Γράφει ο Νίκος Σταμκόπουλος,
«Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου,ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια·διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια.»
Το παραπάνω Απολυτίκιο, θα ακουστεί στη λειτουργία την Τρίτη, 6 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Νικολάου, του επισκόπου των Μύρων. Πρόκειται για Άγιο με παμπάλαια και ευρύτατη λατρεία σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, από την Ανατολή έως τη Δύση. Πρόκειται επίσης για τον πολιούχο της πόλεως της Κοζάνης, αλλά εδώ και αιώνες, προστάτη ολόκληρης της Ι.Μ. Σερβίων και Κοζάνης.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, ο Άγιος Νικόλαος Μύρων είναι για τους ιστορικούς μια ενδιαφέρουσα μορφή, και μια προσωπικότητα που στιγμάτισε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο με ιδιαίτερο τρόπο. Δεν είναι γνωστά πολλά για τον βίο του, πέρα του ότι γεννήθηκε τον 3ο αιώνα στα Πάταρα, κι έγινε επίσκοπος των Μύρων της Λυκίας. Οι δύο αυτές παράκτιες και γειτονικές πόλεις, βρισκόταν στα νότια Μικρασιατικά παράλια, περίπου απέναντι από την σημερινή Μεγίστη (Καστελόριζο). Είναι ένας βίος που έχει εμπλακεί με τον βίο του συνονόματου και συντοπίτη του, Άγιο Νικόλαο Σιωνίτη. Για τους Θεολόγους, όμως, ο Άγιος Νικόλαος Μύρων είναι «Κανόνας πίστης, εικόνα πραότητας, και δάσκαλος εγκράτειας», όπως αναφέρει το Απολυτίκιό του. Για τον απλό λαό, και τους λαογράφους, είναι ο Άγιος που φέρνει το χιονιά, φυλάγει τα παιδιά και προστατεύει από τον πνιγμό. Ο λόγος είναι ότι γιορτάζει στις αρχές του χειμώνα, και στον βίο του αναφέρονται θαύματα ανάσταση παιδιών, και σωτηρίας ανθρώπων που κινδύνεψαν στη θάλασσα.
Η λατρεία του Αγίου Νικολάου ξεκινάει τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα. Θεωρούνταν προστάτης πολλών συναφιών. Για αδιευκρίνιστους λόγους, ήταν πάρα πολύ σημαντικό πρόσωπο σε ολόκληρη την Χριστιανοσύνη. Είναι το μόνο πρόσωπο της Καινής διαθήκης, μαζί με τους Αποστόλους, που του έχει αφιερωθεί μία μέρα της Εβδομάδος, αυτή της Πέμπτης.
Παρά την παμπάλαια λατρεία του, ο Άγιος Νικόλαος λατρεύονταν ως «προστάτης των πλεούμενων και των ναυτικών», μόνο τοπικά, κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο αλλά και κατά τους πρώτους «Σκοτεινούς αιώνες». Δηλαδή, τουλάχιστον μέχρι και τον 7ο – 8ο αιώνα περίπου, ως «o προστάτης των ναυτικών», θεωρούνταν μόνο στο ανατολικό Αιγαίο και στις νότιες ακτές της Μικρασίας. Στην υπόλοιπη Χριστιανοσύνη, αυτή του η ιδιότητα παρέμενε άγνωστη ή ελάχιστα χαρακτηριστική.
Ιστορικά, στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο κατεξοχήν Άγιος προστάτης των θαλασσινών και των πλεούμενων ήταν αρχικά ο Άγιος Φωκάς, επίσκοπος του μεγαλύτερου ναυτικού κέντρου του Ευξείνου Πόντου, του λιμανιού της Σινώπης. Από τον 5ο και τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αιώνα, η φήμη του Αγίου Φωκά ήταν εξαπλωμένη από την Ρώμη και την Ν. Ιταλία έως τον Λίβανο και τις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου,
Η εναλλαγή στον «τίτλο» του «κατεξοχήν προστάτη της ναυτοσύνης», μεταξύ των δύο Αγίων, ξεκίνησε στη λαϊκή συνείδηση από τον 7ο αιώνα και ολοκληρώθηκε περίπου τον 11ο. Ο λόγος ήταν ότι από τον 7ο αιώνα ξεκίνησαν οι Αραβικές επιδρομές με στόχο την Κύπρο, την Κρήτη, το Αιγαίο, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τη Σικελία. Οι επιδρομές των Αράβων κορυφώθηκαν τον 9ο αιώνα με εισβολές στη Θεσσαλία, την Λάρισα και την άλωση της Θεσσαλονίκης το 904. Όλη αυτήν την περίοδο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Αραβικό στόλο, το Ρωμαϊκό κράτος χρησιμοποιούσε ναύτες, στρατιώτες και λιμάνια από την παράκτια Μικρά Ασία. Δηλαδή από τις περιοχές όπου υπήρχε πολύ έντονη λατρεία του Αγίου Νικολάου, και όπου θεωρούνταν -μαζί με τον Άγιο Φωκά- «προστάτες των πλεούμενων».
Η μεγάλη επίδραση, της πίστης στον Άγιο Νικόλαο, που είχε στο ηθικό των Χριστιανών ναυτικών και μαχητών του Αιγαίου εκείνης της εποχής, αποτυπώνεται στην χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή. Σύμφωνα με αυτή, το 808, ο ναύαρχος των Αράβων Χουμεῒδ, αποτυγχάνοντας να καταλάβει την Ρόδο επειδή την προστάτευε ο Άγιος Νικόλαος, επιτέθηκε στα γειτονικά Μύρα για να καταστρέψει τα λείψανα του Αγίου. Αν και κατάφερε να καταστρέψει τα Μύρα και τον ναό του Αγίου Νικολάου, δεν κατάφερε να καταστρέψει τα λείψανά του, γιατί συνέτριψε λάθος λάρνακα.
Η ήττα των Ρωμαίων στη μάχη του Ματζικέρτ το 1071, άνοιξε την πόρτα της Μικρασίας στους Σελτζούκους Τούρκους. Οι Τούρκοι, 10 έτη αργότερα, θα αλώσουν την Σινώπη, και θα μετατρέψουν σε τζαμί τον ναό του Αγίου Φωκά, καταλαμβάνοντας ολόκληρο τον Δυτικό Πόντο. Έτσι, η λατρεία του Σινωπέα Αγίου περιορίστηκε στον ανατολικό Πόντο, ο οποίος με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, παρέμενε ανεξάρτητος μέχρι το 1461. Η πολύχρονη κυριαρχία των Σελτζούκων στην Μ. Ασία μετά την μάχη του Ματζικέρτ, αποτέλεσε επίσης την δικαιολογία των Ιταλών εμπόρων να διασώσουν, (κατά μία άλλη άποψη να «αρπάξουν»), τα λείψανα του Αγίου Νικολάου από τα Μύρα, και να τα μεταφέρουν στο Μπάρι της Ιταλίας το 1087, καθιστώντας έτσι τον Άγιο Νικόλαο ακόμα πιο δημοφιλή στην Δύση. Λίγο αργότερα, τα Μύρα θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Μικρασιάτης Άγιος Νικόλαος να καθιερωθεί, από τον 11ο αιώνα κι έπειτα, ως ο προστάτη του Αιγαίου, κι όλης της παράκτιας Χριστιανοσύνης. Η λατρεία του ως «προστάτης των πλεούμενων», από ένα περιορισμένο και τοπικό επίπεδο, επεκτάθηκε σε παμμεσογειακό επίπεδο. Επισκιάστηκε έτσι ο προηγούμενος προστάτης της Ρωμαϊκής ναυτοσύνης, ο Πόντιος Άγιος Φωκάς, του οποίου η παλιότερη εκτεταμένη λατρεία πέρασε στη λήθη. Σήμερα, έναν αιώνα μετά τον ξεριζωμό των Ποντίων, την λατρεία αυτή, μόνο κάτι ξωκκλήσια διάσπαρτα στο Αιγαίο, αλλά και κάποια ναωνύμεια στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο έχουν απομείνει για να την θυμίζουν.
Στη Δυτική Εκκλησία, εκτός από προστάτης των πλεούμενων και των θαλασσινών, ο Άγιος Νικόλαος θεωρείται προστάτης των παιδιών και των φτωχών, αλλά και όσων εργάζονται με νομίσματα, όπως οι έμποροι, και οι τραπεζίτες. Με τα νομίσματα και το κέρδος, είναι συνδεδεμένος και στη λαϊκή παράδοση της γειτονικής Βουλγαρίας, αλλά και της Αλβανίας, και γενικότερα όλης της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Είναι, ίσως, μια «ιδιότητα», με λαογραφικούς όρους, την οποία είχε προτού καθιερωθεί ως προστάτης των θαλασσινών. Φαίνεται πως με αυτήν την ιδιότητα ήταν παλιότερα γνωστός και σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Ενδιαφέρον έχουν τα μεγαλυνάριά του, τα οποία συντάχθηκαν τον περασμένο αιώνα από τον Μοναχό Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη:
Ἐν νόσοις σέ ἔχομεν Ἰατρόν, ἐν κινδύνοις ρύστης. κηδεμόνα ἐν ὀρφανοῖς, ἐν πένησι πλοῦτον, ἐν θαλάσση σωτήρα, καί χαρμονήν ἐν θλίψει, σοφέ Νικόλαε.
Ὀρφανῶν προστάτην σέ καί χηρῶν, πεινόντων τροφέα, πενομένων τέ πλουτιστήν, αἰχμαλώτων ρύστην, πλεόντων τέ σωτήρα, κεκτήμεθα Παμμάκαρ, σοφέ Νικόλαε.
Με άλλα λόγια, ο Άγιος Νικόλαος δεν είναι μόνο «ο ἐν θαλάσση σωτήρ» ή σωτήρας των πλεόντων. Είναι επίσης τροφέας των πεινασμένων, και πλουτιστής των φτωχών.
Την ερχόμενη Τρίτη, οι πιστοί, σε όλους τους ναούς της χώρας, ψάλλοντας το Απολυτίκιο του, θα ζητήσουν από τον Άγιο Νικόλαο να τους βοηθήσει, έτσι ώστε μέσω της ταπείνωσης να αποκτήσουν τα Υψηλά, και μέσω της υλικής φτώχειας τον πνευματικό πλούτο, …διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια.
Όμως, ο Άγιος Νικόλαος, δεν χαρίζει μόνο τον πνευματικό πλούτο, αλλά και τον υλικό. Τουλάχιστον, αυτό έκανε κάποια στιγμή στον βίο του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον βίο του Αγίου Νικολάου, όταν ο Άγιος ήταν ακόμη νέος, και ζούσε στα Πάταρα της Μ. Ασίας, είχε έναν πάμπλουτο γείτονα. Ο πάμπλουτος αυτός γείτονας, είχε τρεις αγνές και πανέμορφες κόρες, ορφανές από μητέρα. Κάποια στιγμή, όμως, από τη βασκανία του Σατανά, ο πάμπλουτος αυτός πατέρας έχασε όλα του τα πλούτη. Έτσι δεν μπορούσε πλέον να προικίσει τις κόρες του για να παντρευτούνε. Είχε καταντήσει τόσο απελπιστικά φτωχός, ώστε σκεφτόταν να τις εκδώσει σε «εργαστήριον ακολασίας» προκειμένου να επιβιώσουν. Κάτι που, φυσικά, οι τρεις κόρες δεν ήθελαν.
Όταν ο Νικόλαος πληροφορήθηκε την κατάσταση αυτή, έβαλε τριακόσια χρυσά νομίσματα σε ένα πουγκί, και το βράδυ, πήγε διακριτικά και τα πέταξε από τον φεγγίτη στο σπίτι του γείτονά του. Το πρωί, εκείνος τα βρήκε, και έτσι κατάφερε να παντρέψει, την ίδια μόλις μέρα, την μεγαλύτερη κόρη του με έναν πλούσιο της πόλης των Πατάρων. Έδωσε για προίκα όλα τα νομίσματα, ελπίζοντας πως ο Θεός θα μεριμνήσει και για τις άλλες δύο του κόρες.
Ο Νικόλαος το έμαθε, και έκανε το ίδιο το επόμενο βράδυ. Διακριτικά, δίχως να τον δει κανείς, πέταξε άλλα τριακόσια νομίσματα τυλιγμένα σε ένα πουγκί μέσα στο σπίτι του φτωχού πατέρα. Εκείνος, προς μεγάλη του χαρά τα βρήκε, και κατάφερε να παντρέψει και την δεύτερη κόρη του, ελπίζοντας να καταφέρει με τον ίδιο τρόπο να παντρέψει και την τρίτη.
Ο Νικόλαος, πάλι διακριτικά, ξαναπήγε να ρίξει νομίσματα και για την τρίτη κόρη. Όμως, εκείνο το βράδυ, ο πατέρας της ξαγρυπνούσε για να ανακαλύψει τον ευεργέτη που του έστελνε ο Θεός. Μόλις άκουσε τα νομίσματα να πέφτουν από τον φεγγίτη, και να κουδουνίζουν στο δάπεδο, πετάχτηκε και άνοιξε την πόρτα, και έτρεξε πίσω από τον ευεργέτη του. Εκείνος προσπάθησε τρέχοντας να ξεφύγει, ώστε να κρατήσει την ταυτότητά του κρυφή. Όμως ο φτωχός πατέρας πρόλαβε τον Νικόλαο, και τον αναγνώρισε ευχαριστώντας τον για την ευεργεσία του. Φυσικά, πάντρεψε και την τρίτη κόρη του.
Το παραπάνω περιστατικό του βίου του Αγίου Νικολάου θέλει, προφανώς, να διδάξει την αξία της πράξης της ελεημοσύνης και κυρίως την αξία της διακριτικότητας στην πράξη αυτή. Φαίνεται, όμως, ότι ταυτόχρονα αποτέλεσε την αιτία ο Άγιος Νικόλαος να καταστεί προστάτης των νομισμάτων και όλων των συναφιών που εργάζονται με νομίσματα, αλλά και του υλικού πλούτου, πέρα του πνευματικού.
Ίσως, τελικά, ένας από τους πιθανούς λόγους που ο Τράντας θέλησε να αφιερώσει στον Άγιο Νικόλαο τον ναό που είχε καταφέρει να αδειοδοτήσει από τις Οθωμανικές αρχές, στην γενέτειρά του Κοζάνη, δεν είχε να κάνει με το ό,τι ταξίδευε στις θάλασσες και στη Ρωσία, μια χώρα όπου τιμούν ιδιαίτερα τον Άγιο Νικόλαο. Είχε, μάλλον, να κάνει με το ότι ο ίδιος ήταν μεγαλέμπορος. Όπως επίσης κι ότι η πόλη του είχε εξελιχθεί από ένα ταπεινό χωριό επιβίωσης προσφύγων και κατατρεγμένων σε ένα αξιόλογο κέντρο πλουτισμού μεγαλεμπόρων. Ένα κέντρο εμπορίου, όπου οι συναλλαγές είχαν αρχίσει να γίνονται κυρίως με νομίσματα, παρά με ανταλλακτικά προϊόντα, όπως στα περισσότερα δευτερεύοντα και τοπικά παζάρια της εποχής.
Σε μια χώρα με τεράστια ναυτική παράδοση, όπως είναι η Ελλάδα, είναι αναμενόμενο, στην συνείδηση του απλού λαού, ο Άγιος Νικόλαος να είναι ταυτισμένος με τη θάλασσα. Το ίδιο συνέβαινε και συμβαίνει σε όλα τα παράκτια Βαλκάνια τα τελευταία χίλια χρόνια. Στην ενδοχώρα των Βαλκανίων, όμως, όπως στη Δ. Μακεδονία, η κατάσταση ήταν διαφορετική, αφού η θάλασσα ήταν άγνωστη. Οι περισσότεροι κάτοικοί της περιοχής αυτής, ακόμα και πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είχαν την δυνατότητα ούτε καν να δουν την θάλασσα. Στη Δυτική Μακεδονία, στη συνείδηση του λαού, ο Άγιος Νικόλαος ήταν ταυτισμένος με άλλες ιδιότητες, διαφορετικές αυτής του «προστάτη των θαλασσινών».
Κλείνοντας, παρατίθενται κάποιοι χαιρετισμοί στον Άγιο Νικόλαο, οι οποίοι θα ακουστούν την Τρίτη στους ναούς όλης της χώρας:
Χαίρε πλούτος αδαπάνητος των ποικίλως ενδεών
Χαίρε οίκτος ανεξάντλητος των πασχόντων και χηρών
Χαίρε ότι τον άνδρα της πενίας ερρύσω
Χαίρε ότι τον άνω θησαυρόν εκομίσω
Χαίρε σεμνών παρθένων διάσωσμα
Χαίρε σεπτών Πατέρων αγλάϊσμα
Χαίρε καλών πλουτοδότα ενθέων
Χαίρε πολλών ευεργέτα βοώντων
Χαίρε λαμπρά πενήτων προμήθεια
*Ο Νίκος Σταμκόπουλος, είναι διπλωματούχος μηχανικός περιβάλλοντος και πτυχιούχος Βαλκανικών Σπουδών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού»