Ο Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807) είναι από τους πρώτους ελληνόφωνους λογίους που διαμορφώνουν ένα ιστορικό αφήγημα εθνικής συνέχειας. Ο ίδιος, σε αντίθεση με άλλους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αναφέρεται σε ένα «ρωμαίικο» και όχι «ελληνικό» εθνικό υποκείμενο, το οποίο όμως θεμελιώνεται στη βάση της συνέχειας ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες, τους «Ρωμαίους» του Βυζαντίου και τους Ρωμηούς της εποχής του, εισάγοντας το τριμερές σχήμα που θα επικρατήσει αργότερα στην ελληνική ιστοριογραφία του 19ου και 20ου αιώνα.
Ο Καταρτζής άνηκε στην αριστοκρατία του Φαναριού και είχε καταλάβει υψηλά αξιώματα στην Οθωμανική Διοίκηση. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να είναι ένας ένθερμος οπαδός του Γαλλικού Διαφωτισμού και ένας θαρραλέος υποστηρικτής της δημοτικής μας γλώσσας. Ο ίδιος είχε μεγάλο ενδιαφέρον και άποψη για την ελληνική (ρωμαίικη) γλώσσα, καθώς και για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων παιδιών. Αυτά τα δύο ενδιαφέροντα κυριαρχούν στο έργο του: Συνέταξε μία από τις πρώτες γραμματικές της σύγχρονης ελληνικής, ενώ τα κυριότερα έργα του έχουν παιδαγωγικούς στόχους.
Όμως οι ακρότητες των δύο αντιμαχομένων παρατάξεων ως προς το γλωσσικό ζήτημα τον ώθησαν, προς το τέλος της ζωής του, στη σύνταξη του μικρού δοκιμίου, «Συμβουλή στούς νέους πῶς νά ὠφελοῦνται καί νά μή βλάπτονται απτά βιβλία τά φράγκικα καί τά τούρκικα, καί ποιά νά ναι ἡ καθ’ αὐτό τούς σπουδή» . Η οξυδέρκεια των παρατηρήσεων, το ύψος των θεωρήσεων και οι βαθυστόχαστες σκέψεις που περιέχει, αναδεικνύουν το μικρό αυτό πόνημα σ’ ένα από τα σπουδαιότερα παιδαγωγικά βιβλία των χρόνων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Σύμφωνα με τον Καταρτζή, η «Ρωμηοσύνη» συγκεντρώνει τη διπλή ορθόδοξη κληρονομιά, τη χριστιανική και την ελληνική. Και σύμφωνα πάντα με το Φαναριώτη λόγιο, η ευθύνη των Ρωμιών της εποχής του ήταν μεγάλη. Είχαν καθήκον να υπερασπίζονται τη διπλή αύτη παρακαταθήκη :
«Ἀφ’ οὗ ἕνας Ρωμηός συλλογιστή μιά φορά πώς κατάγεται ἀπό τόν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καί ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἤ ἀπτούς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἤ ἔλκει τό γένος του ἀπό κανέναν άγιο, ἤ ἀπό κανέναν του συγγενή, πῶς νά μήν ἀγαπᾶ τούς ἀπογόνους ἐκείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; Πῶς νά μή τό ‘χῃ χαρά του νά δυστυχή σέ τέτοια πολιτική κοινωνία πού συναπαρτίζουν αὐτοί;
Ωστόσο, στην αντίληψη του Καταρτζή η ιστορική συνέχεια είναι ιεραρχημένη: Οι Έλληνες αποτελούν τους απώτερους προγόνους των Ρωμιών, αλλά οι άμεσοι πρόγονοι είναι οι Ρωμαίοι (Βυζαντινοί). Το βασικό συστατικό στοιχείο συνοχής των σύγχρονων Ρωμιών είναι για τον Φαναριώτη η θρησκεία και όχι η γλώσσα. Έτσι, αυτά που χωρίζουν τον Ρωμιό -υπήκοο της οθωμανικής εξουσίας- από τους (αρχαίους) Έλληνες προγόνους του είναι εξίσου σημαντικά, αν όχι σημαντικότερα, από όσα τον ενώνουν. Η ονομασία λοιπόν που ταιριάζει στους σύγχρονους είναι αυτή του «Ρωμιού-Χριστιανού», όχι του «Έλληνα» :
«Αλλά κι αυτή η υπερβολική κλίση στην ελληνική παιδεία και γλώσσα που μερικοί σπουδαίοι μας ακολουθούν, ώστε που το ‘χουν τιμή τους να επιγράφουνται Έλληνες, είναι ανάξιο πράγμα σε έναν Ρωμηό Χριστιανό. Ωσάν οπού εμείς κατά πρώτον ονομαστήκαμε Γραικοί […], και με αυτό τόνομα μας εγνώρισαν τα δυτικά σ’ εμάς έθνη. Εμείς κατόπι ταλλαξαμ’ αυτό κ’ επήραμε το Έλληνες όνομα, τα ειρημένα όμως έθνη δε μας το άλλαξαν […] Μετά Χριστόν, αφ’ ου δεχθήκαμε την πίστι μας, ωνομασθήκαμε χριστιανοί και λεγαμ’ Έλληνες τους ειδωλολάτραις […] Μετοικίζοντας μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος το βασίλειο στην Κωνσταντινούπολι, ωνομασθήκαμε Ρωμαίοι, κ’ έτζη μας έλεγαν όλα τα έθνη του κόσμου […] Αφού υπερίσχυσαν στην Ιταλία οι Λομπαρδοί […], μας έλεγαν εκείνοι Γραικούς εννοώντας μας Έλληνες, και δίδοντας αιτιολογία ότι δεν είμαστε πλέον Ρωμαίοι, γιατί δε λαλούμε τη γλώσσα τους, μητ’ ακολουθούμε τα ήθη τους […] Οι δικοί μας όμως ποτέ δεν το δέχθηκαν […] Λοιπόν εκείνο τόνομα που από Χριστού ως την (σ.σ. οθωμανική) αιχμαλωσία μας τόσους αιώνες έλαβε χρήσι, κ’ η σημασία του βεβαιώθηκε […] να σημαίνει ειδωλολάτρη, πώς μερικοί σπουδαίοι ενάντια στους κανόνες της γραμματικής τολμούν ναλλάζουν σημασία λέξις, και να λεν τον εαυτό τους Έλληνες, και να μην το ΄χουν πρόκριμα καθό Χριστιανοί, και ατιμία καθό Ρωμηοί, που οι γονείς μας Ρωμαίοι δεν το εδέχθηκαν οξ’ από έναν, τον παραβάτη Ιουλιανό […] ; Όποιος διαβάσει ελληνικά δεν γένεται Έλληνας, καθώς μητ΄ όποιος μάθει άλλη γλώσσα, δεν παρονομάζεται από εκείνηνα […] Να καλλιεργήσουμε και να πλουτύνουμε τη γλώσσα μας τη ρωμαίικια, που ν’ άχουμε κ’ εμείς γλώσσα δική μας […] και τότες δα να μην είν’ αίσχος να λέμε πώς είχαμε προγόνους τους Έλληνες, τιμή μεγαλώτατη, χωρίς να πρετεντέρουμε (σ.σ. διεκδικούμε) τόνομα»
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι ο όρος «Έλληνες» για τον Καταρτζή (πρέπει να) αφορά τους αρχαίους ειδωλολάτρες προγόνους (όπως κατά κανόνα συνέβαινε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα) και όχι τους σημερινούς Ρωμιούς, κατακρίνοντας τη ριζοσπαστική επαναφορά του ως σύγχρονου εθνικού προσδιορισμού από ορισμένους λογίους της εποχής του. Επιπρόσθετα, ο Φαναριώτης λόγιος θεωρεί ότι οι Ρωμιοί, παρά την υποτέλεια τους στους Οθωμανούς, συγκροτούν ένα πραγματικό έθνος με την έννοια της «πολιτικής κοινωνίας», η οποία καθορίζεται κατά βάση από τη θρησκεία της:
«Λέγωντας Ρωμηό χριστιανό εννοώ έναν πολίτη ενού έθνους, που με τα δυ’ ονόματ’ αυτά τον δηλούνε αυτόνα να’ν’ένα μέλος αυτηνής της πολιτικής κοινωνίας, απτήν οποία και παρονομάζεται. Αυτή λοιπόν έχωντας γνωστούς νόμους πολιτικούς, και ρητούς κανόνες εκκλησιαστικούς, τον κάμνει τέτοιον, και διαφορετικό από κάθε άλλον, που να’ναι μέλος σ’ άλλην πολιτεία με άλλη θρησκεία.[…]»
και συνεχίζει:
«Ομολογώ στον αυτόν καιρό, πως εμείς δεν είμαστε έθνος που να φορμάρουμε καθ’ αυτό πολιτεία, αλλά είμαστε υποτελείς σε άλλο επικρατέστερο· για τούτο και πέρνωντάς το απτόν ορισμό του πολίτη που δίδ’ ο Αριστοτέλης, μας κατηγορούνε μερικοί Φράγκοι πως δεν έχουμ’ εμείς πατρίδα· δεν είν’ όμως έτζη»[…]»,
με τη διαφορά ότι
«ένας Ρωμηός δεν μπορεί να δείξη την αγάπη τ’όλη στον εαυτό του, στη φαμελιά του, στο έθνος του, όσο την δείχνει ένας πολίτης σ’ ένα αυτόνομο· […] Έχει το έθνος μας σε πολλότατα της Τουρκιάς μέρ’ υποστατικά, και σε πολλά μέρη και μικρούτζικα συστήματα πολιτικά με προνόμια. Είναι τόσοι στο γένος μας πώχουνε αξιώματα, δηλαδή πατριάρχαι, αρχιερείς και αυθένται με μπαράτια βασιλικά […]».
Και αν ο Καταρτζής εννοεί εδώ την «πολιτεία» της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις διάσπαρτες κοινότητες υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εντούτοις αποσαφηνίζει τη θέση του χρησιμοποιώντας σχεδόν αδιάκριτα τους όρους «το γένος μας» και το «έθνος», σε μια εποχή που μόλις αρχίζει να εμφανίζεται στην Ευρώπη η νεωτερική ανασηματοδότηση του όρου nation, υπό τη διαμορφούμενη ακόμη τότε ιδεολογία περί εθνικισμού. Και προχωρεί:
«Ώντας λοιπόν κ’εμείς οπωσούν ένα έθνος, κ’έχωντας πατρίδα φίλον έδαφος, πρέπει να’χουμε ιδέαις που μας τεριάζουν, η οποίαις κ’είν’ άλλαις κ’αλλιώτικαις από της τούρκικαις, ιταλικαίς ή φραντζέζικαις, και για τούτο χαρακτηρίζωντας το έθνος μας πρέπει να σπουδάζ’ ένας Ρωμηός χριστιανός να της αποχτά […]».
Όπως αναφέρει η Όλγα Κατσιαρδή, «ως Φαναριώτης δεν προχωρεί σε προτάσεις για την οργάνωση αυτόνομης Πολιτείας απελευθερωμένης από την κυριαρχία των Οθωμανών, επιλέγει όμως τη διάκριση του «γένους» του μέσα σε αυτήν την αυτοκρατορία και του αποδίδει χαρακτηριστικά Πολιτείας. Και πασχίζει ώστε μέσα από τη μόρφωση (συνέταξε και Γραμματική της Ρωμαίικιας γλώσσας) το «γένος» του να αναπτύξει τις ιδέες του «αλλιώτικαις» από των άλλων λαών, προχωρώντας έτσι στο ευδιάκριτο των εθνών όπως το θέλει η νεωτερική εθνική ιδεολογία. Τα δοκίμιά του δεν τυπώθηκαν στην εποχή τους, αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι οι ιδέες του κυκλοφορούσαν στον κύκλο του».
Πηγές:
Γιάννης Κουμπουρλής: Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους στους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού, Δοκιμές 13-14 (2005).
Οι Φαναριωτες δεν θεωρουσαν τους εαυτους τους ποτε Ελληνες, αλλα Ρωμαιους υποτακτικους των Οθωμανων, οποτε δεν μας ενδιαφερουν οι αποψεις τους. Η δε ενασχοληση των Φαναριωτων με την Ελληνικη Επανασταση, μονο καταστροφες εφερε στον Ελληνισμο (βλεπε Μαυροκορδατος, Νεγρης).