Η εξέγερση του Κιλελέρ, η μεγαλύτερη αγροτική κινητοποίηση της νεότερης Ελλάδας, εκτός από την ηρωική της διάσταση, υπήρξε ορόσημο στην ιστορία του αγροτικού κινήματος, γυρίζοντας τον τροχό της μεταρρυθμιστικής πολιτικής των μετέπειτα κυβερνήσεων. Το πρώτο δειλό βήμα έγινε ένα χρόνο αργότερα από τον Βενιζέλο, που πήρε κάποια νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων (ακτήμονες που καλλιεργούσαν τα κτήματα και έδιναν μέρος της σοδειάς στους τσιφλικάδες, ενώ πλήρωναν και φόρο στο κράτος).
Επιμέλεια: Δημήτρης Λαμπρόπουλος
Η κατάσταση στον Ελληνικό χώρο, τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα είχε πολλές ομοιότητες με τη σημερινή. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η οικονομική καπιταλιστική κρίση αύξησε κατά πολύ την ανεργία και τις τιμές των αγαθών.
Στον αγροτικό τομέα, οι έλληνες τσιφλικάδες, που αντικατέστησαν τους Οθωμανούς, είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριότητας σε όλη την ιδιοκτησία τους, ενώ οι κολίγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπαροίκου, αφού ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν στον αφέντη τη μισή παραγωγή και άλλα προϊόντα, ενοίκιο για τη βοσκή των ζώων τους και άλλα πολλά. Παράλληλα δούλευαν κάτω από άθλιες συνθήκες, ζούσαν σε τρώγλες και ανέχονταν τις ταπεινώσεις από τους μεγαλοκτηματίες. Όπως ήταν φυσικό, τοπικές εξεγέρσεις άρχισαν σταδιακά να ξεσπούν στη Θεσσαλία, ταυτόχρονα με την άρνηση των καλλιεργητών να δώσουν στους τσιφλικάδες το μέρος από τη σοδειά που διεκδικούσαν.
Ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος αποτελεί ο Κεφαλλονίτης νεαρός διανοούμενος και γνωστός αγωνιστής, Μαρίνος Αντύπας, που περιδιαβαίνει τα Θεσσαλικά χωριά και ξεσηκώνει τους αγρότες. Οι τσιφλικάδες αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα μια για πάντα και τον δολοφόνησαν στις 9 Μαρτίου 1907. Το αίμα του όμως δεν πήγε χαμένο. «Θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας», συνήθιζε να λέει. Κι έτσι κι έγινε. Ο Αντύπας έγινε ήρωας και σύμβολο εξέγερσης για τους αγανακτισμένους αγρότες.
Το συλλαλητήριο της οργής
Στις 6 Μαρτίου του 1910, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ είχαν συγκεντρωθεί περίπου 600 αγρότες και περίμεναν το τρένο που θα τους μετέφερε στην Λάρισα. Ο τότε διευθυντής των Θεσσαλικών σιδηροδρόμων, που επέβαινε στην αμαξοστοιχία, ζήτησε να μην σταμάτησε το τρένο στον σταθμό, αλλά οι αγρότες μπήκαν μπροστά στις γραμμές και το τρένο σταμάτησε.
Οι αγρότες επιχείρησαν να μπουν στο τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο, επειδή οι περισσότεροι ήταν πάμπτωχοι και ο στρατός που συνόδευε την αμαξοστοιχία επεχείρησε να τους κατεβάσει.
Η στάση των αρχών εξόργισε τους αγρότες και άρχισαν να πετούν πέτρες στο τραίνο που ήδη είχε ξεκινήσει. Κάποιοι όμως στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό με αποτέλεσμα να υπάρχουν τα δυο πρώτα θύματα, ο Αντώνης Δημητρίου και ο Στέφανος Ακριβούσης ή Ευαγγέλου. Οι στρατιώτες με εντολή των ανωτέρων τους αντιμετώπισαν τους αγρότες σαν ληστές, καθώς για το οικονομικό κατεστημένο της εποχής, οι απεργοί και οι διαδηλωτές ήταν χειρότεροι από εγκληματίες.
Σύμφωνα με μαρτυρίες από το αρχείο της ΕΡΤ, στην Λάρισα περίμενε τους αγρότες μια ίλη ιππικού. Ο επικεφαλής πλησίασε τους αγρότες και τους λέει «στοπ ως εδώ στην Λάρισα δεν θα μπείτε», ενώ ο Α. Μπατάλας θα χάσει την ζωή του ύστερα από πυροβολισμό που ακολούθησε την απόφαση των αγροτών να προχωρήσουν προς την Λάρισα.
Τελικά μαζεύτηκε ο κόσμος από όλες τις εισόδους της πόλης στην κεντρική πλατεία της Λάρισας και μπροστά στον κίνδυνο να συνεχιστεί η αιματοχυσία και στην πόλη μέσα, αναγκάστηκε ο νομάρχης και οι αρχές, να υποσχεθούν ότι θα γίνει ελεύθερα το συλλαλητήριο.
Δυο μέρες μετά θα κηρυχτεί στην Θεσσαλία στρατιωτικός νόμος. Ο στρατός μοιράζεται σε όλα τα χωριά και γίνονται εκατοντάδες συλλήψεις.