α΄
Χλωρά, μοσχοβολούντα
νησία του Αιγαίου πελάγους,
ευτυχισμένα χώματα
όπου η χαρά κι η ειρήνη
πάντα εκατοίκουν.
β΄
Τί τα θαυμάσια εγίνηκαν
κοράσια σας οπ’ είχαν
ψυχήν σαν φλόγα, χείλη
σαν δροσισμένα ρόδα,
λαιμόν σαν γάλα;
γ΄
Στα πλούσια περιβόλια σας
βασιλικός και κρίνοι
ματαίως ανθίζουν· έρημα,
ούτ’ ένα χέρι ευρίσκεται
να τα ποτίζει.
δ΄
Τα δάση, τα λαγκάδια σας,
όπου οι φωναί αντιβόουν
των κυνηγών, σιωπώσι·
σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι
μόνον βαϋίζουν.
ε΄
Ελεύθερα, αχαλίνωτα
μέσα εις τ’ αμπέλια τρέχουν
τ’ άλογα, και εις την ράχην τους
το πνεύμα των ανέμων
κάθεται μόνον.
ς΄
Εις τον αιγιαλόν
από τα ουράνια σύγνεφα
αφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οι γλάροι
και τα γεράκια.
ζ΄
Βαθιά εις τον άμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιών και ανθρώπων·
όμως πού είναι οι άνθρωποι,
πού τα παιδία;
η΄
Φρικτόν θλιβερόν θέαμα
τριγύρω μου εξανοίγω·
ποίων είναι τα σώματα
που πλέουσ’ εις το κύμα;
ποίων τα κεφάλια;
θ΄
Αυγεριναί του ηλίου
ακτίνες τί προβαίνετε;
τάχα αγαπάει να βλέπει
έργα ληστών το μάτι
των ουρανίων;
ι΄
Δημιουργέ του κόσμου,
πατέρα των αθλίων
θνητών, αν συ του γένους μας
όλου ζητείς τον θάνατον,
αν συ το θέλεις·
ια΄
Τα γόνατά μου εμπρός σου,
νά, πέφτουν· το υπερήφανον
κεφάλι μου, που αντίκρυ
των βασιλέων υψώνετο,
την γην εγγίζει.
ιβ΄
Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες
σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε,
κι επάνω μας ας πέσωσιν
οι φλόγες της οργής σου
αν συ το θέλεις.
ιγ΄
Πλην πολυέλεος είσαι,
και βοηθόν σε κράζω…
Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν
πετώμενον τον στόλον
αγρίων βαρβάρων.
ιδ΄
Κοίταξε πώς ο ήλιος
χρυσώνει τα πανιά των·
κοίταξε πώς το πέλαγος
από σπαθιών ακτίνας
τρέμον αστράπτει.
ιε΄
Από τας πρύμνας χύνεται
γεμίζων τον αέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
και μέσα από τον θόρυβον
ψάλματα εκβαίνουν·
ις΄
«—Στάζουσι τα μαχαίρια μας
από το αίμα ακάθαρτον
των χριστιανών· πριν πήξει,
ελάτε, ελάτε εις νέον
αίμα ας τα πλύνομεν.
ιζ΄
Ελάτε να ζεστάσομεν
τα χέρια μας στα σπλάχνα
όσων θυσίας προσφέρουσιν
εις τον σταυρόν και σέβονται
αγίων εικόνας.
ιη΄
Ελάτε, ελάτε, ο κόπος
αν μας καταδαμάσει,
επί σορούς σφαγμένων
καθίζοντας, ανάπαυσιν
θέλομεν εύρει.
ιθ΄
Τα ρόδα της Ελλάδος
εις τ’ αίμα της βαμμένα
θέλει φανούν τερπνότατον
δώρον των γυναικών μας,
κι έργον ηρώων.»
κ΄
Σκληρά, δειλά αναθρέμματα
της ποταπής Ασίας,
έργον ηρώων, ναι, βέβαια,
ποίος το αμφιβάλλει, υπάρχει
το τρόπαιόν σας.
κα΄
Έργον ηρώων, αν σφάξητε
αδύνατα παιδία·
έργον ηρώων, αν πνίξητε
τας τρυφεράς γυναίκας
και τα γερόντια.
κβ΄
Ιδού κι άλλα νησία
την λύσσαν σας προσμένουσι·
πόλεις ιδού και αλίκτυπος
ξηρά κατοικημένη
απ’ έθνη αθώα.
κγ΄
Διά σας ηρώων κοπάδια,
δεν φθάνει η Χίος, η Κύπρος·
των Κυδωνίων δεν φθάνουσιν
της Κάσου και της Κρήτης
οι κατοικίαι.
κδ΄
Άμετε, μην αφήσετε
ζώντα κανένα· απ’ αίμα
τα αιγαία νερά βαμμένα
κύματ’ ας έχουν γέμοντα
από σφαγάδια.
κε΄
Ω Έλληνες, ω θείαι
ψυχαί, που εις τους μεγάλους
κινδύνους φανερώνετε
ακάμαντον ενέργειαν
και υψηλήν φύσιν!
κς΄
Πώς από σας καμία
δεν τρέχει τώρα; πώς
κει μέσα εις τα πλεόμενα
δεν ρίχνεσθε καράβια
των πολεμίων;
κζ΄
Πώς, πώς της ταλαιπώρου
πατρίδος δεν πασχίζετε
να σώσητε τον στέφανον
από τα χέρια ανόσια
ληστών τοσούτων;
κη΄
Είναι πολλά τα πλήθη των
και φοβερά εις την όψιν,
αλλ’ ένας Έλλην δύναται,
ένας άνδρας γενναίος
να τα σκορπίσει.
κθ΄
Όποιος την δάφνην θέλει
αθάνατον της δόξης,
όποιος δάκρυα διά τ’ έθνος του
έχει, διά δε την μάχην
νουν και καρδίαν·
λ΄
Ας έκβει αυτός. —Νά, βλέπω
ταχείαι, ως τ’ απλωμένα
πτερά των γερανών,
έρχονται δύο κατάμαυροι
τρομεραί πρώραι.
λα΄
Παύει ωστόσον ο κρότος
των μουσικών οργάνων·
τ’ αγαρηνά τραγούδια
παύουν και τα υπερήφανα
βλάσφημα μέτρα.
λβ΄
Μόνον ακούω το φύσημα
του ανέμου οπού περνώντας
εις τα κατάρτια ανάμεσα
και εις τα σχοινία σχισμένος
βιαίως σφυρίζει.
λγ΄
Μόνον ακούω την θάλασσαν
που ωσάν μέγα ποτάμι
ανάμεσα εις τους βράχους
κτυπώντας μυρμυρίζει
γύρω εις τα σκάφη.
λδ΄
Νά οι κραυγαί και ο φόβος,
νά η ταραχή και η σύγχυσις
από παντού σηκώνονται,
και απλώνουν πολυάριθμα
πανία να φύγουν.
λε΄
Στενόν, στενόν το πέλαγος
ο τρόμος κάμνει· πέφτει
ένα καράβι επάνω
εις τ’ άλλο και συντρίβονται·
πνίγονται οι ναύται.
λς΄
Ω! πώς από τα μάτια μου
ταχέως εχάθη ο στόλος·
πλέον δεν ξανοίγω τώρα
παρά καπνούς και φλόγας
ουρανομήκεις.
λζ΄
Έξω από την θαλάσσιον
πυρκαϊάν νικήτριαι
ιδού πάλιν εκβαίνουν
σωσμέναι οι δύο κατάμαυροι
θαυμάσιαι πρώραι.
λη΄
Πετάουν, απομακρύνονται·
στο διάστημα του αέρος
χωσμέναι γίνονται άφαντοι·—
διαβαίνουσαι επαιάνιζον,
κι ήκουεν ο κόσμος.
λθ΄
Κανάρι!— και τα σπήλαια
της γης εβόουν, Κανάρι.—
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα Κανάρι.