Καθώς τα δεδομένα άλλαζαν, σταδιακά οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να αναθεωρούν τη στάση τους απέναντι στους Έλληνες και την Ελληνική Επανάσταση. Αρχικά η Μεγάλη Βρετανία αλλά και η Ρωσία αργότερα άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις εξελίξεις, προχωρώντας στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης το 1826, το οποίο πρόβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους. Ύστερα από την άρνηση της οθωμανικής πλευράς να δεχτεί τη συγκεκριμένη ρύθμιση, Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία προχώρησαν στην υπογραφή νέας συμφωνίας το 1827, η οποία έκανε λόγο για ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους. Αντιμετωπίζοντας τη νέα άρνηση της Υψηλής Πύλης, οι Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου να επιβάλλουν τους όρους τους, θα αντιμετώπιζαν νικηφόρα την ίδια χρονιά τον οθωμανικό στόλο στη ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Ωστόσο, παρά την ένοπλη επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, πολλά προβλήματα παρέμεναν άλυτα, όπως η ακριβής υπόσταση του νέου κράτους (αυτόνομο, όπως επιθυμούσαν οι Δυνάμεις ή ανεξάρτητο, όπως ήθελαν οι Έλληνες) ή τα εδάφη που θα περιλάμβανε. Επιπλέον, η άρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να δεχτεί τη δημιουργία ελληνικού κράτους οποιασδήποτε μορφής δυσχέραινε περαιτέρω τα πράγματα. Δύο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1829, θα υπογραφόταν πρωτόκολλο το οποίο περιείχε τον όρο ότι η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, ενώ παράλληλα καθοριζόταν ετήσιος φόρος προς τον σουλτάνο 1.500.000 γρόσια. Οριζόταν συνοριακή γραμμή στο ύψος Αμβρακικού–Παγασητικού κόλπου, ενώ προβλεπόταν επίσης κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας χριστιανός, ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων, ο οποίος θα εκλεγόταν από κοινού με την αποδοχή των Μεγάλων Δυνάμεων και των Οθωμανών.
H Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις του Λονδίνου όταν ηττήθηκε οριστικά από τη Ρωσία. Παρ’ όλα αυτά, οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην περιοχή κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829 και, στη συνέχεια, με την επακόλουθη ρωσική νίκη, θα οδηγούσαν σε αλλαγή ισορροπιών ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Το τελευταίο θα οδηγούσε με τη σειρά του την Αγγλία και τη Γαλλία να δουν με πιο θετικό μάτι την εκδοχή του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν και να περιορίσουν τη ρωσική πρωτοκαθεδρία στην περιοχή. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την κατάληξη διαδραμάτισε και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως Κυβερνήτης της Ελλάδος από το 1828, ο οποίος ασκούσε διπλωματικές πιέσεις στις Δυνάμεις.
Έτσι, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, πραγματοποιήθηκε -ύστερα από αγγλική πρόταση- η διάσκεψη του Λονδίνου, η οποία και διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε πιο συγκεκριμένα: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
H πανηγυρική αυτή διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε ιδρυτική διπλωματική πράξη ίδρυσης του ελληνικού κράτους. H διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους σήμαινε έναρξη της υπάρξεώς του από την άποψη της διεθνούς κοινωνίας, καθώς η Ελλάδα ήταν πια επίσημα κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με όλα τα δικαιώματα –πολιτικά, διοικητικά, εμπορικά– που εκπορεύονταν από την ανεξαρτησία της, το οποίο θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης