Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο, που βρέθηκε στο Οπόρτο, και ζωγραφισμένη από το ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Αφιερώνεται στον ΑΝΤΡΕΑ ΤΡΙΓΓΕΤΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αν βγάλουμε έξω τη θερμή θέση που έχω μέσα στην καρδιά ένα δυονώ μοναχά, για τους άλλους, όπως στάθηκα πάντα μακριά τους, πέρασα για ένα κεφάλι γεμάτο καπρίτσια. Η αλήθεια είναι πως είμαι ένας άγριος άνθρωπος, σκέτος. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως είμαι γερό κεφάλι· πολλές φορές πάλι βλέπω καθαρά πως δεν είμαι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο με απλή γνώμη.
Μιλώ έτσι ενώ μέσα μου είναι όλα ήμερα. Περνώ τις μέρες μου απάνου κάτου μοναχός. Είχα μεγάλη αγάπη για τα βιβλία στα μικρά μου χρόνια, αλλά γενικά δεν ήμουνα διόλου από κείνους τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους να περιμένουν απ’ αυτουνούς τίποτα· γι’ αυτό είναι ένα πράγμα ολότελα ανέλπιστο για μένα να τυπώσω ένα βιβλίο· εγώ ο ίδιος απορώ πώς ταίριαξε έτσι. Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μου αρέσει, μπορώ να πω, όσο ένα ταξίδι με πανιά απάνου σε αφρισμένη θάλασσα· είναι βιβλία που κάνουν να χορεύει ο κόσμος μπροστά μου μίαν ολάκερη βδομάδα.
Ζω, όπως είπα, μοναχός. Κανένας ίσως δε θα βρίσκεται, όταν θα διαβάζει το βιβλίο μου, στην κατάσταση που βρίσκουμαι εγώ, τώρα που γράφω· σε πολλά δε θα με καταλάβει, εξαιτίας της διαφορετικής ζωής που ζούμε. Είμαι όξω απ’ όλην εκείνη τη βουή, που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται.
Κατοικώ απάνου σ’ ένα ανεμόδαρτο βουνό. Όλη τη μέρα κάτου από τα μάτια μου η θάλασσα διπλώνει και ξεδιπλώνει τα κύματά της, και τη νύχτα ακούω μονάχα τη βουή της. Στην πολιτεία κατεβαίνω σπάνια· ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω το θάρρος μου, όπως το σκυλί που φυλάγει τα πρόβατα στο βουνό.
Εδώ, στο νησάκι μου, είμαι βασιλιάς. Περπατώ με μεγάλα βήματα, είμαι στο κέφι, και καταλαβαίνω το Θεό και τους προγόνους μου να μου κρατάν σιωπηλή συντροφιά. Σηκώνουμαι πολύ πρωί και κάνω ένα μικρό περίπατο γύρω στο μεγάλο και παράξενο βράχο, που κρέμεται απάνου απ’ το σπιτάκι μου. Έτυχε, με σεισμό, να τον ακούσω να τρίζει απάνου απ’ το κεφάλι μου. Το καλοκαίρι, σαν κάνει ζέστη τ’ απομεσήμερο, πάω και ξαπλώνουμαι στον ίσκιο του, και το μάτι μου βάζεται να λογαριάζει το ανιστόρητο βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Με πιάνει ζάλη και μου φαίνεται πως ξεφεύγει το κούτελο μου.
Κάπου κάπου, βγαίνουν στη στεριά ένα δυο ψαράδες και μιλούμε για τα βάσανα του κόσμου. Γνωρίζω τις βάρκες τους από δύο μίλια, και τις σεργιανίζω είτε σαν αρμενίζουν με τα πανιά τους είτε σαν ρίχνουν τα δίχτυα μέσα στο μπουγάζι. Τούτοι οι φουκαράδες είναι οι φίλοι μου, ακόμα ένας καραβομαραγκός, που φτιάνει τη φελούκα μου, δυο βοσκοί, ένας ζευγάς κι οι δικοί μου. Δουλεύουμε όλοι μας για να μας δώσει το ψωμί μας είτε η στεργιά είτε η θάλασσα. Ξέρουμε πως ο μεγάλος Θεός ρίχνει με σπλαχνιά το μάτι του απάνω μας, όταν πηγαινοέρχουνται τα βόδια μέσα στα μαύρα αυλάκια σιμά στ’ ακρογιάλι, και παρέκει τα ψαροκάικα δουλεύουν βιαστικά στον αργαλειό, όπως οι αράχνες μόλις χτυπήσει ο ήλιος στο εργόχειρό τους. Περπατάω σαν πιωμένος απάνου στις αυλακιές· μια δυνατή πνοή αχνίζει απ’ τη γης και με μεθά· πάγω κι αδράχνω την αλετρόχερη απ’ το χέρι του ζευγά και δουλεύω μαζί με τα βόδια μου.
Μέσα σε τέτοια τιποτένια πράματα, δεν μπορεί κανένας να ’χει μεγάλες ιδέες. Ωστόσο, στο καλύβι μου περνώ πολλές ώρες χωρίς δουλειά, κι έρχουνται στο κεφάλι μου τόσα παράξενα πράματα, που απορώ κι εγώ ο ίδιος.
Από πάνου απ’ το νησί μου είναι ανοιχτά τα ουράνια! Απάνω σε τούτους τους βράχους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όπως οι παλαιότεροι της γενιάς μου. Έμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού, και δε μου είναι μπορετό να καταλάβω πολλά πράματα απ’ εκείνα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους οι άνθρωποι της πολιτείας.
Συχνά φχαριστώ τους προγόνους μου, που μ’ άφηκαν το μοναχικό νησάκι ετούτο για να τραβηχτώ και να ζήσω με ειρήνη. Ειρήνη! Ειρήνη! Βαθιά δροσερή λίμνη!
Από μικρός έφυγα με τη μανία να δω τα μακρινά μέρη της σφαίρας. Τώρα πια δεν πιθυμώ τίποτα· το μάτι μου ζητά μοναχά ένα κομμάτι βουνό και μια στενή λωρίδα θάλασσα.
Μέσα στην ιστορία, που τυπώνω παρακάτου, ένας ερημίτης γράφει: «Και η αγάπη από μέρος των ομοίων μου θα ’ταν για μένα μιαν ανυπόφορη ανησυχία.» Αυτός ο Σπανιόλος είναι μέσα στην καρδιά μου, γιατί αυτά τα λόγια εγώ δε θα μπορούσα να τα βρω ποτές μου. Οι Σπανιόλοι μου αρέσουν, μου αρέσουν ακόμα οι Μπρετόνοι κι οι νησιώτες του ελληνικού πελάγου. Περισσότερο όμως μου αρέσει η ερημιά. Τώρα θέλω να ξεκουραστώ. Πέρασα ένα χειμώνα στη Βαρκελώνα, ένα χρόνο στο Πόρτο, άλλο τόσο στο Σεν Μαλό και στο Καλβαντός, στη Ντορντόνια λίγους μήνες, στο Παρίσι απάνου από τρία χρόνια. Είδα περαστικός τη Σενεγκάλη και τη Λιμπερία, τραβώντας για την Αγκόλα. Έγραψα του εξερευνητή Σάκλετον, παρακαλώντας τον να στρέξει να πάω μαζί του στο Νότιο Πόλο, μα δεν έγινε τρόπος[1]…
Αυτή τη στιγμή μου φαίνεται πως βλέπω αντίκρυ, απάνου στον τοίχο, την Κονκόρντ του Παρισιού γεμάτη νευρικό κόσμο που μυρμηγκιάζει, μελανιασμένος από το κρύο.
Εγώ τρίβω τα χέρια μου μέσα στο ζεστό καλύβι μου, διαβάζοντας το Ροβινσών Κρούσο.
Ο Ροβινσών Κρούσος! Το βιβλίο τούτο του Δανιήλ Ντι Φόου μου είναι πάντα αχώριστο. Τώρα που γράφω, το βλέπω να κιτρινίζει ανάμεσα στα λίγα βιβλία μου. Είναι τυπωμένο, πυκνά πυκνά, απάνου σ ένα σκούρο χαρτί σαν καπνισμένο. Μυρίζει σαν παλιό ναυτικό έγγραφο. Το ύφος του είναι απλό. Εκεί μέσα δεν μπορεί να βρει κανείς καν μια λέξη γραμμένη από ποιητή· καν μια φράση δε βγαίνει όξω απ’ το μέτριο. Ένα σωρό λογαριασμοί από μοαδόρες, κάμποσες λίστες που λες πως τις τράβηξε απ’ το τεφτέρι ενός έμπορα, συνομιλίες απ’ τις πιο συνηθισμένες, απ’ τις καθημερινές, που πέφτουν συχνά σε μιαν ανυπόφορη πολυλογία, από τέτοια είναι γεμάτο το βιβλίο του Ντι Φόου. Ωστόσο, σε κανένα από τα βιβλία του ίδιου είδους που ήρταν στα χέρια μου δε βρίσκω μια κάποια ουσία που είναι εκεί μέσα κάτι τις περισσά θετικό, όσο θετικό μπορεί να γίνει ένα γράψιμο τέχνης. Η εντύπωση πως είναι δεμένη η ιστορία του με σπάνια μαστοριά, είναι μοναδική. Το ύφος του είναι συμπαθητικό, γιατί είναι απλό. Ο Ντι Φόου είναι ένας άνθρωπος που ξέρει καλά τι θέλει να πει, και το λέγει μ’ έναν τρόπο, που να μένει μ’ εκείνον που το διαβάζει σύμφωνος πως δε χρειάζεται περισσότερο. Του λείπουν τα έξυπνα πυροτεχνήματα που συνηθίζουν όσοι γράφουν βιβλία. Τόσο πιτυχημένα είναι τα λόγια του, που λες: δε θα μπορούσε κανένας να τα πει πιο καλά. Έτσι αρχίζει το ημερολόγιο του ο Ροβινσών:
«30 Σεπτεμβρίου 1659
Εγώ, ο φουκαράς Ροβινσών Κρούσος, ναυάγησα στο πέλαγο μέσα σε μιαν άγρια φουρτούνα, κι αφού πνίγηκε όλο το τσούρμο, όντας μισοπεθαμένος κι εγώ ο ίδιος, ρίχτηκα απάνου σ’ αυτό το ξερόνησο, που το ονόμασα Νησί της Απελπισίας.»
Καταλαβαίνεις τον άνθρωπο. Μ’ όλο που το θέμα του είναι περιγραφικό, του λείπει ολότελα η περιγραφή. Δεν καταπιάνεται καθόλου να ζωγραφίσει τα δάση των τροπικών· λέγει απάνου κάτου ότι θα ’λεγε ένα ξερό βιβλίο του σχολείου. Και όμως, ανεξήγητο θάμα, μονάχα μες στο Ροβινσών Κρούσο καταλαβαίνω να φλογοβολά ο ήλιος της Βραζιλίας. Μ’ όλη την ανεπιτηδειότητα που έχει στη ζωγραφιά, η ιστορία του είναι γεμάτη από πρόσωπα, που ζουν με απίστευτη φυσικότητα, ένα σωρό τύποι του καιρού του, θαλασσινοί, έμποροι, σκλάβοι, κουρσάροι. Μυρίζει σαν ρούμι και σαν μουχλιασμένο αμπάρι.
Λίγα γραψίματα βρήκα έτσι τεχνικά όσο το κομμάτι που θέτω παρακάτου:
«Θέλησα λοιπόν τότες να γίνω κι εγώ έμπορος στη Γκουινέα και, για την κακή μου τύχη, επειδής ο φίλος μου πέθανε λίγο διάστημα ύστερ’ απ’ τον ερχομό του, αποφάσισα να καταπιαστώ ακόμα ένα ταξίδι και μπαρκάρισα στο ίδιο καράβι…
»Ποτές δεν έγινε ταξίδι έτσι άτυχο, γιατί, αν και δεν πήρα απάνου μου σωστές 100 στερλίνες από την καινούργια μου περιουσία, αφήνοντας 200 στη χήρα του φίλου μου, που στάθηκε πολύ πιστή, δεν έπαψα να πέφτω σε τρομερές ατυχίες. Το καράβι μας, ενώ αρμένιζε κατά τις Κανάριες ή, καλύτερα, ανάμεσα σ’ αυτά τα νησιά και στη στεριά της Αφρικής, έπεσε, προς την αυγή, απάνου σ’ έναν κουρσάρο Τούρκο του Σαλέ, που μας κυνήγησε μ’ όλα τ’ άρμενα που μπορούσε να κάνει. Για να τον περάσουμε, βαρθήκαμε κι εμείς να ισάρουμε όσα πανιά μπορούσαν να πάρουν οι αντένες και να σηκώσουν τ’ άλμπουρά μας· αλλά, βλέποντας πως ο κουρσάρος κέρδιζε δρόμο ολοένα και πως σε λίγο θα μας έφτανε, ετοιμαστήκαμε να τον χτυπήσουμε· το καράβι μας είχε δώδεκα κανόνια, κι εκείνος είχε δεκαοχτώ.
»Κατά τις τρεις, απάνου κάτου, τ’ απομεσήμερο, μπήκε στα νερά μας και μας χτύπησε, κατά λάθος, από τη μπάντα, αντί να πέσει απάνου μας από την πρύμη, όπως ήθελε· ρεγουλάραμε οχτώ απ’ τα κανόνια μας, απ’ αυτή τη μπάντα, και του στείλαμε μια φωτιά που τον έκανε να τραβηχτεί, αφού απάντησε στα κανόνια μας κι έριξε μια μπαταριά απάνου κάτου από διακόσια μουσκέτα που είχε απάνω του. Μολαταύτα, όπως είχαμε πιάσει μετερίζι όλοι μας, ένας καν από τους δικούς μας δεν έπαθε. Ετοιμάστηκε να μας χτυπήσει ξανά, κι εμείς ξανά να φυλαχτούμε· αλλά τούτη τη φορά, πέφτοντας δίπλα μας απ’ την άλλη μπάντα, έριξε εξήντα άντρες απάνου στην κουβέρτα μας, που ευτύς έκοψαν και λασκάρισαν τα ξάρτια μας. Τους πέσαμε με τη λόγχη, με τα μουσκέτα και με τις μπόμπες με μια τέτοια μανία, που τους διώξαμε δυο φορές απ’ την κουβέρτα μας. Στο τέλος, για να συντομέψω το λυπηρό αυτό μέρος της ιστορίας μας, αφού έπεσε το καράβι μας στα χέρια τους και σκοτώθηκαν απ’ τους δικούς μας τρεις και λαβώθηκαν οχτώ, στενευτήκαμε να παραδοθούμε, και μας φέρανε όλους σκλάβους στο Σαλέ, λιμάνι που το κρατούσαν οι Μόροι.»
Ο Ροβινσών Κρούσος δεν αξίζει ένα άσπρο για τους διαβασμένους· για κείνους που φιλολογούν. Για λογαριασμό μου, όσο κι αν τον συμπαθώ, μη τυχόν πάρει κανένας πως τον φέρνω ωσάν μέτρο. Έτσι θα ’δειχνα πως οι απαιτήσεις μου από ένα γράψιμο είναι περιορισμένες. Ίσα ίσα, κείνο που κάνει στα μάτια μου την τέχνη πολύτιμη, είναι η απόλυτη ελευθερία που έχει να σοφίζεται και να φτιάνει πράματα που δεν υπήρχαν πριν να τα φτιάξει· νέα πράματα κι όλο νέα κι όλο νέα. Μολαταύτα η θετικότητα, η στενή θετικότητα του Ντι Φόου, είναι θησαυρός δυσεύρετος. Τα ωραιότερα βιβλία που διάβασα (πάντα αυτού του είδους) είναι γραμμένα από ανθρώπους που δεν έχουν την ιδέα πως συγγράφουν. Τέτοια βρήκα στα εγγλέζικα, προ πάντων ημερολόγια κυνηγιού, αρπαγμένα με οικονομία, του καιρού, του χαρτιού, του μελανιού και της φαντασίας· είναι γραμμένα από ανθρώπους, που συχνοχτυπά η καρδιά τους απ’ τη συγκίνηση, που πιάνουν να ιστορήσουν. Δεν είναι οι ακριβοί ρεμβασμοί κάποιου τεμπέλη, που τον τρώγει η έννοια με τι τρόπο να πει ό,τι θέλει να πει, ενώ καλά καλά δεν έχει να πει τίποτα.
Ύστερ’ από τούτα τα λόγια που στενεύτηκα να πω, βγαίνει μονάχη της στη μέση η αντιπάθειά μου για τα πιότερα βιβλία που γράφουνται στις μέρες μου, όπως είναι μπόσικα, επιδειχτικά, γυμνά από μαστοριά. Για όνομα! Για όνομα! Τούτοι οι κύριοι γράφουν όχι μέτρια πράματα (μακάρι) – τούτοι οι κύριοι γράφουν άσκημα πράματα. Χτυπιούνται χωρίς ανάπαψη αναμεταξύ τους, για ιδέες και για το σαρίκι του σουλτάνου της Βαβυλώνιας, για να μη σκάσουν από πλήξη.
Η τέχνη! Οι ιδέες! Τι σιχαμένη εκπόρνεψη! Παντού, απ’ όπου στρίψω, πετιέται μια θεατρίνα, κι αυτή η κουτή θεατρίνα παριστάνει την τέχνη, τάχα. Η μεγάλη έννοια τους είναι να ρίχνουν στο λέγειν τους μπόλικα επίθετα με χουβαρτάδικο χέρι, όπως οι Τούρκοι μάγειροι κάνουν με τα μπαχάρια. Αηδιάζει κανένας με την αντιπαθητική τούτη επιτήδεψη. Μπορείς να βρεις, μέσα σ’ αυτά τα τυπωμένα γυναικολογήματα, υπηρέτριες που μιλάνε με πομπή και με δόξα, λες και είναι τίποτα γέροι θεατρίνοι της Νεάπολης, που μιλάνε μέσα σε μια παρέα από πρόσωπα που τους θαυμάζουνε.
Γυρίζω και ξαναδιαβάζω τα όσα έγραψα παραπάνου. Είπα τόσα πράματα που δεν είχα κατά νου καν να τ’ αγγίξω. Το ’κανα με λύπη μου· και λέγω με λύπη μου, όχι από νεροκέφαλη ευγένεια, αλλά γιατί νοιάζουμαι περισσά για την ομορφιά του βιβλίου μου, κι αυτά τα πράματα, που έχω την ιδέα πως ασκημίζουν άλλα, ασκημίζουν και το δικό μου στανικά.
Ωστόσο, τίποτα δε μου πειράζει τα νεύρα όσο ο σωβινισμός σ’ έναν άνθρωπο της τέχνης. Η φανατική και κουτή τούτη προσήλωση σε μικρόν κύκλο, καταντά να λογαριάζεται για αρετή στους περισσότερους λαούς. Αυτή είναι η αιτία που κάνει να επικρατούν τα μέτρια έργα.
Αλίμονο! Δεν μπορεί κανένας να δείξει πως τον συγκινά κάτι τι από τα τόσα μεγάλα πράματα που περνούν μακριά μας. Τούτοι οι άνθρωποι είναι, όπως λένε οι Τούρκοι, «ψάρια του λιμανιού». Ξέχασαν πια πως η γης γυρίζει, πως οι πόλοι της είναι σκεπασμένοι από πάγους που ασπρίζουν ως τα μάτια κάποιου που παρατηρά το άστρο μας απάνου απ’ το φεγγάρι, πως τα άγρια άλογα πλανιούνται με ορθές χαίτες μέσα στους απέραντους κάμπους του Καναδά, πως αυτή τη στιγμή ένα κύμα σκάζει απάνου στην Καλή Ελπίδα, σκεπάζοντας με αφρούς μια ολάκερη πολιτεία.
Έτσι, άδικα θα ζητήσεις μέσα στα περισσότερα τυπώματα εκείνο που μπορεί να ονομάσει κανένας σοφία του βιβλίου, την εγκυκλοπαίδεια, στη φυσική είτε στην ιστορία.
Για μένα, ο καλλιτέχνης έχει τη ζωηρή εντύπωση πως ζει μέσα σ’ ένα άπειρο. Έτσι μονάχα βγαίνει όξω από τα στενά σύνορα της εποχής και της πατρίδας, και υψώνεται στο μοναδικό τύπο, που ζει μες στον αιθέρα της απόλυτης ελευθερίας. Σφραγίζεται με μιαν αιώνια βούλα. Δεν μπορεί να ’ναι από κείνους που περνούν απάνου από τη γης, κρατώντας τα μάτια κλεισμένα στην πλούσια διακοσμητική ποικιλία του κόσμου, ολόκληρης της γης και τ’ ουρανού.
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ
Κλείνω τον πρόλογο τούτον απάνου στην Τράπεζα του Διαόλου, στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας.
Φεβρουάριος του 1920.
Όσοι δεν είναι της ίδιας γνώμης με μένα, θα ’ταν άδικος κόπος να μου το κράξουν. Θα τους έστελνα όμως σίγουρα στο διάολο, αν καταπιάνουνταν να μου γυρίσουν τις αντιπάθειές μου σε συμπάθειες. Γιατί έχω την πίστη μου, μια θεόστραβη πίστη στο Θεό μου και μονάχα σ’ εκείνον. Δε γίνεται τρόπος να με λυγίσει μπροστά σε ξένα είδωλα καμιά δύναμη. Ας μ’ αφήσουν λοιπόν ήσυχο, και δεν πιθυμώ διόλου να πιάνουν τα βιβλία μου όσοι έχουν διαφορετικά γούστα από μένα. Οι λίγοι, που αισθάνουνται όπως εγώ, μου φτάνουν, και γι’ αυτουνούς γράφω.


Δεν ξέρω καλά καλά τι με σπρώχνει να γράφω αυτό το βιβλίο. Είν’ αλήθεια πως η φιλοδοξία να φημιστώ μέσα στους ανθρώπους με γαργάλιξε σαν ήμουν νέος, αλλά πολύ γλήγορα μιαν αδιαφορία του τάφου μ’ έγιανε απ’ τον κακοηθέστερον απ’ όλους τους πυρετούς. Αν τυχόν κανείς υποθέσει πως η κακή τύχη που βρήκε την πρώτη δοκιμή μου, με βίασε να πάρω την ανάγκη για φιλοτιμία, στη δική μου περίσταση δε θαν εύρει δίκιο γιατί, δεν ξέρω πώς, βρήκα μια πολύ καλή διάθεση σ’ όσους διάβασαν το πρώτο μου τύπωμα. Ωστόσο, η επιτυχία δε στάθηκε πάλι και τόση, ώστε να μπορώ να δικαιολογήσω τη μεταβολή που έλαβα, θέτοντας ως αιτία την αηδία από την εύκολη απόχτηση του ό,τι επιθυμούσα.
Όπως κι αν είναι, από τότες δε με τάραξε η παραμικρή ανησυχία να τραβήξω την προσοχή της ανθρωπότητας, και συχνά ρέμβασα πως έχω το δικαίωμα να μοιραστώ το άγνωστο χώμα με τις πιο περήφανες ψυχές της γης.
Και να, τώρα, σε ηλικία πενήντα χρονών, ξαναπιάνω την πέννα. Τ’ όνομά μου, όπως βλέπει ο αναγνώστης, δεν είναι γραμμένο απάνου στο βιβλίο τούτο· όμως, αν όχι η ματαιοδοξία, μια αδυναμία πάντα με κάνει συγγραφέα. Με βιάζει να βγάλω απ’ τα βαθύτερα κι από τα απόκρυφα της ψυχής μου κατιτί, που σίγουρα δε θαν εύρει καμιάν ηχώ, απλά, η περίεργη εκείνη ιδιοτροπία της ψυχής να θέλει να μοιράζεται με άλλους τις συγκινήσεις της.
Αυτό με κάνει ακόμα μια φορά να σκεφτώ πως τα μεγαλύτερα θάματα είναι ανίκανα ν’ αλλάξουν την ανθρώπινη μικρότητα. Μήπως δεν απομένουμε οι ίδιοι κατόπι από κάθε βήμα μας μέσα στα μυστήρια της δημιουργίας; Ο Νεύτονας, βρίσκοντας το μηχανισμό του ουρανού, άφησε τάχα την πιο ασήμαντη απ’ τις προηγούμενες συνήθειες του;. . . Κι αν ένα βράδυ βρίσκαμε άξαφνα το Θεό, το πρωί δε θα χτενίζαμε τα μαλλιά μας, όπως κάναμε πάντα;
Κι εγώ, γράφοντας σήμερα, απορώ με το τι κάνω. Δεν πίστευα πως είναι δυνατό να καθήσει φρόνιμα μπρος σ’ ένα τραπέζι, για να γράψει, ένας που είδε ό,τι είδα κι άκουσα εγώ, χωρίς να αναποδογυριστεί ο ουρανός. Κι ακόμα, να αισθάνεται πως σίγουρα θα τον περιπαίξουν πρόστυχα πρόσωπα… Κάθε τόσο γυρίζω και διαβάζω τα γραψίματα μου· δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν, όπως είναι γραμμένα, αφήνουνε να φανεί η απόλυτη ειλικρίνειά μου. Το θέμα είναι ακροβατικό, μιαν αράδα από περιστατικά ολωσδιόλου αλλόκοτα, όξου απ’ τον κύκλο της ανθρώπινης πίστης. Βρισκόμαστε μπρος σε μια σφίγγα με μάτια αλλήθωρα… Δεν ξέρω αν θαν αντισταθώ έως το τέλος στον πειρασμό να ξεσκίσω το χειρόγραφο μου…
Ό,τι κι αν γίνει, θα μου επιτραπεί να βάλω τέλος στο μικρόν αυτόν πρόλογο· σε πράματα τέτοιας λογής, όλη η ανθρώπινη ρητορική είναι ανίκανη να κερδίσει την πίστη.
Σέτουμπαλ, 1887.

Ήμουνα μικρός σαν πέθανε ο πατέρας μου. Απ’ το σόι του δε γνώρισα κανέναν, μα ξέρω πως δεν ήτανε περισσότεροι απ’ της μητέρας μου. Όταν γεννήθηκα, το σπίτι της μετρούσε όλα όλα έξι πρόσωπα, τον πατέρα της, δυο αδερφούς της, δυο αδερφές της κι εκείνη, μονάχη παντρεμένη απ’ όλους. Ο πατέρας μου, άνθρωπος άσωτος, παντρεύτηκε σε περασμένη ηλικία. Επί ένα διάστημα φάνηκε πως δαμάστηκε απ’ τη ζωή του σπιτιού ή καν απ’ τα χρόνια· όμως, απάνου στις μέρες που μ’ είχε στην κοιλιά της η μητέρα μου, άξαφνα ξανάρχισε πάλι την παράλυτη ζωή της περασμένης εποχής κι έγινε αψύς σ’ ένα βαθμό ανυπόφορο. Μέσα στη συφορά τούτη ήρτα στον κόσμο, ζαρωμένος και με ψαρά τσουλούφια.
Ύστερ’ από λίγο, ο πατέρας μου έφυγε απ’ το σπίτι, αφού μάλωσε με το θείο μου. Ήμουν πέντε χρονώ, όταν μια μέρα μάθαμε πως πέθανε στη Λιζμπόνα από συγκοπή, μέσα σε μια κραιπάλη.
Περσότερα δεν ξέρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Όταν ήμαστε μικροί, κλαίγαμε συχνά μαζί με τη μητέρα μας· η αιτία όμως ήτανε τα δάκρυα εκεινής που τον θυμόταν, κι όχι η ορφάνια.
Εγώ γεννήθηκα στην Γκόα. Η οικογένεια της μητέρας μου φαίνεται να είναι πολύ παλιά, παλαιότερη από τρακόσω χρονώ. Η γυναίκα του πρώτου προγόνου μας που μπόρεσα να τραβήξω μέσ’ απ’ το βάθος του καιρού βρίσκεται με το όνομα Αλμάγκρο. Η θαμπή παράδοση που έφταξε έως εμένα, είναι φανερό πως είχε χάσει την ιστορική αλήθεια· οπωσδήποτε άκουσα από το στόμα του θείου μου, πως η οικογένεια Αλμάγκρο δεν είναι άλλη, παρά του κοσμογυρισμένου συντρόφου του Φραγκίσκου Πιζάρρου. Αλλά κι αν πάρει κανείς πως μπορεί να ’ναι ψέμα το λίγο αίμα που έσταξε από την καρδιά του Σπανιόλου τυχοδιώχτη μέσα στην πορτουγέζικη γενιά, πάλι γίνεται τρόπος να μετρήσει πάμπολλους του είδους του μέσα στον καθαρό πατρικό τους κλάδο. Ο παλαιότερος είναι κάποιος Σιδόνιο, στενός φίλος του Πέρα, που τον συντρόφεψε στο παράτολμο ταξίδι, της Ινδίας. Ύστερα από τη δολοφονία του Πέρα, αντάμα μ’ ένα δυο συντρόφους που ξέφυγαν, βρήκανε, κατόπι από απίστευτα βάσανα, την αποστολή του Κόβιλχαμ έτοιμη να μπαρκάρει στην Ερυθρή Θάλασσα. Στα 1497, μια βαριά αρρώστια τον κράτησε απ’ το ταξίδι του Βάσκο ντε Γκάμα· όμως, δέκα χρόνια υστερότερα, κυβερνούσε ένα από τα καράβια του Αλμπουκέρκη. Σε μια ναυμαχία με την αρμάδα του Μισιριού έχασε το χέρι του απ’ τη μασκάλη, κι αργότερα έμεινε μονόφθαλμος. Μ’ αυτόν τον τρόπο σακατεμένος, διατηρούσε έως τις τελευταίες μέρες του την αδάμαστη ζωηρότη του. Συνήθιζε ν’ ακουμπά πάντα απάνου σ’ ένα μπαστούνι από κανελόδεντρο της Κεϋλάνας, που το ξεφλούδιζε και πρόσφερνε. Μ’ αυτό το μπαστούνι φοβέριζε συχνά απ’ το Πόρτο το βασιλιά της Αβυσσηνίας, που μπόδιζε τους Πορτουγέζους να θέσουν σε ενέργεια το σατανικό σκέδιο να πεθάνουνε το Μισίρι, στρίβοντας το ρέμα του Νείλου.
Έως τις μέρες μου βρίσκουνταν ακόμα απ’ το 1500 η ζουγραφιά ενός άλλου προγόνου μου κείνης της εποχής. Τον έλεγαν Λεοκάντιο κι ήτανε διαβόητος για τα ταξίδια του έως τα πλέον μακρυσμένα μέρη που είχε σπρώξει τους Ευρωπαίους η περιέργεια κι η δίψα του χρυσαφιού στα χρόνια του. Το κεφάλι του ήτανε χοντρό και το βλέμμα σκοτεινό μέσα στα πρησμένα μάτια του, με δυο μελανές τσέπες κάτου απ’ τις ματότρυπες. Τα χοντρά χείλια του κι η χοντρύτερη μύτη του, μαζί με τα αραιά γένια που κορνίζωναν το πρόσωπο, του έδιναν μιαν παράξενη αγριάδα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μικρό κουτί πλουμισμένο με πολλά πετράδια.
Κατά το 1650, η σύντομη φιλία που έδεσε τους Πορτουγέζους με τους Ολλαντέζους, έκανε ν’ ανακατωθεί με λίγο βορινό αίμα η γενεά του Σιδόνιο.
Η σειρά που ξετυλίγεται ύστερ’ από το 1700 δε δείχνει κανένα σημάδι ανησυχίας, μέσα στη φρόνιμη επίδοση στο εμπόριο. Ο νέος αιώνας σημειώνει Ένα φανερό μούδιασμα απάνου στην τρελή τούτη γενεά. Ωστόσο μένουν ακόμα οι ιδιοτροπίες των παλιών, και κάπου κάπου καταπατά τα νέα συνήθια και κανένας ονειροπόλος. Οι τελευταίοι πρόγονοί μου ήτανε φίλοι της μοναξιάς, σχεδόν μισάνθρωποι και με μιαν άγρια αυστηρότητα στην ηθική. Πλέον από δέκα καλόγεροι είναι θαμμένοι στα μοναστήρια της Εστρεμαδούρας και γύρω στην Γκουάρντα.
Στο τέλος του 1700 βρισκόμαστε κύριοι μιας κάποιας περιουσίας στην Ινδία, όπου είχα το ευτύχημα να φτάξει ως τα χρόνια μου, έστω και λιγοστεμένη από την ολότελη αδιαφορία για τον πολλαπλασιασμό της ή καν τη διατήρηση της. Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, εύκολο στέκεται να συμπεράνει κανένας πως ο ασκητισμός κι η μισανθρωπία, που χαρακτήρισαν τους τελευταίους μας, είναι τα σημάδια μιας γενεάς που γέρασε πια. Δεν είναι πολλά χρόνια που πέθανε ο μεγαλύτερος από τ’ αδέρφια μου, αφού έζησε την ίδια ζωή με τον πατέρα του. Από τους τρεις μας εκείνος είχε πάρει το οικογενειακό όνομα της μητέρας μου, με σκοπό να το γλυτώσει από τον αφανισμό· όμως η τύχη τον περίπαιξε σκληρά, γιατί ούτε καν παντρεύτηκε. Ο άλλος χάθηκε πολύ νέος… Έτσι, σήμερα, οι τελευταίες στάλες από το αίμα του πατέρα μου και της γυναίκας του τρέχουνε αργά μέσα στο κουρασμένο κορμί μου.
Ο θάνατος χαϊδεύει την ψυχή μου με μιαν ανέκφραστη ειρήνη… Πόσο είμαι κουρασμένος!… Σε μια έτσι άθλια κούραση που καταλαβαίνω, πρέπει μονάχα η Αιώνια Ανάπαψη…
Από μικρός έδειξα μια μεγάλη δίψα για τη σπουδή. Πραγματικά, η τύχη δε μ’ άφησε να παραπονεθώ, γιατί μπόρεσα να έμπω στην Ανώτερη Σχολή της Μπομπάης, που είχε ανοίξει όχι προ πολλά χρόνια, στα 1857.
Νότα. — Έως εδώ, πρόσφερα στον αναγνώστη πράματα που δεν έχουνε σημασία για κανέναν άλλον, όξω από μένα. Όμως ας λάβει υπομονή. Αργότερα θα μπορέσει να τα συνταιριάξει με τα παράξενα καθέκαστα που θέλω ιστορήσει μέσα σε τούτο το βιβλίο. Και να δεις· μου κόλλησε η ιδέα; δε θαν έβλεπαν και δε θ’ άκουγα ό,τι είδα και άκουσα, αν δεν ήμουν ο στερνός απόγονος της γενεάς του Λευκάδιου Κάλβου.
Ο Θεός ξέρει αν έχω δίκιο. Γι’ αυτό μου φάνηκε καλό να του κάνω γνωστά τα ιστορικά της γενιάς μου. Έπειτα υπάρχει και μιαν άλλη αιτία: Τα φαινόμενα που ανάφερα, όπως είναι αφύσικα, θα καταντούσαν ολότελα απίστευτα (αν είναι δυνατό να γίνουν πιο απίστευτα) μέσα σε μια εξιστόρηση, απ’ την οποία θα ’λειπαν τα συνηθισμένα καθέκαστα της ζωής. Δοκίμασα λοιπόν να κόψω τη δύναμη του κρασιού τούτου, που δεν είναι για τους θνητούς, ανακατώνοντάς το επιτήδεια με λίγο δροσερό νερό της γης. Η καθημερινή ζωή ή, αν μπορώ να πω, τα θετικά φαινόμενα, χρησίμεψαν στο παραλυμένο μυαλό μου ωσάν άγκουρα, απ’ την οποία κρατήθηκε στην παραζάλη που το ’δερνε αλύπητα. Τα σημεία λοιπόν αυτά, απάνου στα οποία δοκιμάζοντας ξαναβρήκα, σε πολύ κρίσιμες στιγμές, την πίστη στις αισθήσεις μου, και κράτησαν στη θέση του το μυαλό μου, που ήταν έτοιμο να γίνει ανάρπαστο σαν φτερό μέσα στον απερίγραφτο σίφουνα, στο πνεύμα εκείνου που διαβάζει θα ’χουν χωρίς άλλο μιαν επίδραση ανάλογη.

Μίλησα παραπάνου για την Ουνιβέρσιτα της Μπομπάης. Τον τελευταίο χρόνο πέρασα θλιβερές μέρες από μιαν παράξενη νευρική ανησυχία, που μ’ έπιασε χωρίς αιτία. Δεν μπορούσα να ’συχάσω στη θέση μου. Όλη σχεδόν τη μέρα και τις περισσότερες νύχτες περπατούσα χωρίς ν’ αναπαυτώ. Μου κατέβηκε να φύγω στην Ευρώπη, κατόπι πώς μου ’ρθε να ιστορίσω μιαν ωδή στα κόκαλα του Κάμοενς, που τυπώθηκε σε 400 αντίτυπα και τράβηξε απάνου στο υποκείμενο μου όση προσοχή δεν αξίζει ο ίδιος ο Κάμοενς. Είχα σκοπό να τη διαβάσω απάνου στο μνήμα του, όταν θα γύριζα στην Γκόα. Οι μοναχοί συντρόφοι μου ήτανε λίγα βιβλία κι οι δικές μου σκέψεις. Αλλά σε πολύ λίγα βιβλία εύρισκα κείνο που ζητούσα, κι όσο σπάνιζαν εκείνα που παύανε τη δίψα μου, τόσο έπαιρναν στα μάτια μου την αξία που έχει κάθε πράμα δυσεύρετο. Θυμάμαι πως η χαρά μου στάθηκε ανεκδιήγητη, σαν βρήκα, ύστερ’ από πολλά βάσανα, μιαν ολλαντέζικη πίπα, μακριά ένα μέτρο· μ’ αυτή την πίπα να δείτε τι μου ήρτε.
Ένα βράδυ, προτού πλαγιάσω, κάθισα στο ανοιχτό παράθυρο, ακουμπώντας την πίπα μου στα κάγκελα. Το φεγγάρι ήτανε στο πρώτο του κάρτο, κι όπως ο καπνός ανέβαινε σ’ ένα ψιλό φιτίλι μέσα στο χλωμό φως, οι ρεμβασμοί μου άρχισαν να με παίρνουν μακριά από τη γης. Θα ήτανε μεσάνυχτα, όταν πετάχτηκα άξαφνα ανατριχιασμένος. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί, κι ήμουν βουτημένος στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν μπόρεσα να καταλάβω τι τρέχει, παρά έστεκα μ’ ανοιχτό στάμα, απ’ όπου χωρίς να θέλω έβγαινε η λέξη: Κάβνα!… Κάβνα!… Μ’ έλουζε ένας κρύος ίδρωτας… Τ’ αυτιά μου άκουγαν την παράξενη τούτη λέξη σαν να μη την έλεγαν τα χείλια του ίδιου κορμιού… Έσυρα τα πόδια μου μέσα στο σκοτάδι, πασκίζοντας να πιάσω κάτι με τεντωμένα χέρια, και κουτρουβάλησα μπερδεμένος μέσα στην καρέκλα μου. Σύντομα, όταν ήρτα στον εαυτό μου, κατάλαβα πως είχα αποκοιμηθεί, και πως με ξύπνησε η πίπα πέφτοντας όξω απ’ το παράθυρο. Το ’κλεισα κι άναψα ένα κερί. Πέρασα μπροστά στον καθρέφτη με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ τ’ άλλο μέρος κι έπεσα ντυμένος απάνου στο κρεβάτι μου.
Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησα, κατάλαβα πως όξω έβρεχε ελεεινά. Έμεινα όλη τη θλιβερή μέρα μέσα. Με βάραινε μια μεγάλη κούραση. Με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να θυμηθώ τη λέξη που έβγαινε χτες απ’ το στόμα μου. Προς το βράδυ μ’ ένα χτύπημα φώναξα με μια δυνατή φωνή: Κάβνα!… Ναι, Κάβνα!… Δεν ξέρω γιατί την πήρα ευτύς εξ αρχής για όνομα κάποιας πολιτείας και τη σημείωσα μη μου ξαναφύγει.

Όσοι με γνώρισαν στην Μπομπάη και στην Γκόα είχανε την ιδέα πως είμαι τρελός· κι ακόμα, έκαναν τρόπο να το μάθω. Ξέρω όμως χαλά πως στο βάθος απορούσαν γιατί ήμουνα τόσο αδιάφορος και δε νοιαζόμουν διόλου να τους αποδείξω πως το μυαλό μου δεν είχε βλαφτεί. Φαντάσου ένας τρελός!… Τι παράξενες ιδέες που περνούν απ’ το κεφάλι του ανθρώπου! Ο Θεός να με συχωρέσει, αν γέλασα πολλές φορές για τα πλάσματα του…
Όπως κι αν είναι, έφυγα σύντομα από την Ινδία, κι αν κρατώ κάποια πίκρα της τύχης μου, είναι όχι για το κακό όνομα που έβγαλα, αλλά γιατί πέρασε απ’ το μυαλό του κόσμου πως βιάστηκα να τους αφήσω υγεία, μην υποφέροντας μια τέτοια κακή φήμη. Ωστόσο εγώ δεν τους ξαναείδα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχανα τον καιρό μου μαζί μ’ αυτά τα πορδοβουλώματα, περνώντας τις περσότερες μέρες μου μέσα στους ταρσανάδες, και μέσα στα βάση του τεκ, στο Μαλαμπάρ. Στο μεταξύ οι πατριώτες μου με περίμεναν να διαβάσω την ωδή μου απάνου στη σκόνη του Κάμοενς, κι εγώ έχανα τις μέρες μου, όπως είπα παραπάνου, αφήνοντας στη μέση την Ουνιβέρσιτα της Μπομπάης, αφού έκαψα όσα βιβλία μου μπόρεσα.
Από τα λίγα πράματα που κέρδισα εκεί μέσα, το πιο περίφημο ήτανε η φιλία ενός Εγγλέζου τζέντλεμαν, του σερ Κόρκε. Ο Θεός ας μην του αρνηστεί την αγκαλιά του Αβραάμ!
Σ’ αυτό το μεταξύ, πέρασα από την Γκόα μια φορά για δυο μήνες κι άλλη μια για είκοσι μέρες· τη δεύτερη βρήκα ζωντανή μονάχα τη μια θεια μου. Θέλησα να την πάρω μαζί μου στη Λιζμπόνα, αλλά δε δέχτηκε και πέθανε στην Ινδία ύστερ’ από λίγους μήνες. Γυρίζοντας από την Ευρώπη, αφού πούλησα ό,τι είχα στην Γκόα, κάπου 150.000 πεσέτες, μπαρκάρισα σ’ ένα καράβι που τραβούσε για το Μακάο. Ως τότε υπόγραφα με τ’ όνομα του πατέρα μου· από τότες, δεν ξέρω γιατί, μου κάπνισε να τ’ αλλάξω με της μητέρας μου, δε θυμάμαι όμως πια να ’βαλα πουθενά την υπογραφή μου.
Τα δέκα ακόλουθα χρόνια με βρήκανε είτε απάνου στα νησιά της Σόντας ή στη Μικρονησία ως το Τουαμοτού. Πουθενά δεν μπόρεσα να σταματήσω παραπάνου από δυο η τρεις μήνες το περσότερο. Η θέρμη του κεφαλιού μου ήταν ικανή να με κάνει να κινήσω ξυπόλητος και μ’ ένα καλαμένιο μπαστούνι για να εύρω το Ελδοράντο.
Στο Μιντανάο έμεινα κάμποσους μήνες άρρωστος, στην αρχή ενός ταξιδιού που καταπιαστήκαμε μαζί με τον Κόρκε. Ωστόσο ύστερ’ από λίγον καιρό βρισκόμαστε μακριά από το μάτι του Θεού, στα νησιά του Κρίστμας. Απάνου στο Μεγάλον Ωκεανό περάσαμε αντάμα κάπου δυο χρόνια. Το 1868 χωριστήκαμε στο Σίδνεϊ, απ’ όπου ο Κόρκε τράβηξε στο Τράνσβαλ, αφού του ’δωσα υπόσχεση πως θα πήγαινα να τον εύρω το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου χρόνου. Αν και το Σίδνεϊ μ’ άρεσε, το δεύτερο μήνα μου κατέβηκε να φύγω βιαστικά στην Ινδία. Ανέλπιστα, ύστερ’ από λίγες μέρες, βρήκα τον Κόρκε στην Καλκούτα· μόλις είχε ξεμπαρκάρει. Μού εξήγησε πως πολύ σοβαρές αιτίες τον βίασαν να γυρίσει στην Ινδία, και συμφωνήσαμε να φύγουμε για το Νατάλ αντάμα, ευτύς μόλις τελείωνε η υπόθεσή του. Ξέχασα να πω πως ήτανε ένας από τους πλέον μανιώδεις κυνηγούς, και πάντα σαν να ’βλεπα το κοκαλιασμένο χέρι του θανάτου να του χαϊδεύει τα ωραία σγουρά μαλλιά, τόσο τον έθρεφε ο κίντυνος. Η Αφρική τον τραβούσε πιο πολύ από την Ινδία, ίσως γιατί του ήταν άγνωστη, και γύρω απ’ το μαγικό τούτο κέντρο έστριβε η απλή καρδιά του μεθυσμένη από λαχτάρα. Όσο για μένα, δεν μπόρεσα ούτε τούτη τη φορά να εύρω έναν κάποιο σκοπό για το ταξίδι μου, όπως δα άσκοπα πέρασα όλη τη ζωή μου. Όμως, για να ’μαι δίκιος, δεν πρέπει να κρύψω πως δεν ήμουν ως πέρα ένας αδιαφόρετος άνθρωπος· δεν έπεφτα κάτου απ’ το φίλο μου σε τίποτα, μ’ όλο που το κυνήγι δεν μπόρεσε να με κυριέψει και να δώσει ένα μεράκι στη ζωή μου.

Μονάχα μέσα στο 1870 μας στάθηκε δυνατό, να βρεθούμε στο Νατάλ. Τότες ήμουνα τριάντα τριώ χρονών. Από την πρώτη μέρα αρρωστήσαμε κι οι δυο μας, σαν να ’θελε να μας δείξει η μοίρα το λυπηρό τέλος, που δεν άργησε να μας έρθει: Τ’ άλογο του Κόρκε ψόφησε, δαγκαμένο από τη φαρμακερή μύγα τσε τσε· ύστερ’ από δέκα μέρες σκοτώθηκε κι ο ίδιος κυνηγώντας πεζός, άφοβο παιδί, έναν θηλυκόν ελέφα. Ζαλισμένος πέρασα στη Μοζαμβίκη. Δε χωρούσε αμφιβολία πως η δύναμη που κυβερνά τον κόσμο δε μου ήτανε φιλική.
Οι Πορτουγέζοι της Σοφάλας είναι οι χειρότεροι απ’ όσους έχω δει. Έδερναν αλύπητα τους αράπηδες, κι έκλεβαν ο ένας τον άλλον. Ύστερ’ από τόσα χρόνια, θυμάμαι ακόμα ένα μικρό καπηλειό κοντά στη θάλασσα, όξω από την πολιτεία, που το κρατούσε κάποιος Σπανιόλος χωρίς μια τρίχα στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Εκεί ερχόντανε συχνά δυο νέγκροι με μια φυσαρμόνικα, φορώντας άσπρα φαρδιά πανταλόνια και κάτι μεγάλους φιόγκους, πάλι άσπρους, στα παπούτσια. Κάθε φορά, πριν πιάσουν να τραγουδούν και να χορεύουν σαν μανιακοί, άρχιζαν από έναν καβγά με τον κάπηλα. Πάντα όμως η γιορτή τελείωνε με γενικό κέφι μέσα σ’ ένα σύννεφο μύγες.
Απ’ τη Σοφάλα γύρισα πάλι πίσω στο Νατάλ, με σκοπό να μπαρκάρω για την Ταναναρίβα, κι από κει για τα νησιά Σέισελ, απ’ όπου σχεδίαζα να τραβήξω πάλι στο Σίδνεϊ, παίρνοντας τη γραμμή που κατεβαίνει απ’ το Άντεν. Αλλά στο Ντουρμπάν άλλαξα γνώμη και μπήκα μέσα σε μια γολέτα που τραβούσε για το Φαγκούα.
Το νησί τούτο είναι σταθμός για τα καράβια που ψαρεύουν στις θάλασσες της Νοτιάς. Εκεί ξεχειμωνιάζουν και κάνουν τα τιμάρια τους για να πιάσουν το πέλαγο την άνοιξη. Το καράβι που μπαρκάρισα ήτανε φορτωμένο ξυλική για τον ταρσανά, όπου βρήκα τρία μπρίκια να περιμένουν τη σειρά τους.
Νότα. – Το γκρούπο του Φόο ι μάα ή του Μωυσή βρέθηκε στο 1661 από κάποιο πορτουγέζικο καράβι που έπεσε τυχαίως απάνου του σε μια τρικυμία που το μάκρυνε από το δρόμο της Ινδίας. Η παράμερη θέση του στο νότιο μέρος του Ινδικού και η λίγη σημασία που είχανε τα ρημόνησά του για ανθρώπους που έκαιγε η δίψα του πλούτου, έκαναν ώστε να μείνει κι ύστερ’ από την ανακάλυψη του σχεδόν άγνωστο, αφού ως το 1700 μονάχα η ανάγκη του νερού βίαζε κάποτε κανένα καράβι να έμπει στα επικίντυνα νερά του. Στο 1755 στο Φαγκούα, που ήτανε το μεγαλύτερο νησί, φάνηκε ένα μικρό χωριό από εκατό ψυχές, θύματα του σεισμού που ’ρείπωσε τότες τη Λιζμπόνα. Την εποχή που πήγα, βρήκα ένα μικρό χωριό πολύ όμορφα χτισμένο και με αρκετήν ευτυχία. Έξω από το μικρό εμπόριο που γίνεται με τα καράβια σε ζώα, βόδια, πρόβατα, γουρούνια, η γης είναι καρπερή και, για να δώσει τα δώρα της, ωραία λαχανικά κι ένα χοντρό σιτάρι όπως του Τράνσβαλ, δε χρειάστηκε παρά δουλειά και επιμονή, πράμα που έλειπε από τους τυχοδιώχτες του παλαιότερου καιρού, όπως ήτανε συνηθισμένοι ν’ αρπάχνουν το έτοιμο πλούτος που είχαν μαζώξει ξένοι λαοί. Το Φαγκούα βρίσκεται σε 41ο Ν.Π. και 52ο Α.Μ.


Δυο πρόσωπα μου έκαναν εντύπωση στο Φαγκούα… Αλλά πρώτα πρώτα αξίζει, να πω δυο λόγια για το νησί τούτο, που είναι τόσο μακριά απ’ όλα τα κέντρα του πολιτισμένου κόσμου. Είναι μια κίτρινη γης πολύ χαμηλή, όλο χώμα, τριγυρισμένη από μια λουρίδα άμμο που μετρά έως μισό μίλι πλάτος. Από δέκα μίλια δε φαίνεται διόλου η γης, παρά μοναχά ένας βράχος μελανός και ψηλότερος από εκατό μέτρα στυλώνεται άξαφνα μέσα στην ερημιά της θάλασσας. Τα περιγιάλια του δεν τα κόβει ούτε κάβος ούτε κόρφος· μιαν ανέκφραστη μελαγχολία σφίγγει την ψυχή του ανθρώπου, όταν το καράβι κατεβαίνει έχοντας πλάγι του τη στεριά. Πού και πού μερικές τούφες αγκάθια η κανένα κοπάδι γλάροι ασπρίζουν μέσα στην ερημιά. Όταν όμως αντικρίσει κανένας τα σπίτια και το λιμάνι σιμά στο βουνό, η εντύπωση αλλάζει μ’ ένα χτύπημα. Εδώ το θέαμα είναι από τα πλέον χαρούμενα που μπορεί να δει κανένας· τα σπιτάκια απλώνουν ανάρια απάνου σε μια γης αμμουδερή· τα περισσότερα είναι άσπρα. Στο περιγιάλι ξεχωρίζει το λιμεναρχείο και τα λίγα μαγαζάκια, σκόρπια απάνου στον καθαρόν άμμο, το καθένα μ’ ένα μεγάλον ανεμοδείχτη απάνου στη σκεπή του.
Ο ταρσανάς είναι κοντά στα θεμέλια του βράχου που βουτούν στο νερό του λιμανιού, και παρέκει στέκουνται δυο παράγκες που αποθηκεύουν ξυλική. Πουθενά δεν είδα τόσα πολλά θαλασσοπούλια. Έχουν τις φωλιές τους απάνω στο βράχο και γύρω του κράζουν όλη τη μέρα τόσο δυνατά, που στέκει δύσκολο ν’ ακούσει κανένας τι του λέει ο άλλος. Εκεί είδα κάτι πουλιά, μικρότερα από τους γλάρους, που δε βρίσκουνται σε κανένα άλλο μέρος του Ωκεανού. Οι Φαγκουάνοι τα λεν κοχάλος.
Τώρα ξανάρχομαι στα πρόσωπα που είπα παραπάνου… Όσο κι αν θέλω να παρατρέξω σύντομα καθετί που είναι άσχετο με την ιστορία μου, δεν μπορώ να βαστάξω στον πειρασμό να πω δυο λόγια για ένα υποκείμενο… Τι λέω;… Τώρα που συλλογίστηκα καλύτερα, βλέπω πως αυτό το πρόσωπο έχει τη θέση του χωρίς άλλο μέσα στην ιστορία μου… Εβίβα λοιπόν για τα χοντρά χείλια του Τιν Τιν. Κι εβίβα για τ’ ακριβό χαμόγελο του Τιν Τιν, που κάνει τον κόπο να λαστιχάρει μισή λίβρα κρέας, για να φανεί μια στενή γραμμή από τ’ άσπρα δόντια του. Η φύση τον έχυσε μέσα σε καλούπι ξεχωριστά. Απορείς ακούγοντας ένα Τιν Τιν, που κουδουνίζει σαν κρούσταλλο στον αγέρα, να βγαίνει μέσ’ από κείνο το στάμα. Ξέρουμε πού πρέπει να ταξιδέψουμε για να δούμε κάποια σπάνια ζώα, ποιος όμως θα μας πληροφορούσε πού άπλωσε το καραβόπανό του Ο Τιν Τιν;… Έτσι η γνωριμία του μου είναι εύνοια καθαρή της τύχης.
Μια μέρα, ενώ περπατούσα με το κεφάλι γεμάτο από όλες τις μαύρες ιδέες παρεκτός από μαύρους ανθρώπους, τον είδα καθισμένον στο νύχι μιας άγκουρας που κείτουνταν χωσμένη σιμά στον ταρσανά. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μεγάλη διάθεση για παρέα, πράμα ανέλπιστο, γιατί γύρω του γύριζαν σκοτεινές ιστορίες. Αληθινά, δεν μπορούσε κανένας να περιμένει απ’ αυτόν τίποτα διαφορετικό απ’ όσα είχα ακούσει να λέγουνται για το υποκείμενό του. Η αποχτήνωση περνούσε κάθε σύνορο. Το βάδισμά του έμοιαζε με του πίθηκα, όπως έριχνε μπρος τα χέρια του Αν ξεφτίλιζε τα δόντια του, σίγουρα θα ’βγαζε ένα κομμάτι κρέας ανθρώπινο. Σ’ έβλεπε με κάτι μάτια θολά και κουρασμένα, ζωσμένα από έναν κόκκινο γύρο που σχεδίαζαν τα ματόφυλλά του γυρισμένα απ’ όξω. Απόρησα πως έπεφτε με μιας απ’ το κέφι στη λύσσα· τότες έμοιαζε με το διάολο.
Λοιπόν, μ’ όλη την καλή διάθεση που έδειξε για μένα, δεν έπαψα να τον προσέχω. Παράξενα, μου φάνηκε ως το τέλος ειρηνικός, κι ακόμα, πιο αληθινός απ’ όλους τους Φαγκουάνους. Ο αθεόφοβος έπινε τόσο, που αν έστυβε τη μύτη του θα ’βγαζε ένα λίτρο σπίρτο. Κάποτε κάποτε πετούσε καμιά λέξη σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, του τόπου του ως φαίνεται· μουρμούριζε κάπου κάπου και δυο λόγια από ένα παλιό εγγλέζικο τραγούδι: «Έχασα το κεφάλι μου — έχασα το κεφάλι μου»… Σηκωνότανε κι έφερνε σαν μουδιασμένος δυο τρεις γύρους τρικλίζοντας απάνου στα ψιλά του πόδια, που τελείωναν σε δυο πατούνες από δω ως εκεί πέρα…
Στο γλέντι έπαιρνε μέρος κι ο γλάρος του, ένα λερωμένο πλάσμα άξιο του αφέντη του. Το καταραμένο αυτό πουλί, όσο ο Τιν Τιν ήτανε ήσυχος, στεκότανε μπρος στην πόρτα της τέντας με μια σοβαρότητα άξια του Στσηπίωνα, και μονάχα από ώρα σε ώρα άρχιζε ένα ατελείωτο ξελαρύγγισμα με το κεφάλι χαμηλωμένο στη γης. Μόλις όμως έβλεπε τον αφέντη του να χορεύει, το ’παιρνε μια νευρική φούρια· έφερνε μια δυο βόλτες την τέντα με μάτια άγρια και δοκίμαζε να πάρει φτερό, κατέβαζε μερικές τσιμπιές στο καραβόπανο και στο τέλος άρχιζε να στριφογυρίζει μέσα στα πόδια του αράπη με μια βακχική μανία.
Ανοιχτά απ’ το λιμάνι ξεχώριζαν δυο νησάκια έρημα. Κάποτε κάποτε, όταν δεν ήταν θαλασσοταραχή, ο Τιν Τιν έπαιρνε μια βάρκα και περνούσε όλη τη μέρα σ’ αυτά τα νησιά. Ποιος ξέρει τι έκανε! Μια μέρα τον είδα να γυρίζει μαζί με κάποιον άλλον πολύ χαρούμενος· τον ρώτησα πότε θα πηγαίναμε μαζί στα νησάκια. «Όποτε Θέλεις», μου είπε.
Πήγαμε ύστερ’ από λίγες μέρες. Δεν κατάλαβα τίποτα απ’ αυτές τις πέτρες, απάνου στις οποίες δεν μπορεί καν να περπατήξει κανένας… Ο σύντροφος μου ψάρευε κι εγώ κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, σκάλωσα σ’ ένα ψηλό βράχο κι είδα κατά τη Νοτιά ένα δυο νησιά που άσπριζαν σαν παγόβουνα μέσα στα μελανά νερά. «Θα ’θελα να πάγω εκεί κάτου», είπα του Τιν Τιν. Κάναμε το πανί μας και γυρίσαμε στο λιμάνι.

Τι διάολο να μου μπουν τόσο βαθιά στο μυαλό αυτά τα άσπρα νησιά… Ο Τιν Τιν δεν ήτανε σε θέση να μου δώσει καμιάν άλλη πληροφορία, παρά πως ήταν τέσσερα, τρία μικρά κοντά κοντά, κι ένα μεγάλο που το ’λεγαν Ζάτο.

Μέσα σε λίγες μέρες μπόρεσα να ’χω όλη την ιστορία αυτουνών των νησιών από καταβολής κόσμου. Σύντομη υπόθεση. Για να πούμε πιο σωστά, δε θα χε κανένας να πει τίποτα γι’ αυτά, αν δεν είχε να πει για έναν παράξενον άνθρωπο, που του είχαν δώσει οι θαλασσινοί το όνομα Όσο[2]. Ήτανε καλαφάτης, ψαράς, τιμονιέρης, μαραγκός κι ακόμα μυλωνάς. Όλες αυτές τις δουλειές τις μετάλλαζε όπως το ’φερνε η τύχη, αλλά ο Θεός ξέρει γιατί δε μιλούσε σχεδόν ολότελα. Δε σίμωνε καν σε άνθρωπο τις ώρες που δε δούλευε. Κατοικούσε μέσα σε μια παλιά αποθήκη, μισή ώρα όξω απ’ το χωριό, που μέσα σ’ αυτή άλλη φορά φύλαγαν ψαρόλαδο, ξερά ψάρια και τομάρια φώκιας. Συχνά γύριζε έρημος στην άλλη άκρη του νησιού, είτε μ’ ένα μακρύ ξύλο στον ώμο του, κανείς δεν ξέρει γιατί, είτε μ’ ένα μεγάλο παλιό ναυτικό μαχαίρι κρεμασμένο σε πέτσινη ζώνη, άλλη τρέλα, αφού στο Φαγκούα δεν υπάρχουν αγρίμια. Υπήρχε μιαν ιδέα πως ήτανε πολύ επιδέξιος στ’ άρματα, όμως κανείς απ’ όσους είδα δεν ήξερε αν είναι αλήθεια. Αλλά ο πιο αγαπημένος του περίπατος ήτανε στα άσπρα νησιά που ανάφερα παραπάνου. Περνούσε εκεί δυο και τρεις βδομάδες. Πολλές φορές τον είχαν για πνιγμένον. Έπαιρνε μια παλιά σκαμπαβία, που ήτανε δεμένη πάντα μπρος στην τέντα του Τιν Τιν, και ξεμπουκάριζε, ακόμα και με θαλασσοταραχή.
Σε λίγες μέρες μπόρεσα κι εγώ να πατήσω απάνου στο Ζάτο. Είμαστε τρεις· οι άλλοι δυο ήταν ένας καπετάνιος απ’ τις Φιλιππίνες που τώρα έκανε τον έμπορα, κι ένας Εγγλέζος από κείνους τους χαμένους που βρίσκει κανένας στα πιο απόμερα της γης, κοσμογυρισμένος κι απρόκοφτος. Άμα αράξαμε, εγώ κι ο πλοίαρχος βγήκαμε όξω. Ο Εγγλέζος έμεινε μέσα στη βάρκα και τον πήρε ο ύπνος· όπως όλοι του είδους του, δεν τον ενοχλούσε η παραμικρή περιέργεια.
Εμείς περπατήξαμε κάπου μισή ώρα απάνου στην ακροθαλασσιά. Ο έμπορας ήταν και κείνος νυστασμένος και φτερνίζουνταν δίχως διακοπή σαν πρόβατο. Στο τέλος μου ζήτηξε συγνώμη και ξάπλωσε μέσα σε μια μικρή ρεματιά. Σ’ αυτό απάνου ξακολούθησα το δρόμο μου και φιλοσοφούσα πως, αν πέρασα τις μέρες γυρίζοντας, πάντα μ’ έσπρωχνε η περιέργεια, η ακοίμητη οχιά, ενώ άλλοι περνούσανε τη ζωή τους με μιαν απόλυτη αδιαφορία.
Σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου. Ο ήλιος έκαιγε. Αραιά κομμάτια αφρός πηδούσαν εδώ κι εκεί απάνου στα βαθιά νερά. Το βογκητό της θάλασσας βαστούσε από τη μια έως την άλλη άκρη απάνου στον άμμο, κουφό και υποχθόνιο σαν να σκάβανε κάτου από τα πόδια μου. Τα φύκια έτρεχαν σαν ζωντανά απάνου στην ισόπεδη γης, διωγμένα απ’ τις ελαφρές πνοές που πλανιόνταν ακόμα στο πέλαγο. Κατάλαβα να με πλακώνει η ερημιά και για μια στιγμή είπα πως ονειρεύουμαι… Η πολυάνθρωπη Ινδία!… Νύσταζα… Τι διάβολος συμβαίνει με τούτη τη νύστα;… Χωρίς να το καταλάβω ξεντύθηκα για να κολυμπήσω, κολλημένος στη σκέψη πως αληθινά υπήρχε στον κόσμο η Μπομπάη και πως ο φουκαράς ο Κόρκε σάπιζε εκεί που τον άφησα. Μάλιστα, την ώρα που περνούσα απάνω απ’ το κεφάλι το πουκάμισο μου, είδα κατακάθαρα το θείο μου να βάζει τα γυαλιά του με το μακρύ μαύρο κορδονάκι. Κατόπι πέρασαν σαν αστραπή από το νου μου χίλια πράματα και, στο τέλος, ένας κουτσός Εβραίος και κάποιος γέρος Κινέζος Τηλ, αντάμα με τον οποίον έπαιζα χαρτιά στην Καλκούτα.
Έμεινα περισσότερο από μισή ώρα στη θάλασσα. Κατόπι έφαγα κάτι και, τρώγοντας, αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα ύστερ’ από τρεις ώρες απάνου κάτου. Το κέφι μου ήτανε σε πολύ καλή κατάσταση.

Ξακολούθησα να περπατώ, σαν ένας άνθρωπος που ξέρει πού πηγαίνει. Όξω απ’ τα θαλασσοπούλια, δεν είδα άλλο ζωντανό πλάσμα. Με ξαλάφρωση έπεσε το μάτι μου, ύστερ’ από λίγο, σε κάτι βράχους απάνου σ’ ένα μικρό βουνό, που στράβωνε η κορφή του απαράλλαχτα όπως η ράχη ενός βοδιού που ’ναι πλαγιασμένο απάνου στο πλευρό του. Φτάνοντας εκεί απάνου, έμεινα σαν χαζός μπροστά σ’ έναν κόσμο βράχους, που ακουμπούσαν ο ένας απάνου στον άλλο σε μιαν απερίγραπτη σύγχυση· θα λεγε κανένας πως τους πρόφταξα απάνου στη στιγμή να κουτρουβαλήσουν. Από τ’ άλλο μέρος, το βουνό κατέβαινε στρωτά έως τα νερά ενός μικρού κόρφου, που ήτανε κλεισμένος απ’ όλα τα μέρη. Θεέ μου! Τι ουράνια ειρήνη μου ήρτε μπροστά στο λησμονημένο αυτό κομμάτι της θάλασσας!… Από κει που στεκόμουν ξεχώριζα κάτου από το καθαρό νερό τις πέτρες και τις πράσινες σκιές του βυθού. Με μιας φούσκωσε η καρδιά μου από κέφι. Τα ουράνια άνοιξαν απάνου απ’ το κεφάλι μου κι ο Θεός μου έστελνε τη χαρά του.
Η στεριά, χέρσα και μπάσα, έζωνε, όπως είπα, από παντού τη θάλασσα, και τελείωνε σε μια γλώσσα άμμο, που προχωρούσε σε μικρή απόσταση απ’ το βουνό που πατούσα, με τρόπο που ν’ αφήνει μεταξύ τους ένα στενό λαιμό θάλασσα, όχι πλατύτερο από μισό μίλι. Κείνη την ώρα το ρέμα τραβούσε ζωηρό όξου στο πέλαγο, όμοιο με μια μεγάλη μαβιά κορδέλα ανάμεσα στις δυο κίτρινες στεριές του μπουγαζιού.
Κατέβηκα και σταμάτησα στο ρηχό ακροθαλάσσι. Μιαν ιδέα πέρασε από το κεφάλι μου, κι άλλα πράματα που δεν ήταν ιδέες, ως φαίνεται. Ωστόσο ήμουν σε αλλόκοτη κατάσταση. Σα να γνώριζα αυτό το μέρος. Αν δεν ντρεπόμουν, θα ’λεγα πως ήτανε απ’ όσα είχα δει μέσα στα όνειρά μου… Σύντομα, αφού ξέρουμε πως χίλια πράματα πλανιόνται σαν κολασμένες σκιές σε τόσο αμέτρητο βάθος, που έως τη συντέλεια του κόσμου δε θα φτάσει καν μια χλωμή αχτίνα του λόγου, κάθισα και σκεδίασα με τη φαντασία ένα μικρό σπιτάκι, χαμηλό και μαυρισμένο, μ’ ένα φράχτη γύρω του, για να ’ναι πιο συμμαζωμένο, με μια μικρή πόρτα, απ’ όπου να μπαίνει κανείς σκυφτά. Ένας άνθρωπος τυλιγμένος με χοντρά ρούχα φτάνει μπρος στο σπιτάκι και το κοιτάζει με αγάπη, τρίβει τα χέρια του και μπαίνει μέσα, κατόπι του ακλουθά ένας σκύλος. Από μια μικρή καμινάδα, που διακρίνεται απάνου στο καλύβι, βγαίνει χαρούμενα ένας καπνός μέσα στην ερημιά. Δυο μικρά παραθυράκια είναι ανοιχτά προς τη θάλασσα, κι από μέσα βλέπει κανένας τα θαλασσοπούλια, που ασπρίζουν μαζεμένα απάνου στο νερό, και τα μεγάλα ψάρια. Ακόμα και κανένα μαυράδι στην αντικρινή αμμουδιά, που κάθε φορά που θα πέσει το μάτι σου απάνω του το παίρνεις για άνθρωπο, ενώ ξέρεις πια πως είναι μια πέτρα… Δοξάζεις το Θεό που δε φτάνει έως εδώ η κακία του διαόλου. Λες: «Είμαι ευτυχισμένος. Ο ήλιος βγαίνει απάνου στο νησί μου μονάχα για μένα, για τα θαλασσοπούλια και για τις φώκιες, και το βράδυ θα φάγω το ψωμί μου με ψυχή γεμάτη από ειρήνη. Είναι πολλά χρόνια που ’χω ξεχάσει τους ανθρώπους. Θυμάμαι το μύθο του Πυθαγόρα, που από φιλόσοφος έγινε βασιλιάς, γυναίκα, άλογο, ψάρι, βάθρακας, σκαντζόχοιρος και, στο τέλος, όταν μεταμορφώθηκε σε κόκορα, είδε πως ο άνθρωπος είναι το πλέον κακομοιριασμένο απ’ όλα τα πλάσματα… Οι μεγάλες πολιτείες μου έρχουνται κάποτε στο νου σαν όνειρα, μα χάνουνται γλήγορα, και βγαίνω ν’ ακούσω τη φώκια που γαβγίζει. Δεν περιμένω τίποτα αύριο, ούτε την άλλη βδομάδα, για να έχω ανησυχία. Ο καιρός δε φαίνεται καν πως περνά, ούτε τρέχει, ούτε σταματά, δεν το καταλαβαίνω διόλου, γιατί καμιά βία δε με κάνει να τον συλλογίζουμαι… Ξέρω πως οι πιο κουτοί άνθρωποι του κόσμου θα μπορούσαν να με περιπαίξουν όπως ένα παιδί, γιατί κατάντησα πολύ απλός. Κάποτε δακρύζω για τιποτένια πράματα, που δεν αρμόζει καθόλου, όπως όταν βλέπω την ίσια και απλή γραμμή που τελειώνει ο Ωκεανός ή όταν ο σκύλος μου ζουρλαίνεται από ευτυχία και μου δείχνει περσότερη ευγνωμοσύνη απ’ όσο χρειάζεται …»
Γυρίσαμε στο Φαγκούα με το φεγγάρι. Οι δυο σύντροφοι μου τα χάλασαν μαζί μου· με κατάλαβαν, λέγει, γι’ άνθρωπο που χάνει τις ώρες του να συλλογιέται τον Παράδεισο, όπως οι καλόγεροι του Τολέδου. Τους άφησα να λεν· είπα πως οι πιο κουτοί άνθρωποι του κόσμου μπορούν να με περιπαίξουν σαν ένα μωρά, γιατί κατάντησα πολύ απλός…
Ο Όσο πέρασε απ’ το μυαλό μου. Τι κουταμάρα κι εκείνος ο άνθρωπος, να σέρνει μαζί του ένα ξύλο χωρίς αιτία!…
1 thought on “Φώτης Κόντογλου: Πέδρο Κάζας (Α’ Μέρος)”