Το φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ξεπερνά τα στενά όρια της εθνικής και ακόμη περισσότερο μιας στενά εννοούμενης γεωγραφικής οριοθέτησης και περιχαράκωσης.
Αντανακλά ένα σύνθετο πλέγμα ανανεωτικών ρευμάτων στον βαλκανικό χώρο υπό οθωμανική κυριαρχία, χώρο στον οποίο η ελληνική γλώσσα λειτούργησε ως σχηματική γλώσσα (langue vehiculaire), ως γλώσσα του εμπορίου, ως lingua franca, και ως γλώσσα παιδείας, ιδίως σε μερικές εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Επέδρασε δηλαδή σ’ έναν ευρύτατο γεω-πολιτικό χώρο που αντιστοιχεί με αυτό που ορίζουμε Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη ως τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Προσέλαβε ευρύτερο βαλκανικό χαρακτήρα, καθώς συμπεριέλαβε στους κόλποyς του Έλληνες καθώς και μη Έλληνες εξελληνισμένους λογίους. Σ’αυτό το σχήμα πρέπει να προσμετρήσουμε και ορισμένους δυναμικούς πυρήνες παιδείας που μορφοποιήθηκαν εξαιτίας των ευνοϊκών εμπορικών συγκυριών στις ελληνικές παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης, της Νότιας Ρωσσίας (π.χ. Οδησσός) και της Δυτικής Ευρώπης (Βενετία, Βιέννη, Παρίσι, κ.ά.).
Ένα από τα πλέον δυναμικά χαρακτηριστικά του ρεύματος ήταν η κυρίαρχη παιδαγωγική και εκλαϊκευτική του ροπή.
Αφομοίωσε με εκλεκτικό τρόπο διάφορες τάσεις των αντίστοιχων δυτικών ρευμάτων, κυρίως του αγγλικού, γαλλικού, ιταλικού και γερμανικού Διαφωτισμού.