Σπυρίδων Zαμπέλιος: Ο θεωρητικός της Ιστοριονομίας – Ο Ιστορικός του Βυζαντινού Ελληνισμού (Δ. Ζακυθηνός)

Από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 49ος, 1974 – ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ

Μέρος Α’

Ο Σπυρίδων Αλκιβιάδης Ζαμπέλιος εγεννήθη εις την Λευκάδα την 1ην Σεπτεμβρίου 1815. Εκ πατρός και εκ μητρός ανήκεν εις ευγενείς οικογενείας, αι οποίαι είχον δώσει εις τα Γράμματα αξιολόγους αντιπροσώπους. Η οικογένεια Ζαμπέλη ή Ζαμπελίου, πλην του πατρός του ιστορικού, περιελάμβανεν εις τους κόλπους της τον Νεκτάριον (περίπου 1620-1690), ευπαίδευτον ιερέα και θεολόγον εκ της πλευράς της μητρός του Μαρίνης, το γένος Πετριτσοπούλου, είχε διακριθή ο Δημήτριος Πετριτσόπουλος, διαδραματίσας κατά τας πρώτας δεκαετίας του δεκάτου ενάτου αιώνος πολιτικόν πρόσωπον εν Λευκάδι και εν Επτανήσω γενικώτερον και δημοσιεύσας ιστορικάς συμβολάς, αι οποίαι προεκάλεσαν δυσμενεστάτας κριτικάς, μεταξύ δ’ άλλων το Saggiο storico sulle prime età dell’ isola de Leucadia, εν Φλωρεντία, 1814.

Αλλ’ εξέχουσα φυσιογνωμία των Γραμμάτων και του δημοσίου βίου ανεδείχθη αυτός ο πατήρ του Ιστορικού. Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, γεννηθείς τω 1787, αποθανών τω 1856, εσπούδασεν εις την Ιταλίαν και την Γαλλίαν (1804 -1810) την Φιλολογίαν και την Νομικήν, κατά δε τους χρόνους των σπουδών του συνεδέθη μετά διακεκριμένων προσωπικοτήτων του πνεύματος, του Θεοφίλoυ Καΐρη, του Ούγου Φωσκόλου, του Βικέντιου Monti, του Αδαμαντίου Κοραή. Εις την Επτάνησον ο Ζαμπέλιος διετέλεσε δικαστής εν Λευκάδι μέχρι του 1826, ακολούθως εν Κεφαλληνία και από του 1834 διωρίσθη μέλος τον υπερτάτου Συμβουλίου της Δικαιοσύνης εν Κερκύρα. Από του έτους 1818, ότε εδιδάχθη εν Βουκουρεστίω η τραγωδία του Τιμολέων, ο Λευκάδιος δικαστής, μιμητής του Alfieri ανεδείχθη πολυγραφώτατος δραματικός ποιητής της αναγεννωμένης Ελλάδος. Αι τραγωδίαι του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Γεώργιος Καστριώτης, ‘Ρήγας Θεσσαλός, Μαρκος Βότσαρης, Ιωάννης Καποδίστριας, Γεώργιος Καραϊσκάκης κλπ. Ενέπνευσαν και εφρονημάτισαν τας γενεάς των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Το παράδειγμα και η πνευματική κληρονομιά του πατρός απετέλεσαν δια τον υιόν υποθήκας βίου και δημιουργίας.

Τα εγκύκλια μαθήματα εδιδάχθη ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος εν τη γενετείρα νήσω, όπου ηυτύχησε να έχη διδασκάλους τον Αθανάσιον Ψαλίδαν, δια βραχύ χρονικόν διάστημα, και τον εκ Τοσκάνης Βικέντιον Nannucci, «προφέσσορα και διευθυντήν του δευτερεύοντος σχολείου Λευκάδος», ικανόν χειριστήν του στίχου εις την Ιταλικήν και την Ελληνικήν, αρχαίαν και νέαν. Ποιήματα δημοσιευθέντα εις το
φυλλάδιον ‘Εις την περίστασιν καθ’ην ευτυχώς έφθασεν εις Κέρκυραν η αυτού εξοχότης ο Λορδ Νούγεντ Ιπ. Μεγ. Σταυρ. του Επισ. Τάγ. του Αγ. Μιχ. και Αγ. Γεωργ. κτλ. κτλ. κτλ. και Λορδ Μέγας αρμοστής της Αυτού Μεγαλειότητος εις το Ενωμένον Κράτος των Ιονικών Νήσων, πράξις δραματική παρασταθείσα με μουσικήν Το εσπέρας των 15 Δεκεμβρίου 1832 εις το μεγάλο δωμάτιον του Γυμνασίου της Αγίας Μαύρας, και ποιητικά πονήματα εκφωνηθέντα επακολούθως από τους
μαθητάς, μέλη της Φιλογραμματικής Ακαδημίας’, Κορφοί, 1832, φέρουν την υπογραφήν του νεαρού μαθητού. Δύο εισέτι ποιήματά του είναι γνωστά. Το εν αναφέρεται εις την ανακομιδήν των λειψάνων του Ναπολέοντος εις Παρισίους υπό τον τίτλον ‘Προς την Φιλαρμονικήν Εταιρείαν της Κερκύρας τούτο δια τας χρηστάς της πατρίδος και της φήμης ελπίδας ανατίθεται, εν Κερκύρα, 1840, το έτερον, ‘η Ύστερη νυχτιά του καταδίκου’, γραφέν κατά μίμησιν τον Λάμπρου του Σολωμού και εκδοθέν ψευδωνύμως τω 1845, προεκάλεσε βιαιοτάτας αντιδράσεις(2).

και του τέλους. Δια τούτο η φυσιογνωμία του ιστορικού παραμένει μέχρι σήμερον εις πλείστα σημεία σκοτεινή και αινιγματική. Μία ευρυτάτη έρευνα εν Ελλάδι και εκτός της Ελλάδος θα εβοήθει ασφαλώς εις την ερμηνείαν της ιδιορρύθμου αλλά και καταπλησσούσης πνευματικής του Ιδιοσυγκρασίας(3).

Είναι βέβαιον ότι ο Ζαμπέλιος, μετά τας εγκυκλίους σπουδάς του, εφοίτησεν εις την Ιόνιον Ακαδημίαν της Κερκύρας(4), όπου ο πατήρ του εγκατεστάθη οριστικώς μετά το έτος 1834. Ο ίδιος ο πατήρ του εις την Αυτοβιογραφίαν του παρέχει την πληροφορίαν ότι ο Σπυρίδων «ετελειοποιήθη εις παιδείαν και εσπούδασεν εις Ιταλίαν και Παρισίους και περιηγήθη το ωραιότερον και μάλλον πεπολιτισμένον μέρος της Ευρώπης»(5) Γνωρίζομεν ότι τω 1839 ευρίσκετο εις Παρισίους, τω 1842 εις την Κωνσταντινούπολιν και ότι άλλαι χώραι, τας οποίας επεσκέφθη, ήσαν η Γερμανία και η Βρεττανία. Κατά τας εκλογάς της 28ης Φεβρουαρίου 1850 ο Ζαμπέλιος εξελέγη βουλευτής Λευκάδος εις το Μεταρρυθμιστικόν κόμμα, αλλ’ η διάλυσις της Ιονίου Βουλής έθεσεν οριστικώς τέρμα εις το πολιτικόν του στάδιον. Έκτοτε στρέφεται ολοκληρωτικώς προς το ερευνητικόν και συγγραφικόν του έργον, δημοσιεύει τα μεγάλα βιβλία του, ταξιδεύει εις το Εξωτερικόν, μελετά εις τας βιβλιοθήκας της Ευρώπης, αναλαμβάνει την μεγάλην αρχειακήν και διπλωματικήν έρευναν εις την Νότιον Ιταλίαν και Σικελίαν. Από του έτους 1870 εγκαθίσταται εις την παρά το Λιβόρνον έπαυλίν του και μακράν της πατρίδος, αποθνήσκει την 10ην Αυγούστου 1881 εις το Zug της Ελβετίας.

Το ιστορικόν έργον του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου περιλαμβάνει πρωτίστως τα τρία βιβλία του : Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού υπό Σπυρίδωνος Ζαμπελίου Λευκαδίου, εν Κέρκυρα, 1852 (εκ σελίδων 767), Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η’. άχρι Ι’ εκατονταετηρίδος Μ.Χ. υπό Σ. Ζαμπελίου, εν Αθήναις, 1857 (εκ σελίδων 696 και σημειώσεων α’ -ρβ’), Ιταλοελληνικά, ήτοι κριτική πραγματεία περί των εν τοις Αρχείοις Νεαπόλεως ανεκδότων Ελληνικών περγαμηνών, υπό Σ. Ζαμπελίου, εν Αθήναις, 1864 (εκ σελίδων 254). Εις τα ελάσσονα έργα του ανήκουν η διατριβή Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσσία, εν Αθήναις, 1859 (εκ σελίδων 72) και διάφοροι μελέται δημοσιευθείσαι κατά το πλείστον εις το περιοδικόν Πανδώρα. Ενδιαφέρουσα και από Ιστορικής απόψεως είναι η πολύκροτος πραγματεία Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; Σκέψεις περί Ελληνικής ποιήσεως υπό Σπ. Ζαμπελίου, εν Αθήναις, 1859 (εκ σελίδων 88). Τέλος συναφή προς τας ιστορικάς απασχολήσεις του Ζαμπελίου είναι τα ιστορικά του μυθιστορήματα Ιστορικά Σκηνογραφήματα, εν Αθήναις, 1860 (εκ σελίδων 151), και Οι Κρητικοί γάμοι. Ανέκδοτον επεισόδιον της Κρητικής Ιστορίας επί Βενετών (1570), εν Τουρίνω), 1871 (εκ σελίδων 561).

Μέρος B’

Εις ηλικίαν τριάκοντα επτά ετών τω 1852 και τεσσαράκοντα δύο τω 1857 ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, γνωστός μέχρι της εποχής εκείνης ως στιχουργός μετριότατος, εξέδιδε δύο ογκώδη συγγράμματα, των οποίων υποκείμενον ήτο το Βυζάντιον και ο Μεσαιωνικός Ελληνισμός. Τα έργα ταύτα, μαρτυρούντα περί της αρτίας οικειώσεως του συντάκτου εις τας πηγάς και την βιβλιογραφίαν, εισήγον μίαν αυτόχρημα επαναστατικήν θεώρησιν της Μεσαιωνικής Ιστορίας. Δια ποίων οδών και ποίων ατραπών ο Λευκάδιος λόγιος ήχθη εις τα προβλήματα της Βυζαντίδος; Εν τη παρούση καταστάσει των βιογραφικών ερευνών ελάχιστα θα ήτο δυνατόν να λεχθούν περί των εξωτερικών κεντρισμάτων. Αναμφισβητήτως ο ιστορικός δεν είχε κληρονομήσει την κλίσιν προς την σπουδήν της βυζαντινής Ιστορίας από τον πατέρα του, Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, ως ο ίδιος ομολογεί, ησθάνετο αποστροφήν δια την ανάγνωσιν της Ιστορίας του Μεσαίωνος ή της Ανατολικής Αυτοκρατορίας(6). Μόνη η προσωπικότης του Ανδρέου Μουστοξύδου, θεμελιωτού της Ελληνικής ιστορικής επιστήμης, θα ηδύνατο ίσως να επηρεάση τον νεαρόν σπουδαστήν της Ιονίου Ακαδημίας. Ισχυρά ωσαύτως εξωτερικά κεντρίσματα εδέχθη ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κατά την μακράν πλάνην του εις τάς χώρας της Ευρώπης, ιδίως εις την Ιταλίαν και την Γαλλίαν. Η στάσις των Ευρωπαίων ιστορικών, φιλολόγων και φιλοσόφων έναντι του Βυζαντίου και ειδικώτερον εν τη διαπραγματεύσει του θέματος «Βυζάντιον και Ελληνισμός» προεκάλει την αντίθεσιν και την δυσφορίαν αυτού. Τα όσα γράφονται εις την «Προθεωρίαν» των Βυζαντινών Μελετών είναι πλέον ή χαρακτηριστικά(7).

Εάν όμως τα εξωτερικά ερεθίσματα κατά το πλείστον λανθάνουν, είναι πάντως βέβαιον ότι ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος ήλθεν εις τον Βυζαντινόν Ελληνισμόν ορμώμενος εκ των πραγμάτων του παρόντος. Δεν είναι άμοιρον σημασίας το γεγονός ότι η πρώτη ευρεία διαπραγμάτευσις του θέματος φέρει τον τίτλον “Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Εκατόν εξήκοντα σελίδες δημοτικών ασμάτων πλαισιούνται με Εισαγωγήν πεντακοσίων ενενήκοντα πέντε. «Ίνα τι, ερωτά, προκειμένης δημοσιεύσεως δημοτικών ασμάτων, επιχειρούμεν την σχεδιαγράφησιν του Μεσαιωνικού βίου των Ελλήνων»; Η περιγραφή, αποκρίνεται, του μεσαιωνικού βίου καθίσταται τοσούτω μάλλον αναγκαία «εις την αισθητικήν γεύσιν των δημοτικών ασμάτων της Ελλάδος, όσω η αγοραία Μούσα παρουσιάζεται συνήθως ασαφής και απερικόσμητος. Τα προηγούμενα μόνον εμπεριέχουν τους λόγους των ενεστώτων, της Τέχνης και του τεχνίτου το μυστήριον εις ταύτα μόνον ενδιαλαμβάνεται. Καθώς δε ο βίος του συγγραφέως πολλάκις επεξηγεί και διαλαμπρύνει χωρία του ποιήματος, άλλως ακατάληπτα, ούτως ο βίος του απροσώπου και ανωνύμου ποιητού λαού διαφωτίζει τας επισκίους διόδους, όθεν διέβη το Γένος κατά την έρευναν της ελευθερίας του, συρρυθμίζει τους ενδεχομένους δυσηχείς θρυλιγμούς και διαλύει πολλάς απορίας»(8).

Εκ των ενεστώτων ο συγγραφεύς χωρεί προς τα παρελθόντα. Τα δημοτικά άσματα, προχείρως συλλεγέντα, ακρίτως εκδοθέντα, φέροντα σαφή την επέμβασιν του εκδότου, είναι το πρόσχημα. Το μέγα θέμα είναι η διευκρίνησις και η αποκατάστασις του παρελθόντος. Κατά τον τρόπον δε τούτον ο Ζαμπέλιος προάγεται ηρέμα προς την Ιστορίαν, της οποίας η καλλιέργεια είναι, ως λέγει, «σφυγμόμετρον εξευγενισμού». Η Ελλάς, απησχολημένη εις το να ρίψη τα θεμέλια του πολιτικού της βίου, παραμελεί κατ’ ανάγκην πάντα τα λοιπά. Αλλά «πώς είναι δυνατόν να σχηματίση θεσμούς διαρκείς, ιδιορρύθμους, θεσμούς αναμφιλέκτως εθνωφελείς, συμφώνους προς τας ροπάς και τον νουν των τε συγχρόνων και των μεταχρονίων, εάν προηγουμένως δεν εισχωρήση εις τα βάθη της ιστορικής κοινωνίας της, εάν δεν εξιχνίαση τους γενικούς νόμους, oίτινες εκυβέρνησαν το Γένος εν τη πορεία των αιώνων»(9); Είναι προφανές ότι ο ιστορικός ενέτασσε το έργον του εις εν γενικώτερον ιδεολογικόν σύστημα, το οποίον ωρμάτο εκ των μεγάλων προβλημάτων του παρόντος και επηγγέλλετο να θεμελιώση την νέαν Ελληνικήν πολιτείαν επί ευρείας ιστορικής κρηπίδος.

Ότε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος παρεσκεύαζε και εξέδιδε τα δύο μεγάλα έργα του, τω 1852 και 1857, η ευρεία Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εγνώριζε το Βυζάντιον και τον Βυζαντινόν πολιτισμόν εκ του έργου του Montesquieu, Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence (1734), εκ της εξιστορήσεως του Καρόλου Le Beau, Histoire du Bas-Empire (1757-1786) και κυρίως εκ της History of the Decline and Fall of the Roman Empire του Εδουάρδου Γίββωνος (1776-1788). Η History of the Byzantine and Greek Empires from 716 to 1453 τον George Finlay εξεδόθη μόλις τω 1854. Ο Ζαμπέλιος εθαύμασε την πολυμάθειαν, τον ακούραστον ζήλον, την λατρείαν της ελευθερίας και της αρχαίας αρετής του Γίββωνος, αλλά δεν φείδεται των περί παρακμής και πτώσεως θεωριών του «υπερτάτου τούτου δικαστού είκοσι δύο αιώνων εθνικής ημών υπάρξεως», ως μετά τινος δηκτικότητος γράφει(10).

Η νεωτέρα έρευνα αποκατέστησε την αινιγματικήν μορφήν του Βυζαντίου. Αλλά προ εβδομήκοντα ακόμη ετών ο Κάρολος Neumann παρετήρει ότι «το Βυζάντιον των σχολαστικών και των μοναχών αποτελεί προθήκην απατηλήν» και ότι «παρίσταται ανάγκη να καταρριφθή το προπέτασμα τούτο, δια να συλλάβωμεν τα μεγάλα θεμελιώδη προβλήματα της Βυζαντινής Ιστορίας»(11). Το προπέτασμα τούτο είχεν από μιας άλλης σκοπιάς ανακαλύψει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Προσπαθών να ερμηνεύση την πολύμορφον προσωπικότητα του Βυζαντίου και δια μέσου του νεφελώματος της νεωτέρας ιστοριογραφίας να αναγνωρίση τα ακραιφνή στοιχεία του Ελληνισμού, κατέληξεν εις την αμφισβήτησιν της αποδεικτικής αξίας των πηγών, των χρονογράφων και των αττικιζόντων ρητόρων. Η γενεά των Ευρωπαίων ιστορικών, «θρέμμα εποχής ολιγοπίστου, λίαν ευπίστως τας Βυζαντινάς μαρτυρίας παραδεχθείσα και ταύτας όργανον προκατειλημμένου τινός συστήματος ποιήσασα, επέθηκε τη εμπαθεία του χρονογράφου πού μεν τη εμπάθειαν του ρήτορος, που δε την γνωμοτυπίαν του φιλοσόφου». «Διδάσκαλος Πυρρωνισμού (νοείται ενταύθα η σχολή του Γίββωνος), ηθογράφος επιρρεπής εις την ειρωνείαν και την χλεύην και τον εκ τρίποδος δογματισμόν, προς τούτο μόνον απέβλεψε μέγα πονήσασα, προς το παρατείναι, τον βίον του Ρωμαϊσμού επέκεινα των ιστορικών αυτού ορίων. Κατ’ αυτήν, μόνος ο απ’ αρχής άχρι τελικής αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως εμψυχών, κινών, διατρέφων, περισώζων την Βυζαντινήν πολιτείαν είναι ο δαίμων της πρεσβυτέρας Ρώμης. Του Ελληνισμού προ πολλού αποβιώσαντος και ενταφιασθέντος, μόνος ούτος επικρατεί»(12).

Αλλά την ανεπάρκειαν της Βυζαντινής χρονογραφίας εις την εξιστόρησιν του Ανατολικού Μεσαίωνος κατήγγειλε πασιφανώς «η αναβίωσις του Ελληνισμού, η επανατολή του δεδυκότος πλανήτου, η την ενδελέχειαν, την ιδιοπροσωπίαν, την αυθυπαρξίαν της χριστιανικής Ελλάδος μαρτυρούσα Νεοελληνική του αιώνος μας αναγέννησις. Πεπρωμένος ην ο Ελληνικός λαός αυτόθεν ν’αναγνώση και να διερμηνεύση την δέλτον της τύχης του, δαδουχούσης της αστραπής του 1821, αυτός κεκλημένος ην να καταδείξη, ότι η μετά Χριστόν και εν Χριστώ πολιτεία του δεν υπήρξε νοσηρά τις και μαρασμώδης παραφυάς της προγενεστέρας Ρωμαϊκής διαίτης, ουρά τις ετοιμόσβεστος του Ρωμαϊκού κομήτου, του προς στιγμήν διαυγάσαντος την Άνατολήν».(13)

Ούτως εκ της καθολικής ταύτης αμφισβητήσεως ο Ζαμπέλιος προέρχεται εις την θεμελίωσιν της φιλοσοφικής του θεωρήσεως, της ιστορικής μεθόδου του και τελικώς εις την ερμηνείαν της Βυζαντινής Ιστορίας. Το φιλοσοφικόν τούτο σύστημα ωνόμασεν Ιστοριονομίαν. «Επειδή, λέγει, παν έκαστον γινόμενον εμπεριέχει εν εαυτώ τα γεννητικά του αίτια, προσέτι δε τους λόγους τους συμβαλόντας εις την πραγματοποίησιν και την επιτυχίαν του, έπεται ότι η αληθής επιστήμη της Ιστορίας, την οποίαν, αντί Φιλοσοφίας της Ιστορίας, ημείς επί το ελληνικώτερον Ιστοριονομίαν επονομάζομεν, συνίσταται εις το να διερευνώμεν τας απορρήτους αιτίας, αίτινες εγέννησαν τας μεταβολάς και τας σπουδαίας περιπτώσεις, όσαι συνέτρεξαν εις την γένεσιν των συμβεβηκότων». Την μέθοδον, η οποία διαμορφούται εκ της ιστοριονομικής θεωρήσεως της ιστορικής ύλης, είναι οπισθόρμητος και πειραματική και δια τούτο συνάδει προς τας έξεις και το πνεύμα της εθνικής ημών σοφίας, Είναι δε οπισθόρμητος, διότι εκ των νεωτέρων φέρεται προς τα παλαιά(14).

Η καλλιέργεια της ιστορικής επιστήμης είναι όντως σφυγμόμετρον εξευγενισμού, τα δε έθνη ευλόγως θεμελιώνουν τον πολιτικόν και τον κοινωνικόν των βίον επί των βάσεων, τας οποίας εγκαθίδρυσεν η ιστορική παράδοσις. Εάν όμως δια τα πλείστα των συγχρόνων εθνών το έργον τούτο καθίσταται ευχερέστερον λόγω του βραχυτέρου βίου των, δια τον Έλληνα τα πράγματα αποδεικνύονται απείρως δυσχερέστερα. Η ιστορία της Ελλάδος «βυθίζεται εις την ομίχλην της ανθρωπίνου νηπιότητος». Ο νους του παρατηρητού «αδυνατεί να καταμετρήση τας αναλογίας της. Όρος παμμέγεθες, χωρίζον ταυτοχρόνως και συνάπτον δύο κόσμους, ένθεν την Δύσιν, εκείθεν την Ανατολήν, εκφεύγει το μέτρον της επιστήμης. Μετεωριζόμενον δε εις χώρας υπερνεφέλους, όπου βλέμμα ανθρώπινον ακόμη δεν έφθασε, περιστέφει τας αιωνίους αυτού κορυφάς με σκιάν, με βροντήν, με κεραυνούς θρησκείας»(15).

Τον απέραντον τούτον ιστορικόν χώρον η μέθοδος των σχολών, χάριν ευκρινείας, ηναγκάσθη να διαιρέση εις διάφορα μέρη. Η δε διαίρεσις αύτη είχεν ως αποτέλεσμα και την διαίρεσιν των ζωτικών αρχών, την διαμέλισιν της μιας ιδέας. Θρησκευτικαί δοξασίαι, φιλοσοφία, επιστήμαι, γράμματα, τέχναι, πάντα του Ελληνισμού τα φαινόμενα υπέκυψαν εις την ανάγκην του διαμελισμού, χωριζόμενα εις πλείονα ασύνδετα και ασυνάρτητα αιτήματα. Τον κερματισμόν τούτον υπεβοήθησεν αυτό το πνεύμα της Ελλάδος, από καιρόν εις καιρόν απεκδημούν και μεταμορφούμενον προς εξυπηρέτησιν των φώτων εν τη αλλοδαπή. Θα έλεγέ τις ότι ο νόμος του εθνικού ημών κερματισμού, αυτός εκείνος ο νόμος υπάρχει της καθολικής των φώτων προαγωγής. Αλλά του εθνικού χαρακτήρος το πολυειδές και ποικιλόμορφον συνέβαλεν ουκ ολίγον εις την αταξίαν αφ’ ενός των ιδεών και αφ’ ετέρου εις την ατέλειαν των μελετών και της επιστήμης(16).

Άθλον τιτάνιον επετέλεσεν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος αποκαθιστών, πρώτος αυτός, την ενότητα της Ελληνικής Ιστορίας. «Απαιτείται, έγραφε τω 1852, ν’ ανασκευάσωμεν πολλάς επικρατούσας προλήψεις, να επικρίνωμεν τας εσφαλμένας γνώμας, όσας εξέφερε και καθιέρωσεν άχρι του νυν η μέθοδος του κερματισμού, ανάγκη να ανατρέψωμεν συστήματα πεφημισμένα και προρρίζως ν’ αναστατώσωμεν ίσως την δεσπόζουσαν ιστορικήν ερμηνευτικήν. Πρέπει, εν άλλαις λέξεσιν, η Αρχαιότης να χάση εις τους οφθαλμούς των θεωρών μερίδα τινά της λαμπηδόνος της, η δε μέση εποχή, εγειρομένη εκ της τέφρας και της σκοτίας, θα επισταθή εις την προσήκουσαν εκείνην περίβλεπτον θέσιν, όπου την εγκατασταίνει ο Χριστιανισμός … Μόνον κατά τούτον τον τρόπον και τοιαύτη χρώμενοι παρρησία δυνάμεθα να ελπίσωμεν ότι θέλουσί ποτε συναρμολογηθή αι διεσπασμέναι και διερρηγμέναι σελίδες της πατρώας βίβλου προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος. Ούτω μόνον, επιβλέποντες εις τα πέρατα του πολιτικού μας ορίζοντος προς εκείνο το μέρος, όπου συμπίπτουσιν υπό την αιωνίαν της του Λόγου Σοφίας σκιάν και συντέμνονται αι τρεις του αρχαίου, του μέσου και του νεωτέρου πολιτισμού γραμμαί, δυνάμεθα ν’ αποδείξωμεν ότι ο βίος ημών υπάρχει εις και αδιαίρετος»(17).

Καταλύτης των βαθέως ερριζωμένων προλήψεων, εργάτης και αρχιτέκτων της ολομελείας και της ενότητος, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κατέρριψε τους σαθρούς φραγμούς και αφήκε να διοχετευθούν ελευθέρως καθ’ όλον το μήκος της Ελληνικής Ιστορίας δέσμαι φωτός και ανακαινιστικά ρεύματα. Καθιέρωσε συγχρόνως την τριχοτόμησιν, το τρίπτυχον, το τριπρόσωπον της μιας και αδιαιρέτου ιστορικής ουσίας του Ελληνισμού. Εις μίαν ώραν, κατά την οποίαν η εν Χαιρωνεία μάχη (338) εθεωρείτο ως το τέλος της αρχαίας δόξης και η αρχή του παμμεγέθους κενού, μετ’ αυτήν δε, ως έγραφε τω 1848 ο Νικόλαος Σαρίπολος. «πέπλος μέλας δουλείας» επεσκίασε την Ελλάδα, «εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος»(18), εις μίαν τοιαύτην ώραν ο Ζαμπέλιος προέβαλλε μετά δυνάμεως το έργον του Αλεξάνδρου και καθ’ όλου την σημασίαν της Ελληνιστικής περιόδου. Διά της προς ανατολάς επεκτάσεως του Ελληνισμού κατηδαφίσθησαν «τα μεσότοιχα τα χωρίζοντα μίαν της άλλης τας Ελληνίδας πόλεις και διαιρούντα και κερματίζοντα τον Ελληνισμόν εις τόσας διχοστατούσας πολιτείας», ίνα ούτως «εγερθή το Έθνος εις ενότητα πολιτεύματος και θεσμοθεσίας»(19). Εξ άλλου αι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου συνετέλεσαν εις το να «απεκδημήσωσιν η επιστήμη και τα γράμματα εν τη αλλοδαπή, να έλθωσιν εις συναπάντησιν τα φώτα της Ευρώπης μετά των φώτων της Ανατολής». Το μέγα σχέδιον της καθολικεύσεως, του οποίου την πραγματοποίησιν επεδίωξεν ο μέγας Μακεδών, «ουσία ιστορική, ζωηδώρητος, αΐδιος», διέσωσε τον Ελληνισμόν. Έχει ο Ζαμπέλιος επίγνωσιν της σημασίας του Ασιάτου Ελληνισμού, της «συμπλάσεως Ελλάδος και Ανατολής» δια τάς περαιτέρω τύχας του κόσμου, δια την Ρωμαϊκήν κατάκτησιν και την έμμεσον αποστολήν των Ρωμαίων προς την καθολίκευσιν, δια την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού, κατ’ ακολουθία» δε δια την γένεσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.

Μέρος Γ’

Εν τω τριπτύχω» της Ελληνικής Ιστορίας είχε ζητήσει ο Ζαμπέλιος να μετατεθή μερίς της αρχαίας λαμπρότητας προς την μέσην εποχήν, εγειρομένην εκ της τέφρας και της σκοτίας. Εκεί όπου άλλοι έβλεπον την παρακμήν, εκείνος διέκρινε την παλιγγενεσίαν: «ό,τι γαρ ωνομάσθη παρακμή, ημείς παλιγγενεσίαν προσονομάζομεν»(20). Η μέση αυτή περίοδος «υπερεχόντως των άλλων εμπεριέχει το νήμα της ενότητος και ολομελείας, τον κρύφιον λόγον τον συνδυάζοντα την αρχαίαν μετά της ενεστώσης κοινωνίας». Εν κατακλείδι «ο Μεσαίων είναι ο μέσος ουσιωδέστατος και αρθριτικός κρίκος ο συναρμολογών λογικώς και φιλοσοφικώς τα προηγούμενα μετά των επομένων». Δια τούτο και ημείς, «εκόντες άκοντες είμεθα τέκνα του Μεσαίωνος»(21).

Τον Βυζαντινόν Μέσον Αιώνα αγωνίζεται να επανορθώση ο φλογερός απολογητής της ιστορικής ενότητος του Ελληνισμού ως εν σύστημα «στρεφόμενον αμεταθέτως περί τρεις αυθεντίας, την Ελληνικήν, την Χριστιανικήν και την Ρωμαϊκήν». Η πρώτη εκπροσωπείται υπό της λογίας τάξεως, ρυθμίζει την διάνοιαν κατά τον προγονικόν υπογραμμόν, συντάσσει τα χρονικά, φρουρεί την γλώσσαν. Η δευτέρα, έχουσα φύλακα το Ιερατείον, συντηρεί εν ονόματι του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων την κοινωνικήν ομοδογματίαν και την εθνικήν ομοπιστίαν. Τέλος, η τρίτη, την οποίαν ενσαρκώνει ο αυτοκράτωρ, επιτηρεί, συγκρατεί, δια της υλικής δυνάμεως φυλάττει την ειρήνην της πολιτείας, το ακέραιον της χώρας και την τριμελή συμβασιλείαν των αυθεντιών αυτών. Αναμφισβητήτως το ιθαγενές και αρχαιότερον στοιχείον, του οποίου η γλώσσα εκτείνεται απ’ άκρου εις άκρον της επικρατείας, του οποίου η ιστορία είναι ιστορία του λαού, είναι το Ελληνικόν στοιχείον. Το στοιχείον τούτο, αφού επέβαλε την γλώσσαν και την παιδείαν του, βαθμηδόν υπέταξε την πολιτείαν όλην υπό την σημαίαν και την ονομασίαν αυτού. Αι τρεις αυθεντίαι, αι συνιστώσαι και συγκρατούσαι το σύστημα του Βυζαντινού Μεσαίωνος, ομόλογοι αλλά και αντίπαλοι εν πολλοίς, διατηρούν την πολιτείαν μέχρι της πρώτης και μέχρι της δευτέρας αλώσεως(22).

Η αναγνώρισις του Μεσαίωνος ως κεφαλαιώδους περιόδου της Ελληνικής Ιστορίας υπήρξε καίρια κατάκτησις της Επιστήμης και ορόσημον της παρ’ ημίν ιστορικής διανοήσεως. Ως επανειλημμένως ελέχθη, επί μακρόν και επιμόνως η ανακαινιζομένη Ελληνική ιστοριογραφία ηγνόει, εσμίκρυνε ή και όλως απέστρεφε το πρόσωπον από της μεσοχρονίου εποχής(23). Πρόδρομος και εν τούτω ο Ζαμπέλιος κατηύθυνε την ζήτησιν προς γονίμους χώρους. Συνέπεσε δε η κρίσιμος αύτη στροφή μετά της από τινων δεκαετιών συντελουμένης εν Ευρώπη ανακαινίσεως των μεσαιωνικών σπουδών. Εγνώριζεν ο ημέτερος ιστορικός τας Ευρωπαϊκάς ταύτας επιτεύξεις και έσπευσε να φυλοκρινήση τας υφιστάμενας μεταξύ του Δυτικού και του Ελληνικού Μεσαίωνος διαφοράς. Ομιλών περί της εισαγωγής των «Σταυροφορικών Νόμων» εις τας Λατινοκρατουμένας χώρας, παρετήρει ότι οι Βάρβαροι, οίτινες πρώτοι εισήγαγον τον Φεουδαλισμόν εις την Ευρώπην «ήσαν συναθροίσματα πολεμικών λαών μάλλον ή έθνη συστηματοποιημένα, λαοί άνευ παρελθόντος και ιστορίας και παραδόσεως». Όθεν, γέννημα της γενικής των Βαρβάρων εκείνων ανεθνίας και ανιστορησίας, το σύστημα τούτο «αντέβαινε κατ’ ευθείαν εις την φύσιν του Ελληνισμού», ήτις «προέβαινεν από της εθνικότητος προς την ατομικότητα και καθυπέταττεν όλας τας ιδιότητας και τα προσόντα ταύτης εις τον εθνικόν κανόνα, εις τον νόμον της καθολικεύσεως, ποιούσα τον εθνισμόν εστίαν και κέντρον της κοινωνικής υπάρξεως». Αποτέλεσμα της Φεουδαρχίας ήτο ο «προφανής της εθνικότητος διαμελισμός εις πλείστας αλληλενδέτους ιεραρχικας μερίδας» και η «υποδούλωσις ταύτης της εθνικότητος εις την ηγεμονίαν της ατομικής ιδιοκτησίας. Η τύχη της γης και η ταύτης διανομή προσδιώριζον την ελευθερίαν, την ενέργειαν, το αίσθημα του ατόμου, επομένως την τύχην της επικρατείας και του έθνους. …»(24).

Εις τα πλαίσια των τριών «αυθεντιών» ο Ελληνισμός, μεταπλασσόμενος συνεχώς, μετασχηματιζόμενος, ανακαινιζόμενος, επιβάλλει τον νόμον του. Ούτω γεννάται η Νεοελληνική εθνότης, ο Νεώτερος Μεσαιωνισμός, ο Νεοελληνισμός. «Της Νεοελληνικής εθνότητος, λέγει ο Ζαμπέλιος, αι πηγαί υποβλύζουσιν υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της Θείας Ενανθρωπήσεως. Αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου. Ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον επί Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον, ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του. ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι»(25).

Εις τα όμματα του Ζαμπελίου η κρίσις της Εικονομαχίας υπήρξε το μέγα γεγονός, το οποίον απετέλεσεν αποφασιστικήν καμπήν εις την επελθούσαν μεταβολήν. Τα επακολουθήματά της «υπήρξαν αναντίρρητως λυσιτελέστατα προς τε την ημετέραν ιστορίαν, και προς την γενικήν»(26). «Επέπρωτο να διέλθωμεν την αιματηράν της Εικονομαχίας οδόν, ίνα φθάσωμεν εις το έσχατον τέρμα της ξενικής μοναρχίας και ίδωμεν αναγεννήσεως ουρανόν καινόν και γην καινήν. Διότι μετά τον αγώνα ο Μεσαίων προβαίνει υπο νέον σχήμα και εσθήτα, ο δε Ελληνισμός επαισθητώς μεταπορεύεται από του σταδίου της θεωρίας εις το στάδιον της των εθνικών ευχών και των πολιτικών ζητημάτων πραγματοποιήσεως»(27). Πλην άλλων, κατά την εποχήν ταύτην συντελείται το σχίσμα Ανατολής και Δύσεως, το οποίον «διχοτομεί την Ευρώπην εν τη κρισιμωτέρα της ιστορίας στιγμή»(28). Μετά καταπλησσούσης διορατικότητος ο ημέτερος ιστορικός παρατηρεί ότι η συνάντησις του πάπα Στεφάνου του Β’ μετά του βασιλέως των Φράγκων Πιπίνου του βραχέος την 6 Ιανουαρίου του 754 εν Ποντιοδούνω της Γαλλίας (Ponthion) «προχαράττει τας πρώτας εν τω γεωγραφικώ χάρτη του νυν πολιτισμού γραμμάς, ρίπτει, τον ακρογωνιαίον λίθον της νεωτέρας Ευρώπης»(29).

Μετά της αυτής ιστορικής οξυνοίας ο Ζαμπέλιος αναλύει τας μεγάλας μεταβολάς, αι οποίαι επιτελούνται και εν Βυζαντίω και εν τη Δυτική Ευρώπη κατά τον ενδέκατον αιώνα. Είναι όντως πρωτοποριακαί αι σελίδες αι αφιερούμεναι εις τα φαινόμενα ταύτα. «Απτόμεθα, λέγει, του ΙΑ’ αιώνος. Η του κόσμου σκηνή σημαντικώς μετηλλάχθη. Η Δύσις επρόκοπτεν οσημέραι εις δύναμιν και πλούτον και πληθυσμόν. Κοινωνικαί τροπολογίαι και πολυειδείς μεταρρυθμίσεις είχον ήδη συμβή καθ’ όλας τας χώρας αυτής. Αι ζοφεραί νεφέλαι του Μεσαίωνας βαθμηδόν διεσκεδάζοντο και φως καινόν αμυδρώς διηύγαζεν άνω. Ήθη, θεσμοί, θρησκεύματα, έθιμα, πολιτεύματα συνεταράσσοντο πάντα ως υπό τινος διακινούμενα μυστηριώδους και ενδομύχου ορμής». «Το εμπόριον προ πάντων υπήρξεν ο κύριος μοχλός της δε της Νεοδυτικής προαγωγίας». Ήγγιζεν ο καιρός, ότε η Ευρώπη, αναμοχλευομένη υπό τινος νεανικής ορμής, ώφειλε να διάσπαση τα όριά της και, «συντασσόμενη υπό μίαν και την αυτήν ενώσεως θρησκευτικήν σημαίαν, να βιάση θρησκευτική προφάσει τας θύρας της Ανατολής»(30).

Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως το Βυζάντιον μεταβάλλεται και αναπροσαρμόζει τους θεσμούς του(31). Αι Σταυροφορίαι επισπεύδουν τας εξελίξεις, αι οποίαι έχουν τάς ρίζας των εις παλαιοτέρας εποχάς. Ο Νεομεσαιωνισμός μετασχηματίζεται εις Νεοελληνισμόν. Η υπό των Λατίνων άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως θέτει τον Έλληνισμόν έναντι ισχυρών προκλήσεων και οδηγεί αυτόν εις την αυτοσυνειδησίαν. «Ήδη προ πολλού, γράφει ο Ζαμπέλιος, τα πυκνά νέφη του Ελληνικού Μεσαιώνος είχον αρχίσει να διασκεδάζωνται. Νυν δε αι συμφοραί και η μετατόπισις της Βυζαντινής Μοναρχίας δίδουσι καιρόν προς τα εθνικά στοιχεία, ίνα ανατρέξωσιν εις τας προχριστιανικάς της οικείας ελευθερίας παραδόσεις και επανέλθωσιν επί σκηνής ιερωμένα με το αίσθημα της Ελληνικής ενότητος… Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως επαναφέρει βαθμηδόν τα πνεύματα και τας καρδίας προς τας ιστορικάς Αθήνας, προς τούτο το πρεσβύτερον Βυζάντιον της πολιτικής των Ελλήνων συγκεντρώσεως»(32).

Μέρος Δ’

Δραματική είναι η αναζήτησις των καταλοίπων του εκ της τέφρας και της σκοτίας αναθρώσκοντος Νέο ελληνισμού. Ιχνηλατών εις τον τεράστιον χώρον της Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Ελληνικής εθνότητας, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος συμπληροί την μέθοδον και επεκτείνει τα διαφέροντά του εις άλλας επιστήμας. Ούτως ο ιστορικός, μεσούντος του μεγάλου αιώνος της φιλολογικής και ιστορικής ανακαινίσεως, αναδεικνύεται παρ’ ημίν διδάσκαλος και πρόδρομος νέων επιστημών και μεθόδων, της Εθνολογίας, της Συγκριτικής Φιλολογίας, της Γλωσσολογίας, «Πολλά και μεγάλα, γράφει, της Ιστορίας και της Εθνολογίας απόρρητα η αρτιφανής επιστήμη της Συγκριτικής Φιλολογίας θέλει φανερώσει προς τους σοφούς. Αι πρώτοι κατακτήσεις της επιστήμης ταύτης κατέστρεψαν ήδη προλήψεις περί γλωσσών ουκ ολίγον επιζημίους, άλλα δε συστήματα αντί των απηρχαιωμένων εγκαθίδρυσαν». «Σήμερον αι γλώσσαι δεν θεωρούνται μόνον και μόνον ως όργανα συγκοινωνίας, επιμειξίας, εθνικής εξευγενίσεως. Είναι περιπλέον εκάστη μία και βιβλίον, εις χαρακτήρας αγράφους διηγούμενον όσα τε τα χρονικά και αι παραδόσεις απεταμίευσαν και όσα πολλών λόγων ένεκεν υπό τούτων παρελείφθησαν. Βιβλίον, δια συμβόλων καί τινων σημείων συνθηματικών διηγούμενον τας ηθικάς και ψυχολογικάς του γένους ορμάς, την έμφυτον του λαού ροπήν προς τι τέρμα περιπόθητον, τας συνεχομένας φάσεις της εθνικής διανοίας, την πορείαν ιδεών και αισθημάτων, την τροπήν των ηθών, την μετάβασιν αφ’ ενός εις άλλο στάδιον πολιτεύσεως, την επενέργειαν εκάστης των κατακτήσεων. Βιβλίον αποκαλύπτον, εν ολίγαις λέξεσι, νέον τι είδος ιστορίας, ούτε καν υποπτευομένης υπό των πατέρων ημών, την ιστορίαν του ανεκπροσωπήτου πλήθους, ης αυτουργός, και συντάκτης, και φύλαξ αυτός ούτος ό Λαός»(33).

Μετά της διακρινούσης αυτόν ιστορικής ευαισθησίας, ο Ζαμπέλιος ησχολήθη περί την γλώσσαν του Μεσαιωνικού και του Νεωτέρου Ελληνισμού ως κυριωτάτου τεκμηρίου της συνεχούς και αδιαταράκτου παρουσίας αυτού επί της σκηνής της Ιστορίας…Ουσιώδη κεφάλαια και τμήματα αμφοτέρων των έργων αναφέρονται εις τα συναφή προς ταύτην προβλήματα. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι: «Η αγοραία διάλεκτος εν τη στ’ εκατονταετηρίδι» — «Ταχεία της διαλέκτου ροπή» — «Η γλώσσα» — «Ονόματα μεσαιωνικά και παρωνύμια» — «Περί δαλεκτολογικής ερεύνης» — «Περί πολιτικού μέτρου» — «Γλώσσης περιπέτειαι»(34).

Είναι όντως η γλώσσα «το θειότατον και δραστήριον όργανον οιουνούν Ελληνικού μεγαλείου»(35). «Η κοινή και καθομιλουμένη γλώσσα, ο άγραφος μεν, αλλ’ απαραβίαστος ούτος νόμος της επί τεσσαράκοντα περίπου αιώνας πολιτευθείσης Ελληνικής φυλής. Η παράδοσις αυτή των αλληλένδετων εθνικών μας φάσεων είναι πραγματικώς το μόνον λείψανον της ναυαγησάσης αρχαιότητος, ημίν υπό των μέσων
χρόνων μεταδοθέν, το μόνον έμβιον μνημόσυνον, εν ω συγκεφαλαιούται σχεδόν ο σύνολος βίος του γένους, εν ω ολομελής εσοπτρίζεται η κατά καιρούς υπό παντοδαπών περιστάσεων διαμελισθείσα Ελληνική διάνοια»(36)

Τας τύχας της γλώσσης παρακολουθεί ο Ζαμπέλιος δια μέσου της Μεσαιωνικής Γραμματείας. Εκεί αναζητεί τα αφελέστερα και τα δημωδέστερα κείμενα. Κατά τον τρόπον τούτον επικοινωνεί μετά των κειμένων και των καταλοίπων της Οσιογραφίας, της Αγιολογίας θα ελέγομεν σήμερον. Ταύτην «ουκ ανοικείως ήθελέ τις ονομάσει πρώτην εν τη ιστορία της Νεοελληνικής φιλολογίας διαμαρτύρησιν της κοινής συνειδήσεως κατά της αλγεβρώδους των τότε λογίων γλώσσης, πρώτην του λαού φωνήν κατά της τυραννίδος του αττικισμού, όστις εις την κενοδοξίαν ολίγων τινών χαριζόμενος σύμπαν το γένος ετήρει εν παντελεί σκοτία και απαιδευσία, ου μόνον περί την θρησκείαν, αλλά και περί τα θύραθεν γράμματα»(37).

Είναι γνωστόν ότι ο Ζαμπέλιος συνέλεγε κείμενα της δημώδους Γραμματείας, τινά των οποίων παρεχώρησε προς έκδοσιν εις τον Δημήτριον Μαυροφρύδην(38). Το αυτό περί την ανίχνευσιν των «πηγών της Νεοελληνικής εθνότητας» πάθος και η αυτή περί την γλώσσαν σπουδή έφεραν τον ημέτερον σοφόν εις την συγγραφήν των δύο τελευταίων μειζόνων πραγματειών του. Τα Ιταλοελληνικά, ήτοι κριτική πραγματεία περί των εν τοις αρχείοις Νεαπόλεως Ελληνικών περγαμηνών, εν Αθήναις, 1864 (εκ σελίδων 254), είναι πρωτότυπος και πρωτοποριακή έρευνα, η οποία αναδεικνύει τον Ζαμπέλιον εισηγητήν της Διπλωματικής επιστήμης ομού μετά του Ανδρέου Μουστοξύδου. Ενταύθα η γλωσσική μορφή της συγγραφής, υποβάλλουσα τον φόρτον καινοφανών λέξεων, εμφανίζεται κλασσικωτέρα και οιονεί αξιωματικωτέρα.

Βεβαίως τα στενά πλαίσια του αποδεικτικού υλικού δεν επιτρέπουν εις τον ερευνητήν να συλλάβη όλην την έκτασιν του Ιταλιώτου Ελληνισμού(39). Ουχ ήττον αι αναζητήσεις αυτού ανοίγουν ορίζοντας εις το κεφάλαιον τούτο της Ελληνικής Ιστορίας. Ήδη τίθεται το πρόβλημα, το οποίον και σήμερον εξακολουθεί να απασχολή τους σοφούς. Έγραφεν ο Ζαμπέλιος: «ο εις τα πολυάριθμα εκείνα χειρόγραφα της μεσημβρινής χερσονήσου και της Σικελίας επικρατών Ελληνισμός είναι τάχα παραμεμορφωμένον λείψανον, είναι τις απόρροια του κατά τας αυτάς χώρας αάκμάσαντος το πάλαι Δωρισμού ή μάλλον είναι προϊόν εποχής μεταγενεστέρας, ίσως ετέρα τις μορφή, ανυπόπτευτος έως του νυν διατελέσασα, της αινιγματώδους εκείνης Ελλάδος του Μεσαιώνος;»(40). Ως ήτο αναμενόμενον, ο βίος και όλως ιδιαιτέρως η γλώσσα του Ιταλιώτου και του Σικελικού Ελληνισμού κατέχουν την άρχουσαν θέσιν εις την όλην διαπραγμάτευσιν. Τεκμήρια γλωσσικά και ιστορικά άγουν τον συγγραφέα εις το συμπέρασμα ότι ο Ελληνισμός ούτος «ούτε απόρροια είναι του πρεσβυτέρου Ιταλοελληνικού Δωρισμού, ούτε καν συνέχεια και συνέπεια της οψίτερον γενομένης επί Ιουστινιανού κατακτήσεως της Ιταλίας, αλλ’ είναι καρπός Ελληνικής τινος επενεργείας έτι μεταγενεστέρας, είναι προϊόν της εποχής και της ιστορίας αυτής, εις ας και η νεωτέρα Ελλάς αναγράφει τας πηγάς της ανακαινίσεώς της»(41). Και ενταύθα η Εικονομαχία διαδραματίζει σπουδαίον πρόσωπον(42).

Το έτερον των βιβλίων, μοναδικόν εις την Έλληνικήν βιβλιογραφίαν, γλωσσολογικόν τούτο κατ’ εξοχήν, είναι το εκδοθέν εν έτος προ του θανάτου του Ζαμπελίου και ημιτελές απομείναν Parlers grecs et romans. Leur point de contact préhistorique, tome premier), εν Παρισίοις, Maisonneuve, 1880, εκ σελίδων IX-250. Εις τον βραχύν πρόλογον, γραφέντα τον Δεκέμβριον του 1879 εις το Antignano, παρά το Λιβόρνον, εξηγούνται η οικονομία και αι κύριαι επιτεύξεις της ερεύνης. Δια του τολμηρού τούτου έργου, το οποίον έχει την μορφήν λεξικού (εξεδόθησαν μόνον τα στοιχεία Α-Κ), ο «γλωττολογών» ιστορικός, ανασκάπτων ως αρχαιολόγος την λεξικογραφικήν ύλην της Γαλλικής, πειράται να αποδείξη ότι αι Ρωμανικαί γλώσσαι ήρχισαν διαμορφούμεναι ουχί αφ’ ης εποχής ηδραιώθη εν Γαλατία η Ρωμαϊκή κυριαρχία, ηκολούθησε δ’ ύστερον η Γερμανική εισφορά, αλλά κατά τινας αιώνας ενωρίτερον. Την θεωρίαν του ταύτην στηρίζει ο Ζαμπέλιος εις την εν τη Γαλλική παρουσίαν καταλοίπων των αρχαίων Ελληνικών διαλέκτων, της Δωρικής, της Αιολικής, της Ιωνικής, οφειλομένων είτε εις απ’ ευθείας επαφάς είτε ενδιαμέσως εις τα τοπικά λαϊκά ιδιώματα της Λατινικής. Θα ήτο ενδιαφέρον να επανεξετασθούν υπό ειδικωτέρων αι γλωσσολογικαί ενασχολήσεις του ιστορικού υπό το φως των νεωτέρων ερευνών.

Πρωτότυποι και τολμηραί σκέψεις, ακουόμεναι τω 1852, τω 1857 ή τω 1864, αναφέρονται εις το γλωσσικόν ζήτημα. «Τάχα, ερωτά ο Ζαμπέλιος, το ζήτημα περί γλώσσης ήτο μοναχώς φιλολογικόν; Πολλού γε και δει, ήτο προσέτι, και ίσως κατά μείζονα λόγον, πολιτικόν. Ήτο ζήτημα ου μόνον απαιτούν εμβριθεστάτας διαλεκτολογικάς μελέτας, αλλ’ εμπεριέχον ωσαύτως και την λύσιν ετέρου περισπουδάστου και δυσοικονομήτου ζητήματος, την λύσιν δηλ. του Ελληνικού προοορισμού. Εν άλλαις λέξεσι, την τελικήν και απόλυτον λύσιν του Ανατολικού Ζητήματος». Κατά δυστυχίαν «το ζήτημα δεν εθεωρήθη, ως ώφειλεν. υπό την πολιτικήν έτι έποψίν του… Τούτο δε συνέβη επειδή ο αληθινός της Ελλάδος φιλόλογος δεν ανεδείχθη εισέτι πολιτικός τε και ιστορικός». Αντιθέτως «η σημερινή Φιλολογία κατ’ ουδέν ελογίσατο της Ιστορίας την βοήθειαν»(43).

«Αξίωμα υπέρτατον», το οποίον ο ιστορικός Ζαμπέλιος προβάλλει, είναι τούτο, «την γλώσσαν ουδέν άλλο διαμορφοί, ουδέν τι άλλο πλουτίζει και εξευγενίζει, παρά ή βαθμιαία των δυνάμεων του γένους ανάπτυξις, τουτέστιν η ηθική, και πνευματική, και πολιτική, και υλική προαγωγή όλων συμφώνως των μελών δεδομένης τινός κοινωνίας»(44). Όθεν ουδέν το παράδοξον ότι «η γλώσσα παλινδρομεί προς τας αρχαίας πηγάς και παλινδρομεί κατ’ ανάγκην και δυσαναχαιτήτως», τρέπεται και «θέλει ταχύτερον εφεξής τραπή προς το αρχαϊκώτερον αναλόγως των ορμητικών προόδων του φωτισμού»(45). Και κλείει το κεφάλαιον «Γλώσσης περιπέτειαι» δια ταύτης της προσωπικής δηλώσεως: ”αξιοθρήνητον το γένος, όπου η γραφομένη γλώσσα λάκκον ορύττει βαθύν μεταξύ γραμματικών και αγραμματικεύτων, μεταξύ ακαδημίας και εργοστασίου! Αλλ’ αξιοθρήνητοι και ημείς αυτοί, ότι εις ολίγους χαρισθέντες, και την λοιμώδη ψώραν της λεξιθηρίας και ημείς νοσήσαντες, τόδε το πόνημα συνετάξαμεν εις λέξιν που μεν σόλοικον και ανομοιόμορφον, που δε δυσπρόσοιστον και μη κοινήν»(46).

Μέρος E’

Θα ήτο μάταιον εγχείρημα να υποτάξωμεν τας χιλίας τετρακοσίας σελίδας των δύο μεγάλων βιβλίων του Ζαμπελίου και τα άλλα δημοσιεύματα αυτόν και να παρουσιάσωμεν συνοπτικήν εικόνα του συνόλου. Άλλωστε και η σκέψις και ο λόγος του Ιστορικού δυσκόλως προσφέρονται εις συντμήσεις και περιλήψεις. Ομιλών περί των Βυζαντινών Μελετών, παρέχει ούτος την διευκρίνησιν ότι γράφει «δοκίμιον ιστορικόν» μάλλον ή «ιστορίαν τελείαν και επεξειργασμένην», συστηματικήν δηλονότι(47).

Είναι όντως αμφότερα τα έργα ευρέα δοκίμια ερευνητικού, ερμηνευτικού
και απολογητικού χαρακτήρος. Τολμηρός εισηγητής νέων ιδεών, φλογερός απολογητής της τριμερούς υφής του Ελληνισμού, της ιστορικής ενότητος, της αποκαταστάσεως του Βυζαντίου και του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, δεν αποκρύπτει ότι το σύστημά του κατατείνει, προς μίαν ιδιότυπον Μεγάλην Ιδέαν περί της αποστολής του Ελληνισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Όντως ο Ζαμπέλιος, προσπαθών δια της «οπισθοθεωρητικής πείρας» να μαντεύση τα χαρακτηριστικά του «τετάρτου της Ελλάδος αιώνος», γράφει, «εάν ποτέ εκ των Ελληνικών και Βυζαντινών ερειπίων πέπρωται να ανεγερθή Νέα Ελλάς, δύο τινές αρχαί θέλουσι συντρέξει εις την αναγεννηθησομένην εθνικότητα, α’ η αρχή της Ελληνικής παραδόσεως, φέρουσα το προσεπίσημον του αρχαίου Μεσαιωνισμού, β’ η αρχή της Νεομεσαιωνικής εθνολογίας, δηλ. ότι αι διάφοροι φυλαί, αι την Βυζαντινήν Ορθοδοξίαν συνιστώσαι, καθ’ ην στιγμήν εν τη δεκάτη εκατονταετηρίδι άρχεται επί Βασιλείου Μακεδόνος ο Νεομεσαιωνισμός, θέλουσι συνέλθει εις εθνικήν σύμπηξιν προς απαρτισμόν μιας ομοθρήσκου πολιτικής μονάδος». Εις τους κόλπους της «συγκροτηθησομένης μεγάλης Ισοπολιτείας» δύναται να επιτευχθή «η παντελής των εθνολογικών στοιχείων συνταύτισις»(48).

Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος υπήρξε μία εξόχως ισχυρά ιστορική ιδιοσυγκρασία και μία καταπλήσσουσα πνευματική φυσιογνωμία, της οποίας τότε μόνον θα συλλάβωμεν τας ακριβείς διαστάσεις, όταν δι’ επιμόνων ερευνών θα φωτισθούν ο βίος, η παίδευσις και η όλη αυτού επιστημονική και ηθική συγκρότησις. Ο λόγος του ιστορικού είναι άνισος, άλλοτε πυκνός και νευρώδης, άλλοτε διηνθισμένος και ποιητικός, εκφράζων νοήματα υψηλά μετά λιτότητος, άλλοτε δε σκολιός, σχοινοτενής και νεφελώδης. Εις τας γενικάς θεωρήσεις του Ζαμπελίου τινές διέγνωσαν την επίδρασιν Γερμανικών φιλοσοφημάτων, Ιδία του Herder και του Εγέλου. Είναι γνωστόν ότι ταύτα κατακτούν από τινος στιγμής την Επτανησιακήν πνευματικήν τάξιν και αυτόν τον ποιητήν Διονύσιον Σολωμόν(49). Πολύ περισσότερον ο ιστορικός εις τας σχηματοποιήσεις του ιστοριονομικού του συστήματος δονείται από βαθυτάτην θρησκευτικήν πίστιν και διακατέχεται υπό ενός ακραιφνούς ορθοδόξου Μυστικισμού. Ως φιλόσοφος της Ιστορίας αναμφισβητήτως υπερηκόντισε τους δύο προκατόχους του, τον Γεώργιον Τυπάλδον Κοζάκην (1839) και τον Μάρκον Ρενιέριν (1841)(50).

Γενικώς η παίδευσις του Ζαμπελίου υπήρξεν Ελληνική και Ευρωπαϊκή. Εάν πολλαί των θεωριών του δεν ευρίσκουν σήμερον την ομόφωνον συγκατάθεσιν, ούχ ήττον ο Λευκάδιος σοφός θα παραμείνη πάντοτε ο αρχιτέκτων της ιστορικής ενότητας του Ελληνισμού, ο οραματιστής και ο πρωτοπόρος. Μεγάλη ήτο η ιστορική του ευαισθησία, η οξύνοια της παρατηρήσεως, η θήρα του καινού, αι δε ενοράσεις του ανοίγουν ορίζοντας εις τον αναγνώστην. Εις τον χώρον της ερεύνης, της Φιλολογίας και της Γλωσσολογίας υπήρξε τολμηρός σκαπανεύς.

Οι πρώτοι κριταί του ιστορικού έργου του Ζαμπελίου συνάπτουν το όνομά του προς το όνομα ενός άλλου πρωτοπόρου, του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου. Εγεννήθησαν αμφότεροι κατά το έτος 1815. Ευτυχέστερος ο Ζαμπέλιος έσχεν ενωρίτατα μόρφωσιν Ευρωπαϊκήν. Ενώ δε ούτος προετίμησε την σιωπηλήν και πλήρη μόχθου εργασίαν εις τάς βιβλιοθήκας, τα πανεπιστήμια και τα αρχεία, εκείνος ελάμπρυνε την εδραν της Ιστορίας, εδίδαξε τα πλήθη και ηγωνίσθη υπέρ των εθνικών δικαίων. Ιδιοσυγκρασίαι διαφορετικαί, ο μεν Ζαμπέλιος εξέλεξε το δοκίμιον, ο Παπαρρηγόπουλος, ως διδάσκαλος του Έθνους, είδε το όλον και επετέλεσεν έργον ωλοκληρωμένον. Ό πρώτος, νους οξύς και διεισδυτικός, διεκρίθη δια την σύλληψιν των μεγάλων γραμμών. των τολμηρών αναζητήσεων, των δυσπρόσιτων κορυφών, ο δεύτερος, δια του ήρεμου, μετριοπαθούς και κομψού λόγου του, δια της εμμονής εις την συνέχειαν και την καθολικότητα, κατέκτησεν οριστικώς την Πανελλήνιον συγκατάθεσιν.

Έφρόντισεν ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος, παραδίδων το πρώτον τεύχος της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, να ομολογήση (Πανδώρα, Φεβρουάριος 1861) ότι το βιβλίον του, «συμφώνως μετά των περί του Μεσαιωνικού Ελληνισμού σοφών συγγραφών του κ. Ζαμπελίου, θέλει συντελέσει εις άποβολήν πολλών και ολέθριων προλήψεων»(51).
Αλλ’ ούτως είδον τα πράγματα, ήδη από του 1851, οι αντιτιθέμενοι εις τας γνώμας των, χαρακτηρίσαντες τας καινοφανείς δοξασίας ως «Ζαμπέλιο-Παπαρρηγοπούλειον ιστορικήν σχολήν»(52). Εξ άλλου, ο φιλόσοφος Δημήτριος Αλέξανδρος Χαντζερής, αφιερώσας εις τας Βυζαντινός Μελέτας μακράς σελίδας του δοκιμίου του περί παιδείας και γλώσσης των Ελλήνων, προβαίνει εις ειλικρινή, ως λέγει, έπαινον της «νέας ιστορικής σχολής της υπό οιωνούς αισίους παρ’ημίν ιδρυθείσης υπ’ ανδρών αξίων λόγου, του τε Ζαμπελίου και του Παπαρρηγοπούλου, ων εκάτερος ιδίας αρετάς έχει»(53).

Τελικώς η δόξα του εθνικού ιστορικού επεσκίασε το ήκιστα δημοφιλές έργον του Ζαμπελίου, το οποίον εκάλυψεν η λήθη. Ομιλών προ ολίγων μηνών από της θέσεως ταύτης επ’ ευκαιρία της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, είπον ότι η Ακαδημία Αθηνών απεφάσισε να εκδώση την Ιστορίαν του Ελληνικού) Έθνους και τας ελάσσονας πραγματείας του Παπαρρηγοπούλου. Ίσως το ανώτατον τούτο πνευματικόν ίδρυμα της χώρας θα ηδύνατο να επανεκδώση κριτικώς τας μεγάλας πραγματείας και τα ελάσσονα έργα και του ετέρου των πρωτοπόρων ιστορικών, δια να μάθουν οι Έλληνες ότι εις μίαν εξόχως δυσχερή στιγμήν της μεγάλης κρίσεως της Ιστορικής συνειδήσεως του Έθνους ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος διά μιας μεγαλοφυούς συλλήψεως κατηύθυνεν αποφασιστικώς την Ελληνικήν ιστοριογραφίαν και κατ’ ακολουθίαν το εθνικόν ιδεολογικόν σύστημα προς τον ορθόν δρόμον(54).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. – Σπ. Ασδραχά, Ένα βιβλιογραφικό σχόλιο στον Σπ. Ζαμπέλιο, Ερανιστής, τόμ. 2
  2. – Εκ της νεωτέρας περί του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου βιβλιογραφίας αναφέρομεν ενταύθα τα ακόλουθα: Σπ. Λάμπρου, Η Ιστορική Σχολή της Επτανήσου, Νέος Ελληνομνήμων, τόμ. 12 (1915), σελ. 339 κέ. Του αυτού, Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Μελέται και Άρθρα 1878-1902, εν Αθήναις, 1902, σελ. 569-573. Αριστ. Καμπάνη, Καλλιγάς και Ζαμπέλιος, εν Αθήναις, 1920 (ανατύπωσις: Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», Διαλέξεις και Μελετήματα, 8, εν Αθήναις, 1972). Φάνη Μιχαλοπούλου, Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881), Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τόμ. 5 (1950-1951), σελ. 33-45, 109-119, 128.
  3. – Ήτο πρωτοετής φοιτητής της Νομικής κατά το σχολικόν έτος 1833- 1834: Σπ. Ασδραχά, ένθ’ανωτ., σελ. 64, σημ.1.
  4. – Δ.Γρ. Καμπούρογλου, Αυτοβιογραφία Ιω. Ζαμπελίου, Αρμονία, τόμ. 3 (1902), σελ. 230.
  5. – Δ.Γρ. Καμπούρογλου, ένθ’ ανωτ., σελ. 233 κέ.
  6. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ.5 κε.
  7. – Άσματα δημοτικά, σελ. 5 κε.
  8. – Αυτόθι, σελ. 9.
  9. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 35 κε.
  10. – C. Neumann, La situation mondiale de l’Empire byzantin avant les Croisades, εν Παρισίοις, 1905, σελ. 11.
  11. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 12 κε.
  12. – Αυτόθι., σελ. 16 κε.
  13. – Άσματα δημοτικά, σελ. 19.
  14. – Αυτόθι, σελ. 12.
  15. – Αυτόθι, σελ. 12 κε.
  16. – Αυτόθι, σελ. 16.
  17. – Δ. Α. Ζακυθηνού, Μεταβυζαντινή, και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, ένθ’ ανωτ., σελ. 100.
  18. – Άσματα δημοτικά, σελ. 37 κέ., 41 κε.
  19. – Άσματα δημοτικά, σελ. 62.
  20. – Αυτόθι, σελ. 23.
  21. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 33 κε.
  22. – Δ. Α. Ζακυθηνού, Le monde de Byzance dans la pensée historique de l’Europe à partir du XVIle siècle = Byzance : État-Société-Économie, Variorum Reprints, εν Λονδίνω, 1973,Ι, σελ. 92 κε. Του αυτού, Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, ενθ’ ανωτ., σελ. 99 κε. Μεταξύ των προδρόμων της αποκαταστάσεως του Μεσαιωνικού Ελληνισμού πρέπει να αναφέρωμεν ενταύθα τον Σκαρλάτον Βυζάντιον δι’ όσα γράφει εις τα «Προλεγόμενα» του τριτόμου έργου του Η Κωνσταντινούπολις ή Περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική, τόμ. Α’, εν Αθήναις, 1851, σελ• α’- ιθ’, ιδία σελ. α: «ταύτα δε πάντα έπρεπεν άπαξ να συναρμολογηθώσι, να συμβιβασθώσι χρονολογικώς τε και τοπογραφικώς προς άλληλα και να τακτοποιηθώσι. Διότι εκ της καθέκαστα τούτων γνώσεως σαφηνίζεται η ιστορία της βυζαντινής εποχής, αποτελούσα μέρος αναπόσπαστον και ουσιωδέστατον της καθόλου εθνικής ημών Ιστορίας».
  23. – Άσματα δημοτικά, σελ. 446 κε.
  24. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 62 κε.
  25. – Αυτόθι, σελ. 252.
  26. – Άσματα δημοτικά, σελ. 306.
  27. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 272.
  28. – Αυτόθι, σελ.333.
  29. – Άσματα δημοτικά, σελ. 402.
  30. – Δ.Α. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία, 324-1071, εν Αθήναις 1972, σελ. 463 κε., σελ. 472 κε.
  31. – Άσματα δημοτικά, σελ. 462
  32. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 651.
  33. – Άσματα δημοτικά, σελ. 281-286, 286-291, 353-364, 364-366, 366-390, 470-475. Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 574-682.
  34. – Άσματα δημοτικά, σελ. 367.
  35. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 575.
  36. – Αυτόθι, σελ. 614.
  37. – Δ. Μαυροφρύδου, Εκλογή μνημείων της Νεωτέρας -Ελληνικής γλώσσης, τόμ. Α’, εν Αθήναις, 1866.
  38. – Περί των νεωτέρων επί του θέματος ερευνών βλ. Δ. Α. .Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία, σελ. 409 κ.ε.
  39. – Ιταλοελληνικά, σελ, 33.
  40. – Αυτόθι, σελ. 186.
  41. – Αυτόθι, σελ. 187 κ.ε
  42. – Άσματα δημοτικά, σελ. 368 κ.ε. 888
  43. – Ιταλοελληνικά, σελ. 110.
  44. – Άσματα δημοτικά, σελ. 475.
  45. – Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 682.
  46. – Αυτόθι, σελ. 488.
  47. – Άσματα δημοτικά, σελ. 584 κ.ε. Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 31 κ.ε. Δ. Α. Ζακυθηνού, Η πολιτική Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος, εν Αθήναις, 1965, σελ. 55. Αι γενικώτεοαι αύται σκέψεις περί Ισοπολιτείας δικαιολογούν το διαφέρον του Ζαμπελίου περί Σλάβων και Βουλγάρων, ως και τας αντιλήψεις του περί Ελληνισμού και Σλαβισμού: Άσματα δημοτικά, σελ. 289 κ.ε., 393 κ.ε.
  48. – Λίνου Πολίτη, Γύρω στο Σολωμό (Μελέτες και άρθρα) (1938-1958), εν Αθήναις, 1958, σελ. 227 κέ.
  49. – G. Veloudis, Jakob Philipp Fallmerayer und die Entstehung des neugriechischen Historismus, εν Südost – Forschungen, τόμ. 29, εν Μονάχφ, 1970, σελ. 43-90. Δ. Α. Ζακυθηνού, Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, ενθ’ ανωτ., σελ. 93* κ.ε.
  50. – Κ.Θ. Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους [Η πρώτη μορφή: 1853], εν Αθήναις, 1970, σελ. 26, σημ.1.
  51. – Αυτόθι, σελ. 25.
  52. – Δημητρίου Αλεξάνδρου Χαντζερή, Ολίγα τινά περί της παρ’ ημίν υπαρχούσης παιδείας και περί της ημετέρας των Ελλήνων γλώσσης κατ’ αντιπαράθεσιν προς τας Ρωμανικάς διαλέκτους, εν Αθήναις, 1871, σελ. δ’.
  53. – Δ.Α. Ζακυθηνού, ενθ’ανωτ., σελ. 92* κε.
, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *