Σωτήρης Δημόπουλος – 06/11/2023
To κείμενο αποτελεί εισήγηση στο Συνέδριο “1922-2022 Μνήμη Μικρασιατικού Ελληνισμού”, που διοργάνωσε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (14-15 Οκτωβρίου 2022). Τίτλος Α΄ Συνεδρίου “Η κατάρρευση των Αυτοκρατοριών (1914-1923) και η Γενοκτονία των Χριστιανών από τους Οθωμανούς και τους Νεότουρκους: Μικρά Ασία, Πόντος, Ανατολική Θράκη, Αρμένιοι, Ασσύριοι“. Η εισήγηση δημοσιεύεται στα Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου, Εκδόσεις Αρχονταρίκι, 2023, σελ. 115-125.
Η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας οφείλεται, αναμφισβήτητα, στον εσωτερικό διχασμό, τις λανθασμένες αρχικές εκτιμήσεις για τη δυνατότητα επίτευξης του στόχου, την υπερεξάπλωση του μετώπου σε απολύτως εχθρικές περιοχές και τα σφάλματα επί του πεδίου. Καθοριστικό ρόλο, όμως, στη τελική έκβαση, έπαιξε η εχθρική στάση, σαφής ή κεκαλυμμένη, προς την ελληνική παρουσία στο μικρασιατικό έδαφος, όλων των βασικών διεθνών δρώντων της εποχής. Πλην, βεβαίως, της Αγγλίας, τις υποδείξεις της οποίας ακολουθούσαν ευλαβικά όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες. Για τον λόγο τούτο, άλλωστε, ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών, και βασικός μέτοχος της TurkishPetroleum Coy[1], George Curzon, αισθανόταν τύψεις μετά την επονείδιστη εκτέλεση των εξ[2]. Ωστόσο, κοινός, ανομολόγητος, στόχος των άλλων μεγάλων δυνάμεων της Entente, Γαλλίας και Ιταλίας, καθώς και των ΗΠΑ[3], ήταν η αποτροπή της δημιουργίας αγγλικών διαδρόμων επιρροής που θα κατέληγαν στις πετρελαιοφόρες περιοχές της Μοσούλης και της Κασπίας. Έτσι, είτε συνεργάστηκαν με τον Μουσταφά Κεμάλ, είτε κράτησαν αιδήμονα ουδετερότητα, επίσης επ’ ωφελεία της τουρκικής πλευράς.
Στην νίκη των Τούρκων συνέβαλε, όμως, και μάλιστα καταλυτικά, η σοβιετική Ρωσία. Η φιλοτουρκική πολιτική των μπολσεβίκων μετέβαλε θεμελιωδώς τη γενικότερη εξίσωση στην Ανατολή. Το διάδοχο κράτος της ρωσικής αυτοκρατορίας, η οποία βρισκόταν επί αιώνες σε μόνιμη αντιπαράθεση με την οθωμανική, όπως πιστοποιούν οι 13 ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι από το 1568 μέχρι και το 1917, βρέθηκε αίφνης σύμμαχος των Τούρκων. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η, υποστηριζόμενη τουλάχιστον μετά το 1914 και από τον γερμανικό παράγοντα, Γενοκτονία των Χριστιανών της Μικράς Ασίας οφείλετο κατά κύριο λόγο στις συμπάθειες που έτρεφαν αυτοί οι τελευταίοι προς την ομόδοξη Ρωσία. Συμπάθειες που εκδηλώθηκαν εκκωφαντικά κατά την προέλαση του τσαρικού στρατού μέχρι την Τραπεζούντα και την λίμνη Βαν κατά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Εντούτοις, ανατρέχοντας στο ιστορικό παρελθόν, διαπιστώνουμε και ελάχιστες περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ρωσία συνέδραμε τους Οθωμανούς, πάντοτε ενώπιον του κινδύνου διαλύσεως της αυτοκρατορίας τους, που θα εξυπηρετούσε δυτικές ανταγωνιστικές δυνάμεις. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, το 1799, με τη ρωσοτουρκική συνθήκη κατά του Ναπολέοντα, ή με τη συνθήκη «Χουνκιάρ Ισκελεσί», το 1833, όταν απειλήθηκε η ίδια η Κωνσταντινούπολη από τους Αιγυπτίους, οι οποίοι είχαν τη στήριξη των Γάλλων. Ως εκ τούτου, για να εντοπίσουμε τις αιτίες των επιλογών, εκείνης της εποχής, για συμμαχική δράση, πρέπει να βασιστούμε περισσότερο στους ψυχρούς υπολογισμούς της γεωπολιτικής παρά στα όποια, υπαρκτά εντούτοις, ιδεολογικά κίνητρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ανακαλύπτουμε και αρκετές, διόλου τυχαίες, αναλογίες με την παρούσα συγκυρία.
Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν γεγονός ότι δεν έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα συμπάθειας προς την κομμουνιστική ιδεολογία και στα διεθνιστικά οράματα των μπολσεβίκων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κομμουνιστές διώχτηκαν ανελέητα από το καθεστώς του. Μάλιστα, τα στελέχη του ΚΚ Τουρκίας (Türkiye Komünist Partisi), που είχε ιδρυθεί στο Μπακού το 1920, δολοφονήθηκαν στο πλοιάριο που τους φυγάδευε από την Τραπεζούντα στη Ρωσία στη γνωστή ως η «σφαγή των 15»[4]. Ωστόσο, έβλεπε στη σοβιετική Ρωσία έναν εν δυνάμει σύμμαχο που θα μπορούσε να στηριχθεί, αφενός, για να αντιμετωπίσει την πίεση από τους δυτικούς και, αφετέρου, να τους χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο και μέσο εκβιασμού για να στρέψει τους δυτικούς υπέρ του. Πάντοτε, όμως, διατηρούσε μια έντονη καχυποψία, και όχι αδίκως, ότι θα μπορούσε η ηγεσία των μπολσεβίκων να χρησιμοποιήσει τη διείσδυσή της στα τουρκικά πράγματα με σκοπό να ενσωματώσει τα εδάφη της Ανατολίας στην νέα σοβιετική αυτοκρατορία, στο πλαίσιο της έντονης τότε προσδοκίας μιας παγκόσμιας επανάστασης.
Το αίτημα βοηθείας του Κεμάλ προς τους μπολσεβίκους ετέθη σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για τον ίδιον και τους Τούρκους. Τα πάντα ήταν ακόμη ρευστά για την εξέλιξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, ακόμη και η πιθανή κατάληψη της Αγκύρας από τον ελληνικό στρατό. Αρνητική ήταν η κατάσταση και στην Υπερκαυκασία, όπου στην Αρμενία, η οποία τελούσε υπό αμερικανική προστασία, κυριαρχούσε το κόμμα Ντασνάκ (Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία), που επεδίωκε τη δημιουργία της Μεγάλης Αρμενίας από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Κιλικία, αλλά και στη Γεωργία που την εξουσία είχαν, με έντονη την βρετανική επιρροή, οι μενσεβίκοι.
Έτσι, στις 26 Απριλίου 1920, ο Κεμάλ απευθύνθηκε στον Λένιν, με πρόταση για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων και την ανάπτυξη κοινής στρατιωτικής στρατηγικής στην Υπερκαυκασία, που την εμφάνιζε ως μέσο προστασίας της σοβιετικής Ρωσίας από την ιμπεριαλιστικό κίνδυνο στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου.[5]
Συγκεκριμένα, η πρόταση περιλάμβανε:
α. Την ανάληψη κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων με τους μπολσεβίκους.
β. Στην περίπτωση που οι σοβιετικές δυνάμεις σκόπευαν να ανοίξουν μέτωπο κατά της Γεωργίας ή με διπλωματικά μέσα εξαναγκάσουν τη Γεωργία σε συμμαχία και αναλάβουν την εκδίωξη των Βρετανών από το έδαφος του Καυκάσου, η τουρκική κυβέρνηση να ξεκινήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Αρμενίας και να αναγκάσει το Αζερμπαϊτζάν να εισέλθει στην ομάδα των σοβιετικών κρατών.
γ. Αίτημα οικονομικής βοήθειας, όπλων και πυρομαχικών.
Ο Λαϊκός Επίτροπος των Εξωτερικών της σοβιετικής Ρωσίας Γκεόργκι Τσιτσέριν εξέφρασε επιφυλάξεις για το άνοιγμα των Τούρκων, αλλά επικράτησε η γραμμή της συνεργασίας, όπως επιθυμούσε ο Λένιν. Έτσι, στα μέσα του Μαΐου κατέφθασε στην Μόσχα ο μυστικός απεσταλμένος της τουρκικής εθνοσυνελεύσεως Χαλίλ Πασά, μέσω του Αζερμπαϊτζάν που είχε ήδη καταληφθεί από τους μπολσεβίκους. Στην αναφορά του Τσιτσέριν προς τον Λένιν για τις διαπραγματεύσεις με τον Τούρκο απεσταλμένο σημειώνεται ότι, η πλειοψηφία του πληθυσμού στην Τουρκία ήταν αγρότες, ενώ οι μικροαστοί και η μεγαλοαστική τάξη ήταν κυρίως Αρμένιοι και Έλληνες. Εξ αυτού πρόκυπτε το συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια σοβιετική δημοκρατία, από την οποία, όμως, θα απουσίαζε η εργατική τάξη.[6] Εξ αυτού συνάγεται το συμπέρασμα ότι πράγματι οι μπολσεβίκοι ηγέτες ευελπιστούσαν τότε σε μια προσάρτηση της Ανατολίας. Να σημειωθεί ότι ο Χαλίλ έκανε λόγο και για ένα είδος «Δόγμα Μονρόε» που θα έπρεπε να ισχύσει για τα κράτη της Ασίας, που θα άφηνε εκτός τα ιμπεριαλιστικά κράτη της Δύσης, ενώ πρότεινε, μεταξύ άλλων, την αποστολή Τούρκων μαχητών στην Περσία και την υποστήριξη της σοβιετικής Ρωσίας, μέσω πρακτόρων των Τούρκων, στο Αφγανιστάν και την Ινδία.[7]
Κατόπιν, με εντολή του Λένιν, το Λαϊκό Κομισαριάτο Εξωτερικών απέστειλε στις 4 Ιουνίου 1920 επιστολή στην τουρκική κυβέρνηση. Σε αυτήν επισημαίνεται ότι η σοβιετική κυβέρνηση «απλώνει το χέρι της φιλίας σε όλους τους λαούς του κόσμου, παραμένοντας πάντα πιστή στην αρχή της αναγνώρισης του δικαιώματος κάθε λαού στην αυτοδιάθεση. Η σοβιετική κυβέρνηση παρακολουθεί με ζωηρό ενδιαφέρον τον ηρωικό αγώνα που διεξήγαγε ο τουρκικός λαός για την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του και σε αυτές τις δύσκολες μέρες για την Τουρκία, και είναι στην ευχάριστη θέση να βάλει γερά θεμέλια φιλίας, που θα πρέπει να ενώσουν τον τουρκικό και τον ρωσικό λαό».[8]
Στις 8 Ιουνίου 1920, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομουνιστικού Κόμματος Ρωσίας (μπολσεβίκοι) αποφάσισε να παράσχει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην κυβέρνηση του Κεμάλ. Η πρώτη παρτίδα χρυσού, που μετέφερε επιστρέφοντας ο Χαλίλ πασά, αποτελείτο από 620 κιλά (100 χιλιάδες χρυσές οθωμανικές λίρες) και προερχόταν από τα αποθέματα της ρωσικής αυτοκρατορίας. Απ’ αυτά τα 200 κιλά χρυσού δόθηκαν στον στρατό της Ανατολίας και το υπόλοιπο στάλθηκε στην Άγκυρα και δαπανήθηκε κυρίως για μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και αξιωματικών.[9]
Αντιστοίχως, η πρώτη παρτίδα όπλων και πυρομαχικών παραδόθηκε στην Τραπεζούντα στα τέλη Σεπτεμβρίου. Συγκεκριμένα, ο τουρκικός στρατός έλαβε 3.387 τουφέκια, 3.623 κιβώτια πυρομαχικών και περίπου 3.000 ξιφολόγχες. Βασικά, τα τυφέκια ήταν λάφυρα από τον γερμανικό στρατό, οπότε ήταν τα ίδια δηλαδή που χρησιμοποιούσε και ο τουρκικός στρατός.
Συνολικά για όλα τα χρόνια του πολέμου, η προμήθεια όπλων και πυρομαχικών από τη Σοβιετική Ρωσία ανήλθε σε: 37.812 τουφέκια, 324 πολυβόλα, 44.587 κιβώτια (63 εκατομμύρια) σφαίρες, 66 πυροβόλα, 141.173 οβίδες.[10] Μέχρι το 1922, η σοβιετική Ρωσία παρείχε περισσότερες από τις μισές σφαίρες που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, το ένα τέταρτο τυφέκια και πυροβόλα και το ένα τρίτο οβίδες. Επίσης, δόθηκαν δύο αντιτορπιλικά του τσαρικού ναυτικού, το «Ζιβόι» και το «Ζούτκι», μεγάλες ποσότητες καυσίμων, καθώς και εξοπλισμός και πρώτες ύλες για την κατασκευή δύο εργοστασίων πυρίτιδας στην Τουρκία.[11] Επιπλέον, στάλθηκαν εκπαιδευτές για να προετοιμάσουν προπαγανδιστές με στόχο την υπόσκαψη του ηθικού στον ελληνικό στρατό, και πράκτορες για τη συλλογή πληροφοριών. Όλες, επίσης, οι αγορές οπλισμού και εφοδίων από τρίτες χώρες, κατέφθαναν στην Τουρκία μέσω των σοβιετικών εδαφών.
Προηγουμένως, στις 24 Αυγούστου 1920, με τον Τούρκο Επίτροπο Εξωτερικών Μπεκίρ Σάμι, που είχε σταλεί στην Μόσχα για να προετοιμάσει μια γενική συνθήκη Φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας, συμφωνήθηκε οικονομική βοήθεια προς την Τουρκία ύψους 10 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων, που αντιστοιχούσαν σε 7,74 τόνους χρυσού επιπλέον στα ήδη διατεθέντα 620 κιλά, τα οποία συμφώνησε ο Χαλίλ Πασάς κατά την ανεπίσημη αποστολή του.
Πέραν αυτών, στάλθηκε πλήθος στρατιωτικών συμβούλων. Ανάμεσα σε αυτούς, αναμφίβολα, ξεχωρίζει ο εμπειροπόλεμος, καταγόμενος από την Βεσσαραβία, Μιχαήλ Φρούνζε. Αυτός στάλθηκε στην Τουρκία τον Αύγουστο του 1921, ως Έκτακτος και Πληρεξούσιος Πρέσβης της Ουκρανικής ΣΣΔ, και διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην ανασυγκρότηση των στρατευμάτων του Κεμάλ και των κουρδικών εφεδρειών του, καθώς και στις τακτικές που ακολούθησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φρούνζε έμεινε κατάπληκτος με την έκταση και την αγριότητα της εξόντωσης των Ελλήνων, χωρίς διάκριση ηλικίας ή φύλου, στην περιοχή του Πόντου. Όμως, ακόμη και υπό την επίδραση αυτών των εντυπώσεων επέμενε ότι «οι κύριοι ένοχοι είναι οι ιμπεριαλιστές της Αγγλίας, της Γαλλίας, η κυβέρνηση του Σουλτάνου. Αυτοί ήταν που έφεραν το χάος εδώ, έβαλαν μια ηλίθια ιδέα -να δημιουργήσουν ένα ‘‘ποντιακό κράτος’’ και ώθησαν προκλητικά τον ελληνικό πληθυσμό σε εξέγερση. Μόνο που χρειάζεται να μιλήσουμε γι’ αυτό προσεκτικά [εννοεί τις γενικευμένες σφαγές], από φόβο μήπως προσβάλουμε, διαταράξουμε το εθνικό αίσθημα. Θυμηθείτε τις προειδοποιήσεις του Λένιν για τον τρομερό πόνο του προσβεβλημένου εθνικού αισθήματος» [12].
Άλλη σημαντική μορφή των σοβιετικών που είχε σημαντική παρέμβαση στην πορεία του πολέμου ήταν ο Σεμιόν Αράλοφ, ο οποίος έφθασε στην Μικρά Ασία ως πρέσβης τον Ιανουάριο του 1922, και συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία της τελικής τουρκικής αντεπίθεσης. Ο Αράλοφ, που άφησε πολύ χρήσιμες, για τον ερευνητή αυτής της περιόδου, αναμνήσεις από τη δράση του, συμμετέχει ενεργά στην προετοιμασία της γενικής επίθεσης κατά του ελληνικού στρατού τον Μάρτιο-Απρίλιο 1922.
Όλη αυτή η δραστηριότητα εκπορεύθηκε από το κομβικό γεγονός στις σχέσεις της σοβιετικής Ρωσίας και των κεμαλικών, που ήταν το «Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφοσύνης» μεταξύ της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και της Τουρκίας στις 16 Μαρτίου 1921. Το Σύμφωνο, το οποίο αποτελείτο από 16 άρθρα και 3 παραρτήματα, προέβλεπε την ακύρωση όλων των προηγούμενων συμφωνιών μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, αναγνωριζόταν ως τουρκική επικράτεια αυτή που εμπεριέχεται εντός των συνόρων που είχε διακηρύξει το «Εθνικό Τουρκικό Σύμφωνο» που εγκρίθηκε από την Οθωμανική Βουλή στις 28 Ιανουαρίου 1920.
Κεντρική σημασία στο σύμφωνο καταλαμβάνουν τα ζητήματα της Υπερκαυκασίας, τα οποία απασχολούσαν και τις δύο πλευρές. Συγκεκριμένα, με τα άρθρα I-I και II-I η περιοχή του Καρς και το νότιο τμήμα της περιοχής Μπατούμι, που ήταν τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1878, και η περιφέρεια Σουρμαλίνσκι (που ανήκε στη Ρωσία από το 1828) με το όρος Αραράτ, περιερχόταν στην Τουρκία. Το βόρειο τμήμα της περιοχής Μπατούμι, με την πόλη Μπατούμ, εντασσόταν στην ΣΣΔ της Γεωργίας, με ταυτόχρονη παραχώρηση στη Τουρκία εμπορικών προνομίων στο λιμάνι του Μπατούμ.
Επίσης, με το άρθρο III της Συνθήκης δινόταν αυτονομία στην περιοχή του Ναχιτσεβάν, υπό την προστασία του Αζερμπαϊτζάν. Σύμφωνα με το άρθρο V, η τελική επεξεργασία του διεθνούς καθεστώτος της Μαύρης Θάλασσας και των Στενών παραπεμπόταν σε μια μελλοντική Διάσκεψη αντιπροσώπων των παράκτιων κρατών, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις της δεν θίγουν την πλήρη κυριαρχία της Τουρκίας.[13]
Το Σύμφωνο της Μόσχας συμπληρώθηκε με τη συμφωνία του Καρς, ως αποτέλεσμα της τουρκο-υπερκαυκασιανής διάσκεψης (26 Σεπτεμβρίου – 13 Οκτωβρίου 1921), στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι των τριών, σοβιετικών πλέον, δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας.[14] Η συμφωνία έδινε στην Τουρκία, η οποία είχε ήδη σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες ιδίως εναντίον της Αρμενίας που έφθασε στα όρια της απόλυτης εξολόθρευσης αν δεν επενέβαινε ο Κόκκινος Στρατός το φθινόπωρο του 1920, τις περιοχές του Καρς, του Αρνταχάν και του Αρτβίν.
Παρά τις συμφωνίες, ωστόσο, οι σχέσεις μπολσεβίκων και Τούρκων δεν ήταν ανέφελες, και έφθασαν συχνά στα όρια της ρήξης. Αφορμή για την εκδήλωση της μεταξύ τους αντίθεσης υπήρξαν ζητήματα όπως η άρνηση του τουρκικού στρατού να αποχωρήσει από το Γκιουμρί (Αλεξανδροπόλ) της Αρμενίας, ή οι διώξεις κατά των χιλιάδων μελών της χριστιανικής αίρεσης των Ρώσων Μολοκάν στην Ανατολία. Η δυσπιστία των μπολσεβίκων προς τους Τούρκους εντάθηκε μετά την συμφωνία της Γαλλίας με τον Κεμάλ, που υπογράφηκε στις 20 Οκτωβρίου 1921, και την εν γένει έντονη παρουσία δυτικών στο τουρκικό στρατόπεδο. Προφανώς, η Μόσχα υποπτευόταν ότι οι κεμαλιστές έπαιζαν διπλό παιχνίδι, επιδιώκοντας να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αυτή η σχετική διάσταση των δύο μερών αποτυπώθηκε και στη σύλληψη στις 22 Απριλίου 1922, τεσσάρων στελεχών της τουρκικής πρεσβείας στην Μόσχα, με την κατηγορία της κατασκοπίας.
Ήταν η εποχή ακριβώς που αναφέρει και ο Γιάννης Κορδάτος, ότι μυστικά ένα στέλεχος της Κομιντέρν, μάλλον ο καταγόμενος από το Λβιφ της Ουκρανίας Καρλ Ράντεκ, τον επισκέφθηκε στην Αθήνα, καθώς εκτελούσε χρέη γενικού γραμματέα του ΣΕΚΕ, για να του ζητήσει να μεταφέρει μια πρόταση για τη δημιουργία μιας ζώνης προστασίας για τους χριστιανούς στην Σμύρνη, υπό διεθνή προστασία, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της Σοβιετικής Ρωσίας. Παρά τις προσπάθειες του Κορδάτου, δεν υπήρξε καμία θετική αντίδραση από ελληνικής κυβερνήσεως και η προσπάθεια απέτυχε.[15]
Απέναντι στον ελληνισμό η σοβιετική άποψη ήταν ότι αυτός ήταν ενεργούμενο των Άγγλων και εργαλείο του ιμπεριαλισμού. Επίσης ότι αποτελούσε, μαζί με τους Αρμένιους, την αστική τάξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για την εικόνα που κυριαρχούσε στη σοβιετική Ρωσία εκείνης της περιόδου έχουν ενδιαφέρον τα γραφόμενα του πλέον γνωστού μπολσεβίκου τουρκολόγου Μιχαήλ Βέλτμαν -Πάβλοβιτς, ρωσοεβραίου από την Οδησσό, εκ των οργανωτών του 1ου Συνεδρίου των Λαών της Ανατολής, και υποστηρικτή της δημιουργίας μιας ισχυρής Τουρκίας ως δύναμη αναχαίτισης της δυτικής διείσδυσης στην Ανατολή, ο οποίος έγραφε πως «έχοντας αποβιβαστεί στη Σμύρνη, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν αμέσως μαζικό ξυλοδαρμό των Τούρκων στο ανάχωμα και τον συνέχισαν μπροστά στα μάτια των αξιωματικών και του πληρώματος του συμμαχικού στόλου. Χιλιάδες άοπλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν και πετάχτηκαν στη θάλασσα. Το τρομερό πογκρόμ στη Σμύρνη προκάλεσε ενθουσιασμό σε όλη την Ανατολία και έδωσε ισχυρή ώθηση στο εθνικό κίνημα»[16]! Πρόκειται για κείμενο που έχει γραφεί ήδη το 1921, και ως εκ τούτου, ακόμη και ως φήμη να υπήρχε αυτή η διήγηση που αναφερόταν στην άνοιξη του 1919, θα είχε πλέον διαψευσθεί. Η χρήση της όμως παραπέμπει μάλλον σε εσκεμμένη προπαγάνδα, που εξυπηρετούσε τις επιλογές της σοβιετο-τουρκικής συμμαχίας.
Σε κάθε περίπτωση, η διευθέτηση του ανατολικού μετώπου, ελευθέρωσε μεγάλες δυνάμεις για το στρατό του Κεμάλ, ο οποίος απερίσπαστος, μετά και από την ανάλογη συμφωνία με τους Γάλλους, επικεντρώθηκε στην αντεπίθεσή του κατά του ελληνικού στρατού. Το γεγονός αυτό, που αποδεικνύει, επιπλέον, την αλληλένδετη σχέση της περιοχής της Υπερκαυκασίας με το Αιγαίο, συνετέλεσε καθοριστικά στην τελική ήττα της ελληνικής επιχείρησης και στην μικρασιατική καταστροφή.
Συνοψίζοντας τους λόγους για τους οποίους οι μπολσεβίκοι, και ιδίως ο Λένιν, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσαν προχώρησαν σε αυτήν την γενναιόδωρη στήριξη των Τούρκων, κι ενώ ακόμη το σοβιετικό κράτος βρισκόταν σε απόλυτη εξαθλίωση μετά από τον α΄παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο πόλεμο, τις ξένες επεμβάσεις και τον «πολεμικό κομμουνισμό», διαπιστώνουμε τους εξής:
Ο πρώτος ήταν η αδήριτη ανάγκη της συγκρότησης ενός état tampon, μιας ουδέτερης οντότητας, στα νότια-νοτιοδυτικά σύνορα του σοβιετικού κράτους. Έτσι ώστε αυτό να είναι ασφαλές από πιθανή επέμβαση δυτικής δύναμης. Υπενθυμίζεται ότι την περίοδο αυτή οι κομμουνιστές είχαν συντρίψει τις δυνάμεις του Ντενίκιν, καθώς και τις ξένα εκστρατευτικά σώματα που είχαν προστρέξει σε βοήθεια. Μεταξύ αυτών, και το ελληνικό, στην περίφημη ουκρανική εκστρατεία. Μια συμμετοχή, που είχε ως στόχο, σύμφωνα με τις προσδοκίες του Βενιζέλου, κέρδη στην Μικρά Ασία, αλλά τελικά έδωσε στους μπολσεβίκους μια επιπλέον δικαιολογητική βάση στην φιλοτουρκική πολιτική τους. Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, ότι, ήδη από τις 23 Δεκεμβρίου 1917, Άγγλοι και Γάλλοι είχαν συνάψει μυστική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία οι μεν Άγγλοι θα έπαιρναν υπό την άμεση επιρροή τους τον Καύκασο και τις περιοχές του Ντον και του Κουμπάν, ενώ οι Γάλλοι θα έλεγχαν την Ουκρανία, την Κριμαία και την Βεσσαραβία. Αγγλικός στρατός είχε βρεθεί στο Μπακού, αλλά και στο Μπατούμ. Ταυτόχρονα, η σοβιετική Ρωσία, την ίδια περίοδο θα αντιμετώπιζε το στρατό του Βράγγελ, στην τελευταία φάση του εμφυλίου, καθώς και την πολωνική εισβολή. Με τα πεδία των μαχών να βρίσκονται κυρίως στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας. Η νίκη στον εμφύλιο και η συμφωνία της Ρίγας το 1921 έκλειναν το δυτικό μέτωπο. Οπότε για τους σοβιετικούς κομμουνιστές έμενε μόνον η Ανατολία, που θα σφράγιζε τις πύλες της Υπερκαυκασίας.
Η Υπερκαυκασία, λοιπόν, ήταν ο δεύτερος λόγος της προσέγγισης των μπολσεβίκων με τους Τούρκους. Στην Γεωργία είχαν επικρατήσει οι μενσεβίκοι, που είχαν στραφεί προς την Αγγλία, στην Αρμενία το κίνημα των Ντασνάκ, για την Μεγάλη Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν ηγούνταν οι Μουσαβατιστές με τμήματα των Νεότουρκων. Η κατάσταση παρέμενε ρευστή, ενώ σύντομα θα κινδύνευε η ίδια η ύπαρξη της Αρμενίας από την προέλαση των Τούρκων. Επομένως, η διευθέτηση των διαφορών με την Τουρκία θα εμπέδωνε την σοβιετική εξουσία στην περιοχή.
Ο τρίτος λόγος ήταν η επιδίωξη των μπολσεβίκων να προσεταιριστούν τις χώρες της ανατολής σε ένα πλαίσιο αντιιμπεριαλιστικό, αντιαποικιακό και αντιδυτικό. Η προσμονή της έκρηξης της παγκόσμιας επανάστασης, πρωτίστως στον αναπτυγμένο κόσμο, δηλαδή στη δυτική Ευρώπη, δεν επιβεβαιωνόταν. Ο Λένιν με μια πολιτική του τύπου «ex oriente lux», θα επιδιώξει να αναδείξει τη σοβιετική Ρωσία ως το κράτος-ηγέτη του απελευθερωτικού αγώνα των λαών της περιφέρειας, ως «φάρο της ανατολής». Και η συνεργασία με την Τουρκία εξυπηρετούσε αυτό το στόχο τη δεδομένη στιγμή.
Τέταρτος, και εξαιρετικά κρίσιμος, λόγος ήταν η ανάγκη που είχε το σοβιετικό καθεστώς να γίνει αποδεκτό από τις τεράστιες μουσουλμανικές μάζες που κληρονόμησε από τη τσαρική Ρωσία. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι παραμονές των επαναστάσεων του 1917, οι μουσουλμάνοι της Ρωσίας ανέρχονταν σχεδόν στα 20 εκατομμύρια σε ένα σύνολο 180. Ανάμεσά τους έβρισκαν εύφορο έδαφος πολιτικο-θρησκευτικές ιδεολογίες και κινήματα όπως ο «παντουρκισμός» και ο «παντουρανισμός», που υπονομευτικά προωθούσαν αρχικά, στο πλαίσιο του «Μεγάλου Παιχνιδιού», οι Βρετανοί και στη συνέχεια οι Γερμανοί. Και ήδη από το 1916 είχε εκδηλωθεί το κίνημα των Μπασμπάτσι – των μουτζαχεντίν- στην Κεντρική Ασία, με αφορμή την στρατολόγησή τους, καθώς έως τότε είχαν απαλλαγή στράτευσης. Καθώς οι Τούρκοι είχαν σοβαρή επιρροή σε αυτούς τους πληθυσμούς, η συμμαχία των σοβιετικών μαζί τους θα νομιμοποιούσε την κομμουνιστική εξουσία, στο όνομα της αλληλεγγύης των προλεταρίων και των καταδυναστευομένων λαών. Δεν ήταν τυχαία, επομένως, και η στενή σχέση που διατηρούσε η Μόσχα με τον αντίπαλο του Κεμάλ, Ενβέρ πασά, ο οποίος συμμετείχε ενεργά επί 1,5 χρόνο, στην «Εταιρεία για την Ενότητα της Επανάστασης με το Ισλάμ» (OERI), και προοριζόταν ως εναλλακτική λύση σε περίπτωση ήττας του Κεμάλ, για να εισβάλει στην Ανατολία και να καταλάβει την εξουσία. Η στενή αυτή σχέση διατηρήθηκε όσο ο πόλεμος στην Μικρά Ασία φαινόταν αμφίρροπος. Κατόπιν, ο Ενβέρ στάλθηκε στην Κεντρική Ασία για να πολεμήσει εναντίον των Μπασμάτσι, αλλά εκείνος άλλαξε στρατόπεδο και έπεσε στη μάχη όπου, θεία δίκη, επικεφαλής των μπολσεβίκων ήταν ένας Αρμένιος κομουνιστής
Η προτεραιότητα που έδιναν οι σοβιετικοί κομουνιστές στο ζήτημα των μουσουλμάνων φάνηκε και στη διοργάνωση από την Κομιντέρν του Συνεδρίου των Λαών της Ανατολής τον Σεπτέμβριο του 1920 στο Μπακού. Από τους περίπου 1.900 σύνεδρους, που προέρχονταν από την Κεντρική Ασία, την Κίνα, την Ινδία, τον Καύκασο, την Μέση Ανατολή, την Μικρά Ασία, ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν εμπειρία από το κομμουνιστικό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο επικεφαλής της Διεθνούς, Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ, για να μιλήσει στη γλώσσα που «καταλάβαιναν» οι σύνεδροι έκανε έκκληση προς τους λαούς του Ισλάμ για «ιερό πόλεμο»(!) ενάντια στον ιμπεριαλισμό.[17]
Η σοβιετική Ρωσία, και με το τέλος του πολέμου στην Μικρά Ασία, υποστήριξε την Τουρκία και στην Διάσκεψη της Λωζάνης, όπου συμμετείχε αποκλειστικά για το θέμα των Στενών. Γενικά, οι σχέσεις των δύο κρατών θα συνεχίσουν να είναι αρκετά στενές καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ιδίως στο πεδίο της οικονομίας, παραμερίζοντας προσωρινά τις σοβαρές αντιθέσεις τους, οι οποίες θα εκδηλωθούν με σφοδρότητα με τη λήξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου.
[1] Νίκος Ψυρούκης, «Η Μικρασιατική Καταστροφή 1918-1923 Η Εγγύς Ανατολή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», δ΄έκδοση, ΑΙΓΑΙΟΝ-Κουκίδα, Λευκωσία, 2000, σελ. 79.
[2] Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δυο πολέμων 1923-1940 – Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο επίκεντρο της ιστορίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, 2020, σελ. 51.
[3] Δημήτριος Πουλάκος, «ΗΠΑ, Ελλάδα και Τουρκία – Ιστορικές προσεγγίσεις στον κεντρικό ευρασιατικό χώρο», «Νέα Κοινωνιολογία», τεύχος 41, Καλοκαίρι 2005, σελ. 110.
[4] Shaw, Stanford J., History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, Vol. 2. (Cambridge: Cambridge University Press, 2002), σελ. 354.
[5] «Pis’mo Narodnogo Komissara Inostrannykh Del RSFSR Predsedatelyu Velikogo Natsional’nogo Sobraniya Turtsii Mustafe Kemal’-pashe ot 3 iyunya 1920 g.» // Dok. vneshney politiki SSSR. [Επιστολή του Λαϊκού Επιτρόπου Εξωτερικών Υποθέσεων της RSFSR προς τον Πρόεδρο της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ Πασά με ημερομηνία 3 Ιουνίου 1920 // Έγγρ. εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ]. Μόσχα, 1958. Τ. II. σελ. 804.
[6] «Otchet G.Chicherina V.Leninu o peregovorakh s Khalil–pashoy. 16.05.1920 g.»// Iz kollektsii dokumentov AVP RF. [Η αναφορά του Γ. Τσιτσέριν στον Β. Λένιν για τις διαπραγματεύσεις με τον Χαλίλ Πασά. 16/05/1920// Από τη συλλογή εγγράφων του Αρχείο της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας].
[7] Dzhamil’ Gasanogly, «Programma Khalil-pashi — “doktrina Monro” dlya Azii». Regnum. regnum.ru (24 avgusta 2011).
[8] «Pis’mo Narodnogo …», ό.π.
[9] Mosyakin, Aleksandr Georgiyevich, «Sud’ba zolota Rossiyskoy imperii v sreze istorii. 1880–1922» / K.G.Mikhaylov. — Dokumental’noye issledovaniye. — Moskva: Tovarishchestvo nauchnykh izdaniy KMK, 2017. [Η μοίρα του χρυσού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο πλαίσιο της ιστορίας. 1880-1922 / K.G.Mikhailov. — Έρευνα τεκμηρίωσης. – Μόσχα: Ένωση Επιστημονικών Εκδόσεων KMK, 2017], σελ. 426-429.
[10] M. Oztyurk, «Rassmotreniye Sovetskoy Pomoshchi Ankare v 1920—1922 gg. Na osnove turetskikh istoricheskikh istochnikov», Nauchnyye problemy gumanitarnykh issledovaniy. 2010. № 5. S. 69-76. [Μ. Οζτούρκ, «Εξέταση της σοβιετικής βοήθειας στην Άγκυρα το 1920-1922 με βάση τις τουρκικές πηγές» «Επιστημονικά προβλήματα ανθρωπιστικής έρευνας», 2010. Νο. 5. σελ.. 69-76]
[11] https://news.rambler.ru/middleeast/40388714-kak-sssr-pomogal-turkam-sozdat-novoe-gosudarstvo/
[12] S. I. Aralov «Vospominaniya sovetskogo diplomata. 1922—1923»[Σ.Ι.Αράλοφ, «Απομνημονεύματα ενόςσοβιετικού διπλωμάτη 1922-1923»] Arkhivnaya kopiya ot 5 marta 2016 na Wayback Machine. Institut Mezhdunarodnykh otnosheniy M. 1960.
[13] http://www.doc20vek.ru/node/4149
[14] http://hrono.ru/dokum/192_dok/19211013kars.php
[15] Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», Τ.Ε2, εκδ. 20ος ΑΙΩΝΑΣ.
[16] Mikh. Pavlovich. Kemalistskoye dvizheniye v Turtsii [Το κεμαλικό κίνημα στη Τουρκία], Krasnagia Nob, N.1 1921, σελ. 218-228.
http://az.lib.ru/p/pawlowich_m_p/text_1921_kemalistskoe_dvizhenie_v_turtzii.shtml
[17] Congress of the Peoples of the East. Baku, Σεπτέμβριος 1920. (Τα υλικά του Συνεδρίου του Μπακού στενογραφημένα πρακτικά) στο http://www.marxists.org/history/international/comintern/baku/foreword.htm.
1 thought on “Σχέσεις μπολσεβίκων και Μουσταφά Κεμάλ κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας”