Νους, ψυχή και σώμα: Προσεγγίζοντας το ανθρώπινο μυστήριο μέσα από τρία πρόσφατα φιλοσοφικά βιβλία

Για τα βιβλία του Ανδρέα Κ. Παπανικολάου «Ύλη και γνώση» (εκδ. Gutenberg), της Μαίρης Μίτζλεϊ [Mary Midgley] «Είσαι μια ψευδαίσθηση;» (μτφρ. Γιώργος Μερτίκας, εκδ. Κουκκίδα) και του Τόμας Νάγκελ [Thomas Nagel] «Νους και κόσμος» (μτφρ. Αντώνης Χατζημωυσής, εκδ. Εκκρεμές). Κεντρική εικόνα: «Ο Άνθρωπος του Βιτρούβιου» του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Μύρων Ζαχαράκης – 20/01/2024 – BOOKPRESS

Όταν, στο ξακουστό δοκίμιό του Τύχη και Αναγκαιότητα, ο νομπελίστας βιοχημικός Ζακ Μονό διατύπωνε τις, κατά τη γνώμη του, φιλοσοφικές συνέπειες των πρόσφατων επιτευγμάτων της εξελικτικής βιολογίας, τα όσα έγραφε επρόκειτο ν’ αποτελέσουν μια κλασική διατύπωση μιας κοσμοθεωρίας.

Η υλιστική-νατουραλιστική κοσμοθεωρία συνδυάζει δύο κομβικά θέματα: έναν γενικότερο σχετικισμό πάνω στα ηθικά ζητήματα, με μια σωτήρια εξαίρεση στη μονοπωλιακή εγκυρότητα της επιστημονικής γνώσης, μ’ ένα λυρικό και έντονα «υπαρξιακό» ύφος.

Δεν λείπουν, βέβαια, και εκείνοι που επιχειρούν να εντοπίσουν στοιχεία εσωτερικής συμβατότητας των φυσικών επιστημών με τις παραδοσιακές μορφές θρησκευτικότητας (βλ. τα ιστορικής σημασίας βιβλία του Φρίτγιοφ Κάπρα περί συμπαντικής αλληλένδεσης και υπέρβασης των γνωστικών μας ορίων ή τις παρατηρήσεις του π. Νικολάου Χατζηνικολάου περί αποφατισμού της κοσμολογίας και βιολογίας).

Το κυρίαρχο «επιστημονικό» κλίμα

Αλλά, σε γενικές γραμμές, το κυρίαρχο «επιστημονικό» κλίμα ευνοεί μια ευρύτερη νοοτροπία που βρίσκεται πολύ εγγύτερα στον Μονό. Ως προς τον φυσικό κόσμο, αναζητείται μια ενοποιημένη θεωρία των πάντων, ενώ ως προς τον άνθρωπο επιστρατεύεται η εξελικτική βιολογία, καθώς οποιαδήποτε εξήγηση των ανθρώπινων όντων δεν είναι βιολογική, δίνει την υποψία ότι οπισθοχωρεί σε παρωχημένες θεϊστικές τελολογικές αντιλήψεις (Άλεξ Ρόσενμπεργκ). Οι δύο μεγάλες προκλήσεις, τα δύο «Άγια Δισκοπότηρα» των επιστημών σήμερα, έλεγε ο Μονό, είναι η εξήγηση της εμφάνισης ζωής (αβιογένεση) και της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας. Εδώ θα στηριχθούν τα βιβλία που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια.

Αρχικά, το νέο βιβλίο του Ανδρέα Κ. Παπανικολάου Υλη και γνώση (εκδ. Gutenberg) είναι το δεύτερο που εκδίδεται από τις εκδόσεις Gutenberg. Προηγήθηκε η Μυστική γνώση, όπου ο συγγραφέας επεχείρησε να καταδείξει την ύπαρξη μιας διαχρονικής και οικουμενικής δομής στις λεγόμενες «μυστικιστικές» εμπειρίες, από κατανάλωση ουσιών ή θρησκευτική έκσταση.

Τώρα, καταπιάνεται με το παλιό και δυσεπίλυτο φιλοσοφικό ερώτημα για τη σχέση του ψυχισμού με το ανθρώπινο σώμα. Αν και έγκριτος νευροεπιστήμονας, ο Παπανικολάου εισχωρεί και στην ιστορία της φιλοσοφίας: οι δύο κύριες και αλληλοσυγκρουόμενες «σχολές» για το φιλοσοφικό αυτό πρόβλημα, είναι ο μονιστικός υλισμός και ο δυϊσμός.

Προ-φιλοσοφική ιδέα

Αφού ο άνθρωπος υπερβεί την αρχική, προ-φιλοσοφική και αυθόρμητη ιδέα του ότι τα πράγματα είναι ακριβώς όπως του φαίνονται (αυτό φιλοσοφικά καλείται «αφελής ρεαλισμός»), πράγμα προς το οποίο συντελεί η αιφνίδια ίσως ανακάλυψη ότι η επαφή του με τον εξωτερικό του κόσμο δεν είναι άμεση αλλά διαμεσολαβείται από τις γνωστικές μας δυνάμεις, αρχίζει να θέτει μεταφυσικά και γνωσιολογικά ερωτήματα. Τότε όμως κάνουν την εμφάνισή τους και οι διάφοροι –ισμοί. Όπως και στη Μυστική γνώση, ο Παπανικολάου ονομάζει τον υλισμό «δημοκρίτειο», αντί για «επιστημονικό».

Ο λόγος; Είναι η πεποίθηση που έχει ότι ο υλισμός δεν είναι περισσότερο «επιστημονικός» από τον δυϊσμό. Ιστορικά, μας λέει, ο δυϊσμός έχει γνωρίσει βασικά δύο μεγάλες φιλοσοφικές μορφές: την παραδοσιακή πλατωνική, που θεωρεί την ψυχή άυλη, αθάνατη και αιτία κίνησης του ανθρώπινου σώματος, και την νεώτερη καρτεσιανή, η οποία διακρίνει τον κόσμο σε res extensa (κύρια ιδιότητα η χωρική έκταση) res cogitans (κύρια ιδιότητα η σκέψη), και περιγράφει τον άνθρωπο ως δισυπόστατο ον, που μεσολαβεί ανάμεσά τους, χάρη στο «κωνάριο», ένα μέρος του εγκεφάλου που εξασφαλίζει την αγαστή συμφωνία σώματος και ψυχής.

Δύο δυϊστικές απόψεις

Για τον Παπανικολάου, από την εποχή του Πλάτωνος έως και σήμερα, έχουν παρουσιασθεί τουλάχιστον δύο δυϊστικές θεωρίες και τουλάχιστον τέσσερεις μονιστικές (ή ομάδες ομνιστικών): αν τις δύο πρώτες αντιπροσωπεύουν ο Πλάτων και ο Καρτέσιος, τις άλλες εκφράζουν ο ιδεαλισμός του Μπέρκλεϋ, που ουδέποτε κέρδισε ευρεία απήχηση, ο «αμφίβολος» αριστοτελικός μονισμός (τον θεωρεί μια συγκαλυμμένη μορφή δυϊσμού), και ακόμη, ο ουδέτερος μονισμός, σύμφωνα με τον οποίο ουσία των πάντων δεν είναι η ύλη ούτε το πνεύμα, αλλά κάτι άλλο και άγνωστο, που έχει την ικανότητα να συμπεριφέρεται πότε σαν ύλη και πότε σαν πνεύμα (εκπρόσωποι αυτού ήταν ο Σπινόζα και ίσως ο αρχαίος Ινδουισμός).

Τέλος, υπάρχει φυσικά και ο δημοκρίτειος υλισμός, που παραμένει πάντοτε λίγο-πολύ ο ίδιος και που τον ασπάζεται η συντριπτική πλειονότητα των νευροεπιστημόνων αλλά και των φιλοσόφων σήμερα, με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που ο μέσος καθημερινός άνθρωπος κλίνει μάλλον προς τον πλατωνικό δυϊσμό. Δεδομένης της άρνησης του Παπανικολάου να ονομάσει τον υλισμό «επιστημονικό», από νωρίς υποψιάζεται ο αναγνώστης την προσωπική του αποστροφή προς αυτόν.

Και πράγματι, στη συνέχεια του βιβλίου ξετυλίγεται μια ανελέητη επιχειρηματολογία εναντίον του, στηριγμένη σε ακριβείς παρατηρήσεις και πειράματα, αφού πρώτα ο συγγραφέας μας έχει εισαγάγει προσεκτικά στις πλέον προηγμένες απεικονιστικές μεθόδους του εγκεφάλου. Αν λοιπόν ο υλισμός απορρίπτεται, τότε μήπως θα έπρεπε να θεωρήσουμε τον Παπανικολάου δυϊστή;

Η απάντηση είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Αφού έχει αφιερώσει μερικά κεφάλαια στην αποδόμηση του υλισμού, επικρίνοντας όσους ειδικούς σπεύδουν να τον υποστηρίξουν δίχως επαρκή τεκμήρια (πρακτική που φανερώνει, σύμφωνα με τον ίδιο, τους ευσεβείς τους πόθους και την προεπιλεγμένη τους μεταφυσική δέσμευση υπέρ του), κατόπιν αφιερώνει ισάριθμο χώρο για να καταρρίψει τη δυϊστική αντιπρόταση, καταβάλλοντας όχι λιγότερη προσοχή και τεκμηρίωση.

Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, η μελέτη του εγκεφάλου δεν μας προσπορίζει δεδομένα που να κάνουν την πλάστιγγα να γείρει υπέρ του υλισμού ή υπέρ του δυϊσμού, αλλά το πολύ-πολύ να καθιστά λιγότερο εύλογες ορισμένες μεταφυσικές επιλογές, ενδεχομένως τις πιο ακραίες. Τίποτα παραπάνω, όμως.

Η ελευθερία της βούλησης

Εξαιρετικά αμφιλεγόμενα πειράματα όπως εκείνα του Μπέντζαμιν Λίμπετ (για ν’ αναφέρουμε μονάχα ένα παράδειγμα από το πλήθος των εντυπωσιακών ερευνών και φαινομένων που παρατίθεται στο βιβλίο, ένα επίσης αξιομνημόνευτο είναι το σπανιότατο «σύνδρομο Savant») ώθησαν μερικούς (ενν. τους υλιστές) να ενθουσιαστούν για την «αναίρεση» της ελευθερίας της βούλησης, άρα και της ψυχής.

Άλλοι (ενν. οι δυϊστές) βιάστηκαν να χαρούν από τις έρευνες των επίσης αμφισβητούμενων «επιθανάτιων εμπειριών» (Near Death Experiences, NDEs), ενώ η ενδελεχής επιστημονική εξέταση, προς το παρόν, δεν επιβεβαιώνει κανένα εκ των δύο «στρατοπέδων»: η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου και η συνακόλουθη αδυναμία «κατάτμησης» των υποκειμενικών εμπειριών σε αντικειμενικά στοιχεία, λειτουργεί, για την ώρα τουλάχιστον, απαγορευτικά, τόσο προς τη μία όσο και προς την άλλη κατεύθυνση.

Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, αν ο υλισμός χαίρει μεγαλύτερης εκτίμησης μεταξύ ειδικών, αυτό δεν οφείλεται στα (όποια) επιστημονικά ευρήματα αλλά σε τρεις ακόλουθους παράγοντες.

Αρχικά, ανέκαθεν ήταν ελκυστική για την ανθρώπινη διανόηση η αναγωγή όλων των φαινομένων σε μία αιτία. Επίσης, ο υλισμός θεωρείται πιο ευνοϊκός για τις επιστημονικές αναζητήσεις (πράγμα που είναι καταφανώς εσφαλμένο, από ιστορική σκοπιά, αφού οι σπουδαιότερες ανακαλύψεις έχουν γίνει τόσο από υλιστές όσο και από δυϊστές επιστήμονες, με τυπικότερα παραδείγματα τους ευλαβείς Χριστιανούς Γαλιλαίο και Νεύτωνα), και τέλος, η πληθώρα πληροφοριών που έχουμε κατορθώσει να συσσωρεύσει για τις αμιγώς υλικές πλευρές του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη μεταφυσική έννοια «ψυχή», που παραμένει απρόσιτη.

Ο Ανδρέας Κ. Παπανικολάου είναι ομότιμος καθηγητής Κλινικών Νευροεπιστημών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Tennessee, όπου διηύθυνε τον φερώνυμο τομέα, πρόεδρος του Κέντρου Εφηρμοσμένων Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου και επίτιμο μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Νευροφυσιολογίας και της Ελληνικής Νευροψυχολογικής Εταιρείας. Χρημάτισε Σύμβουλος Ιδρύματος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής του Κέντρου Κλινικών Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας – Houston Medical Center, καθηγητής στην Νευροχειρουργική και Νευρολογική Κλινική του ίδιου πανεπιστημίου και έκτακτος καθηγητής Ψυχολογίας και Γλωσσολογίας στα Πανεπιστήμια Houston και Rice, αντιστοίχως. Συνέστησε και διηύθυνε το Summer Institute of Advanced Studies της International Neuropsychological Society, συνέστησε την Inter-national Society of Clinical Magnetoencephalography, ενώ σχεδίασε και διηύθυνε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Νευροψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει άνω των 300 άρθρων στην διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία στους τομείς της λειτουργικής οργανώσεως και της προεγχειρητικής χαρτογραφήσεως του εγκεφάλου, κλινικά εγχειρίδια, τεχνικές, θεωρητικές και φιλοσοφικές μονογραφίες, καθώς και μία νουβέλα.

Όσο για την ελεύθερη βούληση, αν και είναι αβέβαιο το κατά πόσον οι άνθρωποι είμαστε πάντα απόλυτα υπεύθυνοι για κάθε μας μεμονωμένη ενέργεια, η επιστημονικοφανής ιδέα ότι η ελεύθερη βούληση είναι φενάκη αποτελεί άκρως προβληματική άποψη, και διόλου αξιοπερίεργο δεν είναι που πρακτικά όλα τα νομοθετήματα και τα ηθικά συστήματα δείχνουν να την αψηφάνε.

Δημοκρίτειος υλισμός

Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, η δικαίωση του δημοκρίτειου υλισμού θα μπορούσε να προέλθει μονάχα μετά την πλήρη υποκατάσταση όλων των τμημάτων του ανθρώπινου εγκεφάλου από τεχνητά-μηχανικά κατασκευασμένους «νευρώνες», ή μάλλον ούτε καν τότε, διότι και εκεί πάλι δεν θα μπορούσε ν’ αγνοηθεί το ενδεχόμενο οι μηχανικές αυτές κατασκευές να είναι «συμβατές» με κάποια άυλη μεταφυσική ουσία (δηλ. την «ψυχή»), με τον ίδιο τρόπο που, κατά τους δυϊστές, είναι η βιολογική μας σωματοδομή.

Η πορεία του παρόντος βιβλίου μας οδηγεί σ’ έναν μεταφυσικό «αγνωστικισμό» καντιανού τύπου, που αναγνωρίζει την ισοσθένεια των αλληλοσυγκρουόμενων θέσεων. Άρα, τι σημαίνουν όλα αυτά; Είμαστε πάλι σε αδιέξοδο; Όχι αναγκαστικά.

Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου (τίτλος της: «Το τρίτο αφήγημα»), ο Παπανικολάου εισάγει μία τρίτη πρόταση, στην οποία δίνει την ονομασία «πραγματιστική», με σκοπό να μην συγχέεται με ό,τι προηγουμένως αναφέρθηκε ως ουδέτερος μονισμός. Σε αντίθεση με τον ουδέτερο μονισμό, που είναι μια μεταφυσική ιδέα, ο πραγματισμός που θα εισηγηθεί αξιώνει κάποια επιστημονικότητα.

Για να τον καθιερώσει, μας εισάγει σ’ ένα νοητικό πείραμα: έστω ότι, σ’ ένα απολύτως τέλειο νευροαπεικονιστικό σύστημα, παρακολουθείται από εμένα ο εγκέφαλός μου καθώς εγώ αντικρίζω μια σειρά δεκάδων οπτικών ερεθισμάτων, με αποτέλεσμα την τεκμηρίωση ενός ψυχοφυσικού παραλληλισμού (πολυπόθητος για τους υλιστές και όχι μόνον). Στο υποθετικό αυτό παράδειγμα, κάθε ανθρώπινο αντίλημμα έχει το ακριβές αντίστοιχό του στον εγκέφαλο. Πώς λοιπόν θα εξηγήσουν την αντιστοιχία αυτή ο υλιστής και ο δυϊστής;

Πιθανότατα ο πρώτος θα επικαλεστεί τη γνωστή «neural identity theory», ενώ ο δεύτερος θα αποδώσει το ίδιο ακριβώς φαινόμενο στη «συνεργασία» του πνευματικού με το σωματικό. Η δεύτερη εξήγηση παραμένει εξίσου αναπόδεικτη επιστημονικά, όσο και πάντοτε.

Όσο για την πρώτη, ούτε αυτή έχει κατορθώσει την αναγωγή του νοητικού στο φυσικό, με την απλή αντιστοιχία να μην μπορεί να εξηγήσει το γιατί από το ένα οδηγούμαστε στο άλλο. Κοντολογίς, η πλήρης αντιστοίχιση νοητικών εμπειριών με εγκεφαλικές δομές δεν θα συνεισφέρει το παραμικρό στην επίλυση του πανάρχαιου φιλοσοφικού διαλόγου. Ακόμη και στο υποθετικό αυτό παράδειγμα, στο υποθετικό αποκορύφωμα της νευροεπιστήμης, ο αγώνας καταλήγει ξανά ισόπαλος.

Ο Παπανικολάου θεωρεί την πραγματιστική του προσέγγιση μια μορφή ουδέτερου μονισμού και ίσως θυμίσει σε πολλούς αντίστοιχες απόψεις του Γουίλιαμ Τζέιμς. Πάντως, ο ίδιος τη περιγράφει σαν εναρμονισμένη με τα επιστημονικά πορίσματα της σύγχρονης φυσικής (κβαντομηχανική), η οποία καταδεικνύει επαρκώς ότι κάθε φυσική ιδιότητα δεν είναι παρά αλληλεπίδραση μεταξύ του παρατηρούμενου φαινομένου και του παρατηρητή.

Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι, όπως ο αμερικανικός φιλοσοφικός πραγματισμός, του οποίου στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια πρακτική εφαρμογή, η πρόταση του Παπανικολάου δεν επιλύει το πρόβλημα αλλά το σχετικοποιεί, κοντοστέκοντας μπροστά σε ό,τι θεωρεί αδιαπέραστο τείχος της άγνοιας:

«Προβληματίζει, ωστόσο, το γεγονός ότι η (εξ υποθέσεως) κοινή πραγματικότητα, η πίσω από τους σχηματισμούς και τις εμπειρίες, είναι απροσπέλαστη για την επιστημονική μέθοδο· ό,τι επομένως, για εκείνους που η μέθοδος αυτή αποτελεί το μόνο έγκυρο γνωστικό εργαλείο, η φύση της πραγματικότητας αυτής, θα παραμείνει εσαεί μυστήριο» (σελ. 201).

Η Μαίρη Μίτζλεϊ ήταν Βρετανίδα φιλόσοφος. Καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Newcastle, ήταν γνωστή για το έργο της πάνω στην επιστήμη, την ηθική και τα δικαιώματα των ζώων.

Στο βιβλίο της με τίτλο Είσαι μια ψευδαίσθηση; (μτφρ. Γιώργος Μερτίκας, εκδ. Κουκκίδα), η φιλόσοφος Βρετανίδα Μαίρη Μίτζλεϊ διαπιστώνει την ύπαρξη ενός χάσματος ανάμεσα σε ό,τι αποκαλούμε «κοινό νου» και στην τρέχουσα επιστημονική ορθοδοξία. Το ζήτημα στο οποίο επικεντρώνεται είναι η δημοφιλής «επιστημονική» άποψη ότι το ίδιο το ανθρώπινο εγώ, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ψευδαίσθηση.

Σήμερα, λέει χαρακτηριστικά η Mίτζλεϊ, οι επιστήμες της φύσης εκθειάζονται σε τέτοιον βαθμό, ώστε ν’ αποκλείεται σαν «αντιεπιστημονικός» κάθε συσχετισμός με άλλους τομείς του πολιτισμού. Φιλόσοφοι όπως ο Ντάνιελ Ντένετ και επιστήμονες σαν τον Λιούις Γούλπερτ και τον Φράνσις Κρικ, ενστερνίζονται τον «επιστημονισμό», σύμφωνα με τον οποίο η μόνη πηγή αξιόπιστης γνώσης για εμάς είναι οι φυσικές επιστήμες, και όλα πρέπει να προσαρμόζονται σε αυτές. Σύμφωνα με τη Midgley, πρώτοι οι συμπεριφοριστές (behaviorists) ψυχολόγοι απέρριψαν τη συνείδηση, σαν ένα άνευ νοήματος υποπροϊόν της συμπεριφοράς.

Ασύμβατες ιδέες

Έκτοτε, δεν είναι καθόλου σπάνιο ή απίθανο ν’ απορρίπτονται ιδέες ζωτικής σημασίας για την καθημερινότητά μας, με το πρόσχημα ότι είναι ασύμβατες με τις τελευταίες ανακαλύψεις (σελ. 35). Η συνείδηση, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται σαν ψευδαίσθηση και αυταπάτη, παρά το γεγονός ότι οι έννοιες αυτές είναι στον πυρήνα τους αντιφατικές, αφού προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός εγώ που αυταπατάται (βλ. την καρτεσιανή συλλογιστική του cogito). Παρομοίως, κάθε έννοια σκοπού (τελολογία) απορρίπτεται και ο άνθρωπος ορίζεται αποκλειστικά με τις βιολογικές έννοιες της φυσικής επιλογής και της κληρονομικότητας (που και αυτές περιέχουν σκοπιμότητες, αλλά είναι πολύ πιο μονοδιάστατες, εξηγεί η Μίτζλεϊ).

Σε πολλούς χώρους ο υλισμός, λέει η Mίτζλεϊ, έχει γίνει περίπου η επίσημη «ορθοδοξία» και πλήθος ανθρώπων «ομνύει» σε αυτόν με το ίδιο πάθος που έκανε τους ανθρώπους περασμένων εποχών να ομνύουν στα χριστιανικά δόγματα. Καίριο τμήμα του υλισμού αυτού, είναι η εξελικτική θεωρία.

Στο παλιότερό της έργο Η θεωρία της εξέλιξης ως θρησκεία (μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιόλης, εκδ. Κουκκίδα) η Mίτζλεϊ είχε ισχυρισθεί ότι η εξελικτική θεωρία έχει για τον σημερινό, επιστημονικά και ορθολογικά σκεπτόμενο, άνθρωπο την αξία που είχαν οι κοσμογονικοί μύθοι για τον αρχαϊκό.

Φυσικά, η Mίτζλεϊ δεν ανήκει στους αρνητές της εξελικτικής θεωρίας, πράγμα που μας ξεκαθαρίζει ρητά εξαρχής, βάζοντας μάλιστα ως προμετωπίδα του βιβλίου της μιαν αφιέρωση στον Δαρβίνο, για τον οποίο διευκρινίζει ότι δεν θα δεχόταν πολλά από τα όσα λένε συχνά σημερινοί επιστήμονες εν ονόματί του.

Από το βιβλίο περνούν η αισιόδοξη και η απαισιόδοξη κοινωνιοβιολογία των Γούιλσον και Ντόουκινς, ο υπαρξισμός του Moνό, αλλά δεν λείπουν και ανησυχητικοί οικολογικοί προβληματισμοί για το μέλλον του ανθρώπου στον πλανήτη μας.

Σύμφωνα με τη Mίτζλεϊ, οι υλιστικές απόψεις των επιστημόνων εκπηγάζουν από μια θεμελιωδώς προβληματική άποψη ήδη από τους Νεώτερους Χρόνους: πρόκειται, φυσικά, για τον καρτεσιανό δυϊσμό, την απρόσωπη και «αντικειμενική» στάση παρατήρησης του επιστήμονα που παρατηρεί αποστασιοποιημένος τον εξωτερικό κόσμο, σαν να μην είναι και ο ίδιος αδιάσπαστο μέρος του:

«Επίσημα το έργο της επιστήμης θεωρείται απλό – η ανάλυση “αντικειμενικών” εμπειρικών δεδομένων που φαίνονται τα ίδια σε όλους. Ιδιαίτερες στάσεις και αντιλήψεις δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση με αυτό το έργο. Οι βαθύτερες προϋποθέσεις της επιστήμης εξετάζονται συνεπώς πολύ λιγότερο απ’ ό,τι συνηθιζόταν στο παρελθόν, και η όποια σχετική συζήτηση τείνει να είναι αρνητική – επικεντρώνει στον αποκλεισμό μεθοριακών περιοχών από την επιστήμη. Τι αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί από τους φυσικούς επιστήμονες σήμερα δεν ασκούνται στον γενικό στοχασμό, και παραμένουν ως εκ τούτου κάπως αφελείς και ανυπεράσπιστοι απέναντι στις προκαταλήψεις που μεταμφιέζονται σε επιστήμη» (σελ. 61).

Σύμφωνα πάντα με τη Mίτζλεϊ, ο καρτεσιανισμός στην πραγματικότητα ριζοσπαστικοποίησε τον παλιό χριστιανικό ανθρωποκεντρισμό και τον αρχαίο πυθαγορισμό, ο οποίος ήθελε τα μαθηματικά ν’ αποκαλύπτουν την ενδότερη αλήθεια του κόσμου μας. Συνεχιστές εκείνων είναι και οι σημερινοί επιστήμονες που «ακυρώνουν» τις απαραίτητες βάσεις για τη διατήρηση κάθε κοινωνίας (π.χ. ελευθερία βούλησης).

Ο κοινός νους και ο υλισμός

Φυσικά, τέτοιες απόψεις δεν επιφέρουν πρακτικά καμία συνέπεια στις ζωές όσων τις πρεσβεύουν. Αυτό δεν είναι τόσο περίεργο, δεδομένου ότι ο κοινός νους, λέει η φιλόσοφος, αποστρέφεται τόσο τον υλισμό όσο και τον δυϊσμό, δείχνοντάς μας πως είμαστε ολότητες και όχι κατακερματισμένες ψυχές ή σώματα.

Όμοια με τον Παπανικολάου, η Mίτζλεϊ πλησιάζει προς αυτό που έχει μείνει γνωστό ως ουδέτερος μονισμός. Δεν διστάζει, μάλιστα, να επικαλεσθεί και ένα βιβλίο που πυροδότησε αρκετή κριτική και εντάσεις. Είναι το βιβλίο του Αμερικανού φιλοσόφου Tόμας Νάγκελ, Νους και κόσμος (μτφρ. Αντώνης Χατζημωυσής, εκδ. Εκκρεμές). 

Ο Τόμας Νάγκελ, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους αμερικανούς φιλοσόφους, γνωστός για την απαράμιλλη ικανότητά του να συνδυάζει «βαθύτητα, σαφήνεια και λιτή έκφραση», είναι καθηγητής της φιλοσοφίας και του δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Είναι ο συγγραφέας των εξής βιβλίων: Η άποψη απ’ το πουθενά, Τι σημαίνουν όλ’ αυτά, που μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά, Αμείλικτα ερωτήματα, Ισότητα και μεροληψία, Η δυνατότητα του αλτρουισμού, Άλλοι νόες: Κριτικά δοκίμια 1969 – 1994 και Η τελευταία λέξη.

Όπως εξηγεί και ο Nάγκελ, η φυσική επιστήμη συγκροτήθηκε από τους Νεύτωνα και Γαλιλαίο, στους Νεώτερους Χρόνους, με τρόπο που απέκλειε κάθε στοιχείο τελολογίας, και αυτός ο αποκλεισμός διατηρείται στο ακέραιο μέσα στις επιστήμες της φύσης, ή μάλλον έχει ισχυροποιηθεί κι άλλο μετά την εδραίωση της εξελικτικής θεωρίας από τον Δαρβίνο και έπειτα. Ωστόσο, η κοσμοθεωρία αυτή οδηγεί σε αδιέξοδο, επειδή ο υλιστικός αναγωγισμός αποτυγχάνει να εξηγήσει πλήρως την ποιοτικά διαφορετική υφή του «νοητικού» από το αμιγώς «φυσικό».

Ανθρώπινη αυτοσυνειδησία

Για να είναι η εξήγηση πλήρης, πρέπει να εξηγεί με ποιον τρόπο ήταν εξαρχής πιθανό να είχε υπάρξει ένα τέτοιο συμβάν, όπως η ανθρώπινη αυτοσυνειδησία. Για να δείξει την ατέλεια που, κατά την άποψή του, διακρίνει τις προτεινόμενες υλιστικές εξηγήσεις, ο Nάγκελ μεταχειρίζεται το (κάπως μακάβριο, είναι η αλήθεια) παράδειγμα των ομαδικών θανάτων των μελών μιας οικογένειας, μέσα σ’ ένα ασυνήθιστα σύντομο χρονικό διάστημα.

Στο παράδειγμα αυτό, η διάγνωση των φυσικών αιτιών που οδήγησαν στον θάνατό τους (π.χ. καρδιακή ανακοπή), όσο σωστή και αν είναι, δεν είναι πλήρης. Πρέπει να μάθουμε πώς κατέστη δυνατό ένα τέτοιο συμβάν (π.χ. ίσως ευθύνεται μια γενετική ασθένεια ή μια βεντέτα).

Απορρίπτοντας το δίλημμα θεϊσμός-υλισμός ως ψευδές, ο Νάγκελ επιχειρεί ν’ αντιπαραθέσει σε αυτά τη δική του πρόταση, η οποία είναι μεν αθεϊστική και φυσιοκρατική, ανθίστανται όμως στη χαοτική τυχαιότητα και την έλλειψη νοήματος.

Ο Nάγκελ αναγνωρίζει λοιπόν διαφορετικούς τύπους «εξήγησης», που δεν αποκλείεται να συνυπάρχουν παράλληλα. Απορρίπτοντας το δίλημμα θεϊσμός-υλισμός ως ψευδές, ο Νάγκελ επιχειρεί ν’ αντιπαραθέσει σε αυτά τη δική του πρόταση, η οποία είναι μεν αθεϊστική και φυσιοκρατική, ανθίστανται όμως στη χαοτική τυχαιότητα και την έλλειψη νοήματος, περιλαμβάνοντας ένα είδος εγκόσμιας τελολογίας.

Όμοια με τον Παπανικολάου και τη Mίτζλεϊ, ο Nάγκελ διαπιστώνει ότι οι σύγχρονες επιστημονικές εξηγήσεις διακατέχονται όχι από ανοικτότητα, αλλά από μια αξιωματική («δογματική» θα έλεγε κανείς) δέσμευση στον αναγωγιστικό υλισμό:

«Ως αντιλήψεις που στηρίζονται σε υπέρβαση [των άμεσων εμπειρικών στοιχείων], ο υλισμός και ο θεϊσμός παρουσιάζουν αντίστοιχες ελλείψεις, ενώ το γεγονός ότι μας είναι αδύνατο να εγκαταλείψουμε την αναζήτηση της θέασης μιας θέσης μας στο σύμπαν με όρους υπέρβασης – όλα αυτά οδηγούν στην ελπίδα για μια διευρυμένη πλην όμως φυσιοκρατική κατανόηση, η οποία θα αποφύγει την παγίδα του ψυχοφυσικού αναγωγισμού […] Μια διευρυμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά ενοποιημένη, μορφή εξήγησης θα είναι αναγκαία, και υποπτεύομαι ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει τελεολογικά στοιχεία» (σελ. 60-61).

Έτσι, από έναν καταξιωμένο επιστήμονα περάσαμε σε μια σημαντική φιλόσοφο, για να καταλήξουμε τώρα σ’ ένα από τα, κατά κοινή ομολογία, σημαντικότερα φιλοσοφικά πνεύματα του καιρού μας. Τα ζητήματα που εγείρονται, όπως καταλαβαίνει κανείς, υπερβαίνουν κατά πολύ το πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης.

Γι’ αυτό, θ’ αρκεστούμε να πούμε απλώς ότι ο, αν και άθεος (όπως άλλωστε και η Mίτζλεϊ) ο Nάγκελ στηρίζεται στο ψευδοεπιστημονικό σύνολο ιδεών που ονομάζεται «Ευφυής Σχεδιασμός» (Intelligent Design), κάτι που αποτέλεσε αφορμή για όχι μικρή κριτική σε βάρος του.

Ένα καίριο ερώτημα για τη Mίτζλεϊ και τον Nάγκελ είναι το ακόλουθο: πώς μπορεί κανείς, όντας απερίφραστα άθεος, να υιοθετεί θεϊστικά επιχειρήματα, δηλαδή επιχειρήματα ενός αλλότριου και ριζικά αντίθετου διανοητικού πλαισίου; Επίσης, αν κανείς αρνείται τον υλισμό και προσυπογράφει μια μορφή τελολογίας, πώς μπορεί ν’ αποφύγει τον θεϊσμό; Και αντίστροφα, αν κανείς αρνείται τον θεϊσμό, τι είναι αυτό που εξασφαλίζει τη μη εκ νέου διολίσθηση στον υλισμό;

Ίσως όμως το κυριότερο ερώτημα να είναι το εξής: αν ο υλισμός είναι τόσο «τραγικός» για την ανθρώπινη μοίρα, όπως ο Mονό έλεγε, πώς και χαίρει τέτοιας εκτίμησης μεταξύ των σημερινών επιστημόνων και φιλοσόφων; Σε τελική ανάλυση, αυτό το τελευταίο ερώτημα είναι ίσως πολύ ευρύτερο όλων.


Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας.

, , , ,

1 thought on “Νους, ψυχή και σώμα: Προσεγγίζοντας το ανθρώπινο μυστήριο μέσα από τρία πρόσφατα φιλοσοφικά βιβλία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *