαν, και «χριστιανικές» (ακόμα και «Ορθόδοξες») συζητήσεις και λατρεία με εκπροσώπους μη χριστιανικών θρησκειών έφτασαν να γίνονται δεκτές ως ένα κανονικό μέρος της σύγχρονης ζωής. Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες» έχει γίνει μέρος της διανοουμενίστικης κουλτούρας της εποχής· αντιπροσωπεύει το παρόν στάδιο του οικουμενισμού στην πρόοδό του προς ένα παγκόσμιο θρησκευτικό συγκρητισμό. Ας κοιτάξουμε τώρα στη «θεολογία» και το σκοπό αυτού του επιταχυνόμενου «διαλόγου» και ας δούμε πόσο διαφέρει από τον «χριστιανικό» οικουμενισμό που έχει επικρατήσει μέχρι τώρα.

2. «Χριστιανικός» και μη χριστιανικός οικουμενισμός

Ο «χριστιανικός» οικουμενισμός στην καλύτερη μορφή του μπορεί να φαίνεται σαν να αντιπροσωπεύει ένα ειλικρινές και κατανοητό λάθος από τη μεριά των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών – το λάθος της αποτυχίας να αναγνωρίσουν ότι η ορατή Εκκλησία του Χριστού ήδη υπάρχει, και ότι αυτοί βρίσκονται έξω από αυτήν. Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες» πάντως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, που αντιπροσωπεύει μάλλον μια συνειδησιακή αποχώρηση ακόμα και από το μέρος της γνήσιας χριστιανικής πίστης και αντίληψης, το οποίο διατηρούν κάποιοι Καθολικοί και Προτεστάντες. Είναι το προϊόν, όχι απλώς ανθρώπινων «καλών προθέσεων», αλλά μάλλον μιας διαβολικής εισήγησης, που μπορεί να αιχμαλωτίσει μόνο αυτούς που έχουν ήδη φύγει τόσο μακριά από το Χριστιανισμό, ώστε να είναι κατ’ ουσίαν ειδωλολάτρες: λάτρεις του θεού αυτού του κόσμου, του σατανά, (Β’ Κορ. 4:4), και ακόλουθοι της όποιας διανοουμενίστικης μόδας είναι ικανός να εμπνεύσει αυτός ο ισχυρός θεός.

Ο «χριστιανικός» οικουμενισμός βασίζει τη στήριξη των θέσεών του σε ένα ακαθόριστο, αλλά πραγματικό αίσθημα «κοινού Χριστιανισμού» το οποίο μοιράζονται πολλοί που δεν σκέφτονται ή δεν νιώθουν πολύ βαθειά σχετικά με την Εκκλησία, και σκοπεύει κάπως να «οικοδομήσει» μια εκκλησία που να περιλαμβάνει όλους αυτούς τους αδιάφορους Χριστιανούς. Αλλά σε ποιο κοινό υπόβαθρο βασίζεται ο «διάλογος με τους μη Χριστιανούς»; Σε ποιο πιθανό έδαφος μπορεί να βρίσκεται οποιοδήποτε είδος ενότητας, έστω και χαλαρής, ανάμεσα σε Χριστιανούς και αυτούς που, όχι απλώς δεν γνωρίζουν το Χριστό, αλλά – όπως στην περίπτωση των μη χριστιανικών θρησκειών που βρίσκονται σε επαφή με το Χριστιανισμό – απορρίπτουν κατηγορηματικά το Χριστό; Αυτοί που, σαν τον μητροπολίτη George Khodre του Λιβάνου, οδηγούν την εμπροσθοφυλακή των Ορθοδόξων αποστατών (ένα όνομα που δικαιολογείται πλήρως όταν εφαρμόζεται σ’ αυτούς που ξεφεύγουν ριζικά από ολόκληρη την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση), μιλούν για τον «πνευματικό πλούτο» και την «αυθεντική πνευματική ζωή» των μη χριστιανικών θρησκειών· αλλά μόνο βιάζοντας κατά πολύ την έννοια των λέξεων και διαβάζοντας τις δικές του φαντασιώσεις στις εμπειρίες των άλλων ανθρώπων μπορεί κανείς να φτάσει να πει ότι είναι ο «Χριστός» και η «χάρη» που βρίσκουν στις γραφές τους οι ειδωλολάτρες, ή ότι «κάθε μάρτυρας για την αλήθεια, κάθε άνθρωπος διωκόμενος γι’ αυτό που πιστεύει ως σωστό, πεθαίνει σε κοινωνία με το Χριστό». (Sobornost, καλοκαίρι 1971, σελ. 171). Σίγουρα οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοί (είτε πρόκειται για ένα Βουδιστή που αυτοπυρπολείται, έναν κομμουνιστή που πεθαίνει για το «σκοπό» στον οποίο ειλικρινά πιστεύει, είτε πρόκειται για οποιονδήποτε άλλο), δεν θα έλεγαν ποτέ ότι είναι ο «Χριστός» που δέχονται κι ότι πεθαίνουν γι’ Αυτόν· και η ιδέα μιας υποσυνείδητης ομολογίας ή αποδοχής του Χριστού είναι ενάντια στην ίδια τη φύση του Χριστιανισμού. Αν κάποιος (σπάνιος) μη Χριστιανός ισχυρίζεται ότι έχει εμπειρία του «Χριστού», αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον τρόπο που περιγράφει ο Σουάμι Vivecananda: «Εμείς οι Ινδουϊστές όχι μόνο ανεχόμαστε απλώς, αλλά ενωνόμαστε με κάθε θρησκεία, προσευχόμενοι στο τζαμί των Μωαμεθανών, λατρεύοντας μπροστά στη φωτιά των Ζωροαστριστών, και γονατίζοντας στο σταυρό των Χριστιανών», δηλαδή, μόνο σαν μια εμπειρία από έναν αριθμό πνευματικών εμπειριών με ίση αξία.

Όχι: Ο «Χριστός», όπως κι αν καθοριστεί ή ερμηνευτεί, δεν μπορεί να είναι ο κοινός παρονομαστής στο «διάλογο με τις μη χριστιανικές θρησκείες», αλλά στην καλύτερη περίπτωση μπορεί μόνο να προστεθεί σαν επακόλουθο σε μια ενότητα που μπορεί να ανακαλυφθεί κάπου αλλού. Ο μόνος πιθανός κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες είναι η εντελώς αφηρημένη αρχή του «πνευματικού» η οποία πράγματι προσφέρει στους «φιλελεύθερους» θρησκευόμενους σχεδόν απεριόριστες ευκαιρίες για συγκεχυμένη θεολογία.

Η προσφώνηση του μητροπολίτη George Khodre στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Addis Ababa, τον Ιανουάριο του 1971, μπορεί να τεθεί σαν μια πρώιμη, πειραματική προσπάθεια να αναπτυχθεί μια τέτοια «πνευματική» θεολογία στο «διάλογο με τις μη χριστιανικές θρησκείες». (Στο ίδιο Sobornost, σελ. 166-174). Θέτοντας το ερώτημα «αν ο Χριστιανισμός είναι τόσο έμφυτα κλειστός στις άλλες θρησκείες όπως γενικά λέγεται μέχρι τώρα», ο μητροπολίτης, εκτός από τις λίγες μάλλον παράλογες «προβολές» του Χριστού στις μη χριστιανικές θρησκείες, έχει ένα κύριο σημείο: είναι το «Άγιο Πνεύμα», κατανοούμενο ως εντελώς ανεξάρτητο από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, που είναι στ’ αλήθεια ο κοινός παρονομαστής όλων των θρησκειών του κόσμου. Αναφερόμενος στην προφητεία «θα εκχύσω το Πνεύμα μου σε κάθε σάρκα» (Ιωήλ 2:28), ο μητροπολίτης δηλώνει: «Πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό εννοεί μια Πεντηκοστή που είναι παγκόσμια από την πρώτη στιγμή… η έλευση του Πνεύματος στον κόσμο δεν εξαρτάται από τον Υιό… Το Πνεύμα ενεργεί και εφαρμόζει τις ενέργειές Του σε συμφωνία με τη δική Του οικονομία και από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να εκτιμήσουμε τις μη χριστιανικές θρησκείες ως σημεία όπου εργάζεται η έμπνευσή Του» (σελ. 172). Πρέπει, πιστεύει, «να αναπτύξουμε μια εκκλησιολογία και μια ιεραποστολολογία στην οποία το Άγιο Πνεύμα να κατέχει κυρίαρχη θέση» (σελ. 166).

Όλα αυτά, φυσικά, συνιστούν αίρεση που αρνείται την ίδια φύση της αγίας Τριάδας, και δεν έχει άλλο σκοπό παρά να υπονομεύσει και να καταστρέψει όλη την ιδέα και την πραγματικότητα της Εκκλησίας του Χριστού. Γιατί, αλήθεια, έπρεπε ο Χριστός να ιδρύσει μια Εκκλησία, αν το Άγιο Πνεύμα δρα εντελώς ανεξάρτητα όχι μόνο από την Εκκλησία, αλλά και από τον ίδιο το Χριστό; Εντούτοις, αυτή η αίρεση είναι ακόμα παρούσα μάλλον προσεκτικά κι επιφυλακτικά, χωρίς αμφιβολία με το σκοπό να δοκιμάσει την ανταπόκριση άλλων Ορθοδόξων «θεολόγων» προτού προχωρήσει πιο κατηγορηματικά.

Στην πραγματικότητα πάντως, η «εκκλησιολογία του Αγίου Πνεύματος» έχει ήδη γραφεί – από έναν «Ορθόδοξο» διανοητή, έναν από τους αναγνωρισμένους «προφήτες» του «πνευματικού» κινήματος των ημερών μας. Γι’ αυτό ας εξετάσουμε τις ιδέες του με σκοπό να δούμε την εικόνα που δίνει για τη φύση και το σκοπό του ευρύτερου «πνευματικού» κινήματος στο οποίο έχει τη θέση του ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες».

3. «Η Νέα Εποχή του Αγίου Πνεύματος»

Ο Νικολάι Μπερντιάγεφ (1874-1949) σε οποιαδήποτε φυσιολογική εποχή δεν θα εθεωρείτο Ορθόδοξος Χριστιανός. Μπορεί καλύτερα να περιγραφεί ως ένας γνωστικιστής – ουμανιστής φιλόσοφος που αντλούσε την έμπνευσή του περισσότερο από Δυτικούς αιρετικούς και «μυστικιστές» παρά από οποιαδήποτε Ορθόδοξη πηγή. Το ότι σε κάποιους Ορθόδοξους κύκλους καλείται ακόμα και σήμερα «Ορθόδοξος φιλόσοφος» και ακόμα «θεολόγος», είναι μια θλιβερή αντανάκλαση της θρησκευτικής άγνοιας του καιρού μας. Θα παραθέσουμε εδώ αποσπάσματα από τα γραπτά του:*

* Όπως παρατίθενται από τον J. Gregerson στο βιβλίο «Nicholas Berdyaev, Prophet of a New Age» (Orthodox Life, Jordanville, New York, 1962, no 6), όπου υπάρχει πλήρης βιβλιογραφία.

Κοιτάζοντας με περιφρόνηση τους Ορθόδοξους Πατέρες, το « μοναστικό ασκητικό πνεύμα της ιστορικής Ορθοδοξίας», στην πραγματικότητα ολόκληρο το «συντηρητικό Χριστιανισμό ο οποίος… κατευθύνει όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου μόνο προς τη μετάνοια και τη σωτηρία», ο Μπερντιάγεφ ψάχνει μάλλον την «εσωτερική Εκκλησία», την «Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος», την «πνευματική θέαση της ζωής η οποία, κατά τον 18ο αι. βρήκε καταφύγιο στις μασονικές στοές»«Η Εκκλησία», πίστευε, «είναι ακόμα μόνο σε λανθάνουσα κατάσταση», είναι «ατελής»· και προσέβλεπε στην ερχόμενη εποχή μιας «οικουμενικής πίστης», μιας «πληρότητας πίστης» που θα ένωνε, όχι μόνο τα διαφορετικά χριστιανικά σώματα (επειδή «ο Χριστιανισμός θα έπρεπε να μπορεί να υπάρχει σε μια ποικιλία μορφών στην Παγκόσμια Εκκλησία»), αλλά επίσης «τις μερικές αλήθειες όλων των αιρέσεων» και «όλη την ανθρωπιστική δημιουργική δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου… ως μια θρησκευτική εμπειρία καθαγιασμένη μέσα στο Πνεύμα».Ένας «νέος Χριστιανισμός» πλησιάζει, ένας «νέος μυστικισμός, που θα είναι βαθύτερος από τις θρησκείες και οφείλει να τις ενώσει». Επειδή «υπάρχει μια μεγάλη πνευματική αδελφότητα… στην οποία δεν ανήκουν μόνο οι Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης, αλλά επίσης όλοι όσων η θέληση κατευθύνεται προς το Θεό και το Θείο, για την ακρίβεια όλοι όσοι αποβλέπουν σε μια μορφή πνευματικής ανύψωσης» – δηλαδή άνθρωποι από κάθε θρησκεία, αίρεση και θρησκευτική ιδεολογία. Προέβλεψε την έλευση μιας «νέας και τελικής αποκάλυψης»: μιας «νέας εποχής του Αγίου Πνεύματος», αναβιώνοντας την πρόβλεψη του Ιωακείμ ντε Φλόρις, του Λατίνου μοναχού του 12ου αι., που είδε τις δύο εποχές του Πατρός (Παλαιά Διαθήκη) και του Υιού (Καινή Διαθήκη) να παραχωρούν τη θέση τους σε μια τελική «Τρίτη εποχή του Αγίου Πνεύματος». Ο Μπερντιάγεφ: «Ο κόσμος κινείται προς μια νέα πνευματικότητα κι ένα μυστικισμό· εκεί δεν θα υπάρχει πια η ασκητική κοσμοθεωρία». «Η επιτυχία της κίνησης προς τη χριστιανική ενότητα προϋποθέτει μια νέα εποχή στον ίδιο το Χριστιανισμό, μια νέα και βαθειά πνευματικότητα, που σημαίνει μια νέα έκχυση του Αγίου Πνεύματος».

Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ αυτών των υπέρ-οικουμενιστικών φαντασιώσεων και του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, τον οποίο ο Μπερντιάγεφ περιφρονούσε στην πραγματικότητα. Πάντως οποιοσδήποτε ενήμερος του θρησκευτικού κλίματος των καιρών μας θα δει ότι αυτές οι φαντασιώσεις πράγματι ανταποκρίνονται σε ένα από τα κυρίαρχα ρεύματα της σύγχρονης θρησκευτικής σκέψης. Ο Μπερντιάγεφ μοιάζει να είναι στ’ αλήθεια «προφήτης», ή μάλλον, να είναι ευαίσθητος σ’ ένα ρεύμα θρησκευτικής σκέψης και αισθήματος στο οποίο δεν ήταν τόσο έκδηλο στις μέρες του, αλλά σήμερα έχει καταστεί σχεδόν κυρίαρχο. Παντού ακούει κανείς για μια νέα «κίνηση του Πνεύματος», και τώρα ένας Έλληνας Ορθόδοξος ιερέας, ο π. Ευσέβιος Στεφάνου, προσκαλεί Ορθοδόξους Χριστιανούς να συμμετάσχουν στην κίνηση αυτή όταν γράφει για «την ισχυρή έκχυση του Αγίου Πνεύματος στις μέρες μας» (The Logos, Ιανουάριος 1972). Αλλού στην ίδια έκδοση (Μάρτιος 1972, σελ. 8), ο Ashanin, συνεταίρος στην έκδοση, επικαλείται όχι μόνο το όνομα, αλλά και το πρόγραμμα του Μπερντιάγεφ: «Συνιστούμε τα συγγράμματα του Νικολάι Μπερντιάγεφ, του μεγάλου πνευματικού προφήτη της εποχής μας. Αυτή η πνευματική ιδιοφυΐα… (είναι) ο μεγαλύτερος θεολόγος της πνευματικής δημιουργικότητας… Τώρα το κουκούλι της Ορθοδοξίας έχει σπάσει… ο Θείος Λόγος του Θεού οδηγεί το λαό Του σε μια νέα κατανόηση της ιστορίας τους και της αποστολής τους εν Αυτώ. Ο ‘Logos’ (είναι ο) κήρυκας αυτής της νέας εποχής, αυτής της νέας κατάστασης πραγμάτων στην Ορθοδοξία».

4. Το παρόν βιβλίο

Όλα αυτά συνιστούν το υπόβαθρο του παρόντος βιβλίου, που είναι μια μελέτη του «νέου» θρησκευτικού πνεύματος των καιρών μας, το οποίο αποτελεί υπόστρωμα και έμπνευση του «διαλόγου με μη χριστιανικές θρησκείες». Τα πρώτα τρία κεφάλαια παρέχουν μια γενική προσέγγιση στις μη χριστιανικές θρησκείες και στις ριζικές διαφορές τους με το Χριστιανισμό, τόσο στη θεολογία όσο και στην πνευματική ζωή. Το πρώτο κεφάλαιο είναι μια θεολογικής μελέτη πάνω στον «Θεό» των θρησκειών της εγγύς Ανατολής, με τις οποίες οι Χριστιανοί Οικουμενιστές ελπίζουν να ενωθούν στη βάση του «μονοθεϊσμού». Το δεύτερο αναφέρεται στην ισχυρότερη από τις ανατολικές θρησκείες, τον Ινδουϊσμό, και βασίζεται σε μακρόχρονη προσωπική εμπειρία που κατέληξε στη μεταστροφή της συγγραφέως στην Ορθοδοξία· δίνει επίσης μια ενδιαφέρουσα αξιολόγηση του νοήματος που έχει για τον Ινδουϊσμό ο «διάλογος» με το Χριστιανισμό. Το τρίτο κεφάλαιο είναι η προσωπική αφήγηση της συνάντησης ενός Ορθοδόξου ιερομονάχου με έναν Ανατολίτη «θαυματοποιό» – μια ευθεία αντιπαράθεση χριστιανικής και μη χριστιανικής «πνευματικότητας».

Τα επόμενα τέσσερα κεφάλαια είναι εξειδικευμένες μελέτες κάποιων από τα σημαντικά πνευματικά κινήματα της δεκαετίας του 1970. Το τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο εξετάζουν τη «νέα θρησκευτική συνειδητότητα» με ιδιαίτερη αναφορά στις κινήσεις «διαλογισμού» που σήμερα διεκδικεί πολλούς «Χριστιανούς» οπαδούς (και όλο και περισσότερους «πρώην Χριστιανούς»). Το έκτο κεφάλαιο εξετάζει πνευματικής επιπλοκές ενός φαινομενικά μη θρησκευτικού φαινομένου των καιρών μας, το οποίο βοηθά να διαμορφωθεί η «νέα πνευματική συνειδητότητα» ακόμα και σε ανθρώπους που νομίζουν ότι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη θρησκεία. Το έβδομο κεφάλαιο διαπραγματεύεται σε έκταση το πιο αμφιλεγόμενο θρησκευτικό κίνημα μεταξύ των «Χριστιανών» σήμερα – τη «χαρισματική αναζωπύρωση», και προσπαθεί να καθορίσει τη φύση του στο φως του Ορθόδοξου πνευματικού δόγματος.

Στο Συμπέρασμα η σπουδαιότητα και ο σκοπός της «νέας πνευματικής συνειδητότητας» συζητιούνται στο φως της χριστιανικής προφητείας σχετικά με τους εσχάτους καιρούς. Η «θρησκεία του μέλλοντος» στην οποία αποβλέπουν εξετάζεται και αντιπαρατίθεται με τη μόνη θρησκεία με την οποία είναι σε αδιάλλακτη αντιπαράθεση: τον αληθινό Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Τα «σημεία των καιρών», καθώς πλησιάζουμε την τρομακτική δεκαετία του 1980, είναι όλα πολύ καθαρά· οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και όλοι όσοι θέλουν να σώσουν τις ψυχές τους στην αιωνιότητα, ας φυλαχτούν και ας δράσουν!

ΟΛΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *