Γιατί απέτυχε η Μικρασιατική Εκστρατεία;

Το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας

Του Κωνσταντίνου Ζαφειρίδη*

Εισαγωγή

Η Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε τέκνο της νέας χάραξης του Μεταπολεμικού κόσμου από το νικητήριο «στρατόπεδο» της Entente. Μια χάραξη παράλογη κι εκδικητική, απότοκο της ανάγκης προσεταιρισμού όσο το δυνατόν περισσότερων συμμάχων στα τέσσερα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου. Οι Δυνάμεις υπόσχονταν γη και ουρανό σε όλους, συχνά την ίδια γη και τον ίδιο ουρανό.

Η Ελλάδα της συνεχούς πολεμικής ετοιμότητας και κατάστασης είναι βαθύτατα διχασμένη. Αποπειράθηκε να συναντήσει το απωθημένο της, το πεπρωμένο της, το λόγο ύπαρξης της. Εκμεταλλευόμενη τις συγκυρίες, έφθασε κοντά, αλλά συνάμα έμεινε και τόσο μακριά. Η εφόρμηση στο εσωτερικό της Ανατολίας κατέληξε σε εφιάλτη και καταστροφή, της οποίας το μέγεθος και τις συνέπειες, η ελληνική γλώσσα αδυνατεί να περιγράψει στον απόλυτο βαθμό.

Ίσως η αναζήτηση των αιτιών της ήττας να μοιάζει περιττή σήμερα 100 χρόνια μετά. Ωστόσο το συνταρακτικό των γεγονότων, καθιστά μια τέτοια κουβέντα, τουλάχιστον ενδιαφέρουσα.

Επιχειρησιακό πλαίσιο: η γεωγραφική πλευρά

Η Μικρά Ασία είναι μια εξαιρετικά ιδιόμορφη περιοχή από γεωγραφικής άποψης. Δεν παρουσιάζει δυσκολίες μονάχα η κατάκτηση και κατοχή εδάφους αλλά και ο διαχωρισμός της σε διακριτές και ξεχωριστές ενότητες. Πιθανή διανομή της είναι μια πρόκληση. Η παράλια δυτική ζώνη αντικαθίσταται από έρημο στο οροπέδιο της Κεντρικής Ανατολίας (Anadolu), το οποίο ορίζεται από οροσειρές σε Βορρά, Νότο και Ανατολή. Η διάκριση σε ενότητες είναι πολύ δύσκολη, καθώς υπάρχουν ζώνες οι οποίες αλληλεξαρτώνται και δεν μπορούν να νοηθούν αποκομμένες η μία από την άλλη.

Μία δυνατή διαίρεση είναι η γραμμή Αλάνταγ (Aladağ) στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται τα Φάρασα στη Νοτιοανατολική Καππαδοκία, η λίμνη Τουζ Γκιολού (Tuz Gölü), ορεινή περιοχή της Άγκυρας, η οποία καταλήγει στην Μαύρη Θάλασσα ανάμεσα σε Ερεγλί (Ereğli) στα δυτικά και Σινώπη (Sinop) στα ανατολικά, χωρίζοντας την λεκάνη του ποταμού Άλυ, από τον Σαγγάριο. Η παραπάνω διαίρεση δεν είναι φυσικά οργανική αλλά εκτιμάται ως πιο λειτουργική από οποιαδήποτε άλλη.

Η εμπλοκή του ελληνικού στρατού ξεκινά στις 15 Μαΐου 1919, με την αποβίβαση των πρώτων τμημάτων στην Σμύρνη (Izmir). Η ελληνική παρουσία επεκτείνεται στην Μικρά Ασία τα επόμενα δύο χρόνια, με αποκορύφωμα την εκστρατεία Σαγγαρίου-Άγκυρας και την περίφημη μάχη του Σαγγαρίου(10 Αυγούστου-1 Σεπτεμβρίου π.η. 23 Αυγούστου- 13 Σεπτεμβρίου 1921 ν.η.). Το ύστατο της ελληνικής προέλασης δεν έφερε την επιθυμητή καθοριστική νίκη σε έναν πόλεμο από τον οποίο η Ελλάδα αδυνατούσε να απεμπλακεί. Ακολούθησε σχεδόν ένας χρόνος αδράνειας μέχρι την τελική τουρκική επίθεση, η οποία έφερε την κατάρρευση του μετώπου.

Η παράλογη προέλαση στο οροπέδιο της Ανατολίας είχε προδιαγεγραμμένο τέλος, έστω και αν οι διεθνείς συσχετισμοί έπαιξαν καίριο ρόλο και στον στρατιωτικό τομέα. Για τους έχοντες γνώση καθώς και τους υψηλά ισταμένους, το τέλος πρέπει να ήταν γνωστό, με τρόπο παρόμοιο με τον Πόντο, ο οποίος σύμφωνα με τα λόγια του Συνταγματάρχη Καθενιώτη, ήταν «χαμένος» από τον Ιανουάριο του 1919, κάτι για το οποίο ήταν ενήμερος και ο Βενιζέλος.

Το διεθνές σκηνικό

Ο μεταπολεμικός κόσμος ήταν ταυτόχρονα ένας κόσμος ειρήνης και ταυτόχρονα χάους για τους νικητές συμμάχους. Οι αόριστες και εν πολλοίς μη εφαρμόσιμες υποσχέσεις στις διάφορες χώρες ήταν δεδομένο ότι θα δημιουργούσαν νέα και δισεπίλυτα προβλήματα.

Η Βρετανία ενδιαφερόταν κυρίως για τον περιορισμό της γαλλικής παρουσίας στις ακτές της Συρίας, αποστερώντας της την Κιλικία. Η εφαρμογή των μυστικών συμφωνιών δεν βρίσκονταν στα σχέδια της, καθώς υποστήριζε πως είχαν συμφωνηθεί υπό άλλες συνθήκες και δεδομένα, τα οποία είχαν αλλάξει μετά τη νίκη των Μπολσεβίκων. Δεν θεωρούσε επομένως τον εαυτό της δεσμευμένο από αυτές, όπως συνέβαινε τον Οκτώβριο του 1918 με την περίπτωση της Ιταλίας, και τις συζητήσεις για παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία. Μετά τον πόλεμο, βασικός στόχος ήταν ο περιορισμός των γαλλικών και ιταλικών απαιτήσεων, οι οποίες βασίζονταν σε αυτές τις μυστικές συμφωνίες.

Η Βρετανία ήταν ο βασικός σύμμαχος της Ελλάδας στην διεκδίκηση εδαφικών αξιώσεων. Βασικοί παράγοντες ήταν φυσικά η παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου και μία βρετανική κυβέρνηση η οποία μαζί με την Γαλλία είχαν αποφασίσει τον Νοέμβριο του 1918, τον τερματισμό της Οθωμανικής κυριαρχίας στους υπόδουλους λαούς της. Η κυβερνητική αλλαγή βέβαια και στις δύο χώρες, άλλαξε άρδην τα δεδομένα, αν και η διπλωματική στήριξη θεωρητικά παρέμεινε σε ισχύ.

Οι αδέξιοι χειρισμοί της Γαλλίας τη δεκαετία 1910-1919 είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια του πλεονεκτήματος στη Μικρά Ασία. Η ενίσχυση της Βρετανικής θέσης στη Μέση Ανατολή ήταν δεδομένη. Η Γαλλία προσπάθησε επομένως να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη. Από την άνοιξη του 1920 και μετά την αλλαγή κυβέρνησης στην Αγγλία, τάχθηκε υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών(28 Ιουλίου/ 10 Αυγούστου 1920) ήταν αναπόφευκτη, από την ώρα της υπογραφής της ωστόσο, η Γαλλία αναζήτησε τρόπους να την υπονομεύσει, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Τούρκων. Η ήττα του Βενιζέλου (1/14 Νοεμβρίου 1920) την απήλλαξε από τους όποιους ενδοιασμούς. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, οι γαλλο-τουρκικές σχέσεις «άνθισαν».

Περισσότερα για τη Συνθήκη των Σεβρών, μπορείτε να δείτε εδώ

Η Ελλάς των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών

Στις 9 Μαρτίου 1921(ν.η.), υπογράφηκε με τον Κεμάλ, μία πρώτη συμφωνία για την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία, έναντι χρηματικού ποσού.  Στις 7/20 Οκτωβρίου 1921 υπογράφηκε το γαλλο-τουρκικό σύμφωνο της Άγκυρας. Επρόκειτο για συμφωνία οικονομικής συνεργασίας, με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν κατά κανόνα αρνητικά διακείμενες έναντι των ελληνικών διεκδικήσεων. Η πολιτική τους θεωρούσε αρχικά ότι ένα περίκλειστο τουρκικό κράτος δεν ήταν βιώσιμο, ενώ παράλληλα υπήρχε η αντίληψη ότι το ελληνικό στοιχείο το οποίο είχε έντονα διαμορφωμένη εθνική συνείδηση αλλά και ισχυρή οικονομική παρουσία, θα αποτελούσε εμπόδιο στα αμερικανικά κεφάλαια και τις επενδύσεις. Ένα εθνικιστικό τουρκικό κράτος χωρίς στέρεο τουρκικό υπόβαθρο, ήταν προτιμώτερο. Ήταν πολύ πιθανότερη η χορήγηση προνομίων από τους Τούρκους, παρά από τους Έλληνες άλλωστε.

Η υποστήριξη του Κεμάλ ήταν προφανώς μια επιλογή ρίσκου, η οποία όμως είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, εφόσον μάλιστα όλες οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις ήταν εναντίον της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ανατολία, ιδιαίτερα μετά το 1919.

Η Σοβιετική ένωση εκμεταλλεύτηκε από την πλευρά της την εχθρότητα που μοιραζόταν με τον Κεμάλ απέναντι στους Δυτικούς, για το ζήτημα των Στενών. Ο Κεμάλ χρησιμοποίησε επιδέξια το <<χαρτί>> του αντι-ιμπεριαλιστή. Το γεγονός αυτό ήταν βολικό και για την ΕΣΣΔ, δεδομένου ότι μπορούσε να στρέψει τις μουσουλμανικές της μάζες οι οποίες προκαλούσαν προβλήματα, εναντίον της Δύσης.

Η πρώτη επαφή έγινε το καλοκαίρι του 1919 και στη συνέχεια υπογράφηκε σύμφωνο στις 16/29 Νοεμβρίου 1919 μετά από συνομιλίες στο Μπακού, την Τραπεζούντα και την Κωνσταντινούπολη. Μια νέα συμφωνία, υπογράφηκε, η πρώτη επίσημη στις 7/20 Απριλίου 1920 για τον καθορισμό των συνόρων με βάση τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ και την κοινή άρνηση για την δημιουργία αρμενικού κράτους. Οι Σοβιετικοί προέτρεψαν την ίδια στιγμή τους Κεμαλιστές να μην αποδεχτούν συμμαχική παρουσία στη Μικρά Ασία. Στις 15/28 Απριλίου το Αζερμπαϊτζάν έγινε σοβιετική επικράτεια, θέτοντας έτσι τα θεμέλια της σοβιετο-κεμαλικής προσέγγισης. Στις 11/24 Αυγούστου 1920 ένα σχέδιο συμφωνίας για τη βοήθεια που θα παρείχε η ΕΣΣΔ, υπεγράφη μετά από επτά μήνες διαφωνιών για την Αρμενία και τον Καύκασο.

Καταλύτης των μετέπειτα γεγονότων υπήρξε το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας το οποίο υπογράφηκε στις 3/16 Μαρτίου 1921 στη Μόσχα. Η Σοβιετική Ένωση θεωρούσε το κίνημα του Κεμάλ επαναστατικό, καθώς φαινόταν πως αντιμαχόταν τους Συμμάχους. Ο ίδιος ο Κεμάλ βέβαια είχε απειλήσει με πιθανή προσέγγιση με τη Δύση.

Υπέγραψαν επίσης συμφωνία για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Οι Μπολσεβίκοι βοήθησαν τον Κεμάλ πιστεύοντας ότι οι Έλληνες ήταν ένα όργανο της βρετανικής πολιτικής. Η σοβιετική βοήθεια έχει κριθεί από πολλούς μελετητές ως καθοριστική για την πορεία των γεγονότων. Οι ίδιοι οι κεμαλιστές παραδέχτηκαν ότι δύο μήνες πριν από την μεγάλη επίθεση του ελληνικού στρατού βοηθήθηκαν σημαντικά από τους Σοβιετικούς οικονομικά με την αποστολή, χρυσού, οπλισμού και πυρομαχικών, καθώς και εκπαίδευση του τουρκικού στρατού από Σοβιετικούς αξιωματικούς.

Επίλογος

Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 13/26 Αυγούστου 1922. Ο καθηλωμένος και αποδιοργανωμένος ελληνικός στρατός δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Το μέτωπο έσπασε, η μικρασιατική εκστρατεία ολοκληρώθηκε με ήττα, χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες. Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης ήταν η τελευταία πράξη του δράματος. Η Συνθήκη της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, σφράγισε και επίσημα το τέλος του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου.

Οι λόγοι της αποτυχίας είναι πολλοί και σύνθετοι. Οι λανθασμένοι χειρισμοί σε πολιτικό επίπεδο και η εσφαλμένη εκτίμηση της διεθνούς σκηνής από κοινού με την ανεπαρκή στρατιωτική προπαρασκευή από ένα σημείο κι έπειτα βαραίνουν ιδιαίτερα. Η ίδια η φύση και η δυσκολία του εγχειρήματος υπήρξαν επίσης καθοριστικές.

Η μικρασιατική ήττα προκάλεσε τεράστιους κλυδωνισμούς στο ελληνικό έθνος, και πληγές που ακόμα και σήμερα δεν έχουν κλείσει. Παράλληλα, επέφερε μια κρίση ύπαρξης στο ελληνικό κράτος. Για πολλούς ο μόνος λόγος ύπαρξης του ήταν η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Μετά την Καταστροφή αναζητήθηκε προορισμός.

Τυφλωμένη από το τεράστιο διακύβευμα, και το ακατόρθωτο που φάνηκε κάποια στιγμή κάτι περισσότερο από πιθανό, η Ελλάδα καταστράφηκε και υποχρεώθηκε σε μια νέα αρχή, 100 χρόνια μετά την Παλιγεννεσία. Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξαν και εν πολλοίς εξακολουθούν να είναι ανυπολόγιστες σε όλους τους τομείς.

greekhumans.com

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Braude, Benjamin, and Lewis, Bernard, eds. Christians and Jews in the Ottoman Empire. Vol. 1. 2 vols. New York: Holmes &amp; Meier, 1982.
  • Breuilly, John. Nationalism and the State. Second. Manchester University Press, 1993.
  • Cuinet, Vital. La Turquie d’Asie. géographie administrative, statistique descriptive et raisonnée de chaque province de l’Asie mineure. Paris: E. Leroux, 1890.
  • Dakin, Douglas. Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923. Translated by Ξανθόπουλος, Αθανάσιος. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2012.
  • Goldstein, Erik. “British Peace Aims and the Eastern Question: The Political Intelligence Department and the Eastern Committee, 1918.” Taylor and Francis Ltd., Middle Eastern Studies, 23, no. 4 (1987): 419–36.
  • ———. “Great Britain and Greater Greece 1917-1920.” Cambridge University Press, The Historical Journal, 32, no. 2(June 1989) (n.d.): 339–56.
  • Κολιόπουλος, Ιωάννης Σ. Η <<πέραν>> Ελλάς Και Οι <<άλλοι>> Έλληνες. Το Σύγχρονο Ελληνικό Έθνος Και Οι Σύνοικοι Χριστιανοί (1800-1912). Βάνιας, 2003.
  • Μουρέλος, Ιωάννης. “Η Γαλλοτουρκική Προσέγγιση Του 1921: Το Σύμφωνο Franklin- Bouillon Και η Εκκένωση Της Κιλικίας,” Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 4 (1983): 211–76.

Πηγή εικόνας

https://greekmilitaryvoice.wordpress.com/2015/08/06/%CE%B7-%CE%B7%CF%81%CF%89%CF%8A%CE%BA%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B7%CF%83/

Βιογραφικό συντάκτη

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *