Μέγας Αλέξανδρος: Μια μεταθανάτια διαδρομή ανάμεσα στην Ιστορία και τον Θρύλο

Κλεάνθης Ζουμπουλάκης – 16/09/2023 – CLIO TURBATA

Θάνατος στη Βαβυλώνα: Το τέλος της αρχής ενός νέου κόσμου

Στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. (αν πιστέψουμε τις πληροφορίες ενός αστρονομικού ημερολογίου από τη Βαβυλώνα), ο Αλέξανδρος πέθανε. Το παιδί και Μαργίτης (κεντρικός ήρωας ενός χαμένου σήμερα κωμικού έργου, που είχε περάσει στο καθημερινό λεξιλόγιο της εποχής με τη σημασία, του ανίκανου και του ανόητου) σύμφωνα με τον πιο αδιάλλακτο αντίπαλο του πατέρα του Φιλίππου αλλά και του ίδιου του Αλεξάνδρου, τον διάσημο Αθηναίο ρήτορα Δημοσθένη (Πλούταρχος Βίος Δημοσθένη 23.2), είχε καταφέρει μετά από μια εντυπωσιακή πορεία να είναι πλέον ο βασιλιάς Αλέξανδρος και να έχει υπό την ονομαστική τουλάχιστον κυριαρχία του το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, από την Πέλλα της Μακεδονίας μέχρι τον αρχαίο ποταμό Ύφασι (Βea) στο σημερινό Πακιστάν.

Σύμφωνα με ένα μέρος των πηγών μας (Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβαση 7.25.1-26.3, Πλούταρχος Βίος Αλεξάνδρου 76) η ήδη επιβαρυμένη υγεία του σε ηλικία 32 ετών και 8 μηνών ατρόμητου στρατηγού μετά από μια μεγάλη οινοποσία, κάτι που του είχε γίνει συνήθεια κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε ένα γλέντι στην προσωρινή του πρωτεύουσα Βαβυλώνα στάθηκε αρκετή για να επιδεινώσει τον πυρετό που ήδη τον ταλαιπωρούσε, κάτι ίσως οφειλόταν σε μία ελονοσία που κόλλησε στα έλη που περιτριγύριζαν την πόλη. Τελικά έπεσε σε κώμα και πέθανε. Μια σειρά άλλων παραδόσεων πάλι ( Διόδωρος 17.117.1-3, Ιουστίνος 12.13.7-10, Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβαση 7.27.2., Πλούταρχος Βίος Αλεξάνδρου 75.5) θέλουν τον Αλέξανδρο να έχει πέσει θύμα δηλητηρίασης.  Κατηγορήθηκε ο στρατηγός της Ευρώπης Αντίπατρος, τον οποίο ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να αντικαταστήσει, ότι δηλητηρίασε τον βασιλιά του μέσω του γιου του Ιόλλα, ο οποίος ήταν βασιλικός οινοχόος.  Υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ήταν φυσικό να διατυπωθούν ισχυρισμοί περί προδοσίας, αλλά οι αποδείξεις, τότε όπως και τώρα, είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς για να υποστηρίξουν χωρίς αμφιβολίες οποιονδήποτε τέτοιου είδους ισχυρισμό. 

Η άμεση κληρονομιά του Αλεξάνδρου

Ο θάνατος του Αλεξάνδρου οδήγησε αναπόφευκτα στον διαμελισμό της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο κόσμος, με έκταση περίπου 3.000.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Δεν υπήρχε κανείς άμεσος διάδοχός του, και από την αρχή οι στρατηγοί στη Βαβυλώνα δεν είχαν καμιά πρόθεση να εξουσιοδοτήσουν κάποιον ως γνήσιο βασιλιά. Αν πιστέψουμε τον Κούρτιο (10.7.8) και τον Ιουστίνο (13.3.14.), η πρώτη τους σκέψη ήταν να περιμένουν τη γέννηση του παιδιού της Ρωξάνης, της συζύγου που ο Αλέξανδρος είχε παντρευτεί στη Σογδιανή. Τίποτα όμως δεν εγγυόταν ότι ο απόγονος του Αλεξάνδρου θα ήταν αγόρι, και ήταν προφανές ότι ο τελικός μονάρχης θα αποτελούσε ένα διακοσμητικό στοιχείο. Ο αντιβασιλιάς θα είχε όλη την εξουσία.

Αυτός ο διακανονισμός με τον αγέννητο βασιλιά, καταγγέλθηκε αμέσως ως παράλογος. Το πεζικό, υποκινημένο από τον διοικητή της φάλαγγας Μελέαγρο, στασίασε και υποστήριξε τα δικαιώματα του Αρριδαίου, του διανοητικά καθυστερημένου, ετεροθαλούς αδελφού του Αλεξάνδρου. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει ένας συμβιβασμός. Ο Αρριδαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, λαμβάνοντας το βασιλικό όνομα Φίλιππος Γ΄, και μερικούς μήνες αργότερα το παιδί της Ρωξάνης –ευτυχώς αγόρι – μοιράστηκε με τον Αρριδαίο τη βασιλεία, παίρνοντας το όνομα Αλέξανδρος (Δ΄) από τον πατέρα του. Ήταν μια δίδυμη βασιλεία, αλλά αυτός ο παράδοξος συνδυασμός ενός διανοητικά καθυστερημένου και ενός παιδιού δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό τέχνασμα. Οι βασιλείς ήταν όργανα πολιτικής στα χέρια των προστατών τους. Πρώτα του Περδίκκα που ήταν και ο επίσημος διαχειριστής των υποθέσεων της αυτοκρατορίας αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα και στη συνέχεια του Αντιπάτρου , ο οποίος ανέλαβε την κηδεμονία τους μετά τη συμφωνία του Τριπαράδεισου (321) και μετέφερε τους άτυχους μονάρχες στη Μακεδονία. Η παρωδία αυτή της ενιαίας βασιλικής εξουσίας διακόπηκε απότομα στα τέλη του 317, όταν η σύζυγος του Αρριδαίου, η Ευρυδίκη (μια εγγονή του Φιλίππου Β΄), αμφισβήτησε τον Πολυπέρχοντα που είχε αναλάβει τότε τα καθήκοντα κηδεμόνα, και προσπάθησε να επιβάλει τη βασιλική εξουσία. Αυτή και ο άντρας της θανατώθηκαν μέσα στου επόμενους μήνες, και ο τελικός νικητής του ανταγωνισμού για την εξουσία στη Μακεδονία (ο μεγαλύτερος γιος του Αντιπάτρου, ο Κάσσανδρος) έθεσε υπό περιορισμό τη Ρωξάνη και τον γιο της Αλέξανδρο στην Αμφίπολη, αφαιρώντας τους τα βασιλικά προνόμια. Το φάντασμα της βασιλικής εξουσίας εξακολούθησε να πλανιέται ακόμα για λίγα χρόνια. Το 311, ο Κάσσανδρος διορίστηκε στρατηγός της Ευρώπης «μέχρι την ενηλικίωση του Αλεξάνδρου, γιού της Ρωξάνης». Μετά η αυλαία έπεσε. Ο τελευταίος των Αργεαδών δολοφονήθηκε μαζί με τη μητέρα του και τα σώματά τους τοποθετήθηκαν σε κάποιο μυστικό μέρος με εντολή του Κασσάνδρου (Διόδωρος 19.105.1, Ιουστίνος 9.2.5, Παυσανίας 9.7.2).

Άλλωστε, η πολιτική παρουσία  του Αλεξάνδρου μετά το θάνατό του ήταν μικρή. Οι ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες του για την επέκταση στη Δύση ακυρώθηκαν από τον μακεδονικό στρατό στη Βαβυλώνα. Τα υπομνήματα του νεκρού βασιλιά ανακοινώθηκαν από τον Περδίκκα και απορρίφθηκαν ως ανεφάρμοστα και υπερβολικά φιλόδοξα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διόδωρος (18.4.1-6) «όταν διαβάστηκαν τα υπομνήματα, οι Μακεδόνες παρά το ότι αντέδρασαν ευνοϊκά στην αναφορά του ονόματος του Αλεξάνδρου, βρήκαν τα σχέδιά του υπερβολικά και ανεφάρμοστα και αποφάσισαν να μην εφαρμοστούν». Ήδη ο νεκρός βασιλιάς μετατρέπεται από πολιτικός παράγων σε σύμβολο. Αυτό άλλωστε δείχνουν και τα γεγονότα τα σχετικά με την κηδεία του. Ενώ η μεγαλοπρεπής άμαξα που μετέφερε τη σωρό του είχε αρχική κατεύθυνση τις Αιγές της Μακεδονίας παραδοσιακό τόπο ταφής των βασιλέων της χώρας, ο τότε σατράπης της Αιγύπτου Πτολεμαίος με μια αιφνιδιαστική επιδρομή άρπαξε τη σωρό του Αλεξάνδρου (Διόδωρος 18.26-28). Τη μετέφερε στην Αίγυπτο, όπου σύντομα απέκτησε τιμητική θέση στην Αλεξάνδρεια (που ίδιος είχε ιδρύσει) και την οποία ο Πτολεμαίος έχτιζε την εποχή εκείνη ως πρωτεύουσα και διοικητικό κέντρο του κράτους του. Θέλησε με αυτό τον τρόπο να νομιμοποιήσει την εξουσία του απέναντι στα στρατεύματα που τον είχαν ακολουθήσει και λίγα χρόνια αργότερα να ιδρύσει γύρω από τη σωρό του Αλεξάνδρου τη δική του βασιλική εξουσία, όταν η διαδικασία του διαμελισμού της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου έφτασε στην κορύφωσή της.

Η πολιτική διάσταση του Αλεξάνδρου κατά την ελληνιστική περίοδο

Παρά την οριστική απώλεια της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος άφησε πίσω του ένα πρότυπο μοναρχίας το οποίο αποδείχτηκε ελκυστικό και διαρκές. Αμέσως μετά τον θάνατό του (αν όχι πριν), οι στρατηγοί μιμήθηκαν τις ιδιορρυθμίες και το ντύσιμό του. Η χαρακτηριστική συγχώνευση της καυσίας (μακεδονικού καλύμματος της κεφαλής) με το βασιλικό διάδημα, την οποία πραγματοποίησε ο Αλέξανδρος, αποτέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ελληνιστικών βασιλέων, ενώ οι τελετές και η εθιμοτυπία της αυλής προς τα τέλη της ζωής του, τους ενέπνευσε να τον συναγωνιστούν σε υπέρογκες σπατάλες. Ακόμα και τις σχέσεις του με τους θεούς μιμήθηκαν. Ο Σέλευκος, για παράδειγμα, ανακήρυξε τον Απόλλωνα ουράνιο πατέρα του και ισχυρίστηκε ότι η βασιλεία του είχε επικυρωθεί με χρησμό από το μαντείο των Βραγχιδών στη Μίλητο της Μικράς Ασίας. Ο Πτολεμαίος, όπως είδαμε, κατείχε τη σωρό του Αλεξάνδρου, στην οποία απέδωσε θρησκευτικές τιμές και θέλησε να παρουσιαστεί ως συγγενής της δυναστείας των Αργεαδών.

Η θεοποίηση του ζωντανού ηγεμόνα επιβλήθηκε μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Από το 311 ο Αντίγονος, ο πρώτος από τους Διαδόχους που πήρε τον τίτλο του βασιλέα, τιμήθηκε με την αφιέρωση βωμού και ιερού χώρου, τη λατρεία του ανδριάντα του και μια ετήσια γιορτή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο ίδιος και ο γιός του απόλαυσαν μια πληθώρα λατρευτικών τιμών από τους Αθηναίους. Ο βασιλιάς ήταν πράγματι θεός ανάμεσα στους κοινούς θνητούς και, όπως συνέβη με τον Αλέξανδρο, η εξουσία του ήταν απολυταρχική, χωρίς να υπάρχουν πρακτικοί περιορισμοί στην ελευθερία δράσης του. Η μετατροπή του μονάρχη σε νόμο έμψυχο αποτέλεσε τον φιλοσοφικό κοινό τόπο της εποχής. Η απολυταρχία, ήταν χαρακτηριστικό της μακεδονικής βασιλείας και πριν τον Αλέξανδρο, αλλά η κατάκτηση της Περσίας και η υιοθέτηση του ανατολικού πρωτοκόλλου πρόσθεσε μια νέα διάσταση. Δύσκολα μπορεί να βρεθεί, για παράδειγμα, κάτι αντίστοιχο με την απόφαση του Αλεξάνδρου το 324, όταν με πλήρη αταραξία διέταξε να επιστρέψουν οι εξόριστοι στις ελληνικές πόλεις, παραβιάζοντας τους νόμους και τις συνθήκες που ήδη υπήρχαν. Ο Αλέξανδρος είχε εισαγάγει ένα νέο τρόπο διακυβέρνησης, μια νέα αντίληψη βασιλικού μεγαλείου, που θα έδινε τη δυνατότητα στους διαδόχους να τον συναγωνιστούν.  

Το πρότυπο εξουσίας του Αλεξάνδρου στα τελευταία χρόνια της ζωής του επηρέασε αναπόφευκτα τους Διαδόχους του. Αν και κάποιες από τις μοναρχίες που δημιουργήθηκαν διέθεταν τοπικές βάσεις εξουσίας, κυρίως η Αίγυπτος, εντούτοις ο χαρακτήρας τους ήταν σταθερά δυναστικός, με λίγους πολιτιστικούς δεσμούς ανάμεσα στον μονάρχη και τους κυβερνώμενους. Ο βασιλιάς ασκούσε την εξουσία του μέσω του στρατού του, ο οποίος σε τελική ανάλυση, χρηματοδοτούνταν από τους πόρους του βασιλείου. Τα εδάφη του εξασφάλιζαν οικονομική βάση για το καθεστώς του, αλλά ο ίδιος εμφανιζόταν ανεύθυνος απέναντι σους υπηκόους του. Οι φίλοι του μοιράζονταν τα οφέλη της βασιλείας, αλλά οποιαδήποτε εξουσία κι αν ασκούσαν ήταν διορισμένη και ανακλητή. Μόνο στη Μακεδονία επιβίωναν κάποια στοιχεία εθνικής μοναρχίας. Εκεί ο Κάσσανδρος αποκαλούσε τον εαυτό του «βασιλέα των Μακεδόνων», για να διακρίνεται επιδεικτικά από τους άλλους βασιλείς, οι οποίοι κυβερνούσαν ανομοιογενείς πληθυσμούς μαζί με (στην καλύτερη περίπτωση) μια στρατιωτική κυρίαρχη ομάδα μακεδονικής καταγωγής. Τα νέα βασίλεια ήταν στρατιωτικές δημιουργίες, η ισχύς τους βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την προσωπικότητα του μονάρχη και από τα πρόσωπα που ο ίδιος είχε καταφέρει να προσελκύσει στην αυλή. Η πηγή της νομιμοποίησής τους ήταν η ίδια η κατάκτηση. Η επιβίωσή τους στηριζόταν στον αποτελεσματικό στρατό, ο οποίος πρέπει να είχε εξασφαλισμένη την επαρκή χρηματοδότησή του. Για τους λόγους αυτούς, ο Αλέξανδρος ήταν το μεγάλο πρότυπο, το σύμβολο της απόλυτης μοναρχίας, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη περίοδο αλλά, όπως θα δούμε  παρακάτω, και για τις μεταγενέστερες.

Η σπουδαιότητα της κληρονομιάς του Αλεξάνδρου έγκειται περισσότερο στο πεδίο της ηθικής και φιλοσοφικής συζήτησης παρά σε αυτό της πρακτικής πολιτικής. Στην πρώτη γενιά μετά τον θάνατό του, τον επικαλούνταν ως πηγή νομιμοποίησης για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Τα εδάφη που διαμελίστηκαν από τους διαδόχους του, είχαν αποκτηθεί με τις κατακτήσεις του, και οι σατράπες και οι ηγεμόνες που είχαν διορισθεί από τον ίδιο, διέθεταν ένα ηθικό δικαίωμα για τη θέση που κατείχαν, το οποίο ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί. Ακόμα και όσοι δεν είχαν διορισθεί από τον ίδιο, επιζητούσαν με κάθε μέσο μια επικύρωση από τον νεκρό βασιλιά. Για παράδειγμα, ο Σέλευκος κατέλαβε τη θέση του σατράπη της Βαβυλωνίας κατά τη συμφωνία της Τριπαράδεισου (321). Ισχυριζόταν όμως ότι τη θέση του είχε επικυρώσει ο Αλέξανδρος σε ένα όνειρο (Διόδωρος 19.90.4).

Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, τα στρατεύματα που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Αλεξάνδρου απολάμβαναν τη φήμη ότι ήταν ανίκητα, μια φήμη που τα μετέτρεψε σε πολύτιμο απόκτημα για τα χρόνια μετά τον θάνατό του. Σε αυτά τουλάχιστον η ανάμνηση του βασιλιά παρέμενε άσβεστη. Ο Ευμένης από την Καρδία, ένας πρώην μη Μακεδόνας εταίρος του Αλεξάνδρου ο οποίος ενεπλάκη στους πολέμους των Διαδόχων βρέθηκε επικεφαλής των περίφημων αργυράσπιδων. Αυτοί ήταν ένα επίλεκτο σώμα πεζικού που είχε δημιουργηθεί στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλεξάνδρου. Για να τους ελέγξει, ο Ευμένης τοποθέτησε συμβολικά τον νεκρό βασιλιά ως πνευματικό διοικητή τους. Όλα τα συμβούλια των διοικητών συγκαλούνταν μπροστά σε έναν άδειο θρόνο, ο οποίος έφερε τα βασιλικά σύμβολα και οι αποφάσεις που λαμβάνονταν, παρουσιάζονταν σαν να ήταν διαταγές του Αλεξάνδρου (ενδεικτικά Πλούταρχος Βίος Ευμένη 13.8).   Αυτό το τέχνασμα επεκτάθηκε το 317, όταν ο Ευμένης έφτασε στα Σούσα και χρειάστηκε νε υπερασπίσει τα δικαιώματά του απέναντι σε μια ομάδα από σατράπες που ήταν πολιτικοί ανταγωνιστές του. Όλοι οι διοικητές που αντιτάχθηκαν στον αντίπαλο του Ευμένη, Αντίγονο, συγκεντρώνονταν στα συμβούλια μπροστά σε έναν άδειο θρόνο (Διόδωρος 19.15.3-4). Ήταν ένα αποδεκτό τέχνασμα, για να επιτευχθεί η ομοψυχία στη διοίκηση, εκεί όπου απουσίαζε εντελώς. Αυτό που επικαλέσθηκε ο Ευμένης δεν ήταν κάποια συγκεκριμένη ανάμνηση του νεκρού βασιλιά, αλλά περισσότερο ένα σύμβολο της ενιαίας πολιτικής εξουσίας.

Ο Αλέξανδρος παρέμεινε ένα σύμβολο, κυρίως στην Αίγυπτο, όπου η ταριχευμένη σωρός του τοποθετήθηκε σε ένα ειδικό μαυσωλείο στην Αλεξάνδρεια (το Σήμα), το οποίο περιείχε επίσης και τις σαρκοφάγους των βασιλέων της δυναστείας που ίδρυσε ο Πτολεμαίος. Ο νεκρός Αλέξανδρος, ο οποίος είχε «απαχθεί» από τον γενάρχη της δυναστείας, ήταν τώρα το φυλακτό του οίκου των Πτολεμαίων. Ήταν μια κατάληξη που είχε ειρωνικό χαρακτήρα Οι αποσχιστικές φιλοδοξίες του Πτολεμαίου είχαν συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην καταστροφή της ενότητας της αυτοκρατορίας. Τώρα το σώμα και το όνομα του δημιουργού της αυτοκρατορίας αυτής, χρησιμοποιούνταν για τη στήριξη ενός καθεστώτος, η ύπαρξη του οποίου θα είχε αποτελέσει ανάθεμα για τον Αλέξανδρο.

Με το ίδιο τρόπο ο Σέλευκος ισχυριζόταν ότι η βασιλεία του διέθετε την πνευματική επιδοκιμασία του Αλεξάνδρου. Τα νομίσματά του, από το 305 και μετά, απεικονίζουν τον νεκρό βασιλιά να φοράει ένα κάλυμμα κεφαλής από δέρμα ελέφαντα, σύμβολο της κατάκτησης του ανατολικού μέρους της περσικής αυτοκρατορίας.  Όμως την ίδια ακριβώς περίοδο παραχωρούσε επίσημα τις ανατολικές σατραπείες που με τόσο κόπο είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος. Από αυτές τις εδαφικές παραχωρήσεις κέρδισε τους 500 ελέφαντες, οι οποίοι του έδωσαν τη νίκη στην μάχη της Ιψού (301), κατά την οποία καταστράφηκαν και οι τελευταίες ελπίδες για επανένωση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Η επίκληση του ονόματος και της εικόνας του βασιλιά ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο, ενώ την ίδια στιγμή οι κατακτήσεις του εγκαταλείπονταν και διαμελίζονταν.  Αυτή η διαμάχη για τη νομιμοποίηση που επηρέασε την πρώτη γενιά των διαδόχων δεν δόθηκε μόνο στο πολιτικό πεδίο, αλλά και το ιστοριογραφικό, όπως τουλάχιστον μπορούμε να το παρακολουθήσουμε μέσω της μεταγενέστερης γραπτής παράδοσης.

Ο Αλέξανδρος στην ιστοριογραφική παράδοση της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου

Με τον Αλέξανδρο διαπιστώνουμε για πρώτη φορά στον ελληνικό κόσμο ένα είδος εσκεμμένης «θεοποίησης της προσωπικότητας». Ήδη όσο Αλέξανδρος ήταν ζωντανός προσπάθησε να ελέγξει τον τρόπο προβολής της εικόνας του. Ο γλύπτης Λύσιππος, ο ζωγράφος Απελλής και τεχνίτης της σφραγιδογλυφίας Πυργοτέλης ορίσθηκαν με διάταγμα ως επίσημοι καλλιτέχνες «εικόνες αυτού δημιουργείν» (Πλούταρχος Ηθικά 335 b). Επίσημος ιστοριογράφος της αυλής ορίστηκε ο ανιψιός του Αριστοτέλη Καλλισθένης, ο οποίος κατόπιν επιθυμίας του βασιλικού εργοδότη του εσκεμμένα συνέζευξε τον Αλέξανδρο με ομηρικά πρότυπα.

Μετά το τέλος της ανατολικής εκστρατείας και το θάνατο του νέου κυριάρχου λοιπόν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την εν μέρει αυτοαναπαραγωγή του μύθου του. Σε αυτό συντέλεσαν όσοι τον συνόδευσαν στην εκστρατεία του και μετά τον ξαφνικό θάνατό το 323  επέστρεψαν  στη Δύση. Οι άνθρωποι αυτοί συνέγραφαν κυρίως απομνημονεύματα κάθε είδους, όπως για παράδειγμα, ο αρχιθαλαμηπόλος της αυλής Χάρης από τη Λέσβο, αλλά και πολλοί άλλοι, καταγράφοντας τις προσωπικές τους εμπειρίες σχετικά με το βασιλιά και τα εκπληκτικά του επιτεύγματα. Το βέβαιο ήταν ότι όποιος δεν ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία, δεν ήταν σε θέση να ασκήσει κριτική ή να ελέγξει τις πληροφορίες που εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα.

Ο λόγος για τον οποίο έγραφαν πολλοί από εκείνους τους ανθρώπους ήταν ακριβώς το μονοπώλιό τους επί των πληροφοριών. Χάρη σε αυτό εξασφάλιζαν ένα αναγνωστικό κοινό που αδημονούσε να μάθει για τα τεκταινόμενα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν το θαυμασμό και το κύρος στην πόλη τους, όπου επέστρεφαν, συνήθως πολύ πλουσιότεροι, φέρνοντας μαζί τους ενθύμια από τα λάφυρα της περσικής εκστρατείας. Κανείς απ’ αυτούς δεν ενδιαφερόταν να απεικονίσει με μελανά χρώματα τον Αλέξανδρο και τα επιτεύγματά του, τα οποία αποτελούσαν τη βάση και της δικής τους φήμης. Από την αρχή λοιπόν το προσωπικό συμφέρον όσων έγραψαν για τον Αλέξανδρο, όλων εκείνων που είχαν προσωπική εμπειρία για την εκστρατεία, κυριάρχησε στη συνήθη παρουσίαση του Αλεξάνδρου, με αποτέλεσμα σύντομα να καταστεί δύσκολη η προσέγγιση του «πραγματικού» Αλεξάνδρου, κρυμμένου πλέον πίσω από προσωπικά απομνημονεύματα και άλλες ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Τα τρία (χαμένα σήμερα) έργα της ελληνιστικής περιόδου που άσκησαν καταλυτική επίδραση στις μεταγενέστερες πηγές υπόκεινται στις παραπάνω ιστορικές συγκυρίες. Και τα τρία γράφτηκαν στα είκοσι πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου από ανθρώπους που τον γνώριζαν. Διόλου τυχαία, τα δύο από τα τρία γράφτηκαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την πρωτεύουσα του Πτολεμαίου. Ήδη έχουμε αναφερθεί στις προσπάθειες του συγκεκριμένου διαδόχου να αντλήσει νομιμοποίηση από τη μνήμη του Αλεξάνδρου, οπότε δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το ότι έγραψε  Ιστορία  για τον Αλέξανδρο. Τον παρουσιάζει ως χαρισματικό ηγέτη, έμμεσα το πρότυπό του, και μεροληπτεί εναντίον των υπόλοιπων Διαδόχων με τους οποίους είχε συγκρουστεί για τη διανομή της αυτοκρατορίας του πεθαμένου βασιλιά. Βέβαια το έργο του, όπως δείχνει η ευρύτατη χρήση του από μεταγενέστερους ιστοριογράφους, δεν παύει να έχει την μεγάλη αξία της προσωπικής μαρτυρίας από έναν αυτόπτη των γεγονότων.

Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα (τα στοιχεία δεν είναι ξεκάθαρα) το έργο του Πτολεμαίου να είναι απάντηση στην αφήγηση του Κλειτάρχου, έργο που γράφτηκε επίσης στην Αλεξάνδρεια. Μεγάλης κλίμακας έργο, με έκταση τουλάχιστον 12 βιβλία, περιλαμβάνει ολόκληρη την ιστορία του Αλεξάνδρου από τη γέννηση έως τον θάνατό του, καθώς και μυθολογικά στοιχεία, όπως η συνάντησή του με τις Αμαζόνες. Έτσι εξύψωνε τον Αλέξανδρο στο επίπεδο των μυθικών ηρώων της ελληνικής παράδοσης, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Καλλισθένης με τις έμμεσες ομηρικές του αναφορές. Το έργο του Κλειτάρχου παρά ταύτα έχει ευρύτερη οπτική. Εκθειάζει και απαθανατίζει την εκστρατεία του Αλεξάνδρου συνολικά, ενώ το ύφος του το κατέστησε εξαιρετικά δημοφιλές. Η επιτυχία του έργου συνέβαλε ώστε να τοποθετηθεί ο Αλέξανδρος στο βάθρο του επιτυχημένου στρατιωτικού ηγέτη. Ο Κλείταρχος θεωρούνταν ο πιο πλήρης συγγραφέας με θέμα τον Αλέξανδρο και, λόγω του ύφους του, είχε τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. Ως εκ τούτου, το βιβλίο του, παρά τη μεροληψία του και την τάση μυθοποίησης του θέματός του, κατέληξε να γίνει κάτι σαν ευαγγέλιο περί του Αλεξάνδρου. Το συγκεκριμένο έργο ήταν ευνοϊκά διακείμενο απέναντι στον Πτολεμαίο. Ο τελευταίος είχε ρόλο πρωταγωνιστή και μάλλον από το συγκεκριμένο ιστορικό έργο προέρχεται η παράδοση ότι ο Πτολεμαίος ήταν νόθος γιός του Φιλίππου Β΄ και επομένως ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου. Ωστόσο το σημαντικότερο στον Κλείταρχο είναι η κεντρική θέση του Αλεξάνδρου. Πιθανόν ο Πτολεμαίος να παρακινήθηκε να γράψει και το δικό του έργο διεκδικώντας δάφνες ακριβείας, αν ισχυριζόταν ότι έβαζε τα πράγματα στη θέση τους παραλείποντας μερικά από τα στοιχεία τα οποία εξόφθαλμα εξυπηρετούσαν τη δημιουργία μύθου, όπως η συνάντηση με τις Αμαζόνες. Με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιούσε την ιστοριογραφία για δικούς του σκοπούς. Ο Πτολεμαίος επιθυμούσε να παρουσιαστεί ως διάδοχος ενός πραγματικού βασιλιά και όχι μιας μυθικής μορφής.

Ο τρίτος συγγραφέας της εποχής που επηρέασε την ύστερη παράδοση ήταν ο Αριστόβουλος από την Κασσάνδρεια. Ο Αριστόβουλος είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία αλλά δεν ανήκε στο σώμα των Μακεδόνων αξιωματικών. Το πιθανότερο είναι πως τα καθήκοντά του ήταν τεχνικής φύσης. Όπως και ο Καλλισθένης, ήταν Έλληνας από τη Χαλκιδική που εγκαταστάθηκε στην Κασσάνδρεια λίγο μετά την ίδρυσή της το 315. Το έργο του που το έγραψε σε μεγάλη ηλικία, όταν ήταν 84 ετών, έχει χαρακτηριστεί «πανηγυρικός» του Αλεξάνδρου. Πιθανώς γράφτηκε κατά τη περίοδο που βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν ο Λυσίμαχος, άλλος ένας Διάδοχος που χρησιμοποίησε την κληρονομιά του Αλεξάνδρου, κι όχι ο Κάσσανδρος, που ήταν, όπως έχουμε δει, αρνητικός απέναντι στη μνήμη του. Παρότι το έργο του  δεν μπορούσε να συναγωνιστεί το έργο του Κλειτάρχου από την άποψη λογοτεχνικού ύφους επιβίωσε έως τον 2ο αιώνα μ.Χ., αποτελώντας ένα ακόμα θετικό συμπλήρωμα στην αλεξανδρινή παράδοση που είχαν δημιουργήσει ο Κλείταρχος και ο Πτολεμαίος.

Όσο προχωρά και διαμορφώνεται η καθαυτό ελληνιστική εποχή και οι ελληνόφωνοι ιστοριογράφοι έχουν άλλα θέματα να ασχοληθούν, αρχίζει να διαφαίνεται μια αρνητική στάση των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας για το πρόσωπο του Αλεξάνδρου. Για παράδειγμα, ο Πολύβιος (περ. 200-120) που ασχολήθηκε με τη σταδιακή υποταγή του ελληνιστικού κόσμου στην εξουσία της Ρώμης, σε διάφορα σημεία του έργου του διαμαρτύρεται για την κυρίαρχη εικόνα του Αλεξάνδρου ως υπερανθρώπου  και πάνσοφου ημίθεου. Ο Πολύβιος όμως δεν έγραψε βιβλίο για τον Αλέξανδρο, και τα σχόλιά του γι’ αυτόν είναι διάσπαρτα μέσα στο έργο του, συνήθως με τη μορφή σύγκρισης ή αντίθεσης με άλλα γεγονότα τα οποία περιγράφει λεπτομερώς. Ο Ηγησίας ο Μάγνης, που έγραψε μια ιστορία για τον Αλέξανδρο η οποία έχει χαθεί, στάθηκε ιδιαίτερα επικριτικός για τη σκληρότητα που έδειξε ο Αλέξανδρος στην κατάληψη της Γάζας. Οι κάτοικοι της νότιας Ελλάδας είχαν γνωρίσει την ήττα από τον πατέρα του Αλεξάνδρου Φίλιππο Β΄ και πριν την εκστρατεία στη Ασία το σκληρό πρόσωπο της εξουσίας του Αλεξάνδρου με την καταστροφή της Θήβας. Η τύχη του Καλλισθένη οπωσδήποτε δεν έκανε καλό στην εικόνα που διαμόρφωσαν για τον Αλέξανδρο οι κύκλοι διανοουμένων γύρω από τον Αριστοτέλη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, παρόμοιες ριζωμένες απόψεις ορισμένων Ελλήνων διανοουμένων δεν επηρέασαν παρά ελάχιστα ή και καθόλου την εικόνα του Αλεξάνδρου όπως την είχε παγιώσει η πρώτη γενιά ιστορικών του.

Η εικόνα αυτή ταίριαζε θαυμάσια στον πληθωρικά ηρωικό κόσμο της ύστερης ρωμαϊκής Δημοκρατίας και των μεγάλων Ρωμαίων κατακτητών. Ο Πομπήιος ειδικά, αρεσκόταν να φαντάζεται τον εαυτό του ως νέο Αλέξανδρο (Πλούταρχος Βίος Πομπήιου 2). Το επωνύμιο (cognomen) μάλιστα του Πομπήιου ήταν Magnus (μέγας), όχι τυχαία. Είναι σταθερή συνήθεια των λατινόφωνων κυρίως πηγών μας να αποκαλούν Μέγα τον Αλέξανδρο από τον 2ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα. Μάλιστα η πρώτη σχετική φιλολογική αναφορά εντοπίζεται σε ένα έργο του λατίνου κωμικού συγγραφέα Πλαύτου, ο οποίος έζησε περίπου ανάμεσα στα έτη 250-184 π.Χ.(Mostellaria=To Φάντασμα, 775). Οι σύγχρονοι ελληνόφωνοι συγγραφείς όπως ο Διόδωρος, ο Τιμαγένης και στη λατινική γλώσσα ο Πομπήιος Τρώγος έγραψαν Παγκόσμιες Ιστορίες, οι οποίες περιλάμβαναν και την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, ωστόσο (απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε) ούτε πέτυχαν, αλλά ούτε προσπάθησαν καν, να αποδεσμευτούν από την καθιερωμένη, πανηγυρική εκδοχή της ιστορίας του Αλεξάνδρου και το θαυμασμό προς το πρόσωπό του. Κριτική πάντως  υπήρχε σε αυτή την πανηγυρική αντιμετώπιση του Αλεξάνδρου. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι το ερώτημα το οποίο θέτει και επεξεργάζεται ο Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.), για το αν ο Αλέξανδρος θα είχε νικήσει και τους Ρωμαίους, σε περίπτωση που θα είχε έρθει στην Ιταλία. Η απάντησή του είναι κατηγορηματικά αρνητική. Ταυτόχρονα, επικρίνει τα σύγχρονά του ελληνικά έργα που εκφράζουν την αντίθετη άποψη (Ab urbe Condita =Από την ίδρυση της Ρώμης, 9.17).

Κατά τη περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρίσκουμε τρεις μονογραφίες σχετικές με τον Αλέξανδρο. Η πρώτη είναι γραμμένη στα λατινικά, από κάποιον Κόιντο Κούρτιο και χρονολογείται είτε την περίοδο των Κλαυδίων, είτε στην περίοδο των Φλαβίων αυτοκρατόρων του 1ου αιώνα μ.Χ. Δυστυχώς δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς, διότι η εισαγωγή του έργου έχει χαθεί. Ο Κούρτιος πάντως, φαίνεται πως ήταν άνθρωπος που είχε ζήσει τη σκοτεινή πλευρά της μοναρχικής εξουσίας. Οι συνομωσίες της αυτοκρατορικής αυλής και οι εμφύλιοι πόλεμοι επηρέασαν την ερμηνεία του για τον Αλέξανδρο και ιδίως την περιγραφή της σχέσης του Αλεξάνδρου με τους αξιωματούχους του. Ίσως ο Κούρτιος επέλεξε ως θέμα της συγγραφικής του δραστηριότητας τον Αλέξανδρο επειδή η σύγχρονή του ρωμαϊκή ιστορία, όπως παρατηρεί ο λίγο νεότερός του Τάκιτος, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο πεδίο.  Στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., την περίοδο της πιο ήπιας διακυβέρνησης του αυτοκράτορα Τραϊανού, ο ηθικός φιλόσοφος Πλούταρχος έγραψε τους Βίους Παράλληλους όπου και ένα από τα τελευταία ζεύγη ήταν εκείνο του Αλεξάνδρου και του Καίσαρα. Επιπλέον, έγραψε την πραγματεία Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής. Ο Πλούταρχος, όπως δηλώνει και ίδιος, δεν είναι ιστορικός. Ενδιαφέρεται να φωτίσει τον ηθικό χαρακτήρα του Αλεξάνδρου. Αναπόφευκτα βέβαια, έγραψε για τη ζωή ενός μονάρχη ζώντας υπό το καθεστώς ενός άλλου μονάρχη και έβλεπε με συμπάθεια τους πανηγυρικούς που είχαν ως επίκεντρο τον Αλέξανδρο. Συνεισέφερε έτσι κι αυτός στο να τοποθετηθεί ο Αλέξανδρος σε ένα βάθρο αποσπώντας τον από την πραγματική ζωή με το να απαλείφει σε μεγάλο βαθμό το ιστορικό πλαίσιο. Στον Πλούταρχο, περισσότερο απ’ ότι σε οποιονδήποτε άλλο σωζόμενο συγγραφέα, βλέπουμε τον Αλέξανδρο ως λογοτεχνική κατασκευή. Ο τρίτος σωζόμενος συγγραφέας είναι ο σύγχρονος και λίγο νεότερος του Πλουτάρχου, Φλάβιος Αρριανός. Γεννήθηκε στη Νικομήδεια, ήταν μαθητής του φιλοσόφου Επίκτητου και άνθρωπος των γραμμάτων. Χρησιμοποίησε ως πρότυπό του τον Ξενοφώντα, γι’ αυτό και έδωσε τον τίτλο Ανάβασις στην ιστορία του Αλεξάνδρου που συνέγραψε. Ο Αρριανός είχε την προσωπική εύνοια του αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος τον έκανε συγκλητικό. Στη συνέχεια έγινε ύπατος και υπηρέτησε επί έξι χρόνια ως κυβερνήτης της Καππαδοκίας. Έχοντας ο ίδιος την αυτοκρατορική εύνοια, δεν μας εκπλήσσει ότι, σε αντίθεση με τον Κούρτιο έναν αιώνα νωρίτερα, βλέπει μόνο θετικά στη μοναρχία. Παρουσιάζει μια κολακευτική, αποστειρωμένη εικόνα του ιστορικού Αλεξάνδρου, τον οποίο βλέπει όπως ακριβώς θα ήθελαν ο Πτολεμαίος (που είναι και η βασική πηγή του) και ο Αριστόβουλος. Στον Αρριανό, όπως και στον Κούρτιο, βλέπουμε καθαρά την αλήθεια της ρήσης του ιστορικού R.G. Collingwood ότι πάντα η ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία.

Συνοψίζοντας την αρχαία ιστοριογραφία γύρω από τον Αλέξανδρο επιγραμματικά μπορούμε να διαπιστώσουμε τα εξής. Όλοι οι εκπρόσωποι της πρώτης γενιάς συγγραφέων είχαν κατά νου το συγκεκριμένο κοινό τους, ενώ ειδικότερα ο Πτολεμαίος ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως να παρουσιάσει μια αποστειρωμένη εικόνα του Αλεξάνδρου, πάνω στην άσπιλη φήμη του οποίου έχτισε και ο ίδιος το βασίλειό του. Στη συνέχεια φαίνεται πως για 200 χρόνια περίπου δεν έγραψε κανείς αναλυτικά για τον Αλέξανδρο, μέχρι την εποχή της ρωμαϊκής εμπλοκής στην Ανατολή. Κυρίως οι κατακτήσεις του Πομπηίου στην Ανατολία και στη Συρία στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. έφεραν ξανά στην επικαιρότητα τον Αλέξανδρο και προκάλεσαν μια σχετική αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γι’ αυτόν. Τέλος, τα κείμενα αυτά προκάλεσαν τη διαμαρτυρία του Λιβίου κατά της άποψης ότι ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να κατακτήσει και τη Ρώμη. Από τότε, το ενδιαφέρον για τον Αλέξανδρο υπήρξε μόνο παροδικό. Ο Κούρτιος επέλεξε να γράψει γι’ αυτόν σαν άνθρωπος των γραμμάτων προκειμένου να αποδράσει από την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά το έργο του αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα τα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι σκεπτόμενοι άνθρωποι υπό το καθεστώς της Ιουλιοκλαυδιανής δυναστείας. Ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε τον Αλέξανδρο ως αφορμή για να δώσει μαθήματα ηθικής, γράφοντας σε έναν κατά βάση απολιτικό κόσμο. Φτάνουμε τέλος στον γεμάτο σεβασμό πανηγυρικό του Αρριανού για το μονάρχη του οποίου οι πράξεις (ίσως θεωρούσε ο ιστορικός) συνέβαλαν εντέλει στη δημιουργία του μακάριου κόσμου των μοναρχιών, όπου άνθρωποι σαν τον ίδιο τον Αρριανό θα μπορούσαν να προκόψουν.

Ο Αλέξανδρος των θρύλων

Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, μάλλον στο χρονικό περιθώριο μια γενιάς, πέραν της ιστοριογραφίας, δημιουργήθηκε ένα έργο λαϊκής λογοτεχνίας, με θέμα τα όνειρα και τις επιθυμίες του Αλεξάνδρου, τα οποία και αντιμετώπιζε σαν όντως να είχαν συμβεί. Πρόκειται για το Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, ένα έργο που γραφόταν και ξαναγραφόταν, με την προσθήκη νέων στοιχείων, που διαμορφωνόταν διαρκώς κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας, και το οποίο έγινε η βάση για μια πλουσιότατη λογοτεχνική παραγωγή σχετικά με τον Μακεδόνα βασιλιά. Από την ελληνική ανατολή που γράφτηκε, διαπέρασε τις αραβικές και τις περσικές παραδόσεις, τη μεσαιωνική και σύγχρονη Ελλάδα και. μέσω δύο μεταφράσεων στα Λατινικά, τις ρομαντικές μυθιστορίες της Δυτικής Ευρώπης. Η ιστορία των θρύλων του Αλεξάνδρου είναι η ιστορία των μεταμορφώσεων αυτού του εκπληκτικού, χωρίς βέβαια ιδιαίτερη εγκυρότητα, ιστορικού μυθιστορήματος. Στο έργο αυτό, ο ιστορικός Αλέξανδρος σχεδόν χάνεται κάτω από την αχλύ ενός άλλου Αλεξάνδρου. Ενός πρωτεϊκού χαρακτήρα που μπορεί να ενσαρκώσει μερικούς από τους βαθύτερους φόβους και επιθυμίες του ανθρώπινου είδους. Είναι αξιοθαύμαστο πώς ένα τόσο αποσπασματικό πεζό κείμενο είχε τόσο μεγάλη επιρροή και ενέπνευσε πολύ πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα, όπως το περσικό Σαανάμα (Shahanama), το γαλλικό Roman d’ Alexandre (Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου) και τη νέα ελληνική Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου.

Το υλικό του θρύλου είναι άπειρο και δεν θα έφτανε μία ολόκληρη ζωή για να το μελετήσει κανείς διεξοδικά, ή έστω να μάθει τις γλώσσες που ασχολούνται με αυτό, από τα Ισλανδικά ως τα Μαλαϊκά και από τα Ισπανικά ως τα Μογγολικά, μαζί με τα βασικά κείμενα στα Ελληνικά, Λατινικά, Συριακά, Αρμενικά, Εβραϊκά, Περσικά και Αραβικά. Η εικόνα που προκύπτει μας δίνει έναν Αλέξανδρο ικανό να αφουγκραστεί τους κραδασμούς του κόσμου γύρω του, από το Ισλάμ της Τζιχάντ μέχρι τον Χριστιανισμό των Αυτοκρατοριών. Να γίνει φορέας νοήματος για τους παγανιστές φιλοσόφους αλλά και τους Εβραίους. Οι θρησκευτικές κατηγοριοποιήσεις δεν είναι τυχαίες. Αυτός ο Αλέξανδρος θέτει ερωτήματα: πώς να ζήσουμε, γιατί πεθαίνουμε, που δεν θα λάβουν ποτέ οριστική απάντηση. Μπορεί να μιλήσει για τον Καθένα.

Είναι γιός Θεού που αποβλέπει στη αθανασία. Είναι ο ικανός εξερευνητής που ξεπερνάει τα σύνορα του κόσμου τον οποίο και υπερασπίζεται από τους έξωθεν κινδύνους που τον απειλούν. Είναι ο επινοητικός εφευρέτης που αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση και ξεπερνά κάθε αδιέξοδο.  Ως φιλόσοφος μπορεί να αμφισβητήσει την αξία των κατακτητικών του άθλων μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου. Όπως προσφυώς παρατηρεί ο λογοτέχνης T.E. Lawrence (περισσότερο γνωστός ως Λώρενς της Αραβίας), είναι ένας «μεταρρυθμιστής του κόσμου που δεν έχασε ποτέ την ικανότητα να αμφιβάλλει». Εισβάλλει στο Μεσαίωνα ως κυνηγός τεράτων και ως ηθικολόγος, αλλά και ως προάγγελος του τέλους του Χρόνου. Γίνεται ένας ταξιδευτής προς τον Παράδεισο, ένας ιππότης του Θεού και ένας Άνθρωπος Οικουμενικός, που κάποιες φορές αξιώνεται να ταυτιστεί με τον Χριστό. Όμως, όπως ο οικουμενικός Άνθρωπος, έρχεται και αυτός αντιμέτωπος με τον Θάνατο. Όταν εισέρχεται στη σύγχρονη ελληνική παράδοση, είναι ένας παγκόσμιος βασιλιάς που διαφυλάττει την ειρήνη στον κόσμο, ένα πρότυπο για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και ένας εθνικιστής ήρωας της σύγχρονης βαλκανικής πολιτικής σκηνής. Όπως ένα στοιχειό της φύσης που τα χνάρια του, μαζί μ’ αυτά του αλόγου του, έχουν αποτυπωθεί στα βράχια και τις ακτές του Αιγαίου. Ακόμα και στη μουσουλμανική παράδοση, όπου καθιερώνεται μέσω του Κορανίου, γίνεται ο υπερασπιστής του κόσμου απέναντι στο χάος, ένας πολεμιστής και ένας προφήτης του Θεού αλλά και ένας Καθρέφτης των Βασιλέων. Ο Πέρσης Αλέξανδρος, επίσης είναι ένας ιδανικός βασιλιάς, ένας ήρωας γεμάτος νιότη, ένας σοφός.

Μια τέτοια κοσμική μοίρα απέχει πολύ απ’ όσα μπορούμε να προσλάβουμε για τον ιστορικό Αλέξανδρο. Ο τελευταίος, όπως είδαμε, έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως. Από βίαιος κατακτητής που η μόνη του ικανότητα ήταν να σκοτώνει, μέχρι οραματιστής που φιλοδοξούσε να ενώσει ολόκληρο τον κόσμο. Ένας περήφανος δυνάστης με αξιοθαύμαστες ικανότητες, γενναιόδωρος αλλά και μέθυσος και αγροίκος. Όσο, όμως, ηρωικός, ή όχι, κι αν ήταν ο Αλέξανδρος της ιστορικής αλήθειας, ο μύθος του λειτουργεί ανεξάρτητα από αυτόν. Και αυτό γιατί πολλά από τα γεγονότα στο Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου είναι πράξεις που ο ιστορικός βασιλιάς απλώς θα επιθυμούσε να κάνει. Πράξεις τις οποίες ο πόθος του, αυτή η σχεδόν θρησκευτική επιθυμία του υπαγόρευε. Την εξερεύνηση του Νείλου, την πορεία στον εξωτερικό του κόσμου Ωκεανό, τη συνάντηση με τις Αμαζόνες. Ακόμα και η κατάκτηση της Δύσης, ένα από τα τελευταία σχέδιά του κάνει την εμφάνισή του σε μια παραλλαγή του Μυθιστορήματος.

Ο Αλέξανδρος του μύθου αρχίζει να εξυφαίνει την αφήγηση και τα περιστατικά της ίδιας του της ζωής μέσα από τα όνειρά του. Κάθε καινούργια διασκευή του μύθου του, που διαδέχεται την προηγούμενη, προσθέτει νέες ιστορίες, περισσότερο βάθος, νέους άθλους και νέες συναντήσεις. Δεν είναι όλες οι ιστορίες του μύθου όνειρα που έκανε ο Αλέξανδρος, αλλά όλες τους είναι όνειρα που μπορεί να κατανοήσει ένας άνθρωπος, αφού και ο ίδιος τα έχει ονειρευτεί. Το να σκέφτεται κάποιος την πορεία του στη ζωή ή το να επιθυμεί μια μεγαλύτερη διάρκεια ζωής είναι προσδοκίες πανανθρώπινες.

Ο Αλέξανδρος είτε στην Ιστορία είτε στον Θρύλο ενσαρκώνει τις προσδοκίες, τους φόβους και την αναμέτρηση με το θάνατο, ζητήματα που απασχολούν κάθε άνθρωπο. Εκεί, ίσως, βρίσκεται και το μυστικό της διαχρονικής γοητείας του.  

Alexandre Le Grand, Grec Macedonien – Le Musee du Louvre. (3 – 4)

Ντοκυμαντέρ 2011 συμπαραγωγής της ΕΡΤ, του Μουσείου του Λούβρου, του Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου και του τηλεοπτικού καναλιού ΑRTE

Ο Κλεάνθης Ζουμπουλάκης είναι διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ

  ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Anson E.M. (2013) Alexander the Great Themes and Issues, London.

Bosworth A.B. (1988) Conquest and Empire, the Reign of Alexander the Great, Cambridge ( Κατακτήσεις και Αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, μτφ. Μακρής Κ., Αθήνα 1998).

Carlier P. (1995) Le IVe siècle grec-jusqu’ à la mort d’Alexandre, Seuil ( Ο Ελληνικός Κόσμος τον 40 π.Χ. αιώνα, μέχρι το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μτφ. Στεφάνου Μ., επιμ. Ζουμπουλάκης Κ., Αθήνα 2005).

Droysen J.G. (1877-8) Geschichte des Hellenismus2 I. 1-2 Geschichte Alexanders des Grossen ( Ιστορία του Μ.Αλεξάνδρου μτφ. Αποστολίδης Ρ., επιμ. Αποστολίδης Η.- Αποστολίδης Σ., Αθήνα 1993).

Errington R.M. (2008) “Ο Μέγας Αλέξανδρος και η εξέλιξη της εικόνας του στην ιστοριογραφία” στο Μέγας Αλέξανδρος. Αναδιφώντας όψεις του περίοπτου, Έκδοση Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, 138-171.

Fuller J.F.C. (1958) The Generalship of Alexander the Great ( Η Ιδιοφυής Στρατηγική του Μ.Αλεξάνδρου, μτφ. Κολιόπουλος Κ., επιμ. Ήφαιστος Π. – Παπασωτηρίου Χ., Αθήνα 2004).

Gehrke H.-J. (1991) Geschichte des Hellenismus, München (Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου, μτφ. Χανιώτης Α., εποπτεία Μπουραζέλης Κ , Αθήνα 2007).

Heckel W.- Tritle L.A. (2009) Alexander the Great: a new history, Chichester.

Stoneman R., (2008) Alexander the Great: A life in Legend ( Αλέξανδρος ο Μέγας. Από την Ιστορία στον θρύλο, μτφ. Μοσχή Φ. επιμ. Αποστολοπούλου Μ., Αθήνα 2011).

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *