Του Κώστα Ράπτη
Είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν διαταραγμένος; Το ερώτημα διατυπώνεται ολοένα και συχνότερα στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, σε μια προσπάθεια να εξηγηθούν οι όλο και πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις του Ρώσου ηγέτη. Όμως η προσωποποίηση και μάλιστα η ψυχιατρικοποίηση των θεμάτων της διεθνούς πολιτικής και των επιλογών μεγάλων κρατών με ισχυρή στρατογραφειοκρατία αποτελεί (όποιον ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία και αν αναγνωρίσουμε) μία μορφή ευτελισμού της συζήτησης, χρήσιμη ίσως για τις ανάγκες δαιμονοποίησης του αντιπάλου, αλλά όχι χρήσιμης για την κατανόηση των τεκταινομένων.
Στην πραγματικότητα, είναι μία απολύτως ορθολογική επιλογή το να δίνει ένας ηγέτης προς τα έξω την εντύπωση ότι είναι ικανός να δράσει απολύτως ανορθολογικά και έτσι να δημιουργεί αβεβαιότητα και δέος για τις επόμενες κινήσεις του. Η στάση αυτή έχει ιστορικά συνδεθεί με το πρόσωπο του Ρίτσαρντ Νίξον και έχει μείνει γνωστή ως madman theory.
Επιπλέον, η συζήτηση για την “τρέλα” του Πούτιν δεν είναι παρά ομολογία της αδυναμίας ή απροθυμία να αντιληφθεί και να επεξεργασθεί τα κίνητρα και τη μέθοδο του Ρώσου ηγέτη, μολονότι αυτά έχουν διατυπωθεί με διαφάνεια από τον ίδιο, ακόμη και σε ανύποπτο χρόνο.
Ο Πούτιν του 2022 δεν είναι άλλος από αυτόν του 2007, όταν με την περιώνυμη ομιλία του στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου έφερνε στο προσκήνιο τα ρίσκα (και την ρωσική δυσφορία) που γεννά η αμερικανική μονοπολιτική ηγεμονία. Η διαφορά από τότε μέχρι τώρα έγκειται στο πόσο έχει περιορισθεί το περιθώριο συνεννόησης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά και στο πόσο ο Πούτιν έχει ενδιαμέσως ενδυναμώσει τη θέση του εξοπλιστικά, οικονομικά και διπλωματικά (δια της σύμπραξης με την Κίνα), ώστε να μην εμφανίζεται πλέον στη διεθνή σκηνή ως παραπονούμενος, αλλά ως εισβολέας χωρίς αναστολές.
Άλλωστε, σε όλο το ενδιάμεσο διάστημα η Ρωσία έχει συσσωρεύσει την στρατιωτική εμπειρία που της έδωσε ο Πόλεμος της Νότιας Οσετίας το 2008, η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και κυρίως η εμπλοκή στη Συρία από το 2015 και εξής. Όλα αυτά καταγράφουν μιαν ορισμένη ρωσική “φιλοσοφία διεξαγωγής πολέμου”, πολύ διαφορετική από την αμερικανική, που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να ερμηνευθούν και οι κινήσεις στο ουκρανικό πεδίο σήμερα.
Ο Αμερικανός πρώην στρατιωτικός και νυν αναλυτής στο Foundation for Defence of Democracies, Μπιλ Ρότζιο υποστηρίζει ακριβώς ότι η συμπάθεια προς τους υπερασπιστές του Κιέβου “έχει οδηγήσει στην υπερίμηση των στραβοπατημάτων του ρωσικού στρατού, παρερμηνεία της στρατηγικής της Ρωσίας, ακόμη και σε αθεμελίωτους ισχυρισμούς ερασιτεχνών ψυχαναλυτών ότι ο Πούτιν έχει χάσει τα λογικά του”, με αποτέλεσμα οι ευσεβείς πόθοι να θολώνουν την κρίση των Δυτικών ιθυνόντων – και αυτό δεν βοηθά την Ουκρανία.
Ο Ρότζιο αναλύει την ρωσική στρατιωτική τακτική, η οποία συνίσταται στην προώθηση σε τέσσερις διαφορετικούς άξονες, που σταδιακά συγκλίνουν, με παράκαμψη των πόλεων, προκειμένου να μην υπάρξει φθορά από την αντίσταση που προβάλλουν οι κάτοικοί τους. Ο ίδιος υπενθυμίζει ότι και κατά την αμερικανική εισβολή το 2003 στο Ιράκ το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τον “αποκεφαλισμό” της ιρακινής ηγεσίας με αστραπιαίες κινήσεις, αλλά, εφόσον αυτό δεν κατέστη δυνατό, ακολούθησε μία χερσαία εκστρατεία τριών εβδομάδων μέχρι τη Βαγδάτη. Παρομοίως, η καθυστέρηση στην προέλαση των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία δεν εκτροχιάζει τα ρωσικά σχέδια – που άλλωστε μπορούν να περιλάβουν περισσότερο ωμές τακτικές στη συνέχεια.
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνει ο Ρότζιο, “η συστηματική φύση της ρωσικής επίθεσης αντιβαίνει προς τις εικασίες ότι ο Πούτιν έχει χάσει τα λογικά του”. Αντιθέτως “οι πράξεις του Πούτιν μοιάζουν να είναι αυτές ενός ψυχρού και υπολογιστικού αντιπάλου”.
Παραπλήσιες είναι και οι παρατηρήσεις του Αμερικανού ειδικού σε θέματα Ρωσίας, Τζίμπερτ Ντόκτοροου. Σε σημείωμά του με τίτλο “Ο ρωσικός τρόπος άσκησης πολέμου” επισημαίνει τρεις διαφορές σε σχέση με το αμερικανικό στρατιωτικό δόγμα. Η πρώτη είναι ότι ο στρατιωτικός βραχίονας θεωρείται πάντοτε υπηρέτης της πολιτικής και όχι το αντίστροφο. Η δεύτερη είναι ότι η ρωσική πλευρά έχει επιτύχει την ισορροπία με την αμερικανική όχι μόνο στο πυρηνικό, αλλά και στο συμβατικό της οπλοστάσιο – με μικρότερο οικονομικό κόστος, ωστόσο, και με “παραδειγματική” περισσότερο παρά “σαρωτική” χρήση του. Και η τρίτη διαφορά έγκειται στο ότι η έμφαση στις Ψυχολογικές Επιχειρήσεις διευκολύνεται από την ταχεία παρακώλυση των επικοινωνιών του αντιπάλου, ώστε οι στρατιωτικές δυνάμεις του να παραλύσουν και ελλείψει ηγεσίας να αρχίσουν να παραδίδονται μαζικά.
Στην παρούσα φάση, στην οποία κυριαρχούν οι συνομιλίες με την ουκρανική κυβέρνηση για τη δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων εκκένωσης των πολιορκούμενων πόλεμων από τους αμάχους, μπορεί να διακρίνει κανείς αναμνήσεις από την ρωσική εμπλοκή στη Συρία και τις διαπραγματεύσεις οι οποίες κατέληγαν στην μεταφορά των ανταρτών σε ασφαλείς θυλάκους εκτός των σημαντικών πόλεων.
Η “τεχνογνωσία” εκείνη του διαχωρισμού των “μετριοπαθών” που τους επιτρεπόταν να επιστρέψουν στην πολιτική ζωή από τους “αδιάλλακτους”, οι οποίοι σφυροκοπούνταν ανελέητα είναι προφανές ότι αξιοποιείται και τώρα.
Όπως και αν έχει, καταλήγει ο Ντόκτοροου, ο ρωσικός τρόπος διεξαγωγής πολέμου δεν περιλαμβάνει το “σοκ και δέος” ή τις τακτικές “αντιμετώπισης ανταρσίας” που εφήρμοσε (αποτυχημένα) ο στρατηγός Πετρέους στο Ιράκ.
Ο λόγος, μπορούμε να προσθέσουμε, είναι απλός: Η Ρωσία ενδιαφέρεται να ελέγξει πολιτικά σε βάθος χρόνου μία γειτονική της χώρα, όχι απλώς να πατάξει μία χώρα στην άλλη άκρη της γης. Και αυτό επιβάλλει έναν ορισμένο “αυτοπεριορισμό”.