Διακλαδική Θεώρηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

Ζήσης Φωτάκης – Clio Turbata *

* Ο Ζήσης Φωτάκης είναι μόνιμος Επίκουρος Καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων

Το παρόν κείμενο παρουσιάζει ευσύνοπτα το ιστορικό πλαίσιο της Εθνεγερσίας του 1821 και την εξέλιξή της σε ναυτικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιχειρώντας να αναδείξει σημαντικές πτυχές της. Η Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε ούτε η πρώτη ούτε η πιο εκτεταμένη επαναστατική προσπάθεια του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Αντίθετα, περί τα 30 επαναστατικά κινήματα έλαβαν χώρα κατά την Τουρκοκρατία, κινήματα που αγκάλιασαν κάποτε και τις δύο όχθες του Αιγαίου.[1] Οι επαναστάσεις αυτές εξέφραζαν, μεταξύ άλλων, την αγανάκτηση των Ελλήνων για την επαχθή διακυβέρνηση των Οθωμανών που κατείχαν, μεσοσταθμικά, έως και εικοσαπλάσια γαιοκτησία στην Ελλάδα συγκριτικά με τους Έλληνες κατοίκους της.[2] Η Επανάσταση του 1821 δεν ευνοήθηκε επίσης από την Ευρωπαïκή διπλωματία, όπως είχε συμβεί με παλαιότερες ελληνικές επαναστάσεις. Αν και βρήκε αντίθετη την επίσημη Ευρώπη κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της,[3] κατόρθωσε να αναδειχθεί ως η πλέον μακρόχρονη στη νεότερη Ευρωπαïκή ιστορία, απασχολώντας τη διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων, όσο καμία άλλη εθνική επανάσταση τους τελευταίους δύο αιώνες.

Την παραμονή της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο Ελληνισμός της Ανατολικής Μεσογείου είχε δημογραφικά διπλασιαστεί σε σχέση με το 1715. Η ναυτική ισχύς και η κεφαλαιακή συγκρότησή του είχαν επίσης πολλαπλασιαστεί, καθώς οι Έλληνες διεύρυναν την εμπορική σφαίρα επιρροής τους επωφελούμενοι από την ανανέωση του εμπορίου μεταξύ Αυστρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους Αγγλο-γαλλικούς πολέμους του 18ου αιώνα και από την κατάλυση της Βενετίας, της Γένοβας και των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Την ίδια περίοδο εξασφάλισαν μεγάλα κέρδη επιδιδόμενοι σε κούρσο και σε λαθρεμπόριο. Επωφελήθηκαν επίσης οι Έλληνες από την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) που τους κατέστησε μεταφορείς του ρωσικού σιτεμπορίου,[4] αλλά και από την επιτυχή, διαχρονική πρακτική τους να έχουν σκάφη σχετικώς μεγάλα, πληρώματα ολιγάριθμα αλλά εξησκημένα, μισθούς χαμηλούς και τροφή λιτή.[5] Τα σκάφη τους συχνά ναυπηγούνταν σε ναυπηγεία του εξωτερικού και στη συνέχεια λειτουργούσαν ως μοντέλα για την ντόπια ναυπηγική παραγωγή.

Έτσι τα ελληνικά πλοία κατέστησαν σταδιακά πιο αξιόπλοα και απέκτησαν μεγαλύτερη πυροβολική ισχύ.[6] Επιπρόσθετα, χιλιάδες Έλληνες εκπαιδεύτηκαν στρατιωτικά, υπηρετώντας ως μισθοφόροι της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας κατά τους Ρωσο-Τουρκικούς και τους Ναπολεόντειους Πολέμους του μακρού ναυτικά 18ου αιώνα.[7] Η δυναμική του ελληνικού παράγοντα ανακόπηκε προσωρινά την επαύριο των Ναπολεόντειων Πολέμων, λόγω της πτώσης της κερδοφορίας της ελληνικής ναυτιλίας.[8] Η πτώση αυτή υπήρξε τόσο θεαματική, που ώθησε αρκετούς Έλληνες ναυτικούς να επιδιώξουν την απασχόλησή τους στο Οθωμανικό πολεμικό ναυτικό, ενισχύοντας έτσι την διαχρονική στελέχωση του στόλου αυτού με ελληνικά κατώτερα πληρώματα.[9]

Η αυξημένη στελέχωση του Οθωμανικού Ναυτικού από ελληνικά πληρώματα οδήγησε τη Φιλική Εταιρεία, στην υιοθέτηση της ιδέας της κατάληψης ή της πυρπόλησης του Οθωμανικού στόλου στο ορμητήριο του, στην Κωνσταντινούπολη. Κάτι τέτοιο όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της απόταξης της πλειοψηφίας των ελλήνων ναυτικών από τον Οθωμανικό στόλο και τη σφαγή αρκετών από αυτούς από τους Τούρκους την επαύριο της έναρξης του Αγώνα.[10]

Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης τον Μάρτιο του 1821 συνέπεσε σκόπιμα με ικανό αριθμό περισπασμών που αντιμετώπισε η Οθωμανική αυτοκρατορία, τη στιγμή που η κατάπτωση του σώματος των γενιτσάρων κατέστη τροχοπέδη στην προάσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας.[11] Η καθυπόταξη του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του Πασά της Πτολεμαΐδας, οι στασιαστικές τάσεις των Δρούζων, ο πόλεμος μεταξύ της Περσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1821-1823), η επανάσταση των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και η απειλητική στάση της Ρωσίας ανάγκασαν την Πύλη να διαιρέσει τις δυνάμεις της. Οι πενήντα από τους εκατό χιλιάδες άνδρες που μπορούσε να επιστρατεύσει η Υψηλή Πύλη εστάλησαν στη Μολδοβλαχία για να αντιμετωπιστεί το επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη και των Ρουμάνων συμμάχων του. Το υπόλοιπο τμήμα των Οθωμανικών δυνάμεων διατέθηκε κυρίως στις Οθωμανικές επιχειρήσεις κατά του Αλή Πασά καθώς και για την προστασία της Ανδριανούπολης από Ρωσικό αιφνιδιασμό.[12] Οι περισπασμοί αυτοί του Οθωμανικού στρατού, διευκόλυναν το έργο των χερσαίων δυνάμεων των ελλήνων επαναστατών που δεν υπερέβαιναν τους τριάντα χιλιάδες άνδρες στην Πελοπόννησο.[13]

Η επιλογή της κατάλληλης συγκυρίας για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης δεν ήταν δυνατό να έχει μονιμότερα ευνοϊκά αποτελέσματα, αν η γεωμορφολογία και η γεωοικονομία του ελληνικού χώρου δεν προσέφεραν πρόσθετα πλεονεκτήματα για την ευόδωση της Ελληνικής Επανάστασης. Η Ελλάδα του 1821, όπως και κάθε χώρα της προβιομηχανικής Ευρώπης που η πυκνότητα του πληθυσμού της δεν ξεπερνούσε τους 35 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, δε μπορούσε να εξασφαλίσει στους εισβολείς της επαρκή ανεφοδιασμό. Επιπλέον, το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφό της και οι πολλές κλεισούρες της καθιστούσαν εξαιρετικά κοπιώδη, δαπανηρή, αργή και ριψοκίνδυνη την προώθηση ανδρών και πολεμοφοδίων στα πολιορκούμενα τουρκικά κάστρα της Πελοποννήσου, της καρδιάς της Ελληνικής Επανάστασης.[14]

Πράγματι, η συγκρότηση Οθωμανικών εκστρατευτικών στρατευμάτων στη Βόρεια Ελλάδα διαρκούσε τουλάχιστον επτά μήνες. Η κάθοδός τους στην Πελοπόννησο, έπρεπε να λάβει χώρα μέσα από τις δύο κάθετες στενωπούς της Πίνδου οι οποίες είναι συνήθως κλειστές μεταξύ του Δεκεμβρίου και του Μαρτίου, λόγω της βαρυχειμωνιάς. Είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό κλεπτοπόλεμο σε ένα περιβάλλον χαμηλής ορατότητας λόγω της οργιώδους βλάστησης των στενωπών αυτών. Το διάστημα που απέμενε στα εκστρατευτικά σώματα των Τούρκων για να ενισχύσουν τα τουρκικά κάστρα στην Πελοπόννησο αποδείχθηκε ότι δεν επαρκούσε,[15] καθώς οι Έλληνες επαναστάτες καθυστερούσαν επίσης σημαντικά την τουρκική προέλαση, ταμπουρωμένοι στις υπώρειες ορεινών όγκων, όπως είχαν ήδη παρόμοια πράξει και αντάρτες στη Γαλλία, στην Ιβηρική Χερσόνησο, στο Τυρόλο και αλλού. Οι αμυντικές επιτυχίες των Ελλήνων οφείλονταν και στο άκρατο επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Ενθαρρυμένοι από την αριθμητική τους υπεροχή και ποτισμένοι από θρησκευτικό φανατισμό και από μεγάλες δόσεις αλκοόλ πριν την μάχη, οι Τούρκοι στρατιώτες δεν λάμβαναν τις απαιτούμενες προφυλάξεις.[16]

Τα Πελοποννησιακά κάστρα βρίσκονταν σε άγονα εδάφη και συνδέονταν με την ενδοχώρα μέσω ενός υποτυπώδους, ημιορεινού οδικού δικτύου που επέτεινε την απομόνωση και την εξάρτησή τους από την εξωτερική βοήθεια. Ελλείψει αποτελεσματικής χερσαίας ενίσχυσης, η μόνη ουσιαστικά ατραπός διοικητικής μέριμνας που διέθεταν οι Τούρκοι ήταν η θαλάσσια.[17] Η Ελληνική Επανάσταση, όπως και η Αμερικανική Επανάσταση μισό αιώνα νωρίτερα, διέθετε ευμεγέθη εμπορικό στόλο και αξιόλογη ναυπηγική ικανότητα που αξιοποιήθηκε για την αποτελεσματική παρενόχληση των θαλασσίων επικοινωνιών του αντιπάλου.[18] Ο τρινήσιος ελληνικός στόλος (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) αριθμούσε μαζί με τα πλοία της Κάσου 180 περίπου μονάδες, σπάνια, όμως χρησιμοποιούνταν πάνω από 60-70 πλοία στις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων εξαιτίας δημοσιονομικών περιορισμών.[19] Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τα 20 εκατομμύρια δραχμές που χρειάστηκαν για την συντήρηση του ελληνικού στόλου κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα, μόνο το 1,4 εκατομμύρια προήλθαν από τον κρατικό ταμείο. Τα υπόλοιπα καλύφθηκαν κυρίως από ιδιωτικούς πόρους των τριών νήσων.[20] Το γεγονός ότι τα πλοία του Αγώνα αποτελούσαν συγγενικές συμπλοιοκτησίες που στελεχώνονταν από συγγενείς δυσχέραινε επίσης την πολεμική αξιοποίησή τους.[21]

Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με τους Τούρκους, η ελληνική ναυτική ισχύς θύμιζε σε πολλά την κατίσχυση των μικρών πλοίων του λόρδου Howard επί των πλοίων της γραμμής της Ισπανικής Αρμάδας του Φιλίππου Β΄ το 1588.[22] Όταν τα ελληνικά πλοία συναντούσαν εχθρική δύναμη που συνόδευε ή που ακολουθούνταν από φορτηγά ή μεταγωγικά, κτυπούσαν τα πολεμικά και όχι τα συνοδευόμενα πλοία. Με την τακτική αυτή ανάγκαζαν την εχθρική δύναμη να διασπαρεί καθιστώντας ευάλωτα τα συνοδευόμενα πλοία.[23] Έτσι επιβεβαίωσε ο ελληνικός στόλος την αρχή της ναυτικής ιστορίας που θέλει τα καταδρομικά να είναι εκείνα που ασκούν πραγματικά την κυριαρχία της θάλασσας και όχι τα πλοία της γραμμής.[24] Η αποτελεσματική παρενόχληση των Οθωμανικών θαλασσίων επικοινωνιών διευκόλυνε σημαντικά την παράδοση των κυριότερων κάστρων της Πελοποννήσου στους Έλληνες κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα.

Η στρατηγική χρησιμότητα του Ελληνικού ναυτικού του ΄21 δεν εξαντλήθηκε στην επιτυχημένη παρενόχληση των θαλασσίων επικοινωνιών του αντιπάλου. Στο ξεκίνημα της Επανάστασης το ελληνικό ναυτικό ήταν αυτό που τη διέδωσε σε πολλά νησιά και ηπειρωτικές ακτές του Αιγαίου,[25] ενώ και πριν την Επανάσταση πολλοί καπεταναίοι είχαν διαδώσει το ιδανικά της Φιλικής Εταιρείας στα λιμάνια που επισκεπτόντουσαν.[26] Επίσης, το ελληνικό ναυτικό διασφάλισε τον εφοδιασμό των επαναστατών σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό.[27] Διευκόλυνε ακόμη τη σύναψη δανείων με παράγοντες του εξωτερικού, καθώς η εμπορική πίστη των επαναστατημένων Ελλήνων συνέχισε να υφίσταται, λόγω της στήριξής τους από τις ελληνικές παροικίες και τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης.[28]

Ο τρινήσιος στόλος πιστώνεται επίσης με σημαντική προβολή ναυτικής ισχύος στο χερσαίο μέτωπο του αντιπάλου. Ήδη τον Απρίλιο του 1821, αξιοποιώντας τις κατάλληλες για καταδρομικές επιχειρήσεις γαλιότες τους αλλά και την σχετική πείρα τους από την εποχή των Ορλωφικών, Ψαριανοί υπό τον Νικολή Αποστόλη βύθισαν ένα τουρκικό πλοίο και αιχμαλώτισαν άλλα τέσσερα τουρκικά πλοία που ετοιμάζονταν να επιβιβάσουν κοντά στην Σμύρνη 3000 ετοιμοπόλεμους Τούρκους με τελικό προορισμό την Πελοπόννησο. Αφού λεηλάτησαν και τα μικρασιατικά παράλια μέχρι το ύψος της Λέσβου, επέστρεψαν στα Ψαρά.[29] Οι Ψαριανοί συνέχισαν την καταδρομική δράση τους εναντίον των Μικρασιατικών παραλίων έως την καταστροφή του νησιού τους το 1824, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων από τους Τούρκους και τους Ευρωπαίους της περιοχής.[30] Προληπτικά πλήγματα και καταδρομικές επιχειρήσεις του ελληνικού ναυτικού έλαβαν χώρα όχι μόνο στην Μικρασιατική ακτογραμμή, αλλά και εναντίον Οθωμανικών θέσεων στον Λίβανο, στη Συρία και στην Αίγυπτο. Ο λιμένας της Αλεξάνδρειας δέχθηκε επίσης την «επίσκεψη» του Κανάρη, του Κόχραν και των Κασίων, ενώ και η Δαμιέτη υπέφερε από τις επιδρομές των Κασίων και των άλλων Ελλήνων.[31] Ακόμα και σε ακατοίκητη νησίδα ανοικτά της Βεγγάζης ιδρύθηκε ελληνική πειρατική βάση το 1826.[32]

Για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες του Αγώνα, αλλά και ως επιχειρηματική πρακτική, πολλοί Έλληνες ναυτικοί επιδόθηκαν στην πειρατεία, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους ευρωπαϊκούς εμπορικούς στόλους. Υπολογίστηκε από τον υποναύαρχο Δεριγνύ, τον Διοικητή του Γαλλικού στόλου της Ανατολικής Μεσογείου, ότι κατά την περίοδο 1821-1826 οι ζημιές που υπέστη η Αυστριακή ναυτιλία από την ελληνική πειρατεία στο Αιγαίο ανήλθαν σε 4 εκατομμύρια φράγκα, ενώ οι ζημιές που υπέστησαν η Αγγλική και η Γαλλική ναυτιλία ήταν αντίστοιχα 900.000 και 300.000 φράγκα.[33] Για να μειωθούν οι απώλειες της ναυτιλίας των ουδετέρων κρατών από την ελληνική πειρατεία εισήχθη ο σχηματισμός της νηοπομπής στο Αιγαίο το 1825 δεν μπόρεσε όμως να ανακόψει την πειρατική δράση των Ελλήνων, που επιτίθεντο και εναντίον των Ευρωπαϊκών νηοπομπών, όπως ήδη έκαναν με τις Οθωμανικές νηοπομπές. Τον Απρίλιο του 1826 ήταν αδύνατο να πλεύσει μεμονωμένο σκάφος έστω και 10 λεύγες στο Αιγαίο και να μην προσβληθεί από Έλληνες πειρατές, σύμφωνα με τον Δεριγνύ.[34] Η πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες εντάθηκε περαιτέρω μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, όταν η εξουδετέρωση του Τουρκο-αιγυπτιακού στόλου από τους Συμμάχους έδωσε τη δυνατότητα σε περισσότερους Έλληνες να στραφούν από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην πειρατεία.[35] Εντάθηκε επίσης για να εξυπηρετηθεί η πολιτική βάση και η επιβίωση ελληνικών κυβερνήσεων -κυρίως της Αντικυβερνητικής Επιτροπής που μοίραζε αφειδώς διπλώματα καταδρομής για να προσεταιριστεί τους νησιώτες το 1827 και για να διατηρήσει το μόνο εισόδημα που ακόμα ήλεγχε, τις προσόδους από το Δικαστήριο των Λειών.[36] Υπολογίζεται ότι το 1828 έπλεαν στο Αιγαίο γύρω στα χίλια πειρατικά σκάφη και διέθεταν οχυρωμένες βάσεις στη Γραμβούσα, στην Αντίπαρο, στην Κάσο, στο Καστελόριζο και αλλού.[37] Επλήγησαν επίσης και τα εμπορικά συμφέροντα της Ρωσίας από τις τουρκικές αυθαιρεσίες, που εμπόδισαν πλήθος Ελληνικών πλοίων να μεταφέρουν Ρωσικά δημητριακά στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.[38] Η θέληση των Ευρωπαίων να μην επιμηκυνθεί περαιτέρω η οικονομική βλάβη τους από την Ελληνική Επανάσταση συνέβαλε σημαντικά στη μεταστροφή της πολιτικής τους υπέρ των Ελλήνων μετά το 1826.

Η προαναφερθείσα δράση του ελληνικού ναυτικού κατέστη δυνατή διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία στο πεδίο της ναυτικής στρατηγικής, αλλά περιορίστηκε σε αμυντικού χαρακτήρα παρεμβάσεις κατά την πρώτη τριετία του Αγώνα. Τον Απρίλιο του 1821, η Υψηλή Πύλη διέταξε τον Οθωμανικό στόλο να μετασταθμεύσει στην Τραπεζούντα, φοβούμενη Ρωσική επέμβαση υπέρ των Ελλήνων.[39] Η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Ρωσικής με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ του Αυγούστου του 1821 και του Φεβρουαρίου του 1824, ενίσχυσε τη Ρωσοφοβία των Οθωμανών ιθυνόντων και περιόρισε τις ναυτικές δυνάμεις που μπορούσαν να διατεθούν εναντίον των Ελλήνων Επαναστατών.[40] Επιπλέον, για την εκκαθάριση του Οθωμανικού στόλου από τα ελληνικά πληρώματά του και για την «ἐκ τῶν ἐνόντων συμπλήρωσι τῶν τεραστίων κενῶν μέ τά διάφορα «κατακάθια» τῶν λιμένων τῆς Μεσογείου ἐπέρασαν δύο μῆνες. Κατά τό διάστημα δέ αὐτό κατέστη δυνατή ἡ ἐπέκτασις τῆς ἐπαναστατικῆς φλογός εἰς ὅλας τάς νήσους καί τάς παραλίους πόλεις τοῦ Αἰγαίου»,[41] όπως εύστοχα παρατηρεί ο ναύαρχος Αλεξανδρής. Επισημαίνει δε εξίσου εύστοχα ότι «Κατά περίεργον ἱστορικήν σύμπτωσιν, ἡ αὐτή παρετηρήθη ἀδράνεια, ἂν καί εἰς ἄλλους ὀφειλομένη λόγους, κατά τό πρῶτον δίμηνον τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου, ἧς ἐπωφελήθη ὁ ναύαρχος Π. Κουντουριώτης διά τήν κατάληψιν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.»[42] Κινούμενη μακροϊστορικά η ναυτική σκέψη του Αλεξανδρή, αποδίδει στην αδράνεια της Οθωμανικής Ναυτικής Ισχύος το 1821 και το 1912 τη διευκόλυνση της επίτευξης της απελευθέρωσης της Ελλάδας το 1821 και την πραγματοποίηση της κατά προσέγγισης εθνικής ολοκλήρωσή της το 1912.

Μετά την επαναστελέχωσή του με κατώτερα πληρώματα, ο Οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στο Αιγαίο τον Μάιο του 1821. Την τριετία που ακολούθησε, διακατεχόμενος από «χερσαῖας» ἀντιλήψεις έθεσε ως άμεσο αντικειμενικό στόχο του «τόν ἀπό θαλάσσης ἐφοδιασμόν τῶν παραλίων φρουρίων Ναυπλίου, Μονεμβασίας, Μεθώνης, Κορώνης καί Πατρῶν, ἅτινα ἐπολιορκοῦντο ἀπό ξηρᾶς καί θαλάσσης παρά τῶν Ἐπαναστατῶν….. χωρίς καθόλου νά ἀσχοληθῇ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μέ τήν ἐξουδετέρωσιν τῶν ναυτικῶν βάσεων καί τήν καταστροφήν τῆς ναυτικῆς δυνάμεως τῶν Ἐπαναστατῶν.»[43] Ο Οθωμανικός Στόλος παρέμεινε προσηλωμένος στην αποστολή αυτή, η υλική του όμως ανωτερότητα έναντι του ελληνικού στόλου διευκόλυνε και την κατά καιρούς ανάληψη επιθετικού χαρακτήρα επιχειρήσεων εναντίον χερσαίων στόχων, όπως την καταστροφή του Γαλαξιδίου το 1821 και της Χίου το επόμενο έτος.[44]

Ο Οθωμανικός στόλος ήταν ένας κεντρικά διοικούμενος πολεμικός στόλος που αποτελούνταν, σύμφωνα με τον de la Graviere, από 17 πλοία τής γραμμής (4 τρίκροτα και 13 δίκροτα των 74 πυροβόλων), 7 φρεγάτες, 5 κορβέτες και κάποιους πάρωνες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έκανε επίσης χρήση του Αιγυπτιακού στόλου και μοιρών ελαφρών μονάδων από την Τυνησία και την Αλγερία. Τα ελληνικά πλοία, αν και όπως αναφέρθηκε ήταν αρκετά, δεν ήταν πολεμικά. Ήταν δίστηλα τα περισσότερα, με μέσο εκτόπισμα 250 τόνων και έφεραν 10 περίπου κανόνια παντός τύπου και προέλευσης. Τα κανόνια αυτά ήταν ακατάλληλα για εκ παρατάξεως ναυμαχία και ο χειρισμός τους γινόταν εμπειρικά, όχι με τις μεθόδους διεύθυνσης βολής των προηγμένων στόλων. Έλειπε επίσης το πνεύμα της συνεργασίας μεταξύ των επιμέρους τμημάτων του τρινήσιου στόλου, αλλά και το πνεύμα της πειθαρχίας σε όλες τις βαθμίδες της διοίκησής του. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο της εγκατάλειψης της θέσης μάχης από ελληνικά πλοία για να λαφυραγωγήσουν ή για να μεταφέρουν ασθενή ή τραυματία στη γενέτειρά του.[45]

Η προφανής υλική και οργανωτική υπεροχή του Οθωμανικού στόλου θα μπορούσε να του είχε δώσει καθαρή και γρήγορη νίκη, αν δεν προσέπιπτε στην τεχνολογική και την οργανωτική καινοτομία των Ελλήνων επαναστατών. Το ελληνικό ναυτικό έδωσε νέα πνοή ζωής σε ένα πανάρχαιο ελληνικό όπλο, το πυρπολικό.[46] Αυτό παρέσχε στους Έλληνες ναυτικούς τη δύναμη πυρός που τόσο τους έλειπε, χωρίς να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερη απειλή από το άστοχο οθωμανικό ναυτικό πυροβολικό.[47] Μέσα από την υιοθέτηση του καμφορέλαιου και του πετρελαίου στις εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποιούνταν στο πυρπολικό, καθώς και μέσα από την επιτάχυνση των μηχανισμών ανάφλεξης και διάδοσης του πυρός στο εσωτερικό του, το πυρπολικό κατέστη πυρφόρος ρομφαία στα χέρια του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών.[48] Το πυρπολικό αξιοποιήθηκε τακτικά από τον Μιαούλη ως εργαλείο αιφνιδιασμού του αντιπάλου, στο πλαίσιο νυκτερινών προσβολών, τις οποίες συστηματικά απέφευγαν οι Οθωμανοί, αλλά και σε εκ παρατάξεως ημερινές ναυμαχίες,[49] αξιοποιώντας την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του πυρπολικού σε ταχύτητα και ευελιξία.[50] Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο χειρισμός του πυρπολικού κατά την Επανάσταση του 1821 παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες με την επιθετική, ηρωϊκή προκάλυψη των βαρέων μονάδων ενός στόλου από τις ελαφρές μονάδες του με στόχο την απαγκίστρωση από την αναμέτρηση με υπέρτερο αντίπαλο. Κάτι που συνέβη συχνά κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα.[51]

Προς το τέλος του 1824 ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος ανέπτυξε αντίμετρα που μείωσαν δραστικά την αποτελεσματικότητα του πυρπολικού.[52] Παρά την υπεροχή των Ελλήνων σε ναυτική ικανότητα και τόλμη, αναγκάστηκαν τότε, για να διατηρήσουν την κυριαρχία της θάλασσας σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο σε ειδικές συνθήκες τόπου και χρόνου, να παραγγείλουν εκ κατασκευής πολεμικά πλοία που έφεραν καινοτόμα τεχνικά χαρακτηριστικά και ισχυρό πυροβολικό. Αφιέρωσαν δε σε αυτές τις παραγγελίες σημαντικό τμήμα των δανείων που είχε συνάψει η επαναστατημένη Ελλάδα στο City του Λονδίνου.[53]

Αφού εξετάστηκε η πρόταση ενός Ευρωπαίου τυχοδιώκτη για την χρηματοδότηση της κατασκευής ατμοκίνητου πολεμικού πλοίου στα Ψαρά το 1822, αλλά και Γάλλων φιλελλήνων που πρότειναν να ενταχθεί στον ελληνικό στόλο ένας πρώιμος τύπος υποβρυχίου, τελικά ακολουθήθηκαν οι συμβουλές του Βρετανού φιλέλληνα Hastings και του ομοεθνή του ναυάρχου Κόχραν. Αυτές προέβλεπαν την αγορά μιας ατμοκίνητης πολεμικής μοίρας της οποίας η αυτονομία κίνησης και τα καινοφανή στον ναυτικό πόλεμο, μεγάλου διαμετρήματος βλήματα με γόμωση πιθανόν να έκριναν το ναυτικό Αγώνα υπέρ των Ελλήνων. Με την ενέργειά του αυτή το ελληνικό επαναστατικό ναυτικό βρέθηκε στην παγκόσμια ναυτική πρωτοπορία. Μόνο η βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών είχε χρησιμοποιήσει ατμόπλοιο σε ναυτική επιχείρηση στη Βιρμανία λίγους μήνες νωρίτερα. Το πρώτο πλοίο της μοίρας αυτής, το Καρτερία, πέτυχε καταπληκτικά αποτελέσματα στον Πειραιά, στην Ιτέα στον Βόλο και στο Μεσολόγγι γοργά εκμηδενίζοντας εχθρικές μοίρες, αιχμαλωτίζοντας τα μεταγωγικά τους, θέτοντας εκτός μάχης την τουρκική παράκτια άμυνα και υποστηρίζοντας αποτελεσματικά αποβατικές ενέργειες των ελλήνων επαναστατών. Μια σειρά πάντως από τεχνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα εμπόδισαν την επαναστατημένη Ελλάδα να αποκτήσει την ατμοκίνητη μοίρα στην οποία τόσα όνειρα και πόρους επένδυσε μεταξύ του 1825 και του 1828.[54]

Η τελική ευόδωση του επαναστατικού αγώνα κινδύνεψε από το προγεφύρωμα που εγκατέστησε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο τον χειμώνα του 1825, αξιοποιώντας τη δυνατότητα σε χειμερινούς πλόες που του πρόσφερε το μεγάλο εκτόπισμα των πλοίων του. Είχαν προηγηθεί οι ναυτικές ήττες που υπέστη ο στόλος του κατά το 1824, ιδιαίτερα δε ο κίνδυνος που ο ίδιος διέτρεξε να αιχμαλωτιστεί κατά τη Ναυμαχία του Γέροντα, όταν το πλοίο του βρέθηκε μεταξύ ελληνικών πλοίων, αποκομμένο από τον υπόλοιπο Τουρκο-αιγυπτιακό στόλο.[55] Το προγεφύρωμα αυτό σύντομα διευρύνθηκε με την κατοχή του μεγαλύτερου και κεντρικότερου τμήματος της Πελοποννήσου από τους άνδρες του Ιμπραήμ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν εναντίον των Αιγυπτίων πάνω από 15.000 ατάκτους. Η αριθμητική και κυρίως η ποιοτική υστέρηση των ατάκτων αυτών έναντι των γαλλο-εκπαιδευμένων και πολυπληθών τακτικών στρατευμάτων του Ιμπραήμ υπήρξε προφανής. Τελικά η Επανάσταση σώθηκε και πάλι, ως ένα βαθμό, από το ερευνητικό πνεύμα των Ελλήνων επαναστατών. Όπως απέδειξε ο στρατηγός Μακρυγιάννης στη μάχη στους Μύλους της Αργολίδας, η κατά προτεραιότητα εξουδετέρωση των Αιγύπτιων αξιωματικών είχε δυσανάλογα βαριά επίπτωση στο στράτευμα του Ιμπραήμ, όπως και σε κάθε, άλλωστε, τακτικό στράτευμα της εποχής εκείνης.[56] Συνάμα, οι ωμότητες των Αιγυπτίων εναντίον των Ελλήνων επαναστατών, όπως και οι σφαγές Ελλήνων αμάχων από τους Τούρκους μετά το 1821, ώθησαν τη Ρωσία και αργότερα τη Βρετανία και τη Γαλλία να παρέμβουν δυναμικά στο Ελληνικό Ζήτημα το 1827.[57]

Στο πλαίσιο αυτό, έλαβε χώρα η Ναυμαχία του Ναυαρίνου που μείωσε δραστικά τη ναυτική ισχύ των Τουρκο-Αιγυπτίων.[58] Η υπαναχώρηση της Αγγλικής πολιτικής στο Ελληνικό Ζήτημα, όταν ανέλαβε την Πρωθυπουργία της Αγγλίας ο Wellington τον Ιανουάριο του 1828, ενίσχυσε την τουρκική αδιαλλαξία, εξωθώντας τη Ρωσία σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Το ενδεχόμενο της αναβάθμισης της Ρωσικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, η Οθωμανική ήττα στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829 και στη Συρία το 1831, η έξυπνη διπλωματία του Καποδίστρια και νέοι περισπασμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βοσνία και αλλού, διευκόλυναν την ανάδυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1832, μετά από μια δεκαετία πολύνεκρων αγώνων.[59]

Συμπερασματικά, η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε την ωρίμανση μιας πολύχρονης διαδικασίας κατά την οποία ο Ελληνισμός διήλθε από την έσχατη εξουθένωση στην σημαντική ενδυνάμωσή του. Η εύστοχη επιλογή της συγκυρίας για την έναρξη της Επανάστασης, οι τουρκικές αδυναμίες σε ξηρά και θάλασσα, που εντάθηκαν από τη δυσμενή γεωοικονομία και γεωμορφολογία του ελληνικού χώρου, αλλά και η οργανωτική και τεχνολογική καινοτομία της πολεμικής προσπάθειας των Ελλήνων, επιμήκυναν τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Εκβίασαν επίσης την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ελληνικό Ζήτημα, οδηγώντας στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου εθνικού κράτους από τη Βαλτική ως το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για τα προεπαναστατικά κινήματα δες Χασιώτης, Ι., «Πολεμικές συγκρούσεις στον Ελληνικό Χώρο και η Συμμετοχή των Ελλήνων», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1453-1669), (Αθήνα, 1974), σελ. 311-312, και Παπαδόπουλος, Στ., «Επαναστατικές ζυμώσεις και ανταρσίες των Ελλήνων κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1453-1669), σελ. 322-333 και Παπαδόπουλος, Στ., Η Ελληνική Επανάσταση του 1770 και ο αντίκτυπός της στις Ελληνικές χώρες» στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1669-1821), (Αθήνα, 1975), σελ. 58-85. Βακαλόπουλος, Α., «Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες. Οι Αγώνες των Σουλιωτών και η δράση του Λάμπρου Κατσώνη», στο Χριστόπουλος Γ. & Μπάστιας Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία (περίοδος 1669-1821), (Αθήνα, 1975), σελ. 86-97.

[2] Stavrianos, S., The Balkans since 1500 (New York, 1958), 280.

[3] Δεσποτόπουλος, Α., «Η στάση της Ρωσίας και των άλλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση ως το τέλος του 1821» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 204-211, 286-288.

[4] Stavrianos, ό.π., 274-276, 281-282. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της Ελληνόκτητης Ναυτιλίας 19ος-20ος αιώνας (Αθήνα, 2001), 66-69, 74-75, 81-82, 86-91. Αλεξανδρής, K., Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος του 1821-1829 και η δράσις των πυρπολικών (Αθήνα, 1968), 17-18. Σίμψας, M., Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, (Αθήνα, 2006), 204. Αλεξανδρής, Κ., Η Αναβίωσις της Θαλασσίας μας Δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατίαν, (Αθήνα, 1960), 199-200.

[5] Αλεξανδρής, Κ., Η Αναβίωσις της Θαλασσίας μας Δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατίαν, 154.

[6] Στο ίδιο, 246.

[7] Stavrianos, ό.π., 213.

[8] Κωνσταντινίδης, Τρ., Καράβια, Καπετάνιοι και Συντροφοναύται 1800-1830 Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Ναυτικών Επιχειρήσεων του Αγώνος (Αθήνα, 1954), 65.

[9]Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος 1821-29 (Αθήνα, 1930), 4, 6,10.

[10] Σίμψας, Μ.., Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 37.

[11] Stavrianos, ό.π., 300-303.

[12] Stavrianos, L.S., The World since 1500. A Global History (Englewood Cliffs N.J., 1971), 307. Stavrianos, The Balkans since 1500, 282-283, 301. Κωνσταντινίδης, ό.π., 372. de la Graviere, J., Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος: κυρίως υπέρ του Ναυτικού (Αθήνα, 1894), 55. Παπασωτηρίου, Χ., Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία. Πολιτική και Στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1821-1832 (Αθήνα, 1996), 88.

[13] Graviere, ό.π., 80.

[14] Strachan, Η., European Armies and the Conduct of War (London and New York, 1983), σελ. 10. Η χαρακτηριστική περίπτωση της στρατιάς του Δράμαλη επιβεβαιώνει τις δυσκολίες διοικητικής μέριμνας που αντιμετώπιζαν μεγάλες εισβάλλουσες στρατιές στ Νότια Ελλάδα. Graviere, ό.π., 111. Jelavich, B., Russia’s Balkan Entaglements, 1806-1914 (Cambridge, 2004),

[15] Dakin, D., Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923 (Αθήνα, 2012), 82. Graviere, ό.π., 55. Stavrianos, The Balkans since 1500, Βακαλόπουλος, Α.Ε., Τα Ελληνικά Στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, Ηγεσία, Ήθη, Τακτική, Ψυχολογία (Θεσσαλλονίκη, 1991), 138-141.

[16] Βακαλόπουλος, ό.π., 146-149.

[17] Σίμψας, , Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, (Αθήνα, 2006), 9.

[18] Baugh, D. & Rodger, N. ,“The War for America, 1775-1783” στο Hattendorf, J.B. (ed.), Maritime History. The Eighteenth Century and the Classic Age of Sail (Malabar Florida, 1997), 200, 204.

[19] Κωνσταντινίδης, ό.π., 319.

[20] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 9.

[21] Κωνσταντινίδης, ό.π., 338.

[22] Στο ίδιο, 387.

[23] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 178.

[24] Baugh, , “Elements of Naval Power in the Eighteenth Century” στο Hattendorf, J.B. (ed.), Maritime History. The Eighteenth Century and the Classic Age of Sail (Malabar Florida, 1997), 133.

[25] Διαμαντούρου, Ι., «Εξάπλωση της Επαναστάσεως κατά τον Απρίλιο και τον Μάϊο. Επέκταση και ένταση των πολεμικών συγκρούσεων» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 124.

[26] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 204.

[27] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 14.

[28] Στο ίδιο, 149-150.

[29] Διαμαντούρου, ό.π., 109. Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 51.

[30] Κούκκου, Ε., «Τα Πολεμικά Γεγονότα ως τον Ιούνιο, στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 349.

[31] Διαμαντούρου, ό.π., 125. Κωνσταντινίδης, ό.π., 514-521, 525. Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, 39. Βακαλόπουλος, Α., «Η Επανάσταση κατά το 1825» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 392-393. Δημητρακόπουλος, Ο., «Πολεμικά Γεγονότα» στο Χριστόπουλος, Γ. & Μπάστιας, Ι, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 456.

[32] Κωνσταντινίδης, ό.π., 490.

[33] Graviere, ό.π., 187.

[34] Κωνσταντινίδης, ό.π., 532.

[35] Στο ίδιο, 537.

[36] Στο ίδιο, 492.

[37] Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 143.

[38] Jelavich, ό.π., 57, 66. Sparo, O. και Asoura, G., Η Απελευθέρωσης της Ελλάδας και η Ρωσία, 1821-1829, (Warszawa: Wydawnictwa Szkolne i Pedagogiczne, 1982), 87-91, 130-31, 158.

[39] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, 263.

[40] Κωνσταντινίδης, ό.π., 373. Jelavich, ό.π., 72.

[41] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 43.

[42] Στο ίδιο, 50.

[43] Στο ίδιο, 50-51.

[44] Στο ίδιο, 52-53. Σφυρόερας, Β., «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822-1823» στο Συλλογικό έργο Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1832) (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975), 244-246.

[45] Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 2. Κωνσταντινίδης, ό.π., 334-335.

[46] Rodgers, L., Greek and Roman Naval Warfare (Annapolis, 1937), 167.

[47] Κωνσταντινίδης, ό.π., 424.

[48] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, Κωνσταντινίδης, Τρ., «Τα πυρπολικά και αι παραδοξολογίαι των Φιλελλήνων», Ναυτική Επιθεώρησις, 211, (1948) 313-315. Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 20.

[49] Αλεξανδρής, Το Ναυτικό του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 56-57, 64-69, 73-77, 82-87. Κωνσταντινίδης, ό.π., 427

[50] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 156.

[51] Κωνσταντινίδης, ό.π., 415.

[52] Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, 103

[53] Στο ίδιο, 156-157.

[54] Κωνσταντινίδης, ό.π., 188-208, William St. Clair, That Greece might still be free (London 1972), 297, 307-310, 313.

[55] Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, 45-50. Κωνσταντινίδης, ό.π., 302.

[56] Παπασωτηρίου, ό.π., 160-167.

[57] Δοντά, Β.Δ., Ανατολική Μεσόγειος Πολιτική και Οικονομική Σημασία μιας θάλασσας (1815-1914) (Αθήνα-Κομοτηνή, 2005), 93-97.

[58] Παπασωτηρίου, ό.π., 244, 288-289, 294-299.

[59] Anderson, C., Naval Wars in the Levant, 1559-1853 (Liverpool, 1952), 532.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *