του Χρήστου Χατζηλία,
Το αντικείμενο που θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο είναι η σχέσεις των Σταυροφόρων και των Βενετών τόσο κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης όσο και κατά την πρώτη περίοδο της λατινικής κατοχής του Αιγαίου. Το άρθρο αναλύει την οργάνωση της Δ΄ Σταυροφορίας,την εμπλοκή των Βενετών σε αυτήν και την ανάδειξη της Γαληνότατης ως μεγάλης εμπορικής δύναμης μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας.
Η αρχή της Δ΄ Σταυροφορίας
Τον Αύγουστο του 1198 ο νέος πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, προετοίμαζε το έδαφος για μια νέα σταυροφορία εναντίον των μουσουλμάνων στην Μέση Ανατολή, αφού η Γ΄ Σταυροφορία δεν κατόρθωσε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ και αρκέστηκε στην κατάληψη των παραλίων και μερικών παραλιακών πόλεων, η καθολική εκκλησία άρχισε να καλεί ξανά τους βασιλείς για την διεξαγωγή του επιθυμητού στόχου, της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων.
Όμως οι βασιλείς ήταν απασχολημένοι είτε στο να πολεμούν ο ένας τον άλλον, είτε στην οργάνωση των κρατών τους, έτσι ο κλήρος στράφηκε στην ανώτερη τάξη των ευγενών για την διεξαγωγή της νέας σταυροφορίας, στον Λουδοβίκο Α΄ κόμη του Μπλουά και της Φλάνδρας κόμη Βαλδουίνο, οι εκκλήσεις αυτές δεν ήταν τυχαίες διότι οι οικογένειες των ευγενών αυτών συμμετείχαν στην προσπάθεια της απελευθέρωσης με τις προηγούμενες σταυροφορίες. Όλα αυτά έγιναν τον Νοέμβριο του 1199, το παράδειγμα αυτών ακολούθησαν κι άλλα άτομα της αριστοκρατικής κοινωνίας, όπως ο Θεοβάλδος Γ΄ κόμης της Σαμπέν, ο Σιμόν ντε Μονφόρτ κι ο Τζέφρεϊ Βιλαρδουίνος .
Μετά τις συνεδριάσεις στην Σουασόν και στην Κομπιένη ,η εμπειρία από τις προηγούμενες σταυροφορίες έδειξε πως ήταν προτιμότερο να ακολουθήσουν την θαλάσσια οδό, παρά την χερσαία που τους κόστισε αρκετές απώλειες, λόγω των ενεδρών. Οι βαρόνοι αποφάσισαν γύρω στο 1200 να διορίσουν έξι εκπροσώπους, μεταξύ αυτών και τον Βιλαρδουίνο εξ ονόματος όλων των βαρόνων για να διαπραγματευτούν τους όρους για την μεταφορά του στρατού: H επόμενη στάση ήταν η Βενετία. Η ισχυρή πόλη-κράτος Βενετία με εμπορικές διασυνδέσεις με τον μουσουλμανικό κόσμο και με εδάφη κατά μήκος της Αδριατικής ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να διευκολύνει τους σταυροφόρους στην επιλογή τους αυτή και ήταν μαζί με την Γένοβα και την Πίζα οι τρείς μεγάλες εμπορικές δυνάμεις της ανατολικής μεσογείου.
Εκεί συναντήθηκαν με τον 90χρονο δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο, ο Ερρίκος είχε αναγορευτεί δόγης τον Ιούνιο του 1192, υπήρξε επικεφαλής πολλών αποστολών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ διετέλεσε πρεσβευτής της χώρας του στο βασίλειο της Σικελίας. Τον Απρίλιο του 1201 πρότεινε μια συμφωνία με την οποία η Βενετία ήταν σε θέση να μεταφέρει 4.500 ιππότες, 9.000 οπλισμένους άνδρες, 20.000 πεζούς, αναλάμβανε την σίτιση των ανδρών και των αλόγων, για εννέα μήνες, καθώς και πενήντα οπλισμένες γαλέρες, για όλα αυτά ζητούσε 85.000 μάρκα και τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν τόσο σε ξηρά, όσο και σε θάλασσα. Ο στόχος ήταν η Αίγυπτος όπου οι σταυροφόροι πίστευαν που ήταν το πιο ισχυρό κράτος στην περιοχή, έτσι εάν καταστρεφόταν η Αίγυπτος, η απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ θα ήταν πιο εύκολη, βέβαια η Βενετία θα έπαιρνε αποκλειστικά όλα τα εμπορικά προνόμια της Αλεξάνδρειας.
Η πρεσβεία των σταυροφόρων συμφώνησε ότι θα επέστρεφαν τον επόμενο χρόνο με 33.500 στρατιώτες και το ποσό που συμφωνήθηκε, από την μεριά τους οι Βενετοί σταμάτησαν στις εμπορικές τους δραστηριότητες για τον επόμενο χρόνο και άρχισαν να μετατρέπουν τα πλοία τους από εμπορικά, σε πολεμικά, όμως ισχυρίστηκαν πως απαιτούνταν άμεσα χρήματα για να γίνει αυτό και χρειάζονταν 5.000 ασημένια νομίσματα που οι σταυροφόροι θα μπορούσαν να τα δανειστούν από τους τραπεζίτες της Βενετίας. Σταδιακά τα αποσπάσματα των σταυροφόρων άρχισαν να κινούνται νότια, όμως, δεν είχαν όλοι κατεύθυνση την Βενετία, οι περισσότεροι αρχηγοί απέπλευσαν από τα γαλλικά λιμάνια, με αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του 1202 να φτάσει στην Βενετία μόνο το 1/3 του στρατού, δημιουργώντας πρόβλημα στην αποπληρωμή του ποσού.
Οι σταυροφόροι με δυσκολία μάζεψαν 64.000 μάρκα και δεν είχαν πλέον χρήματα ούτε για την σίτιση τους. Ο δόγης πρότεινε αντί να πληρωθεί το υπόλοιπο ποσό, να τους παραχωρηθεί η πρώτη περιοχή που θα κατακτούσαν, αυτό ευχαρίστησε και τις δυο πλευρές, αλλά η πρώτη κατάκτηση δεν θα γινόταν στην Αίγυπτο, αλλά στην Ευρώπη, διότι όπως ισχυρίστηκε ο Ερρίκος Δάνδολος πλησίαζε ο χειμώνας και η Αίγυπτος ήταν πολύ μακριά. Η πρώτη κατάκτηση που θα παραχωρούνταν στην Βενετία δεν ήταν τυχαία, ήταν η παράκτια πόλη της Αδριατικής, Ζάρα με το σημαντικό εμπορικό της λιμάνι όπου η Βενετία είχε χάσει το 1186 μετά από τοπική επανάσταση. Φυσικά υπήρξαν αντιδράσεις από την μεριά των σταυροφόρων διότι δεν θα επιτίθονταν σε μια μουσουλμανική πόλη στις ακτές της Αιγύπτου, αλλά σε μια χριστιανική πόλη του Ουγγρικού βασιλείου που είχε πάρει μέρος στην Δ΄ Σταυροφορία.
Στις 24 Νοεμβρίου του 1202 η Ζάρα λεηλατήθηκε παρά τις προσπάθειες των κατοίκων της που κρεμούσαν στα παράθυρα και στα τείχη της πόλης λάβαρα με τον σταυρό, η Ζάρα έφερε πολλά πλούτη στους Βενετούς, αλλά μόλις ο Πάπας έμαθε τα γεγονότα, Φράγκοι και Βενετοί αφορίστηκαν. Ο Ιννοκέντιος πήρε γρήγορα πίσω τον αφορισμό του από τους Φράγκους, κάτι που δεν έκανε για τους Βενετούς, η κατάσταση για τους σταυροφόρους όλο και χειροτέρευε καθώς δεν υπήρχαν ούτε χρήματα, ούτε τροφή, η όλη επιχείρηση για την εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου άρχισε να αμφισβητείται. Εκείνη την περίοδο εμφανίζεται στο προσκήνιο ο πρίγκιπας Αλέξιος Άγγελος, φυγάς πλέον από τον σφετεριστή θείο του Αλέξιο Γ΄ Άγγελο, ο οποίος τον Απρίλιο του 1195 καθαίρεσε τον αδερφό του Ισαάκιο Β΄ Άγγελο όπου τον τύφλωσε και τον φυλάκισε μαζί με τον γιό του. Όμως το 1202 ο πρίγκιπας Αλέξιος μπόρεσε να δραπετεύσει ζητώντας βοήθεια για την αποκατάσταση του πατέρα του στον βυζαντινό θρόνο, μετά την άκαρπη συνάντηση του με τον Πάπα στην Ρώμη, κατευθύνθηκε στην Γερμανία στον συγγενή του Φίλιππο της Σουαβίας συζύγου της αδερφής του Ειρήνης, ο Φίλιππος δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, διότι ήταν απασχολημένος στον αγώνα του εναντίον του Όθωνα του Μπράουνσβάιχ , έστειλε όμως μια αντιπροσωπεία στην Ζάρα ζητώντας από την Βενετία και τους Σταυροφόρους να βοηθήσουν τον πρίγκιπα Αλέξιο να αποκαταστήσει τον πατέρα του στον θρόνο.
Ο Αλέξιος από την μεριά του θα έδινε στους σταυροφόρους 200.000 μάρκα, 10.000 στρατιώτες για την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ, μόνιμη φρουρά 500 ανδρών στους Αγίους Τόπους και την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα της Ρώμης, στο στρατόπεδο οι σταυροφόροι παρέμειναν διχασμένοι για το αν πρέπει να αλλάξουν προορισμό για ακόμη μια φορά, αμέσως ο Δόγης Ερρίκος Δάνδολος και ο Βονιφάτιος Μομφερατικός προσπάθησαν να πείσουν τον στρατό, τα πλοία τους είχαν εφόδια για ένα έτος και είχαν περάσει ήδη 6 μήνες, οπότε ήταν αρκετά δελεαστική η πρόταση του πρίγκιπα Αλεξίου για ανεφοδιασμό στην Κωνσταντινούπολη. Στις 24 Ιουνίου 1203 το κύριο σώμα των σταυροφόρων άλλαξε προορισμό και κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, εκτός από τον Σίμον του Μονφόρ που αποφάσισε να αποσυρθεί από την σταυροφορία όταν έμαθε πως θα κατευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Αίγυπτο. Η Αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο είχε αρκετές ατυχίες, όπως η δεύτερη καταστροφική επιδρομή των Νορμανδών με αποκορύφωμα την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1185, την Βουλγαρική επανάσταση και την δημιουργία της δεύτερης Βουλγαρικής αυτοκρατορίας, η απώλεια των βορείων εδαφών εξ αίτιας της Σερβικής επανάστασης, η συνεχόμενη επέκταση των Τούρκων στην Μικρά Ασία και τέλος οι διάφορες τοπικές επαναστάσεις τυχοδιωκτών αρχόντων.
Οι σταυροφόροι στην Κωνσταντινούπολη
Όταν έφθασαν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης,οι σταυροφόροι έμειναν έκθαμβοι από την πλούσια πόλη, αμέσως με έφοδο κατέλαβαν την περιοχή του Γαλατά, ο βυζαντινός στρατός που βρίσκονταν εκεί τράπηκε σε άτακτη φυγή με αποτέλεσμα το προάστιο μαζί με τον ομώνυμο πύργο να πέσουν αμαχητί. Οι Λατίνοι έκοψαν την αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο του Κερατίου Κόλπου και ο στόλος των Βενετών μπόρεσε να εισέλθει και να καταστρέψει με τα πυρπολικά του το μεγαλύτερο μέρος από τον βυζαντινό στόλο, στη συνέχεια έγινε η από ξηράς επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, τα τάγματα από την Φλάνδρα, την Γερμανία, το Μπλουά, την Αμιένη, την Λομβαρδία, την Καμπανία και την Βουργουνδία ξεχύθηκαν στους πύργους όπου σύμφωνα με τον Κ.Κύπριο κατάφεραν να καταλάβουν 25 από αυτούς, ο συγγραφέας αναφέρει πάλι ότι στα τείχη των Βλαχερνών οι Βαράγγοι και οι βυζαντινοί τοξότες κατάφεραν να απωθήσουν τους σταυροφόρους, όμως μεταφέρθηκαν στον Κεράτιο Κόλπο για να απωθήσουν τους Βενετούς. Η άμυνα και οι επιθέσεις εναντίον των Λατίνων στέφθηκαν με επιτυχία, αλλά ο αυτοκράτορας επέλεξε να ανακαλέσει την επίθεση και να επιστρέψει μέσα στην Πόλη . Έντρομος ο σφετεριστής Αλέξιος Γ΄ Άγγελος έφυγε μέσα στην νύχτα παρατώντας τον θρόνο του και αρπάζοντας όσα περισσότερα χρήματα και κοσμήματα μπορούσε, ο στόχος είχε επιτευχθεί: η τραγική φιγούρα του τυφλού Ισαάκιου καθόταν και πάλι στον θρόνο μαζί με τον γιό του ως συναυτοκράτορα με το όνομα Αλέξιος Δ΄.
Οι σταυροφόροι μετά το πέρας της επιχείρησης που τους είχε ανατεθεί, άρχισαν να ζητούν την αμοιβή τους, ο δε Αλέξιος Δ΄ τους προέτρεπε να στρατοπεδεύσουν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, μην μπορώντας να πληρώσει όλα τα χρήματα ζητούσε αναβολή των υποσχέσεων του, για να μπορέσει να συλλέξει χρήματα ο νέος αυτοκράτορας προέβη σε αναγκαστικές εισφορές εις βάρος των κατοίκων της Πόλης, έλιωσε επίσης τον χρυσό και το ασήμι από εικόνες και εκκλησιαστικά αντικείμενα , ενώ ήδη υπήρχε η φήμη της υποταγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα προκαλώντας έτσι με όλα αυτά την οργή της Εκκλησίας και του λαού.
Εν τέλει συγκεντρώθηκαν 100.000 μάρκα όπου μοιράστηκαν ίσα μεταξύ των σταυροφόρων και των Βενετών, η κατάσταση όμως συνέχισε να είναι βεβαρημένη με αρκετές συγκρούσεις ανάμεσα στους σταυροφόρους και τους κατοίκους από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 1203. Στις 25 Ιανουαρίου 1204 ο Ισαάκιος Β΄ πεθαίνει και μια εξέγερση των αγανακτισμένων κατοίκων με αρχηγό τον ξάδερφο του Αλέξιου Δ΄ , Αλέξιο Δούκα Μούρτζουφλο οδηγεί τον αυτοκράτορα στην φυλακή όπου θα στραγγαλιστεί στις 8 Φεβρουαρίου.
Ο Μούρτζουφλος μετά την επιτυχημένη εξέγερση είχε γίνει αυτοκράτορας με το όνομα Αλέξιος Ε΄, ο νέος αυτοκράτορας ήταν εχθρικός προς τους σταυροφόρους και προσπάθησε να τους πείσει να αποχωρήσουν από την αυτοκρατορία, όμως οι Λατίνοι μη έχοντας χρήματα ζητούσαν την χρηματική και στρατιωτική βοήθεια που τους υποσχέθηκε ο προηγούμενος αυτοκράτορας, ο Αλέξιος Ε΄ μετά από αυτό κινήθηκε επιθετικά, γέμισε επτά πλοία με εύφλεκτα υλικά και τα άφησε να πλεύσουν προς το στρατόπεδο των Λατίνων, το στρατόπεδο τους υπέστη αρκετές ζημιές κάνοντας τους να έρθουν σε τραγική κατάσταση. Επιπλέον ο Αλέξιος ενίσχυσε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και οργάνωσε επιθέσεις εναντίον των σταυροφόρων, οι δεύτεροι ήδη από τον Μάρτιο 1204 είχαν συνάψει συνθήκη μεταξύ τους (Σταυροφόροι & Βενετοί) για την διαίρεση της αυτοκρατορίας και τα προνόμια που θα είχε ο καθένας, τον Απρίλιο άρχισε η κινητοποίηση των Λατίνων.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους
Στις 8 του μηνός έγινε η πρώτη επίθεση αλλά κατέληξε σε αποτυχία λόγω του άσχημου καιρού και της αντίστασης των Κωνσταντινουπολιτών , το εγχείρημα επαναλήφθηκε στις 12 προς 13 Απριλίου, με απόβαση στα παράκτια τείχη, ενώ άλλοι δια ξηράς μετά από σκληρές μάχες μπόρεσαν να ανοίξουν τέσσερις πύλες, κατακτώντας το προάστιο αλλά και το παλάτι των Βλαχερνών, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος αποτυγχάνοντας στην άμυνα της Πόλης και φοβούμενος μην πέσει στα χέρια των σταυροφόρων δραπέτευσε, σε όλο αυτό το χάος προκρίθηκε ως αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης χωρίς βεβαία να στεφθεί λόγω του κλήματος που επικρατούσε, όμως ούτε αυτός μπόρεσε να σώσει την κατάσταση και να συνεχίσει την αντίσταση και έφυγε για την Μικρά Ασία . Όταν συνειδητοποίησαν πως δεν υπήρχε κάποια αντίσταση εναντίον τους ιππότες, στρατιώτες, ιερείς, μοναχοί, ηγούμενοι και ο ντόπιος καθολικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης άρχισαν να λεηλατούν τα πάντα γύρω τους για τρείς ολόκληρες ημέρες, βεβηλώθηκαν πολλές εκκλησίες και ιεροί τόποι, λεηλατήθηκαν τάφοι, κάηκαν ολοσχερώς ολόκληρες συνοικίες, τα χάλκινα άλογα του ιπποδρόμου μεταφέρθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, η βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης καταστράφηκε , το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή του γλύπτη Λύσιππου καταστράφηκε επίσης , Ευαγγέλια, χειρόγραφα και ιερά λείψανα μεταφέρθηκαν στην Ρώμη και στους καθεδρικούς της Γαλλίας, τεμαχίστηκε η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, ενώ τα κοσμήματα από τα λείψανα των αυτοκρατόρων Ιουστινιανού και Βασιλείου Β΄ συλλήφθηκαν.
Partitio Romaniae
Μετά το πλιάτσικο και την καταστροφή της Κωνσταντινούπολης οι σταυροφόροι και οι Βενετοί έπρεπε να εφαρμόσουν την συμφωνία που κάνανε μεταξύ τους, σπουδαιότερο ρόλο στην Δ’ Σταυροφορία έπαιξε ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος, έξυπνος, πανούργος και ένθερμος πατριώτης της πόλης του Αγίου Μάρκου ,κατέχοντας την τέχνη της συνεργασίας με τους άλλους, καθώς και μια εξαιρετική δύναμη θελήσεως και εκμεταλλεύσεως των περιστάσεων, ο δόγης υπήρξε ένας αξιόλογος πολιτικός, μεγαλοφυής διπλωμάτης και οικονομολόγος.
Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε τι πηγή πλούτου ήταν η Ανατολή (Χριστιανική & Μουσουλμανική) για την οικονομική ανάπτυξη της Δημοκρατίας και έπρεπε να δράσει γρήγορα διότι τα εμπορικά προνόμια της Ρωμανίας θα τα μοιραζόταν με την Πίζα και την Γένουα, η πρώτη του νίκη ήταν η καταστροφή της καθολικής πόλης Ζάρα από τους Σταυροφόρους στην Αδριατική η οποία είχε αποσπασθεί από την Βενετία και προσαρτηθεί στην Ουγγαρία.
Έπειτα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1204 ο αρχηγός της Σταυροφορίας Βονιφάτιος ο Μομφερατικός που προοριζόταν για αυτοκράτορας ,μετά την διαμαρτυρία του Ερρίκου Δάνδολου που τον θεωρούσε ισχυρό και είχε κτήσεις κοντά στην Βενετία (έγινε τελικά βασιλιάς της Θεσσαλονίκης) στον θρόνο ανέβηκε ο λιγότερο δυναμικός Βαλδουίνος της Φλάνδρας.
Η Κωνσταντινούπολη μοιράστηκε ανάμεσα στον Βαλδουίνο (5/8) και τον Δάνδολο (3/8 συν την Αγία Σοφία), όσον αφορά τα υπόλοιπα εδάφη ο Βαλδουίνος πήρε Ν.Θράκη, ΒΔ.Μικρά Ασία, Βόσπορο-Μαρμαρά-Ελλήσποντο, Λέσβο, Χίο, Σάμο. Τα παραμεθόρια εδάφη της Λατινικής αυτοκρατορίας δόθηκαν σε πρόσωπα που μπορούσαν να παρατάξουν έως και 120 ιππότες και θα ήταν υποτελείς στον αυτοκράτορα Βαλδουίνο, ο Λουί Μπλουά έλαβε το Δουκάτο της Νίκαιας, ο Ρενιέ Τρίτ το Δουκάτο της Φιλιππούπολης και ο Ετιέν Πέρς το Δουκάτο της Φιλαδέλφειας . Τα παραπάνω Δουκάτα δεν κατάφεραν να ιδρυθούν ποτέ λόγω ότι βρίσκονταν δίπλα στο Ελληνικό Κράτος της Νίκαιας και την νέα Βουλγαρική αυτοκρατορία, όπου οι επιθέσεις ήταν συχνές, το μόνο που μπόρεσε να ιδρυθεί υπό αυτοκρατορικό έλεγχο ήταν το Δουκάτο του Αιγαίου.
Ο αρχηγός της Σταυροφορίας Βονιφάτιος Μομφερατικός πήρε την Θεσσαλονίκη την υπόλοιπη Μακεδονία και Β.Θεσσαλία και έγινε υποτελής του Βαλδουίνου. Τέλος ο Ερρίκος Δάνδολος πήρε τον τίτλο του Δεσπότη, τις ακτές της Αδριατικής, το Δυρράχιο,τα εδάφη δυτικά της Πίνδου, τα λιμάνια των Ωρεών, της Αίγινας, της Χαλκίδας και της Καρύστου, το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, την Κρήτη ( αγόρασαν τα δικαιώματα του νησιού από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό με αντάλλαγμα την υποστήριξη τους στα δικαιώματα του στην Θεσσαλονίκη), περιοχές της Πελοποννήσου όπως τα λιμάνια της Κορώνης και της Μεθώνης, λιμάνια και μερικά εδάφη στο εσωτερικό της Θράκης όπως την Αδριανούπολη και την Καλλίπολη, απαλλάχθηκε από τους φόρους της νέας λατινικής αυτοκρατορίας, η Αγία Σοφία περιήλθε στον κλήρο της Βενετίας και χειροτονήθηκε Πατριάρχης ο βενετός Θωμάς Μοροζίνι. Η Δ’ Σταυροφορία έδωσε στην Βενετία αναρίθμητα εμπορικά προνόμια, ανυψώνοντας στο ζενίθ της πολιτικής και οικονομικής της δυνάμεως.
Η βενετική Κρήτη
Όσον αφορά την Κρήτη η κατάκτηση της ήταν δύσκολή, το 1206 ο κόμης της Μάλτας Ενρίκο Πεσκατόρε έφτασε στο νησί με 29 πλοία με σκοπό να το κατακτήσει, οι Βενετοί χρειάστηκαν 4 χρόνια (1207-1211) για να τους διώξουν, το 1212 διορίστηκε ο πρώτος βενετός κυβερνήτης (Τζιάκοπο Τιέπολο) και ετοιμάστηκαν 200 φέουδα για τους βενετούς αποίκους, τον ίδιο χρόνο ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τον Μάρκο Σανούντο για να αντιμετωπίσει την ισχυρή οικογένεια των Αγιοστεφανιτών στην ανατολική Κρήτη.
Η βενετική Λήμνος
Η βενετική παρουσία στην Λήμνο, αρχίζει το 1136 με εμπορικές αποικίες στο Παλαιόκαστρο (Μύρινα) και στον Κότζινο, όμως το 1171 με διαταγή του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού αρχίζει το πογκρόμ εναντίον όλων των Βενετών της αυτοκρατορίας, οι Βενετοί του νησιού δεν θα αποτελέσουν εξαίρεση με αποτέλεσμα η πόλη-κράτος να στείλει στόλο στην Λήμνο το 1173 για να προστατεύσει τους πολίτες της. Φαίνεται από τα παραπάνω πως η Λήμνος ήταν σημαντική για τα εμπορικά συμφέροντα της Βενετίας, κι αυτό φαίνεται διότι το νησί το 1204 περιήλθε στην Λατινική αυτοκρατορία και για να μην δημιουργηθούν συγκρούσεις με τους Σταυροφόρους και τους Γενουάτες, η Βενετία αντί να στείλει τον στόλο της, κάλεσε Βενετούς τυχοδιώκτες να εξοπλίσουν με δικές τους δαπάνες στολίσκους και να καταλάβουν τα νησιά του Αιγαίου, ο τυχοδιώκτης που κατέλαβε την Λήμνο ήταν ο Φιλόκαλος Ναβιγκαγκιόζα , ιστορική οικογένεια της Βενετίας με τον αδερφό του Φιλόκαλου Ερρίκο Ναβιγκαγκιόζα να είναι πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη το 1197 . Αυτό σύμφωνα με τον Πάνο Λ. Φραγκέλη έγινε ανάμεσα στο 1205 και το 1207, ο Φιλόκαλος μόλις κατέλαβε το νησί δήλωσε πίστη στον νέο αυτοκράτορα Ερρίκο και του απονεμήθηκε ο τίτλος του Μεγάλου Δούκα της Λήμνου. Όσον αφορά το νησί ο Φιλόκαλος ενίσχυσε το κάστρο της Μύρινας , ένα κάστρο με σημαντική στρατηγική θέση στην περιοχή και κατά την θητεία του ως το 1214 με τον θάνατο του υπήρξε μεγάλη οικονομική άνθηση για τους κατακτητές.
Οι βενετικές Κυκλάδες
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω η Γαληνότατη Δημοκρατία ανέθεσε σε τυχοδιώκτες να καταλάβουν τα νησιά του Αιγαίου που δεν υπάγονταν κατευθείαν σε αυτήν. Ο Μάριο Σανούδο, ανιψιός του Ερρίκου Δάνδολου ήταν επικεφαλής αυτής της εκστρατείας , έχοντας μια μικτή δύναμη Βενετών και Σταυροφόρων νοίκιασε 8 γαλέρες από την Βενετία και εμφανίστηκε στην Νάξο όπου και την κατέλαβε, όμως οι Έλληνες συνέχισαν την αντίσταση σε ένα κάστρο στο εσωτερικό του νησιού, μετά από έξι εβδομάδες πολιορκίας οι κάτοικοι παραδόθηκαν στον Σανούδο και ολοκληρώθηκε η Βενετική κατάκτηση της Νάξου.
Ακολούθησαν η Σαντορίνη, η Πάρος , η Μήλος και η Νίσυρος, ο Μάριο Δάνδολο επίσης κατέκτησε την Άνδρο, ενώ οι αδερφοί Γκίζι κατέκτησαν την Κέα, Σκύρο,Σέριφο, Σκόπελο, Μύκονο και Τήνο. Ο Ιάκωβος Διάρο όπως μας λέει ο Κ. Κύπριος κατέλαβε τα Αντικύθηρα, ενώ ακολούθησαν ο Ιάκωβος Μπαρόζι στην Θήρα και ο Λεονάρδος Φώσκολος στην Ανάφη. Αρκετά από τα νησιά προέβαλαν ισχυρή αντίσταση με αποτέλεσμα η κατάκτησή τους να ολοκληρωθεί στο διάστημα 1212-1213.
Όσον αφορά την διοίκηση των Κυκλάδων ο Μάριο Σανούδο κατάφερε να κυριαρχήσει πολιτικά έναντι των άλλων Βενετών και του αποδόθηκε ο τίτλος του δούκα του Αρχιπελάγους, από τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο, ο οποίος του έδωσε και τα νησιά Σύρο, Αμοργό, Ίο, Κύθνο και Κίμωλο.
Η βενετική ανάμειξη στην Εύβοια
Η Εύβοια βάση της συμφωνίας του 1204 είχε παραχωρηθεί στους Βενετούς , όμως καταλήφθηκε εξ αρχής από τις δυνάμεις του Βονιφάτιου Μομφερατικού υπό τον Ιάκωβο ντ΄Αβέν, το καλοκαίρι του 1205 , σύντομα όμως θα πεθάνει και θα αφήσει ως κληρονόμους του νησιού τους Ναΐτες ιππότες. Ο Βονιφάτιος δεν αναγνώρισε την πράξη αυτή και τους αφαίρεσε την κυριαρχία δημιουργώντας τρία φέουδα, της Καρύστου, της Χαλκίδας και των Ωρεών υπό τους βαρόνους Ραβάνο Ντάλε Κάρτσερι, Γκιμπέρτο Α΄ ντα Βερόνα και Πεκοράρι Ντε Μερκόνοβο, οι Βενετοί από την άλλη ικανοποιήθηκαν με την παραχώρηση της Κρήτης που άνηκε στον Βονιφάτιο Μομφερατικό και δεν αντέδρασαν. Ο Γκιμπέρτο ντα Βερόνα και ο Πεκοράρι βρίσκονταν συνεχώς στις περιοχές στους στην Δυτική Ευρώπη και έδειχναν ελάχιστο ενδιαφέρον για τις κτήσεις τους στην Εύβοια, με αποτέλεσμα η κυριαρχία όλου του νησιού να περάσει στον Ραβάνο Ντάλε Κάρτσερι.
Το 1207 όμως ο Ραβάνο έγινε ένας από τους κύριους υποστηρικτές στην επανάσταση των Λομβαρδών υπό τον πρωτότοκο γιο του νεκρού πλέον βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου Μομφερατικού, η επανάσταση αυτή θα τελειώσει με την νίκη του Λατίνου βασιλιά Ερρίκου και ο ηττημένος Ραβάνο για να προστατευτεί θα ζητήσει την βοήθεια και την επικυριαρχία του δόγη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Λομβαρδός ηγεμόνας να παραχωρήσει αρκετά προνόμια στους Βενετούς, όπως η προστασία των βενετικών συμφερόντων, παραχώρηση στην εμπορική βενετική συνοικία της Χαλκίδας μια εκκλησία, μια αποθήκη και τελωνειακές διευκολύνσεις, ετήσιο φόρο στην Γαληνότατη 2.100 υπέρπυρων, μόνιμη τοποθέτηση βενετού βαΐλου στο νησί όπου μετά τον θάνατο του Ραβάνο το 1216 μεταφέρθηκε η έδρα του σε παλάτι στην Χαλκίδα, μίσθωση του βαΐλου 450 υπέρπυρων όπου αργότερα θα φτάσουν τα 1000, ένα χρυσοΰφαντο χιτώνα στον δόγη, καθώς επίσης ένα ειδικό κάλυμμα Αγίας Τράπεζας (ενδυτή) στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία. Η πόλη-κράτος κέρδισε όσα φαινόταν να ήθελε από την Εύβοια και δεν άφησε ανεκμετάλλευτο κι αυτό το νησί του Αιγαίου
Επίλογος
Μονεμβασιά, Μεθώνη, Κορώνη, Χαλκίδα, Κάρυστος και Κρήτη ήταν λίγες από τις πολλές περιοχές που πέρασαν κάτω από την θαλάσσια αυτοκρατορία της Γαληνότατης, η Βενετία εκείνη την εποχή χρωστούσε πολλά στον πανούργο δόγη της Ερρίκο Δάνδολο που την ανύψωσε σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο κάνοντας ουσιαστικά το Αιγαίο πέλαγος «Βενετική λίμνη» παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε τόσο με την αντίσταση των Ελλήνων των νησιών όσο και με τον ανταγωνισμό με την άλλη εμπορική πόλη-κράτος Γένοβα. Το Αιγαίο είχε για την Βενετία τον ρόλο του διαμετακομιστικού κέντρου των προϊόντων της Ανατολής και ελληνικές παράκτιες πόλεις χρησιμοποιήθηκαν ως σταθμοί για μεγάλα ταξίδια προς τον Εύξεινο Πόντο. Τα προϊόντα που εκμεταλλευτήκαν οι Βενετοί στο Αιγαίο για εξαγωγή στην Δυτική Ευρώπη ήταν κυρίως το σιτάρι από την Κρήτη και την Θράκη όπως επίσης και το κρασί από την Μονεμβασιά, άλλα είδη εξαγωγής ήταν οι ελιές, τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα, τα σύκα, η σταφίδα, τα τυριά, το μέλι, τα αμύγδαλα, τα καρύδια και τα βελανίδια. Όσον αφορά την ενδυμασία, η Πελοπόννησος παρήγαγε βαμβάκι, λινό και ακατέργαστο μετάξι, ενώ από την Κρήτη οι Βενετοί εκμεταλλεύονταν και το ποιοτικά μέτριο μαλλί. Εκτός από τα ελαιόδεντρα τα άλλα δέντρα που ευδοκιμούν στο Αιγαίο είναι τα κωνοφόρα όπου από εκεί έπαιρναν το κατράμι από το ρετσίνι των πεύκων που χρησίμευε για στεγανοποιήσεις καθώς και άλλο σημαντικό προϊόν αυτών των δέντρων ήταν το νέφτι.
Εν κατακλείδι με όλα τα παραπάνω βλέπουμε πως ο μεγάλος κερδισμένος από την Δ΄ Σταυροφορία ήταν η βενετική αγορά και όλοι γύρω της από εμπόρους, γαιοκτήμονες, πλοιοκτήτες έως και τους βαΐλους και τον δόγη, κάνοντας τους τους τελευταίους Λατίνους κατακτητές που “έμειναν για να δούνε” την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όπου είχαν την μεγαλύτερη ευθύνη και την ανάδυση της Οθωμανικής που θα τους διώξει από το Αιγαίο.
Bιβλιογραφία
– Κωνσταντίνος Κύπριος, ΟΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.Εκδόσεις «ΑΓΓΕΛΑΚΗ».2018
– Geoffrey Hindley, OI ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ. Μια ιστορία για τους Ιερούς Πολέμους των Σταυροφόρων. Εκδόσεις «ΕΝΑΛΙΟΣ».2007
– Πάνος Λ. Φραγκέλης, ΛΗΜΝΟΣ Η ΦΙΛΤΑΤΗ ,ΤΟΜΟΣ Γ΄,ΒΥΖΑΝΤΙΟ-ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ. Εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις».2000
– Peter Lock, OI ΦΡΑΓΚΟΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ 1204-1500. Εκδόσεις «ΕΝΑΛΙΟΣ».1998
– Α.Α.Βασιλιέφ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ (324-1453), ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ «ΠΑΠΥΡΟΣ».1971
– Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ. Τέταρτη Έκδοση. Εκδόσεις «ΒΑΝΙΑΣ».2001