Γράφει ο Τραϊανός Μάνος
Ένα από τα παλιότερα ελληνόγλωσσα μυθιστορήματα ανατολικής (ινδικής) προέλευσης αποτελεί το πρώιμο ηθικοπολιτικό μυθιστόρημα Στεφανίτης και Ιχνηλάτης. Αυτός ο εξαιρετικά πολύπλοκος δομικά καθρέφτης ηγεμόνων, που μεταφράστηκε, παραφράστηκε και διασκευάστηκε κατά κόρον, γνώρισε ευρύτατη διάδοση και πλουσιότατες χειρόγραφες και έντυπες τύχες, από τον 11ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Πιθανότατα, στις ελληνόγλωσσες μορφές του έργου βασίστηκε η, μέσω μεταφράσεων, διάδοσή του στις βασικότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Niki Eideneier (επιμ.), «Δύο μύθοι από τον “Στεφανίτη και Ιχνηλάτη” σε δημώδη γλώσσα», Ελληνικά, τ. 20, τχ. 2 (1967), σ. 430-435.
Ο Στεφανίτης και Ιχνηλάτης αποτελεί ένα από τα παλιότερα ελληνόγλωσσα μυθιστορήματα ανατολικής (ινδικής) προέλευσης, μια μεταφορά στα ελληνικά του αραβικού Kalīla wa-Dimna του πέρση συγγραφέα Ibn al-Muqaffa‘ (που αποτελεί κι αυτό με τη σειρά του διασκευή του σανσκριτικού αριστουργήματος Pañcatantra, γνωστού ως Πεντάδολος/Πεντάτευχος). Το έργο, που αποτέλεσε ιδιαίτερα αγαπητό ανάγνωσμα, έχει μια μακρά ιστορία μεταφράσεων, αποδόσεων και διασκευών τόσο στον αραβικό κόσμο όσο και στην Ευρώπη. Ο συμβατικός ελληνικός τίτλος του οφείλεται στα ονόματα δύο τσακαλιών, πρωταγωνιστών μιας εκ των πολλών εγκιβωτισμένων ιστοριών του.
Πρόκειται για ένα πρώιμο ηθικοπολιτικό μυθιστόρημα και, παράλληλα, έναν εξαιρετικά πολύπλοκο δομικά καθρέφτη ηγεμόνων, όπου, μέσω της αριστοτεχνικής χρήσης του μύθου, της σύζευξης παράλληλων και εγκιβωτισμένων ιστοριών/διηγήσεων και της παράθεσης αφηγηματικών παραδειγμάτων/προτύπων, αναζητείται και προβάλλεται όχι μόνον η τέχνη του κυβερνάν, αλλά και η τέχνη του βίου. Επιτυχής, από αυτήν την άποψη, κρίνεται ο, εκ πρώτης όψεως γενικευτικός, χαρακτηρισμός του Συμεών Σηθ, πρώτου γνωστού μεταφραστή-διασκευαστή του έργου στα ελληνικά κατά τον 11ο αιώνα, ο οποίος θέλει τον Στεφανίτη και Ιχνηλάτη «συγγραφή περί των κατά τον βίον πραγμάτων».

Από τη διασκευή του Σηθ μέχρι και τον 19ο αιώνα, το έργο γνώρισε ευρύτατη διάδοση και πλουσιότατες χειρόγραφες και έντυπες τύχες, όπως άλλωστε μαρτυρούν και τα παραπάνω από ογδόντα σωζόμενα ελληνικά χειρόγραφά του. Μεταφράστηκε, παραφράστηκε και διασκευάστηκε κατά κόρον, τόσο στα ελληνικά, όσο και στις βασικότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, αφού μέσω των ελληνόγλωσσων μορφών του πέρασε στα λατινικά, τα ρωσικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά κλπ. Έτσι, μετά από τις ανώνυμες δημώδεις αποδόσεις και διασκευές, του 15ου και 16ου αιώνα, ολόκληρου του έργου ή μέρους του, ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το διασκευάζει στη δημώδη γλώσσα στα τέλη του 16ου αιώνα. Ακολούθησαν η νεοελληνική απόδοσή του από τον Δημήτριο Προκοπίου Πάμπερη στα 1721, κατόπιν παραίνεσης του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, η (όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη εμπορικά) έκδοσή του από τον Πολυζώη Λαμπανιτσιώτη στα 1783 και η απευθείας μετάφρασή του από τα σανσκριτικά από τον Δημήτριο Γαλανό τον 19ο αιώνα.
Η αφήγηση αποτελεί συνδυασμό τριών προλόγων και δεκαπέντε κεφαλαίων. Στους προλόγους περιγράφεται η μεταφορά/«εξαγωγή» ενός ιερού βιβλίου ινδικής σοφίας από την Ινδία στην Περσία, από τον πέρση ιατροφιλόσοφο Περζο(υ)έ, του οποίου ο βίος, διανθισμένος με exempla σοφίας, αποτελεί επίσης βασικό θέμα των προλόγων. Η διήγηση τοποθετείται στην αυλή ενός κινέζου βασιλιά, ο οποίος, μέσω των συζητήσεών του με έναν σοφό αυλικό του, αναζητά τον ιδανικό τρόπο διακυβέρνησης. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου (τα πρώτα δέκα κεφάλαια) περιέχει την εγκιβωτισμένη διήγηση του σοφού (για τον αυλικό Πίλπαϊ και έναν ινδό βασιλιά), στην οποία προστίθενται άλλες εγκιβωτισμένες διηγήσεις με πρωταγωνιστές ζώα. Στα τελευταία πέντε κεφάλαια, τον λόγο παίρνουν και πάλι ο Πίλπαϊς και ο βασικός αφηγητής, ο κινέζος αυλικός, παραθέτοντας νέες παραδειγματικές ιστορίες.

Εδώ δημοσιεύονται ολόκληρες δύο ιστορίες από την πρώτη γνωστή νεοελληνική απόδοση του έργου, η οποία έγινε πριν από το 1540, αντλημένες από τον Vaticanus Graecus 1139, βάσει της έκδοσής τους από την Eideneier (1967).
Περὶ τοῦ πονηροῦ καὶ ὀκνηροῦ
Λέγεται γὰρ ὅτι ὁκάτις πονηρὸς καὶ ὀκνηρὸς εἶχαν φιλίαν·
καὶ ἐπεριπατοῦσαν οἱ δύο. Καὶ μίαν τῶν ἡμερῶν ηὗραν ἄσπρα
χρυσὰ ᾳ. Καὶ λέγει ὁ ὀκνὸς τὸν πονηρόν: «Μοίρασε τὸ πράγμα
5
μέσα». Ὁ δὲ πονηρὸς εἶπεν: «Οὐχί, ἀλλ’ ἂς ἐπάρωμεν τώρα ἐξ αὐτῶν
καὶ θέλομεν τὰ ἔχει πολὺν καιρὸν καὶ θέλει εἶσται πάντοτε ἡ
ἀσφάλειά μας στερεά». Καὶ ἐπίστευσεν ὁ ὀκνὸς τοὺς λόγους τοῦ
πονηροῦ καὶ ἀπελθόντες ἔκρυψαν αὐτὰ ἀποκάτου εἰς δένδρο μέγα
καὶ ὑψηλὸν καὶ ὑπέστρεψαν ὀπίσω. Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας ἀπελθὼν
10
ὁ πονηρὸς ἔκλεψεν τὰ ἄσπρα ὅλα καὶ μετὰ ταῦτα εἶπεν τὸν ὀκνόν:
«Ἂς ὑπάγωμεν νὰ ἐπάρωμεν τὰ ἄσπρα». Καὶ ἀπελθόντες ἔσκαψαν
καὶ οὐχ εὗρον οὐδέν. Καὶ πιάσας ὁ πονηρὸς τὰ γένια του καὶ τὰ
μαλλία του κλαίων καὶ φωνάζων: «Ὀκνέ, σὺ ἐπῆρες τὰ ἄσπρα».
Καὶ ἔλε’ ἐκεῖνος κλαίων καὶ ὀμνύων ὅτι: «οὐκ ἔχω εἴδησιν εἰς τοῦτο».
15
Αὐτὸς δὲ οὐκ ἐπίστευεν αὐτὸν ὡς δήμιος, ἀλλὰ ἐπῆρεν αὐτὸν καὶ
εἰς τὸν κριτὴν ὑπάγει. Καὶ λαλήσαντες τὴν ὑπόθεσιν αὐτῶν, λέγει
ὁ κριτής: «Πάντοτε ὅπου ἐγκαλεῖ θέλει νὰ δείξη ὑπόθεσιν». Καὶ
λέγει ὁ πονηρός: «Τὸ δένδρον αὐτὸ νὰ μαρτυρήση τὴν ἀλήθειαν,
ἐὰν οὐδὲν συντυχαίνη». Καὶ ἀπελθὼν ὁ πονηρὸς εἰς τὸν πατέρα
20
αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῦ ὅλην τὴν ὑπόθεσιν. Καὶ ἐπαρεκάλεσεν αὐτὸν
λέγων: «Ἄγωμε καὶ ἀνέβα εἰς τὸ δένδρον καὶ κρυβήσου ἐκεῖ, καί,
ὅταν ἔλθῃ ὁ κριτὴς καὶ ἐρωτήση τὸ δένδρον, ἐσὺ νὰ λέγης ὅτι ὁ
ὀκνὸς ἐπῆρεν τὰ ἄσπρα». Καὶ λέγει ὁ πατὴρ αὐτοῦ: «Ἐγὼ τοῦτο
ποιήσω, ἀλλὰ βλέπε μὴ περπλακοῦμεν εἰς τὸ ἐδικό μας δίκτυον».
25
Καὶ ἀπῆρεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἀνέβη εἰς τὸν δένδρον καὶ ἐκρυβήθη
ἐκεῖ. Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐλθόντες εἰς τὸν δένδρον καὶ λέγει: «Ἐρώ-
τησε τὸν δένδρον». Ἐρώτησε δὲ αὐτὸ ὁ κριτής. Καὶ ἐξέβαινε φωνὴ
ἐκ τοῦ δένδρου ὅτι ὁ ὀκνὸς ἐπῆρεν τὰ ἄσπρα. Ὅπερ ἀκούσας ὁ
κριτὴς ἐθαύμασεν, καὶ νοήσας τὴν πονηρίαν αὐτοῦ ὅρισεν καὶ ἔβα-
30
λεν ἱστίαν εἰς τὸ δένδρον, καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς εἰς τὸν δένδρον.
Καὶ εὐθέως ἐφώναξεν ὁ σκυλόγερος: «Κύριε, ἐλέησον, τί ἔνι ἐτοῦτο!».
Καὶ ἐξελθὼν ὁμολόγησεν τὴν ἀλήθειαν. Καὶ πολλὰ δαρεὶς παρὰ τοῦ
κριτοῦ σὺν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐπῆρεν ὅλα τὰ ἄσπρα καὶ ἔδωκεν αὐτὰ
τὸν ὀκνόν. Ἔδε αὐτὰ ἔπαθεν ὁ ὀκνός, τοιοῦτον ἔνι καὶ τοῦ πονη-
35
ροῦ ἀνθρώπου τὸ πλήρωμα.
Ἐγὼ πάντοτε ἐφοβούμου τὴν πονηρίαν σου ὡς τὸν ὅφιν, ἐπεὶ
καὶ ἐξ αὐτοῦ στάζει φαρμάκι. Καὶ καλὰ εἶπεν ὅπου εἶπεν: «Καλὸν
ἔναι νὰ φεύγει κανεὶς τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κακούς,
κἄν συγγενείς καὶ γνώριμοι εἰσίν».
40
Ὅμοιον τὸ ἐποίησεν ὁ πραγματευτής.
Περὶ τοῦ πραγματευτοῦ
Λέγεται γὰρ ὅτι πραγματευτὴς ἐπῆγεν εἰς πραγματείαν εἰς
ἄλλην χώραν· καὶ εἶχεν ἐκεῖ φίλον καλόν. Καὶ ἐπαρέδωκεν αὐτῷ ρ΄
κάτζια σίδερον καὶ λέγει τὸν φίλον αὐτοῦ: «Φύλασσόν μοι αὐτὰ καὶ
5
ὅταν ἐπιστρέψω νὰ μὲ τὰ δώσῃς». Ἤργησεν δὲ ὁ πραγματευτής,
καὶ ἤλπιζεν ὁ φίλος αὐτοῦ πλέον οὐκ ἔρχεται. Καὶ ἐπώλησεν τὸ
σίδερον καὶ ἔφαγεν αὐτό. Ἐλθόντος δὲ τοῦ πραγματευτοῦ λέγει
αὐτόν: «Δός μοι τὸ σίδερον, τὸ σὲ ἐπαράδωκα, ὦ φίλε». Καθ’ ἑαυτόν
λογιζόμενος τί †δεῖ† συρρᾶψαι λέγει αὐτῷ: «Εἰς μίαν γωνίαν τοῦ
10
ὀσπιτίου εἶχα αὐτὰ καὶ ἐλθόντες οἱ ποντικοὶ ἔφαγον αὐτό. Καὶ
ἐπεὶ μὲ ὑγείαν ἦλθες πρὸς ἡμᾶς, μηδὲν λυπεῖσαι δι’ αὐτό, ἐπεὶ
’δὲ ἐγὼ ἠθέλησα νὰ τὸ φάγουν. Ἀλλὰ δεῦρο, φίλε μου, ἂς φάγωμεν
καὶ ἂς πίωμεν καὶ ἂς χαροῦμεν ἀλλήλους. Καὶ δι’ αὐτὸ τι νὰ ποιή-
σης;». Ἐξελθὼν δὲ ὁ πραγματευτὴς ἔξω τοῦ σπιτίου εὗρεν τὸν παῖδαν
15
τοῦ φίλου αὐτοῦ. Καὶ ἁρπάσας αὐτὸν ἐπῆγεν καὶ ἔκρυψεν αὐτόν.
Καὶ ἐστράφη καὶ ἐρχόμενος εὗρεν τὸν φίλον αὐτοῦ καὶ ἐγύρευεν
τὸ παιδίον του καὶ λέγει: «Μήνα εἶδες τὸ παιδίο μου, ὦ φίλε;». Καὶ
αὐτὸς εἶπεν: «Εἶδα το, ὁποὺ τὸ ἐπῆρεν τὸ γεράκι». Καὶ εἰς μίαν
ἐφώναξεν ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου: «Κύριε ἐλέησον! Τις εἶδεν γεράκια
20
νὰ παίρνουν τοὺς ἀνθρώπους;». Λέγει ὁ πραγματευτὴς ὅτι ἐκεῖ ὅπου
τρῶν οἱ ποντικοὶ τὸ σίδερον, ἐκεῖ ἐπαίρνουν καὶ τὰ γεράκια τοὺς
ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἰλέφαντες». Ἰδὼν δὲ ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου,
ἔδωκεν ὅλον τὸ σίδερον τὸν πραγματευτὴν καὶ ἐπῆρεν τὸ παιδίον
του.
Τέλος