Ιωάννης Σ. Λάμπρου – ΙΝΣΠΟΛ – 14/10/2022
Με αφορμή την έναρξη της 77ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και την παρουσία της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτή καταθέτουμε ορισμένες καλοπροαίρετες σκέψεις.
Η ετήσια Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αποτελεί το πλέον σημαντικό βήμα διμερούς και πολυμερούς διπλωματίας λόγω της συμμετοχή μεγάλου αριθμού επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων. Πλήθος διμερών και πολυμερών συναντήσεων λαμβάνουν χώρα, συνεννοήσεις πραγματοποιούνται, συμφωνίες επικυρώνονται, προσεγγίσεις επιβεβαιώνονται. Το βήμα αυτό, ειδικά για την Αθήνα, αποτελεί πρώτης τάξεως ευκαιρία να έρθει σε επαφή με κράτη εκτός Ευρώπης και του στενού κοινοτικού πλαισίου. Κράτη, τα οποία, λόγω του γεωγραφικού και πληθυσμιακού τους μεγέθους, της εγχώριας παραγωγικής βάσης και των εξαγωγικών δραστηριοτήτων τους, της περιφερειακή επιρροής που ασκούν θα πρέπει να αποτελούν συνομιλητές των Αθηνών με την προοπτική σύναψης συμμαχιών, εμπορικών συμφωνιών και ευρύτερων πολιτικών συνεννοήσεων.
Το ερώτημα που προκύπτει, φυσικά, είναι τι μπορεί να προσφέρει η Ελλάς σε μια τέτοια δυνητική συνεννόηση με χώρες όπως η Βραζιλία, η Νιγηρία, το Τουρκμενιστάν, το Καζακστάν, η Νότιος Αφρική, η Ινδία, η Μαλαισία, η Αργεντινή, η Αλγερία, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Κένυα, η Αιθιοπία, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, το Ιράν. Τι προσφέρει η Ελλάς ως Ελληνική Δημοκρατία, όχι ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Η θετική στάση της Αθήνας εντός της ΕΕ και ΝΑΤΟ σε κάποια θεματική που ενδιαφέρει μία από τις παραπάνω χώρες δεν αρκεί και δεν μπορεί να θεωρηθεί αντάλλαγμα άξιο μνείας. Διότι οι χώρες αυτές για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων θα προσεγγίσουν τα ισχυρότερα κράτη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Αν αποσπάσουν τη στήριξή τους, τα μικρότερα κράτη, συνεπώς και η Αθήνα, θα πειθαρχήσουν στο συμμαχικό συμφέρον (που διαμορφώνεται φυσικά υπό την κυρίαρχη επιρροή των μεγαλύτερων κρατών). Αν πάλι οι μεγάλες χώρες δεν συναινέσουν σε κάποιο αίτημα των κρατών αυτών, είναι αφελής η προσδοκία ότι η Αθήνα – η τόσο επιρρεπής σε συμμαχικές παραινέσεις να θεωρεί το συμμαχικό ως εθνικό συμφέρον – θα χαράξει τη δική της πορεία.
Τι μπορεί να προσφέρει η Ελλάς σε αυτές τις χώρες; Τι θα ενθαρρύνει τις χώρες αυτές να προσεγγίσουν ουσιαστικά την Αθήνα πέραν των τετριμμένων αναφορών στην «κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού» (απέναντι στον οποίο οι περισσότερες από τις προαναφερόμενες χώρες δεν αισθάνονται καμία σχέση), στον «ελληνικό ήλιο» και στην «ελληνική φιλοξενία»…
Διαθέτει η Ελλάς τεχνολογία αιχμής στην πολεμική βιομηχανία;
Διαθέτει τεχνολογία εναλλακτικών πηγών ενέργειας, η σημασία των οποίων αναδεικνύεται καθημερινά;
Διαθέτει πρότυπο εκπαιδευτικό σύστημα δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ώστε να αποτελεί προϊόν προς εξαγωγή και να προσελκύει τους γόνους των ισχυρών οικογενειών των χωρών αυτών;
Αλλά και εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, διαθέτει πρότυπα πανεπιστημιακά τμήματα κλασσικών και θεολογικών σπουδών ώστε να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος μιας συνολικής πανευρωπαϊκής στροφής στα κλασσικά γράμματα και την χριστιανική παράδοση, εκ των θεμελιωδών προϋποθέσεων εμπέδωσης ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνεπώς, συν τω χρόνω, συνειδητοποίησης κοινών συμφερόντων έναντι τρίτων;
Μήπως διαθέτει πρότυπο σύστημα διαχείρισης υδάτων ή βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας της αγροτικής καλλιέργειας, τόσο σημαντικά και τα δύο για μεγάλο αριθμό χωρών της Αφρικής και της Ασίας;
Διαθέτει πρότυπα ερευνητικά ιδρύματα τα οποία βρίσκονται στην πρωτοπορία εφευρέσεων προσφέροντας λύσεις σε καθημερινά προβλήματα εκατομμυρίων ανθρώπων;
Διαθέτει πρότυπη ναυπηγική βιομηχανία; Η ελληνόκτητη δε ναυτιλία δεν παίρνει εντολές από την Αθήνα ώστε να θεωρηθεί κεκτημένο της τελευταίας προς διαπραγμάτευση με τρίτους.
Τίποτα από τα παραπάνω, και πολλά άλλα, δεν διαθέτει η Αθήνα. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να τα αποκτήσει.
Το πολιτικό προσωπικό δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να προσδώσει αυτοδύναμη ισχύ στη χώρα ώστε να αποκτήσει στίγμα, σε ευρωατλαντικό και οικουμενικό επίπεδο, σύμφωνο με την ιδιοπροσωπία, την ιστορική πορεία και τα βιώματα του Ελληνισμού.
Γιατί να το κάνει άλλωστε; Εντός του ΝΑΤΟ και της ΕΕ οι ευθύνες του περιορίζονται στη συμπόρευση με το συμμαχικό/κοινοτικό συμφέρον στη διαμόρφωση του οποίου ελάχιστα μετέχει.
Το ερώτημα παραμένει.
Τι κομίζει η Ελλάς;