του Νίκου Φραγκιαδάκη,
Το καλοκαίρι του 1869, ο Jay Gould, όντας πλέον διευθυντής και μεγαλομέτοχος της Tenth National Bank of New York (διέθετε τις μετοχές: α) της σιδηροδρομικής εταιρείας Erie Railway Company, β) της εταιρείας ατμοπλοϊών του και γ) της χρηματιστηριακής εταιρείας που είχε με τους Smith και Martin, αλλά και έλεγχε όλα τα χρηματικά αποθέματα των μελών του Κινήματος του Χρυσού), αποφάσισε να ασχοληθεί με εμπόριο χρυσού, προκειμένου να μπορέσει να αποκομίσει υψηλά κέρδη από αυτό και να επαναφέρει την ισοτιμία μεταξύ χρυσού και greenbacks στο 1 προς 145, όπως ήταν τον Αύγουστο του 1868. Ωστόσο, η πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση του Οδυσσέα Γκράντ (Ulysses Grant), λόγω της προαναφερθείσας οικονομικής κρίσης που βίωναν οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκείνη την περίοδο, πουλούσε κατά καιρούς μέρος του χρυσού που διέθετε με τη μορφή τελωνειακών εσόδων, για να μπορέσει, έτσι, να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία μεταξύ χρυσού και greenbacks στο 1 προς 133. Για αυτό τον λόγο ο Gould συνέλαβε ένα σχέδιο, για να κάνει την αμερικανική κυβέρνηση να συνεργαστεί μαζί του αίροντας, ουσιαστικά, τους περιορισμούς που αυτή είχε επιβάλει στο εμπόριο χρυσού, προκειμένου εκείνος να μπορέσει να κερδοσκοπήσει (Adams Charles & Adams Henry, 1886, 103 & 116, Carpenter John, 1965, 346, Wimmer Larry, 1975, 115 & Morgan Donald & Narron James, 2016, 29).

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1869, ο Jay Gould συναντήθηκε με τον Πρόεδρο Ulysses Grant σε ένα από τα ατμόπλοια του φίλου του, James Fisk, στη μαρίνα, Long Island Sound, όπου και τού πρότεινε να αυξήσει το Υπουργείο Οικονομικών την επιδότησή του προς τους αγρότες, από 130 σε 140 greenbacks, με την αιτιολογία ότι, με αυτό τον τρόπο, οι τελευταίοι θα μπορέσουν να βρουν καλύτερες και πιο κερδοφόρες αγορές για τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα δε στο Λονδίνο, πράγμα το οποίο, μεταξύ άλλων, θα αύξανε την εμπορική εξαγωγιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και παράλληλα θα τόνωνε και τη λειτουργικότητα των σιδηροδρόμων της χώρας. Μάλιστα, οφείλουμε εδώ να αναφέρουμε ότι το 1869 ήταν πράγματι μια απογοητευτική χρονιά όσον αφορά το εμπόριο σιταριού. Κι αυτό διότι ενώ η συνολική παραγωγή του τελευταίου αυξήθηκε κατά 16 – 17 % από το 1868, το γενικό επίπεδο τιμών μειώθηκε κατά 6%, με αποτέλεσμα οι ονομαστικές τιμές αυτού να μειωθούν και αυτές με τη σειρά τους κατά πάνω από 40%. Όμως, η εν λόγω κρίση επεκτάθηκε και στο εξωτερικό εμπόριο, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, γινόταν σε χρυσά δολάρια και όχι σε greenbacks, και συνεπώς οποιαδήποτε πτώση των τιμών στην εσωτερική αγορά οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση των τιμών στο εξωτερικό εμπόριο. Τέλος, η κρίση αυτή έπληξε και τις σιδηροδρομικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και αυτή του Gould, καθώς μειώθηκε η κίνηση των αγροτικών προϊόντων προς την εσωτερική ή εξωτερική αγορά. Παρόλα αυτά, όμως, ο Grant, η κυβέρνηση του οποίου ακολουθούσε μια πολιτική αποπληθωρισμού, απέρριψε την πρόταση του Gould για την αύξηση της κρατικής επιχορήγησης στους αγρότες (Adams Charles & Adams Henry, 1886, 113, Carpenter John, 1965, 346 – 347 & Wimmer Larry, 1975, 108 – 109).

Ωστόσο, ο Gould δεν πτοήθηκε από την άρνηση του Grant και στράφηκε στον γαμπρό του τελευταίου, παντρεμένο με την αδελφή του, Jennie Grant, τον Άμπελ Ράθμπον Κόρμπιν (Abel Rathbone Corbin), έναν πρώην δικηγόρο, συνταξιούχο κτηματομεσίτη της Νέας Υόρκη και παράγοντα της Wall Street, τον οποίο και δε δυσκολεύτηκε να πείσει να συμμετάσχει στο σχέδιο του. Σύντομα, ο Corbin, μετά από προτροπή του Gould, έπεισε τον Grant να διορίσει, τον πρώην στρατηγό της Ένωσης και νυν επιχειρηματία Ντάνιελ Μπόττερφιλντ (Daniel Butterfield) ως Βοηθό Ταμία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Νέα Υόρκη, καθότι η νευραλγική αυτή θέση είχε πρόσφατα μείνει κενή. Όμως, ο Butterfield, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δεν ήταν και το πλέον κατάλληλο άτομο για την εν λόγω θέση, αρμοδιότητα της οποίας ήταν να ελέγχει ένα μεγάλο μέρος του αποθέματος χρυσού των Ηνωμένων Πολιτειών. Κι αυτό διότι ήταν ιδιαίτερα επιρρεπής στις δωροδοκίες (Adams Charles & Adams Henry, 1886, 114 – 116, Carpenter John, 347, Morgan Donald & Narron James, 2016, 29 & Μαύρη Παρασκευή, 2017).

Στη συνέχεια, ο Gould στράφηκε στον φίλο του, James Fisk, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε συμμετάσχει ενεργά στο σχέδιό του, του εξήγησε τι επρόκειτο να κάνει και του ζήτησε να ξεκινήσει να αγοράζει χρυσό. Γρήγορα ο Fisk συγκέντρωσε χρυσό αξίας 7 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο Gould, 25 εκατομμυρίων. Το γεγονός αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα, στις 25 Αυγούστου του 1869, να δημοσιευθεί ένα άρθρο στους New York Times, με τίτλο Financial Policy of the Administration, το οποίο εμμέσως πλην σαφώς κατηγορούσε τον Gould ότι κερδοσκοπούσε στο εμπόριο χρυσού. Βλέποντάς το αυτό ο Grant, προσπάθησε να αντιδράσει, διατάζοντας, την 1η Σεπτεμβρίου του 1869, τον Υπουργό Οικονομικών του, Τζορτζ Σ. Μπούτγουελ (George S. Boutwell), να σταματήσει να πουλά χρυσό στις τιμές του καλοκαιριού. Αλλά, εκείνος, πιστεύοντας ότι ο Grant ήταν υπέρ της κυβερνητικής παρακράτησης του χρυσού και παρερμηνεύοντας τη διαταγή του πολιτικού του προϊσταμένου, διέταξε τη γενικότερη παύση των πωλήσεων χρυσού στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέρα από αυτές που ήταν προγραμματισμένο να γίνουν εντός ολίγου χρονικού διαστήματος. Η απόφαση αυτή, την οποία εκείνος έμαθε από τον Butterfield, παραλίγο να καταστρέψει το σχέδιο του Gould, ο οποίος επιθυμούσε να πουλήσει σε υψηλές τιμές όλο αυτό το απόθεμα χρυσού που είχαν συγκεντρώσει εκείνος και ο Fisk (Carpenter John, 1965, 346 – 348, Wimmer Larry, 1975, 117, Morgan Donald & Narron James, 2016, 29 & Μαύρη Παρασκευή, 2017).

Ωστόσο, ο Jay Gould δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει το σχέδιο του, παρά τις δυσμενείς για αυτό εξελίξεις που πρόβαλαν απειλητικές στον ορίζοντα. Αντίθετα, όντας αποφασισμένος να στρέψει και το εμπόδιο αυτό προς όφελός του, κατέστρωσε το ακόλουθο σχέδιο: Αρχικά, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1869, έστειλε ένα γράμμα, το οποίο είχε συγγράψει ο Corbin, και περιείχε επιχειρήματα υπέρ του επανανοίγματος της αγοράς χρυσού, στον Grant, ο οποίος από τις 13 του μηνός περιόδευε μαζί με την οικογένειά του στη Δυτική Πενσυλβάνια, μέσω ενός έμπιστου αγγελιαφόρου, του Γουίλιαμ Ο. Τσάπιν (William O. Chapin), ενός υπαλλήλου του Fisk. Παράλληλα, ο Chapin είχε μαζί του και άλλη μια επιστολή του Corbin προς τον γραμματέα του Grant, Χόρας Πόρτερ (Horace Porter), προκειμένου ο τελευταίος, έναντι κάποιας αμοιβής, να επιτρέψει στον Chapin να συναντηθεί αυτοπροσώπως με τον Πρόεδρο. Όμως, αυτό, όπως αποδείχθηκε, ήταν μια λανθασμένη κίνηση εκ μέρους του Gould. Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1869, ο Chapin συναντήθηκε αρχικά με τον με τον Porter κι έπειτα με τον Grant, στον οποίο και παρέδωσε την επιστολή του για το άνοιγμα της αγοράς χρυσού. Ο Grant, αφού τη διάβασε, αποχώρησε για λίγο από το δωμάτιο και όταν επέστρεψε, δεν είπε τίποτα στον Chapin, ο οποίος περίμενε την απάντησή του. Μετά από λίγο, ο τελευταίος αναγκάστηκε να τον ρώτησε αν όλα βαίνουν καλώς, για να λάβει τη λακωνική απάντηση του Προέδρου, «Ναι/ Εντάξει». Ο Chapin αμέσως μετά, όπως υποστηρίζει ο Fisk, τηλεγράφησε στους Gould και Fisk λέγοντάς τους: «Η επιστολή παραδόθηκε. Εντάξει.». Έτσι, αυτοί συμπέραναν ότι ο Πρόεδρος ήταν μαζί τους και συνέχισαν να αγοράζουν χρυσά δολάρια, πράγμα το οποίο είχες ως αποτέλεσμα η τιμή του να εκτιναχθεί, μέσα σε 4 μόλις ημέρες, στα 144 greenbacks. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν έτσι, όπως πίστευαν (Adams Charles & Adams Henry, 1886, 121 & 123, Carpenter John, 1965, 349 – 352 & Wimmer Larry, 1975, 107)…

Σύντομα ο Grant, στις 22 Σεπτεμβρίου, έμαθε από τα δημοσιεύματα του Τύπου τι είχε συμβεί και απείλησε τον Corbin, μέσα από μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των συζύγων τους, λέγοντάς του ότι με τις κινήσεις του αυτές θα τίναζε την αγορά χρυσού στον αέρα. Μόλις το έμαθε αυτό ο Gould, κατάλαβε ότι όχι μόνο ο Πρόεδρος δεν ήταν με το μέρος τους, αλλά ότι σύντομα θα στρεφόταν εναντίον τους. Έτσι αυτός και ο Fisk άρχισαν να πωλούν κρυφά όσα περισσότερο χρυσό μπορούσαν, προκειμένου να εξαφανίσουν τις αποδείξεις της ενοχής τους, με αποτέλεσμα η τιμή του να ανέλθει στα 163 greenbacks. Την επόμενη ημέρα, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1869, έλαβε χώρα η Black Friday, καθότι η αμερικανική κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία επέτρεπε την πώληση χρυσού αξίας τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων. Μέσα σε μόλις 15 λεπτά η τιμή του έπεσε κατά 30 μονάδες, στα 133 greenbacks, και η οικονομία κατέρρευσε. Χιλιάδες επενδυτές και αξιολογά χρηματιστηριακά ιδρύματα καταστράφηκαν οικονομικά. Μάλιστα, λέγεται ότι ένας εξ’ αυτών αυτοκτόνησε. Παράλληλα, αν και δε συμμετείχε στο όλο σκάνδαλο, η πολιτική καριέρα του Grant κινδύνευσε, καθότι η Βουλή των Αντιπροσώπων διενήργησε έρευνα εις βάρος αυτού, της συζύγου και της αδελφής του. Ωστόσο, αν και απαλλάχθηκε κατά πλειοψηφία από όλες τις κατηγορίες, υπήρχε μια ισχυρή μειοψηφία στη Βουλή, η οποία πίστευε ότι οι λανθασμένοι χειρισμοί του επί του θέματος ήταν αυτοί που οδήγησαν στη Black Friday του 1869. Τέλος, ο Corbin επέστρεψε στην Ουάσιγκτον, αλλά έπεσε σε δυσμένεια και εξαφανίστηκε από το φως της δημοσιότητας, ενώ στον στρατηγό Butterfield, ο οποίος είχε περιορισμένο ρόλο κατά τη διάρκεια των γεγονότων, επετράπη να παραιτηθεί από το αξίωμά του, δίχως να γίνει κάποια έρευνα εις βάρος του (Adams Charles & Adams Henry, 1886, 133, Carpenter John, 1965, 352 – 353, Wimmer Larry, 1975, 107, Morgan Donald & Narron James, 2016, 29 & Μαύρη Παρασκευή, 2017).

Από την άλλη πλευρά ο Jay Gould θέλοντας να προστατεύσει τον εαυτό από τις κατηγορίες για κερδοσκοπία εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος, που θα τον βάραιναν αν πήγαινε σε δίκη, ζήτησε τη βοήθεια του William “Boss” Tweed. Κι εκείνος με το αζημίωτο τον έφερε σε επαφή με μερικούς δικαστές της Νέας Υόρκης, τους οποίους και δωροδόκησε εξ ονόματός του. Έτσι, κατάφερε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που τον βάραιναν και να διατηρήσει άθικτο, εν μέρει τον πλούτο του, καθότι ξόδεψε αρκετά εκατομμύρια δολάρια στις δικαστικές διαμάχες που έλαβαν χώρα μετά τη Black Friday.

Βέβαια, εδώ οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Jay Gould ήταν ο πιο επιτυχημένος διάδικος τις αμερικανικής ιστορίας είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος. Νίκησε σε όλες, σχεδόν, τις δικαστικές του διαμάχες και δε δίσταζε να χρησιμοποιήσει τα δικαστήρια, για να επιτεθεί στους αντιπάλους του, να τους μπερδέψει ή να συσκοτίσει τις μελλοντικές επιχειρηματικές του κινήσεις Το ίδιο συνέβη και με τον Fisk, ο οποίος, όμως, τρία χρόνια αργότερα, δολοφονήθηκε στο κέντρο του Μανχάταν από έναν αντίπαλό του, τον οποίο προσπαθούσε να εκβιάσει (Klein Maury, 1978, 189 – 190, Morgan Donald & Narron James, 2016, 30, Μαύρη Παρασκευή, 2017 & Notorious Robber Baron, 2019).
Συμπέρασμα
Μια συνομωσία, που οδήγησε σε μια χρηματιστηριακή κατάρρευση στις Ηνωμένες Πολιτείες, στα μέσα του 19ου αιώνα, μετατράπηκε σε μια ημέρα εκπτώσεων. Αυτό μας δείχνει τη δύναμη του marketing, η οποία σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα του ανθρώπου να ορίζει το παρελθόν του με βάση τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, προκειμένου να επιτυγχάνει τους εκάστοτε στόχους του. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός δεν είναι μια πρακτική ορισμένων ιστορικών, οι οποίοι, καλώς ή κακώς εμφορούνται και διέπονται από συγκεκριμένες πολιτικές ιδεολογίες, αλλά μια εγγενή ανάγκη του ανθρώπου να κρύβει ή και να αλλάζει τα κακώς κείμενα του παρελθόντος του μη δυνάμενος να τα αποδεχθεί ως έχουν. Το αν αυτό είναι ορθό ή λανθασμένο, ηθικό ή ανήθικο, ακίνδυνο ή επικίνδυνο είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης. Το θέμα είναι ότι υπάρχει, επειδή είναι ανθρώπινο.
Βιβλιογραφία
“Μαύρη Παρασκευή”. Οι δύο κερδοσκόποι που ξεγέλασαν τον πρόεδρο των ΗΠΑ και κατέστρεψαν την οικονομία με την τιμή του χρυσού. Πώς κατέρρευσε το χρηματιστήριο 60 χρόνια πριν από το κραχ του 1929, 2017. Ανακτήθηκε 29 Οκτωβρίου του 2022 από: https://www.mixanitouxronou.gr/mavri-paraskevi-oi-dyo-kerdoskopoi-pou-ksegelasan-ton-proedro-ton-ipa-kai-katestrepsan-tin-oikonomia-me-tin-timi-tou-xrysou-pos-katerrefse-to-xrimatistirio-60-xronia-prin-apo-to-krax-tou-1929/.
Adams, Charles F. & Adams, Henry. Chapters of Erie and two other essays. New York: Henry Holt and Company, 1886.
Carpenter, John A. (1965). Washington, Pennsylvania, and the Gold Conspiracy of 1869. Ανακτήθηκε 29 Οκτωβρίου του 2022 από: https://journals.psu.edu/wph/article/download/2766/2598.
Daniel Butterfield. In Wikipedia, 18 Νοεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε 26 Νοεμβρίου του 2022 από: https://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Butterfield.
George S. Boutwell. In Wikipedia, 31 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε 26 Νοεμβρίου του 2022 από: https://en.wikipedia.org/wiki/George_S.Boutwell.
Jay Gould. In Wikipedia, 19 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε 22 Οκτωβρίου του 2022 από: https://en.wikipedia.org/wiki/Jay_Gould.
Klein, Maury. In Search of Jay Gould. The Business History Review, 1978, 52, 166 – 199. McNamara, Robert. Τζέι Γκουλντ, Notorious Robber Baron, 7 Σεπτεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε 22 Οκτωβρίου του 2022 από: https://el.eferrit.com/%CF%84%CE%B6%CE%AD%CE%B9-%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BD%CF%84-notorious-robber-baron/.
Morgan, Donald P. & Narron, James. American’s First Black Friday: The Gold Panic of 1869. Financial History, 2016, 117, 28 – 30. Ανακτήθηκε 2 Νοεμβρίου του 2022 από: https://fhmagazine.org/financial-history-issue-117-spring-2016/0877133001464264616?page=2.
Myers, Gustavus. The History of Tammany Hall. New York: Boni & Liveright, 1917. Ulysses S. Grant. In Wikipedia, 23 Νοεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε 26 Νοεμβρίου του 2022 από: https://en.wikipedia.org/wiki/Ulysses_S._Grant#Presidency(1869%E2%80%931877).
Wesley, Mitchell C. Greenbacks and the Cost of the Civil War. Journal of Political Economy, University of Chicago Press, Μάρτιος 1897, 5, 2, 117 – 156.
Wile, Rob. The Incredible Life Of Jay Gould: The Original Boogeyman Of Wall Street, 1 Μαρτίου 2013. Ανακτήθηκε 5 Νοεμβρίου του 2022 από: https://www.businessinsider.com/jay-gould-biography-2013-2.
Wimmer, T. Larry. The Gold Crisis of 1869: Stabilizing or Destabilizing Speculation under floating exchange rates? Explorations in Economic History, 1 Απριλίου 1975, 12, 105 – 122. Ανακτήθηκε 29 Οκτωβρίου του 2022 από: https://search.proquest.com/openview/bb2a2f0e577b52aa118ff37fa3603147/1?pq-origsite=gscholar&cbl=1819326&casa_token=xbC_YjKoN2IAAAAA:WcxAfpuuj17axTNv8ZIF8P6jimpJhkKsnJf67_6Udpf68i8f292XV1-nCaSrLqprPZENkVCN.
Zinn, Howard. Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτείων: Μια κοινωνική ιστορία της Αμερικής απο την εποχή του Κολόμβου ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Αθήνα: Αιώρα, 2008.
Εικόνα άρθρου: Φωτογραφία εποχής από τον πίνακα ανακοινώσεων της αίθουσας χρυσού στο χρηματιστήριο της Wall Street, η οποία απεικονίζει την πτώση της τιμής του χρυσού τη Black Friday του 1869 (Morgan Donald & Narron James, 2016, 28).