Η Ελληνιστική Ποίηση – Μέρος Β΄

Συνέχεια από Μέρος Α΄ : https://cognoscoteam.gr/%ce%b7-%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%80%ce%bf%ce%af%ce%b7%cf%83%ce%b7-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%b1%ce%84/?fbclid=IwAR2bKseH_wSRG0laf2RL2EtNLyFepkcuiG_LCofLPGzFndRWOez7DrNUTSA

Το πρότυπο του poeta doctus. Αντιλήψεις για την Ποίηση: Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η Ελληνιστική Ποίηση μεταμορφώνει την Κλασσική Ποίηση και Λογοτεχνία, καθότι γράφεται κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Γι’ αυτό όμως, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτήν και «επικοινωνεί» με τα κείμενά της• πρόκειται δηλαδή, για το φαινόμενο της διακειμενικότητας. (θεωρία intertexuality), κατά το οποίο ένα κείμενο «επικοινωνεί» με ένα άλλο ή περισσότερα κείμενα. Ωστόσο, αυτή η ανάπλαση της Κλασσικής Λογοτεχνίας δεν ενέχει και την έννοια της επανάληψης, καθότι γίνεται με έναν πρωτότυπο και ιδιαίτερο τρόπο. Άλλωστε, η Ελληνιστική Ποίηση είναι μια ποίηση διαφορετικού είδους, τύπου και ύφους (style), διότι τα παραδοσιακά στοιχεία είναι διαφορετικά δουλεμένα και ενταγμένα στη νέα αυτή ποίηση, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μεταβολή της μορφολογίας της.

Η αλλαγή του facies της Ποίησης στην Ελληνιστική Εποχή αποδεικνύεται και από την ποιητική ποικιλότητα σε όλους τους τομείς: ιδιότυπες συντάξεις, συνδυασμός ομηρικών και μη τύπων, νεολογισμοί, καινοτόμες μεταφορές στοιχείων από την Κλασσική Λογοτεχνία ή και πρωτότυποι συνδυασμοί τους• χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ, ο Καλλίμαχος που εισάγει μοτίβα λυρικά ή επικο-ελεγειακά στον ιαμβικό ή ιαμβικο-κωμικό κώδικα. Αυτοί οι πειραματισμοί εξάλλου, οδηγούν και στη δημιουργία νέων ποιητικών μορφών, όπως τον μίμο (Μίμοι του Ηρώνδα), τα ειδύλλια, διαφορετικά δουλεμένα έπη (Ἀργοναυτικά, Μεσσηνιακά), αλλά και μικρά έπη, τα λεγόμενα επύλλια, το καινούργιο λογοτεχνικό είδος του επιγράμματος και η διδακτική ποίηση, που από τον Ησίοδο περνά στους ελληνιστικούς ποιητές που συνδυάζουν τον επίσημο επιστημονικό ή τεχνικό ποιητικό λόγο και ύφος με την ελκυστικότητα της ποιητικής μορφής. Όλη αυτή η ποικιλότητα (variatio) ως προς τη γλώσσα, την ποιητική τεχνική, τα ποιητικά είδη συνιστά τη διαφοροποίηση του νεωτερικού ποιητή. Παράλληλα όμως, απαιτεί και μια βαθιά γνώση και ιδιαίτερο χειρισμό του υλικού του, καθώς και μια καθολική κατάκτηση της γλώσσας, την οποία οφείλει να χειρίζεται ενεργητικά και αυτοδύναμα. Έτσι, γίνεται λόγος για μια σοφή ποίηση (doctrina) κι έναν επίσης σοφό ποιητή (doctus), που προσωποποιεί τα «όργανα» και τα «υλικά» της συγγραφής του και καταβάλλει τεράστιο πνευματικό μόχθο για την λογοτεχνική δημιουργία. Αυτό το πρότυπο του ποιητή – doctus, του λογίου και μορφωμένου ποιητή, προβάλλει για πρώτη φορά ο Φιλητάς.

Οι Τρεις Χάριτες, Σάντρο Μποττιτσέλλι (1444/1445 - 1510)

Το πρότυπο του ποιητή – λογίου έρχεται σε αντίθεση με το πρότυπο του θεόπνευστου ποιητή (vates), που κυριαρχούσε στην Αρχαϊκή και την Κλασσική Εποχή. Ο ομηρικός ποιητής επικαλείται τη Μούσα στην αρχή της απαγγελίας των επών του, αλλά και στην απαγγελία των καταλόγων του, διότι θεωρεί τις Μούσες θέες-προστάτιδες της Ποίησης, οι οποίες θα τον βοηθήσουν να απαγγείλει τα εκτενέστατα ποιήματα του, καθότι είναι αφύσικο για την ανθρώπινη μνήμη να τα συγκρατήσει. Βέβαια, σχετική επίκληση των Μουσών βλέπουμε και στον ελληνιστικό ποιητή Απολλώνιο Ρόδιο, ο οποίος στο τρίτο βιβλίο του έπους του επικαλείται τη Μούσα Ερατώ. Ωστόσο, στον Απολλώνιο, οι Μούσες λειτουργούν ως οι ὑποφήτορες, δηλαδή οι εμπνευστές, οι μεταλαμπαδευτές του ποιητικού τραγουδιού. Καμία ποιητική δημιουργία δεν μπορεί να ευοδωθεί χωρίς την αρωγή των Μουσών, διότι αποτελούν τους πραγματικούς ερμηνευτές του ποιήματος• είναι θέες-προστάτιδες της Ποίησης, η Ποίηση είναι η δουλειά τους και ο ποιητής πρέπει να τις έχει υπόψη του. Γι’ αυτό άλλωστε, ο Απολλώνιος επικαλείται τις Μούσες και στο τέλος των Ἀργοναυτικῶν του, για να φέρουν μια επιπλέον ομορφιά και γλυκύτητα στο έργο του, που αποτελεί φυσικά και τον τελικό στόχο του κάθε ποιητή (γλυκερώτεραι εἶεν ἀείδειν /ἀνθρώποις. Ἀργ. 4.1774-75). Η ποιητική αυτοδυναμία που προβάλλεται στον Απολλώνιο και από τον Απολλώνιο απαντά εντονότερα στο 1.5-17, όπου βλέπουμε μια μαεστρική ανάπλαση του 4ου Πυθιονίκου του Πινδάρου σχετικά με την ελευθερία του ποιητή. Βέβαια, η αποδέσμευση του ελληνιστικού ποιητή από τη Μούσα αποδεικνύει ότι η γνώση του παρελθόντος και του παρόντος είναι διαχωρισμένη τόσο στα βιβλία όσο και στους ποιητές. Η επίκληση της Μούσας για βοήθεια του επικού ποιητή αποδείκνυε ότι η απαγγελία του έπους αποτελεί μια πράξη απομνημόνευσης ή επανάληψης της ιστορίας, καθότι ο ποιητής αναπαράγει την ιστορία, όπως του την έχει πει η Μούσα. Η ελληνιστική παραλλαγή όμως, αποδεικνύει ότι οι ποιητές δεν είναι οι μοναδικοί εκφραστές της Ιστορίας και των κοινωνικών αξιών.

Το θέμα του vates ποιητή λοιπόν, διαφοροποιείται σημαντικά στην Ελληνιστική Ποίηση. Ο ποιητής είναι ελεύθερος να εκφραστεί καλλιτεχνικά και πρέπει να είναι ικανός να πει αυτό που δεν μπορεί κανείς άλλος να πει, να είναι δηλαδή ἱστωρ (<οἶδα)• εντούτοις, η καλλιτεχνική του ελευθερία και αυτοδυναμία συνδυάζεται με την πίστη του. Κατ’ αναλογία, ο Καλλίμαχος επικαλείται τις Χάριτες στα Αἴτιά του (απ. 9.13-14), για να προσφέρουν γλυκύτητα ύφους και «μακροζωία» στο ποίημά του.

Σε κάθε περίπτωση όμως, προβάλλεται ο μόχθος του ποιητή (labor) και ο γεγονός ότι δεν αρκεί η έμπνευση (ingenium), αλλά προέχει ο ρόλος της λογιοσύνης και καλλιέργειας του ποιητή (ars / τεχνική). Η κούραση της σκέψης και της δημιουργίας αποτελούν κοινό τόπο της εικονογραφικής και πλαστικής φυσιογνωμίας του ποιητή και του φιλοσόφου και αργότερα, του πνευματικού ανθρώπου – λογίου. Παρόλα αυτά, έρχεται σε αντίθεση με τα ιδεώδη της τρυφής και της αργίας, τόσο της αριστοκρατικής όσο και της δημοκρατικής κοινωνίας από την Αρχαϊκή έως την Κλασσική Εποχή. Έτσι, απαιτείται ουσιαστική γνώση και εξάσκηση στην προηγούμενη λογοτεχνική παράδοση προκειμένου να επιτευχθεί η καλλιτεχνική αρτιότητα. Ο ποιητής δουλεύει πολύ την κλίση του, για να αποδείξει τον επαγγελματισμό του. Η υπερβολική δουλειά και ο μόχθος του ποιητή οδήγησε κάποιους μελετητές να υποστηρίξουν ότι ο ελληνιστικός ποιητής είναι μια μοναχική λογοτεχνική μορφή, αποκομμένη από την πόλη-κράτος και αδιάφορη για τα κοινά. Αυτή η αντίληψη υπάρχει εκπεφρασμένη και στις Νεφέλες του Αριστοφάνη (στ. 225), καθώς επίσης και σε τραγωδίες του Ευριπίδη, όπου προβάλλεται η ανάγκη για ειρήνη, ούτως ώστε να υπάρχει ησυχία και δυνατότητα συγγραφής. Έτσι, από τον 3ο αιώνα μ.Χ., ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να στραφεί και να κλειστεί στον εαυτό του για να δημιουργήσει και να εκπληρώσει τον βαθιά πνευματικό του ρόλο στο κοινωνικό σύνολο. Αυτό κατ’ επέκταση, δημιουργεί μια διαφοροποίηση στην κοινωνικοπολιτική λειτουργία και συνείδηση. Η άποψη αυτή εκφράζεται και από τον Cozzoli (2012)• εντούτοις, θα διαφωνήσουμε με αυτήν την άποψη – θεωρία. Η μεταβολή της πόλης – κράτους σε διαφορετικά πολιτικά μορφώματα, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, δεν σημαίνει την απομόνωση του ανθρώπου ή του καλλιτέχνη. Απλώς, μεταβάλλεται η νοοτροπία του καλλιτέχνη, καθώς και πώς αντιλαμβάνεται ο ποιητής την ποίησή του ή την Ποίηση γενικά, αλλά και πώς αντιλαμβάνεται και το μορφωμένο κοινό την ποιητική, λογοτεχνική και ευρύτερα καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, Fischer von Erlach (1656 – 1723)

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή, οι μεταβολές στις κοινωνικές δομές, οι συνεχείς επιθέσεις των σοφιστών, οι απόψεις του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα για την αξία και την κοινωνική εξουσία της Ποίησης και η οργάνωση και άσκηση της εκπαίδευσης στην Αλεξάνδρεια, οδηγούν σε μία αναβάθμιση ή έστω αλλαγή στη σύλληψη της ποίησης ως απαραίτητης για τον πραγματικό κόσμο. Υπάρχει λοιπόν, άγχος και διαρκής αναζήτηση για το πραγματικό status της Ποίησης και τη διαμορφωτική δύναμη του ποιητή, που εκφράζεται με συνεχή επιμονή. Τα στοιχεία αυτά αντικατοπτρίζονται στο διδακτικό ποίημα του Αράτου, Φαινόμενα, που αποτελεί εν μέρει αντιστροφή του ομώνυμου έργου του Ευδόξου. Η ανάπτυξη των θετικών επιστημών μάλιστα, είχε ως επακόλουθο μια μεταβολή της σκέψης• όπως η αλήθεια μπορούσε πλέον να διαφυλαχθεί σε βιβλία και βιβλιοθήκες, έτσι και οι ποιητές αναζητούσαν την αλήθεια στον φυσικό κόσμο και όχι στις παραδόσεις που μετέφεραν οι Μούσες. Οι ίδιοι οι ποιητές είναι οι δημιουργοί και «συντηρητές» των παραδόσεων αυτών, γι’ αυτό εξάλλου ο ρόλος τους είναι βαθιά διδακτικός και παιδαγωγικός για το μορφωμένο κοινό της ελίτ, που μπορεί να τους αντιληφθεί. Ας μην λησμονούμε μάλιστα και την ευρεία διάδοση και χρήση του βιβλίου, που αποτελεί πλέον το κέντρο στη μελέτη και την εκπαίδευση. Στο Μουσείο, υπήρχαν περίπου 200-500 χιλιάδες βιβλία, όπως αναφέρεται στους Πίνακες του Καλλιμάχου και μάλιστα, είναι δύσκολο να υπολογιστούν επακριβώς, γιατί κάποια βιβλία υπήρχαν σε πολλά αντίτυπα. Μάλιστα, η ύπαρξη και η χρήση των γραπτών πηγών ανακατασκευάζουν την παλαιά, ησιόδεια παράδοση για την αλήθεια και την αληθοφάνεια της Ποίησης, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται η γενικότερη άποψη για τον ρόλο της Ποίησης (Quellenforschung). Η χρήση των βιβλίων δημιουργεί μια ανταγωνιστικότητα με τις παραδόσεις, που δεν υπήρχε πριν την Ελληνιστική Εποχή. Η Ποιητική και οι ποιητικές παραδόσεις, επηρεασμένες από τη ρητορική, προβάλλουν το πρέπον, το decorum. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα αυτήν τη γενικότερη μεταβολή απέναντι στην αξία και τη σπουδαιότητα της Ποίησης.

Σχετικά με το πρότυπο του poeta doctus, αξίζει να αναφερθούν οι πληροφορίες που αντλούμε από έναν πρόσφατα ανακαλυμμένο πάπυρο με μια συλλογή επιγραμμάτων του Ποσειδίππου από την Πέλλα. Μερικά από αυτά τα ποιήματα περιγράφουν τον τρόπο κατασκευής των αγαλμάτων της εποχής και κατ’ επέκταση, τις αισθητικές αρχές του Ποσειδίππου. Οι αρχές της «παλαιάς τέχνης» στην κατασκευή των αγαλμάτων συγκρίνονται και αντιπαραβάλλονται με τις αρχές της «νέας τέχνης», στην οποία εξέχοντας εκπρόσωπος θεωρείται ο Λύσιππος, αγαπημένος γλύπτης του Μ. Αλεξάνδρου. Φυσικά, το περιεχόμενο αυτών των ποιημάτων θεωρήθηκε παραλληλισμός για τον τρόπο «κατασκευής» της Ποίησης, με αποτέλεσμα ο Ποσείδιππος να οριστεί ως ο θεμελιωτής των αισθητικών αρχών και της ποιητικής ορολογίας στην ποίηση της εποχής, καθώς και ο πρώτος poeta doctus. Επίσης, η έννοια του ποιητικού κάματου προβάλλεται και σε μια ποιήτρια του 4ου αι. π.Χ., την Ερίννα, σε ένα ποίημά της 300 στίχων, που μας σώζεται αποσπασματικά. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σύνδεση των χαρακτηριστικών και των ποιοτήτων της Ελληνιστικής Ποίησης με τη «φυσική της παρουσία», δηλαδή το είδος της καταγραφής της (π.χ. ξύλινος ή κέρινος πίνακας, πάπυρος), στοιχείο που απασχολεί έναν σύγχρονο κλάδο της φιλολογικής έρευνας, τη σύλληψη του κειμένου (Reception Studies).

Η Ελληνιστική Ποίηση εντυπωσιάζει και με τον μοντέρνο ρεαλισμό της, εν αντιθέσει με το υψηλό ύφος και βάθος της Αρχαϊκής και Κλασσικής Ποίησης. Επιπροσθέτως, η πολύπλοκη σύνδεση ανάμεσα στην εξειδικευμένη ποιητική τεχνική και την κοινότυπη ανθρώπινη εμπειρία καθιστά την ποίηση αυτής της περιόδου πιο καινοτόμο. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί μια καινοτόμο μεταμόρφωση. Η προτεραιότητα σε ταπεινές μορφές (π.χ. εργάτες, σκλάβους, ιδιώτες μεσαίας τάξης, γυναίκες, απιδιά, ηλικιωμένους, ζώα) και όχι στα παραδοσιακά, «σοβαρά» θέματα (θεοί & ήρωες), απαντά ήδη από τον Ευριπίδη, ο οποίος θεωρήθηκε δικαίως ο πρόδρομος της Νέας Κωμωδίας του Μενάνδρου.

Η γλώσσα της Ελληνιστικής Ποίησης: Η γλώσσα της Ελληνιστικής Ποίησης αντικατοπτρίζει τη γενικότερη ποιητική ποικιλομορφία που αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ποίησης αυτής. Η ποικιλότητα και στη γλώσσα αποδεικνύεται μέσα από τις ιδιότυπες συντάξεις, τη σύζευξη ομηρικών και μη τύπων, τους νεολογισμούς και κυρίως, μέσα από την έμφαση που δίνεται στη φωνητική της γλώσσας. Οι φωνητικοί συμβολισμοί θεωρούνται ιδιαίτερα εκφραστικοί κι έτσι, καθιερώνονται ως ένα από τα στοιχεία της Ελληνιστικής Ποίησης που αποτελούν το καινούργιο ύφος της και τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της (style). Επιπροσθέτως, οι παρονομασίες και οι εσωτερικές ομοιοκαταληξίες (ομοιοτέλευτα) συνιστούν την ποιητική ποικιλότητα της Ελληνιστικής Ποίησης, καθώς και τη διαφοροποίηση των εκπροσώπων της από τον τρόπο χειρισμού της γλώσσας που κάνουν οι κλασσικοί ποιητές και προκάτοχοί τους.

Ἐνάργεια: Χαρακτηριστικό της Ελληνιστικής Ποίησης: Η ἐνάργεια αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της Ελληνιστικής Ποίησης. Όπως ήδη αναφέρθηκε στα ἀνδριαντοποιητικά ποιήματα του Ποσειδίππου, όπως μας τα έφερε στο φως ο πρόσφατα ανακαλυμμένος πάπυρος, η διεξοδική περιγραφή των αγαλμάτων αποδεικνύει την ἐνάργεια, δηλαδή την καθαρότητα και ζωτικότητα της Ελληνιστικής Ποίησης. Μάλιστα, η ἐνάργεια σχετίζεται με το λογοτεχνικό είδος της ἐκφράσεως, που αποτελεί τη διεξοδική περιγραφή ενός ατόμου /προσώπου, ζώου, σκηνής, συγκυρίας ή συχνότερα αντικειμένου /έργου Τέχνης (το λεγόμενο object d’ arte). Έτσι, και εδώ έχουμε ἐκφράσεις αγαλμάτων, δηλαδή ζωντανές εικονικές περιγραφές λογοτεχνικού χαρακτήρα, οι οποίες περισσότερο μιμούνται παρά αναπαράγουν με λέξεις και σε λέξεις τα διάφορα έργα Τέχνης, με αποτέλεσμα το κείμενο να αποτελεί πλέον μια οπτικοποιημένη εικόνα για τον αναγνώστη. Γενικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι η ἐκφρασις αποτέλεσε διδακτικό μέσο της ρητορικής από την Αρχαιότητα μέχρι και τη Βυζαντινή Εποχή. Ο Δημήτριος μάλιστα, αναφέρει ότι ο Θεόκριτος συμβούλευε τους μαθητές του να μην αποκαλύπτουν όλες τις λεπτομέρειες ενός έργου Τέχνης, για να εξάπτουν τη φαντασία του αναγνώστη /ακροατή, ο οποίος οφείλει να λογίζεσθαι ἐξ αὐτοῦ και να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα, λειτουργώντας ως αυτόπτης μάρτυρας (Περί Ὑφους 222). Με αυτήν την άποψη συμφωνεί και ο Λουκιανός στο έργο του Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν (57), όπου σχολιάζει αρνητικά την υπερβολική διεξοδικότητα του Καλλιμάχου, του Ευφρονίου και του Παρθενίου.

Η Ελληνιστική Ποίηση λοιπόν, αξιοποιώντας όλο αυτό το υλικό μαζί με την προ-ελληνιστική παράδοση, τα μοτίβα και τις τεχνικές που δανείζεται και τα αναδιαμορφώνει, τη χαρακτηριστική αυτοαναφορικότητά της αισθητοποιείται μέσα από μια ιδιότυπη ἐνάργεια. Μέσα από τα ποιήματα εικονίζεται ο καλλιτέχνης και η τεχνική του, ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την Ποίηση και την παράγει. Έτσι, κάθε ελληνιστικό ποίημα αποτελεί μια μύηση του αναγνώστη στον μυστηριώδη χώρο του εργαστηρίου του.

9. C. Cusset, La Muse dans la Bibliotheque, CNRS Editions, Paris 1999, σελ. 14, 7-9 αντίστοιχα.
10. A. T. Cozzoli, ό.π., σελ. 247.
11. A. T. Cozzoli, ό.π., σελ. 247.
12. K. Gutzwiller, A Guide to Hellenistic Literature, Blackwell Publishing, USA 2007, σελ. 26-27.
13. A. T. Cozzoli, ό.π., σελ. 1-4.
14. Προτιμάμε τον όρο ομηρικός ποιητής και όχι Όμηρος, διότι λόγω του Ομηρικού Ζητήματος δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Ομήρου,για το αν υπήρξε αυτός ο μοναδικός δημιουργός και των δύο επικών ποιημάτων ή έστω ενός από τα δύο. Πιστεύουμε τη θεωρία των Νεοαναλυτικών με εισηγητή της τον Ιωάννη Κακριδή, που πρεσβεύει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν όντως ο Όμηρος είναι υπαρκτό ή πλασματικό πρόσωπο και δεν μας αφορά και τόσο• ωστόσο, ο ομηρικός ποιητής είναι ένας και έχει δημιουργήσει τα έπη του αντλώντας στοιχεία από μια προγενέστερη λογοτεχνική παράδοση, μη σωζόμενη σήμερα. Για περαιτέρω σχετικά με το Ομηρικό Ζήτημα. Βλ. Ενδεικτικά J.A. Davison, «Το Ομηρικό Ζήτημα» (μετάφρ. Δαν. Ἰ. Ἰακώβ) στο A. Wace & Fr. Stubbings (εκδ.), A Companion to Homer, Macmillan Press Ltd., London 1962.
15. R. Hunter, On Coming After: Studies in Post-Classical Greek Literature and its Reception, τόμ. 1, Walter de Gruyter, Berlin; New York 2008, σελ. 345-46.
16. R. Hunter, ό.π., σελ. 350-51.
17. A. T. Cozzoli, ό.π., σελ. 5.
18. A. T. Cozzoli, ό.π., σελ. 23.
19. A. T. Cozzoli, ό.π., σελ. 7.
20. R. Hunter, ό.π., σελ. 346-48.
21. C. Cusset, ό.π., σελ. 16. Να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας υποστηρίζει πως καλό θα ήταν να εμπιστευόμαστε τους υπολογισμούς του Καλλιμάχου, διότι οι γνώσεις του για την Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία είναι επαρκείς.
22. R. Hunter, ό.π., σελ. 348.
23. K. Gutzwiller, ό.π., σελ. 30-32.
24. K. Gutzwiller, ό.π., σελ. 46.
25. K. Gutzwiller, ό.π., σελ. 26.
26. A. T. Cozzoli, ό.π., σελ. 2-3.

historical-quest.com

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *