Το υπερσυγκεντρωτικό ελληνικό δημόσιο δεν μπορεί να κρυφτεί την ώρα που το παραγωγικό μοντέλο της χώρας έχει εξαντλήσει τα όρια του στην Αττικοβοιωτία
Γιώργος Μητράκης – 11/04/2024 – VORIA
Η λέξη αποκέντρωση είναι τόσο ακριβής που αποδεικνύει τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Μόνο που πρόκειται για λέξη χωρίς καμία αξία στη χώρα μας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την οργανωτική δομή του κράτους. Επίσης, τα τελευταία 15 χρόνια η έννοια της αποκέντρωσης δεν έχει αξία ούτε στο πολιτικό χρηματιστήριο. Αν και κάποτε ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στις πολιτικές τοποθετήσεις και συζητήσεις -στην πραγματικότητα δεν έλειπε από καμία διακήρυξη μεγάλου ή μικρότερου κόμματος- έχει να ακουστεί στο δημόσιο διάλογο από τα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Στην ουσία με τη χρεοκοπία της χώρας και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης η αποκέντρωση εξαφανίστηκε από την πολιτική συζήτηση. Σα να την ψέκασαν με… αμμονιαζόλ. Σε βαθμό που κάποιος τρίτος παρατηρητής των ελληνικών πραγμάτων αποκλειστικά μέσα από τον καθημερινό πολιτικό διάλογο θα πίστευε ότι το σοβαρό αυτό θέμα, ή μάλλον το σοβαρό αυτό πρόβλημα, λύθηκε και η Ελλάδα απέκτησε εμμέσως λειτουργικά χαρακτηριστικά ομοσπονδιακού κράτους!
Μια διαφορετική αλήθεια
Η αλήθεια είναι φυσικά διαφορετική. Διότι εάν εξαιρέσει κανείς τα χαμηλής πολιτικής και οργανωτικής διαβάθμισης θέματα της έκδοσης άχρηστων εν πολλοίς δικαιολογητικών μέσω του gov.gr -εξέλιξη που στην ουσία επιβλήθηκε από την πανδημία της Covid-19- ποτέ στο παρελθόν ο συγκεντρωτισμός του ελληνικού κράτους και των μηχανισμών του δεν ήταν τόσο σφικτός όσο σήμερα. Ούτε η γραφειοκρατία που τον συνοδεύει τόσο εκτεταμένη. Είναι, πράγματι, κρίμα, διότι η αποκέντρωση και η αυτονόητη εξυπηρέτηση των πολιτών και των επιχειρήσεων που τη συνοδεύει αποτέλεσε στόχο του πολιτικού συστήματος από την αρχή της μεταπολίτευσης. Από το 1974 όλα τα κόμματα -και κυρίως τα κόμματα εξουσίας- στον λόγο και τις διακηρύξεις τους αναγνώριζαν εμμέσως πλην σαφώς ότι «Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα» και ότι αυτό αποτελεί συνθήκη που πρέπει να αλλάξει.
Με τον τρόπο αυτό απαντούσαν στα αιτήματα των τοπικών κοινωνιών, που στη Θεσσαλονίκη -για αυτονόητους λόγους μεγέθους και οικονομικής δραστηριότητας- εκφράζονταν με έντονο τρόπο και είχαν υψηλή προτεραιότητα. Αν και στην πράξη για δεκαετίες δεν μεταβλήθηκαν πολλά -στην πραγματικότητα έγιναν κάποια πολύ διστακτικά βήματα- η παραμονή και μόνο του θέματος στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ατζέντα συντηρούσε προσδοκίες βελτίωσης. Ιδιαίτερα μετά το 1980 και την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ε.Ο.Κ., που σύντομα μετασχηματίστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση, και την έμπρακτη ανάδειξη στις Βρυξέλλες της αξίας όχι μόνο των κρατών, αλλά και των περιφερειών της Ένωσης, η πίεση αυξήθηκε. Για τη Θεσσαλονίκη υπήρξαν κάποια αποτελέσματα σε αυτή την κατεύθυνση. Περιορισμένα μεν, θετικά βήματα δε. Για παράδειγμα στη δεκαετία του 2000 «μετακόμισε» στη Θεσσαλονίκη η υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για τα διασυνοριακά ευρωπαϊκά προγράμματα Interreg, ενώ λίγα χρόνια πριν, στη δεκαετία του 1990, ήρθε στη Θεσσαλονίκη ο ευρωπαϊκός οργανισμός για την επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση CEDEFOP και εγκαταστάθηκε στην πόλη η Τράπεζα Εμπορίου και Ανάπτυξης Ευξείνου Πόντου, η γνωστή Παρευξείνια. Ήταν η εποχή που η Θεσσαλονίκη διεκδικούσε την αύξηση της εμβέλειας και της επιρροής της κοιτώντας περισσότερο προς τον Βορρά, στα βαλκάνια και την Ευρώπη, και λιγότερο προς Νότον, προς την ελληνική πρωτεύουσα. Στην ουσία η πόλη είχε προσπαθήσει να αξιοποιήσει το νέο κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας, που άρχισε να γράφεται με την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ. Εφηύρε τη δήθεν βαλκανική της προοπτική, προκειμένου να ξεπεράσει τη σαφή απροθυμία της υπευθύνων της ελληνικής πολιτείας για κάθε είδους αποκέντρωση, που παρέμενε στα λόγια.
Και μετά ήρθαν τα Μνημόνια
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας, η γενικευμένη κρίση και τα Μνημόνια από το 2010 και μετά ενταφίασαν βιαστικά κάθε συζήτηση περί αποκέντρωσης. Η εξήγηση είναι απλή και κυνική, αν και -προφανώς- όχι επίσημη. Επειδή κάθε κίνηση αποκέντρωσης σημαίνει εξ’ ορισμού μετατόπιση οικονομικής δραστηριότητας από το κέντρο στην περιφέρεια, η ευμάρεια και η αισιοδοξία της περιόδου 1975 – 2010 επέτρεπε τη συζήτηση σε φιλολογικό επίπεδο, αλλά και κάποιες διστακτικές πρακτικές μικροκινήσεις είτε λόγω συγκυρίας είτε σαν… αντίδωρο. Μετά το 2010 τα λεφτά στην Ελλάδα έγιναν δυσεύρετα, ο πλούτος συρρικνώθηκε και κάθε σκέψη -πολύ περισσότερο συζήτηση- για μεταφορά πόρων από την Αττική στην περιφέρεια της χώρας κόπηκε μαχαίρι. Το σύνολο του πολιτικού συστήματος, σαν σε άτυπη συμφωνία, έβαλε στο ράφι -εάν όχι στο χρονοντούλαπο- μια κορυφαία διαρθρωτική ανάγκη της χώρας, την οποία στα λόγια είχαν οι πάντες μέχρι τότε συνομολογήσει. Επικράτησε… σιγή ιχθύος. Κι επειδή όλες οι ιδέες πριν εφαρμοστούν ξεκινούν από μια σκέψη και κάποιες συζητήσεις, το θέμα ξεχάστηκε. Ακόμη και οι ίδιοι οι παράγοντες της περιφέρειας, από τους πολιτικούς και τους αυτοδιοικητικούς, μέχρι τους εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων και της κοινωνίας των πολιτών αποφεύγουν να συζητήσουν για το αν είναι ορθολογικό όλες οι αποφάσεις -ακόμη και οι πιο μικρές, όπως είναι η φορά κάποιου μεγάλου δρόμου μιας πόλης- να λαμβάνονται στην Αθήνα. Ή εάν είναι βιώσιμο μια επιχείρηση της ελληνικής περιφέρειας να έχει κάποιο στέλεχος ή κάποια στελέχη της στην Αθήνα (για αδειοδοτήσεις, ταξίδια, επαφές με τα υπουργεία κ.λπ.) δύο, τρεις ή και πέντε ημέρες την εβδομάδα, δώδεκα μήνες τον χρόνο! Ή μάλλον έντεκα, αφού ο Αύγουστος είναι μήνας διακοπών.
Η κάθοδος των Βορείων
Η κατάσταση που δημιουργήθηκε την τελευταία 15ετία, με την απάλειψη της λέξης και της έννοιας της αποκέντρωσης από τον δημόσιο διάλογο, είχε ως αποτέλεσμα φορείς της περιφέρειας να κινηθούν αντίστροφα. Να επιχειρήσουν να αποκτήσουν πανελλήνια εμβέλεια με… χαλαρά σε γενικές γραμμές αποτελέσματα. Προκειμένου, μάλιστα, να περάσουν τις θέσεις τους και να προωθήσουν τα συμφέροντά τους πυκνώνουν τις πρωτοβουλίες τους στην Αθήνα. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος -πρώην Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος- και του Συνδέσμου Εξαγωγέων -πρώην Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, από το οποίο μένει μόνο το ακρωνύμιο ΣΕΒΕ, σε παρένθεση δίπλα στο κυρίως όνομα. Αλλά και ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης Γιάννης Μασούτης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια κινείται και παρεμβαίνει πολύ περισσότερο ως πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, παρά ως ΕΒΕΘ.
Αναπτυξιακές ανάγκες
Ασφαλώς η τεχνητή διαμόρφωση του ευρύτερου περιβάλλοντος εις βάρος της πραγματικότητας, δεν μπορεί επουδενί να αποκρύψει τις ιστορικές, οικονομικές και αναπτυξιακές ανάγκες. Διότι μπορεί η λέξη αποκέντρωση να μην ακούγεται στον δημόσιο διάλογο, αλλά η ανάγκη της στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη. Ενδεχομένως και καθοριστική για την επόμενη ημέρα μιας χώρας που βιώνει συνθήκες ασφυξίας και εξ’ αυτού είναι εμφανές ότι βρίσκεται σε μετάβαση. Όλοι γνωρίζουμε ότι μέχρι και σήμερα «Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα», αλλά όποιος φιλοδοξεί μεγέθυνση του αποτυπώματος της χώρας, ώστε να βελτιωθεί το επίπεδο και η ποιότητα ζωής στο εσωτερικό της χώρας, δεν μπορεί να αγνοήσει την αποκέντρωση. Η περιφερειακή ανάπτυξη που πηγαίνει «πακέτο» με τη μεταφορά δομών, αρμοδιοτήτων και πόρων από το κέντρο στην υπόλοιπη χώρα, αποτελεί νομοτέλεια. Προφανώς δεν πρόκειται για διαδικασία στον αυτόματο πιλότο. Διότι η ζωή μπορεί να λύνει τα προβλήματα, αλλά το κάνει αργά, βασανιστικά και σε μεγάλο βάθος χρόνου, όταν πραγματικά μια κατάσταση δεν πάει άλλο. Το θέμα είναι να μη φτάσουμε εκεί, διότι είναι πολύ αργά. Σήμερα χρειάζονται πολιτική βούληση, τολμηρές πρωτοβουλίες και ειδικοί χειρισμοί, ώστε η αποκέντρωση να προωθηθεί συντεταγμένα και σε λογικό χρόνο. Ήδη το υπερσυγκεντρωτικό ελληνικό δημόσιο δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε να κρύψει τις αδυναμίες του. Ταλαιπωρεί και… ταλαιπωρείται με τα γνωστά θλιβερά έως τραγικά καθημερινά αποτελέσματα. Όσο για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας έχει εξαντλήσει τα όρια του στην Αττικοβοιωτία και συντηρείται μόνο λόγω του μεγάλου πληθυσμού της πρωτεύουσας και της παρουσίας των βασικών αρμών της εξουσίας σε δύο – τρία τετράγωνα πέριξ του Κοινοβουλίου. Την ίδια στιγμή υπάρχουν περιοχές στην περιφέρει που εκ των πραγμάτων διαβαίνουν τον Ρουβίκωνα και δρομολογούν την διαδικασία του απογαλακτισμού, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά. Είτε λόγω του τουρισμού, που προσφέρει πλούτο και κοσμοπολιτισμό, είτε λόγω της επιστροφής των νέων ανθρώπων που έφυγαν από τη χώρα στη διάρκεια της κρίσης για ένα καλύτερο μέλλον και σήμερα βλέπουν κάποιες προοπτικές στην πατρίδα. Η Κρήτη με τον τουρισμό, τον πρωτογενή τομέα και την τεχνολογία και τα Ιωάννινα με την ψηφιακότητα είναι πολύ καλά παραδείγματα, επειδή η αναφορά και το βλέμμα τους δεν είναι μόνο προς την Αθήνα, αλλά και προς το εξωτερικό. Επίσης, και στη Θεσσαλονίκη κάτι κινείται, κυρίως κάτω από τα ραντάρ.