Αγχίαλος Ανατολικής Ρωμυλίας: Η Ελληνική κοινότητα

Γράφει ο Θανάσης Κιλμπασάνης,* Περιοδικό Ελλοπία τ. 64, Απρίλιος-Μάιος 2003, σελ. 49-51

*εκπαιδευτικός, πρόεδρος Συλλόγου των Αγχιαλιτών της Αθήνας

Η Αγχίαλος ήταν ελληνική αποικία των Μιλησίων χτισμένη στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας πάνω σε μια μικρή χερσόνησο μεταξύ των πόλεων Πύργου (ΜΠΟΥΡΓΚΑΣ) και Μεσημβρίας (ΝΕΣΣΕΒΑΡ) περί το 600 π.Χ. Η λέξη Αγχίαλος είναι ομηρική και σύνθετος. Παράγεται από τις λέξεις: αγχι (=κοντά) καί αλός (που είναι γενική πτώση της λέξης αλς=θάλασσα). Επομένως, Αγχίαλος σημαίνει πόλη κοντά στη θάλασσα. Οι Βούλγαροι σήμερα την ονομάζουν ΠΟΜΟΡΙΕ, που έχει την ίδια σημασία(πόλη κοντά στη θάλασσα) αλλά ταιριάζει περισσότερο στο τραχύ ιδίωμα της γλώσσας τους και δεν φανερώνει τίποτα το ελληνικό.

Η ιστορική αυτή πόλη, πριν από την πυρπόληση της από τους Βουλγάρους (30 Ιουλίου 1906) αριθμούσε 6000 κατοίκους Έλληνες. Οι μόνοι Βούλγαροι κάτοικοί της ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι, αν και βρισκόταν σε βουλγαρική επικράτεια. Ήταν μια ελληνικότατη πόλη που σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα ακόμα και οι ελάχιστοι Βούλγαροι. Χάρις στα ελληνικά της σχολεία με άρτια οργάνωση και στη μόνιμη έδρα ‘Ελληνα Μητροπολίτη αποτελούσε φάρο φωτός, γραμμάτων και πολιτισμού και η ακτινοβολία της έφθανε πολύ μακρύτερα από τα στενά όρια του Δήμου Αγχιάλου.

Ο Μιλτ. Μαρκόπουλος στη «Γεωγραφία» του (1882) ονομάζει την Αγχίαλο «κέντρον παιδείας των πέριξ». Ο Ν. Καζάζης στα 1899 έγραφε: «Η Αγχίαλος διατελεί μέχρι σήμερον αμιγής από πάσης ετεροφύλου επιδρομής. Σπανίως παρετήρησα εν τη αλυτρώτω Ελλάδι κοινότητα τοσούτον συμπαγή, ε-μπνευσμένην υπό ακραιφνούς εθνικού φρονήματος».

Ακριβώς το ακραιφνές εθνικό φρόνημα και η πίστη τους στα ατομικά δικαιώματα ήταν εκείνα που ώθησαν τους Αγχιαλίτες να αντισταθούν ενόπλως στο φανατισμό των Βουλγάρων σωβινιστών, μέσα στη βουλγαρική επικράτεια και να υποστούν το ολοκαύτωμα της πόλης τους και τον εκπατρισμό τους.

Τα «αυθόρμητα» συλλαλητήρια των Βουλγάρων σωβινιστών και οι καταστροφές και λεηλασίες των περιουσιών των Ελλήνων στη Βάρνα, Φιλιππούπολη και Πύργο προμήνυαν τη σειρά της Αγχιάλου που δεν άργησε να έρθει. Την 30ήν Ιουλίου 1906, στίφη ενόπλων Κομητατζήδων και πλιατσικολόγων έφτασαν τη νύχτα κρυπτόμενοι από το σκοτάδι και επε-τέθησαν το πρωί. Οι Αγχιαλίτες αμύνθηκαν γενναία και τους απώθησαν. Τότε ο επικεφαλής των Βουλγάρων με τη διαταγή «όγκαν = φωτία» έβαλε φωτιά στα σπίτια που ήταν πυκνά και ξύλινα και κάηκε η πόλη απ’ άκρου σ’ άκρη.

Ο ήλιος της 31ης Ιουλίου φώτισε τη μέχρι χθες ωραία, πλούσια και ανθηρή πόλη, τους κατοίκους της γυμνούς και νηστικούς να περιμένουν τα καράβια να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα, και τους πλιατσικολόγους να αρπάζουν ό,τι άφησε η φωτιά.

Η Ελληνική Εκκλησία της Παναγίας, μετά την καταστροφή

Δεν θα σταθούμε όμως σ’ αυτά ούτε θα περιγράψουμε τα γεγονότα της καταστροφής. Θα διαθέσουμε το χώρο που μας δίδεται για να αναφερθούμε σε μνήμες, προσωπικότητες και γεγονότα, ώστε να μπούμε στο πνεύμα της Αγχιάλου και των κατοίκων της. Θα περιπλανηθούμε σε αναμνήσεις και αφηγήσεις από γέροντες της Παλιάς και Νέας Αγχιάλου, που έζησαν την ιστορική εκείνη και δραματική εποχή ή τα άκουσαν από πρώτο χέρι. Δεν θα αγνοήσουμε βέβαια και τις ιστορικές πηγές, τις οποίες και θα αναφέρουμε.

Προστάτης της πόλης και των κατοίκων της ήταν ο Αη-Γιώργης. Στο ιστορικό μοναστήρι του, μισή ώρα με τα πόδια, έξω από την πόλη, υπήρχε θαυματουργό αγίασμα, πηγή με κρυστάλλινο νερό που ανάβλυζε από βαθειά στη βάση του καμπαναριού. Στον Αη-Γιώργη έτρεχαν σε κάθε δύσκολη περίσταση και απ’ αυτόν ζητούσαν βοήθεια και παρηγοριά. Ήταν τόση η αγάπη των Αγχιαλιτών για τον Αη-Γιώργη, που δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αυτόν. Γι’ αυτό και στη Νέα Πατρίδα την εκκλησία τους την αφιέρωσαν στο όνομά του. (Μνήμη Αφροδίτης Κιλμπασάνη από τη Νέα Αγχίαλο).

Ξεχωριστό στολίδι της Αγχιάλου ήταν οι ανεμόμυλοι. Αραδιασμένοι στη σειρά, έμοιαζαν με εξωτικά όντα με τεράστια φτερά. Αλλοι ξύλινοι κι άλλοι πέτρινοι έδιναν στην πόλη όψη αιγαιοπελαγήτικου νησιού. (Αφηγήσεις Αγχιαλιτών).

Ο Σύλλογος πεπαιδευμένων είχε λέσχη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο, όπου συγκέντρωνε την αφρόκρεμα των μορφωμένων «σε κοινή υπέρ της προόδου και επί το ευρωπάίκώτερον εξέλιξιν της κοινωνίας εργασίαν». Στο αναγνωστήριο υπήρχαν δύο μεγάλες τοιχογραφίες που παρίσταναν η μια την Ακρόπολη και η άλλη το Γολγοθά, «τις δυο ακροπόλεις του Ελληνισμού», όπως έλεγε ο μεγάλος Αγχιαλίτης δάσκαλος Μιχάλης Τσιτσίνιας». (Διάλεξις Η ΑΓΧΙΑΛΟΣ του καθ. Αδαμ. Διαμαντόπουλου, σελ. 18, Αθήνα 1934).

Δείγμα της ευμάρειας και του μεγάλου θρησκευτικού συναισθήματος των Αγχιαλιτών ήταν η εκκλησία της Παναγίας, που είχε την έμπνευση να χτίσει τόσο μεγαλοπρεπή, λίγα χρόνια πριν από το ολοκαύτωμα, ο τότε Μητροπολίτης Αγχιάλου Βασίλειος ο Β’, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ίσως συναισθανόμενος το ξερίζωμα του εκεί Ελληνισμού, ήθελε να αφήσει τρανό σημάδι ώστε οι μελλούμενες γενιές να λένε: «Απ’ εδώ πέρασε ο Ελληνισμός». Πάνω στον πανύψηλο τρούλο με τα 24 παράθυρα εκτός από τον Παντοκράτορα και τους Αγίους, υπήρχαν και οι μορφές αρχαίων φιλοσόφων, όπως του Σωκράτη και του Πλάτωνα. (Δρ. Μαυρομμάχη, Η Αγχίαλος μες από τις φλόγες, σελ. 50, 51).

Ο Μητροπολίτης Βασίλειος ο Β’ υπήρξε φωτεινή φυσιογνωμία με μεγάλες αρετές, από τις λίγες που έχει να παρουσιάσει ο Ελληνισμός: απλός, ηθικός, αφιλοχρήματος, γι’ αυτό και πάντα φτωχός. Είχε και άλλα πλεονεκτήματα και αρετές. Ίσως είχε και ελαττώματα. Εκείνο που του καταλογίζουν οι αντίπαλοι του, ήταν η Παναγία, η πανέμορφη ελληνική εκκλησία που βάλθηκε να χτίσει στην Αγχίαλο, επικράτεια βουλγαρική, και έγινε καρφί στα μάτια των Βουλγάρων. Ίσως δεν είχαν άδικο εκείνοι που έλεγαν, ότι η εκκλησία έκαψε την Αγχίαλο. (Δρ. Μαυρομμάχη, Η Αγχίαλος μες από τις φλόγες, σελ. 55).

Η Αγχίαλος είχε πολλούς και φωτισμένους δασκάλους. Θα έπρεπε να τους αναφέρουμε όλους. Μα στα στενά όρια αυτής της αναφοράς μας είναι αδύνατο. Δεν μπορούμε όμως να αντιπαρέλθουμε τους Μιχαλάκη Τσιτσίνια και Αδαμάντιο Καλιατζό-γλου που δίδαξαν και στη Νέα Αγχίαλο.

Ο Μιχ. Τσιτσίνιας, ο αγαπητός στους παλιότερους Αγχιαλίτες Κυρ Μιχαλάκης, είναι γνωστός σε μας και ως φιλόσοφος. Άριστος βυζαντινός ψάλτης και ειδικός στην απαγγελία. Πολύ εκλεκτικός. Είχε το μεγάλο χάρισμα του εμψυχωτή. Σ’ ό,τι καταπιανόταν του έδινε ψυχή απ’ την ψυχή του.

Πώς να παραβλέψουμε τον Αδαμ. Καλιατζόγλου, τον καλό μας Κυρ Διαμάντη, που το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του το πέρασε στη Νέα Αγχίαλο; Υπήρξε αξιόλογος δάσκαλος και πνευματικός άνθρωπος πολύ πρακτικός. Ό,τι αναλάμβανε το τελείωνε με μεγάλη επιτυχία. Ήταν καλλιτέχνης – ζωγράφος. Στη Νέα Αγχίαλο κατασκεύασε μόνιμη θεατρική σκηνή και στο παρθεναγωγείο της Παλιάς Αγχιάλου ζωγράφισε στην αυλαία την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Παρά τους δύσκολους καιρούς, πάντα εύρισκε τρόπο να σταλάζει στις ψυχές των μαθητών την αγάπη για τη μάθηση και να τονώνει το συναίσθημα με τη μουσική και το τραγούδι. Έπαιζε και βιολί. (Αφηγήσεις γερόντων Αγχιαλιτών και Γ. Διονυσίου ΑΧΕΛΙΝΑ, σελ. 149).

Η επίδοση των Αγχιαλιτών στη μουσική και στο τραγούδι άρχιζε από πολύ παλιά και ανανεωνόταν συνεχώς.

Ας μη μας διαφεύγει ότι ο Απόλλωνας, ο θεός της μουσικής ήταν ο πολιούχος της Αγχιάλου στην αρχαιότητα. Η καντάδα ακουγόταν σε κάθε αγχιαλίτικο γλέντι. Μεγάλη ήταν η εκκλησιαστική μουσική παράδοση, η λαϊκή και η ευρωπαϊκή (ελαφρά και κλασσική). Η μουσική και το τραγούδι ήταν στενά δεμένα με το χορό και το γλέντι. Εκτός από τις δημόσιες εκδηλώσεις (δημοτικές, σχολικές, εκκλησιαστικές), όπου παρουσιάζονταν αξιόλογα έργα του κλασσικού και εκκλησιαστικού ρεπερτορίου, υπήρχαν και τα καθημερινά οικογενειακά και φιλικά βραδινά γλέντια (οι μπάλοι) στα σπίτια ή στα μαγαζιά που επικρατούσε η καντάδα (με πολυφωνία), τα νησιώτικα και τα τοπικά τραγούδια. Οι χοροί ήταν ανάλογοι: ευρωπαϊκοί, δημοτικοί, τοπικοί (ματζούρ-κα, βαλς, συρτός, καλαματιανός, μπαϊντούσκα, καρσιλαμά, σέρβικο κ.α.), με παραδοσιακά λαϊκά όργανα: βιολί, λαούτο, τρομπέτα, μούζικα, φλάουτο… Επίσης, δίδονταν θεατρικές παραστάσεις από ερασιτεχνικούς θιάσους. (Γ. Διονυσίου, ΑΧΕΛΙΝΑ, σελ. 120 και 146).

Εκεί όμως που η Αγχίαλος είχε τις περισσότερες επιτυχίες ήταν ο εκκλησιαστικός τομέας. Στον εκκλησιαστικό βίο και τα γράμματα αντιπροσωπεύτηκε από αξιόλογους ιεράρχες:

Γόνος της Αγχιάλου ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/πόλεως Μιχαήλ ο Γ’ (1169 – 1177) που αξιώθηκε του τίτλου «ύπατος των φιλοσόφων».

Επίσκοπος Αγχιάλου υπήρξε ο Σωφρόνιος, ο οποίος στη σύνοδο της Φλωρεντίας (1139) αγωνίστηκε υπέρ της ακεραιότητας της Ορθοδοξίας έναντι του Παπισμού.

Μεγάλο τέκνο της και ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β’ ο Τρανός, από πλουσιοτάτη οικογένεια της Αγχιάλου (1572 – 1599), η μεγαλύτερη εκκλησιαστική φυσιογνωμία της Ορθ. Ανατ. Εκκλησίας τον ΙΣΤ’ αιώνα.

Επίσης Αγχιαλίτης ήταν ο έξοχος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος (1808 – 1827).

Τον αείμνηστο Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ συνόδεψε στην αγχόνη κατά την έναρξη της Μεγάλης Επανάστασης του Γένους ο Μητροπολίτης Ευγένιος Καραβίας, ο Ιθακίσιος, του οποίου το όνομα τι-μητικώς φέρει το πρώτο Δημοτικό Σχολείο Νέας Αγχιάλου: «ΕΥΓΕΝΕΙΟ».

Από τους τελευταίους ποιμένες της Αγχιάλου ο Μητροπολίτης Βασίλειος ο Α’ υπήρξε πανάριστος στην παιδεία, το ήθος και την ευσέβεια, και ο Βασίλειος ο Β’ Αρχιερέας κατά τον χρόνο του Ολοκαυτώματος και κατόπιν Πατριάρχης Κων/πόλεως. (Η ΑΓΧΙΑΛΟΣ, διάλεξις του καθ. Αδαμ. Διαμαντοπούλου, Δ/του Μαρασλείου Διδασκαλείου, Αθήνα 1934, σελ. 16 και 17).

Ο πλούτος και η ευμάρεια των Αγχιαλιτών οφείλονταν εκτός απ’ την εργατικότητα και τη μεθοδικότητά τους στις αλυκές, στα αμπέλια, το εμπόριο, τη ναυτιλία και στην άριστη εκπαίδευση. Ήδη από τον ΙΣΤ’ αιώνα είχαν σχολεία με τους καλύτερους δασκάλους από την Κων/πολη και την Αθήνα που τους πλήρωναν αδρά. Τα τελευταία χρόνια πριν από την καταστροφή είχαν κατακλύσει τη Μ. Σχολή του Γένους, την Εμπορική Σχολή της Χάλκης, τα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και τις εμπορικές σχολές της Ευρώπης. (Δρ. Μαυρομμάτη, Η Αγχίαλος μες απ’ τις φλόγες, σελ. 48).

Όλα αυτά όμως σταμάτησαν με την αποφράδα μέρα του ολοκαυτώματος στις 30 Ιουλίου 1906, που η Αγχίαλος έγινε στάχτη και οι περισσότεροι κάτοικοι της αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα.

Σήμερα, η Αγχίαλος της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης) πορεύεται με το βουλγαρικό όνομα Πομόριε (Pomorie) σαν τουριστική βουλγαρική πόλη. Οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι της από το 1906 έχουν μεταναστεύσει αναγκαστικά στην Ελλάδα, όπου ίδρυσαν δυο κωμοπόλεις: Τη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας και την Αγχίαλο Μακεδονίας. Οι εναπομείναντες αναμείχθηκαν με τους Βούλγαρους εποίκους, ενσωματώθηκαν και εκβουλγαρίστησαν. Όμως, τα ελληνικά ήθη και έθιμα και η ελληνική γλώσσα εξακολουθούν να τηρούνται και σήμερα.

Η αδελφοποίηση της Παλιάς και Νέας Αγχιάλου, ο Σύλλογος Βουλγαροελληνικής Φιλίας και το Φροντιστήριο Ελληνικής Γλώσσας στην Πομόριε υπόσχονται άνθηση στις σχέσεις Αγχιαλιτών Ελλάδος και Βουλγαρίας και καλύτερη κατανόηση των δύο λαών.

, , , , , , ,

1 thought on “Αγχίαλος Ανατολικής Ρωμυλίας: Η Ελληνική κοινότητα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *