Πριν 50 ακριβώς χρόνια, ο Ελληνισμός έχασε έναν πόλεμο στην Κύπρο. Γι` αυτό υπάρχει σήμερα κατοχή στο βόρειο τμήμα του νησιού. Είναι διαδεδομένη, ιδίως στους κύκλους των Ελλήνων στρατιωτικών, η άποψη ότι η Ελλάδα δεν πολέμησε και γι’ αυτό χάθηκε ο πόλεμος. Και συμπληρώνεται από τον ισχυρισμό ότι εάν πολεμούσαμε, ή όποτε πολεμήσουμε, θα τους κατατροπώσουμε.
SLPRESS – 18/07/2024
Πρόκειται για ανιστόρητη θέση, ίσως για κάποιο εφεύρημα συλλογικού μας ψυχοθεραπευτή, προκειμένου να αντέξουμε –μέσα από μια βολική φαντασίωση– τη σκληρή πραγματικότητα, την οποία όσο δεν συνειδητοποιούμε, δεν πρόκειται ποτέ να μπορέσουμε να την αλλάξουμε. Η Ελλάδα πολέμησε το 1974, όπως μπορούσε ένα μη-κυρίαρχο κράτος να πολεμήσει. Δηλαδή, κομμένη στα δύο, ή και στα τρία. Θυσιάστηκαν επί του πεδίου ο Κατούντας, ο Σταυριανάκος, ο Καλμπουρτζής και πολλοί άλλοι. Πολέμησαν και έπεσαν για την Ελλάδα. Τους κάναμε ονόματα στρατοπέδων, στην καλύτερη περίπτωση.
Δεν πολέμησε ο Ιωαννίδης και οι πραιτωριανοί του. Ο Ιωαννίδης πέθανε στην φυλακή, όχι όμως για το πραξικόπημα και την εν συνεχεία λιποταξία του. Δεν πολέμησαν ο Μπονάνος και οι τρεις αρχηγοί Στρατού, Αεροπορίας και Ναυτικού. Γιατί πίστευαν –να το πούμε με τα λόγια του Μπονάνου– ότι “άλλο Κύπρος και άλλο Ελλάς”. Πέθαναν στο κρεβάτι τους, πλήρεις ημερών και βαθμών. Διότι –όπως ισχυρίσθηκαν στο γραπτό τους υπόμνημα προς τους Καραμανλή και Αβέρωφ– «απετράπη ελληνο-τουρκικός πόλεμος και η διάλυση της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ».
Δεν πολέμησαν τον Αύγουστο του 1974 ούτε οι Αβέρωφ και Καραμανλής, διότι «η Κύπρος κείται μακράν». Τον Σεπτέμβρη του 1975, στο περιθώριο της Διάσκεψης του Ελσίνκι, ο Καραμανλής επαίρεται στον Κίσινγκερ και στον Φόρντ ότι απεσόβησε ελληνοτουρκικό πόλεμο και την διάλυση της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Και επιβραβεύθηκε ο Καραμανλής από τους Έλληνες ψηφοφόρους στη βάση του διλήμματος “Καραμανλής ή τάνκς”. Και επιβραβεύθηκε επίσης από τον ξένο παράγοντα, τα συμφέροντα του οποίου προστάτευσε, τόσο ο ίδιος, όσο και ο Αβέρωφ, εις βάρος του Ελληνισμού, Κυπριακού και Ελλαδικού.
Έτσι λοιπόν, όπως πολέμησε η χώρα το 1974 (άλλοι καταθέτοντας ψυχή και σώμα υπερ Ελλάδος, άλλοι προτάσσοντας την μεγάλη εικόνα και το συμφέρον της συλλογικής Δύσης) έτσι λοιπόν, ατελέσφορα και ντροπιαστικά θα πολεμήσει και στο μέλλον. Το επεισόδιο των Ιμίων είναι ενδεικτικό. Τα πρόσωπα αλλάζουν, το σύστημα όμως παραμένει λειτουργικά πανίσχυρο! Ακόμη και εάν κάποιοι που ευρίσκονται σε καίριες θέσεις έχουν τις καλύτερες προθέσεις (όπως ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χρήστος Λυμπέρης), οι εφεδρικοί δίαυλοι του συστήματος παρεμβαίνουν καταλυτικά. Εκμεταλλεύονται τις αυταπάτες και την περιορισμένη πολιτική αντίληψη των εκάστοτε αξιωματούχων, ώστε να επιβάλουν το ευρύτερο συμμαχικό συμφέρον, τη “σωστή πλευρά της Ιστορίας”, προλαμβάνοντας τους συνοικιακούς καυγάδες Αθήνας και Άγκυρας!
Ορισμένοι, υπό το κράτος ιδεολογικών απωθημένων και διαθέτοντας ακαδημαϊκή μόνον εμπειρία του διεθνούς γίγνεσθαι, προτείνουν σαν λύση την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Ως διπλωμάτης με 36 χρόνια ενεργούς εμπειρίας, λέω πως η αποχώρηση θα διευκολύνει τα μάλα την επιτιθέμενη Τουρκία! Αντίθετα, όταν προκρίνουμε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, πρέπει ήρεμα κι αταλάντευτα να αρνηθούμε τα κελεύσματα της Συμμαχίας. Εάν δείξουμε εν τοις πράγμασι κι όχι στα λόγια, ότι θα αναστείλουμε κάθε λειτουργικότητα της Συμμαχίας, προκειμένου να διαφυλάξουμε το εθνικό μας συμφέρον, τότε το ΝΑΤΟ θα υποχρεωθεί να λειτουργήσει υπέρ ημών. Χρειάζεται επιδεξιότητα και σθένος! Και άνευ σθένους ουδέν…
Τί πρέπει να κάνει η Λευκωσία
Ποια, συνεπώς, πολιτική για την Κύπρο; Η Λευκωσία οφείλει να επαναπροσδιορίσει την εθνική της στρατηγική, θέτοντας τον μόνο ορθολογικό στόχο: Την εξάλειψη της τουρκικής κατοχής. Την εξάλειψη και, διευκρινίζω, όχι την ενσωμάτωση της κατοχής σε ένα νεοσύστατο, συγκολλημένο και κατ’ ανάγκην συνεταιρικό με την Άγκυρα κράτος. Γιατί στον συνεταιρισμό με την Άγκυρα και στην έκταση του μεριδίου, του θεσμικού ελέγχου της τελευταίας πάνω στην εφ’εξής καθημερινή λειτουργία του Κυπριακού κράτους εστιάζουν όλα ανεξαιρέτως τα σχέδια επίλυσης που έχουν επεξεργασθεί και καταθέσει από το 1974 και μετά τα Ηνωμένα Έθνη.
Αυτό, όχι διότι είναι εξ ορισμού φιλότουρκοι οι διεθνείς υπάλληλοι, ειδικοί απεσταλμένοι και μεσολαβητές του ΟΗΕ που έχουν παρελάσει τα τελευταία 50 χρόνια! Αλλά διότι όλοι τους σέβονται (λίγο, πολύ έως και απόλυτα) το ανισοζύγιο όχι μόνον στρατιωτικής ισχύος, αλλά και πολιτικής αποφασιστικότητας που διαπιστώνουν πάνω στο νησί, όπως και πέριξ αυτού. Και όλοι τους καταγράφουν την απροθυμία Λευκωσίας και Αθηνών να αντιστρέψουν τον συντριπτικό εις βάρος της ελληνικής πλευράς σήμερα συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος. Την απροθυμία Κυπρίων και Ελλαδιτών ηγετών (η οποία κατ’ ιδίαν εκφράζεται, συχνά και ανερυθρίαστα, ως άρνηση “για λόγους αρχή”!) να μετέλθουν του δικαιώματος που τους δίδει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών να αντιτάξουν ένοπλη βία στην ένοπλη βία της εισβολής.
Η εξάλειψη της τουρκικής κατοχής είναι στόχος εφικτός και απόλυτα ρεαλιστικός. Προϋποθέτει την ανατροπή του στρατιωτικού ανισοζυγίου πάνω στο νησί της Κύπρου. Και αυτό είναι πρωτίστως θέμα πολιτικής αποφασιστικότητας και διπλωματικού σχεδιασμού. Τα σίδερα, τα όποια σίδερα, πάντοτε κάπου, κάπως βρίσκονται… Εξάλειψη της κατοχής σημαίνει πρακτικώς την ανάληψη απελευθερωτικού αγώνα. Άρα, παύουν οι συνομιλίες μέσω των Ηνωμένων Εθνών που στοχεύουν στην δημιουργία νέου Κυπριακού κράτους ως συνεταιρική συγκόλληση δύο κυρίαρχων πλέον κρατών (και όχι πιά εθνικών κοινοτήτων).
Η υφιστάμενη Κυπριακή Δημοκρατία είναι αναντικατάστατη, γιατί αποκλειστικά αυτή, ως κράτος, διαθέτει το τεκμήριο της διεθνούς νομιμότητας. Πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη η διατήρηση της σημερινής διεθνούς οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί η κατάργηση ή αντικατάστασή της υπήρξε ο μόνος στόχος του Αττίλα 2 που δεν επέτυχαν οι Τούρκοι. Το θέμα που εφ` εξής πρέπει να θέτουμε στους διεθνείς οργανισμούς είναι η ενεργός τους συμπαράσταση στην αποκατάσταση του ελέγχου της νόμιμης Κυπριακής Κυβέρνησης σε όλη την έκταση του νησιού.
Ιδίως στην ΕΕ, της οποίας η Κύπρος είναι μέλος, η πίεση Αθηνών και Λευκωσίας πρέπει να είναι διαρκής, ασεβής και επίμονη. Δεν ζητάμε ούτε κατανόηση ούτε χτυπήματα στην πλάτη. Απαιτούμε, αξιοποιώντας την θεσμική μας δυνατότητα να πλήξουμε ζωτικά συμφέροντα των εταίρων. Το ξέρω, απαιτείται πολιτική επιδεξιότητα και σθένος. Σθένος και άνευ τούτου ουδέν…
Μετά το 1974…
Ο επαναπροσδιορισμός της ελληνικής πολιτικής για την Κύπρο πρέπει να επιδιωχθεί, τόσο σε Λευκωσία, όσο και στην Αθήνα, ως θεμελιακός στόχος της εξωτερικής πολιτικής που θ` ασκούν Κυπριακή Δημοκρατία και Ελλάδα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτός ο ριζικός αναπροσανατολισμός θα συμπαρασύρει τα πολιτικά κατεστημένα στις δύο πρωτεύουσες, είτε θα επέλθει ως απότοκο ριζικών πολιτικών αλλαγών, από μακρού άλλωστε οφειλομένων, σε Κύπρο και Ελλάδα. Ο τέλειος συγχρονισμός δεν είναι απαραίτητος, η αναστοχοθέτηση του Κυπριακού στην μία πρωτεύουσα θα ευθυγραμμίσει υπό την αφόρητη πίεση της κοινής γνώμης και την άλλη…
Στο πολύ πρόσφατο βιβλίο του Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου Βασίλη Φούσκα (“Το μελάνωμα της Κύπρου”) καθώς και στο ευρύτερο έργο του από κοινού με τον William Mallinson (Cyprus 1974, Anatomy of an Invasion, που πρόκειται να κυκλοφορήσει τo φθινόπωρο από τον εκδοτικό οίκο Routledge) τεκμηριώνεται, μέσα από εξαντλητική αρχειακή έρευνα και διασταύρωσή της με μαρτυρίες και συνεντεύξεις, ότι ήδη από το 1956 η διχοτόμηση (τριχοτόμηση, αν συμπεριληφθούν οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις) ήταν η πολιτική του ελληνικού κράτους για την Κύπρο. Από το 1959, με το μυστικό Πρωτόκολλο Καραμανλή-Μεντερές, η συγκυριαρχία, μέσω κατά προτίμησιν διχοτόμησης, ήταν συμφωνημένα και πολιτική της Τουρκίας, η οποία βεβαίως απέβλεπε περαιτέρω, στον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
Αυτή η επί επτά δεκαετίες ανομολόγητη ανοχή/συνενοχή των ελλαδικών πολιτικών ηγεσιών (με τις εξαιρέσεις του Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου) στην τουρκική κατοχή και συν-διοίκηση της Κύπρου, έχει γίνει αντιληπτή από Τούρκους, αλλά και λοιπούς μείζονες “Συμμάχους” και “Εταίρους” ως πρότυπο βιώσιμης και εφαρμοστέας λύσης στις τουρκικές αξιώσεις σε Αιγαίο και Θράκη. Όπως άλλωστε κατέδειξε περίτρανα και η Συμφωνία στις Πρέσπες, μέσα στο πολιτικό προσωπικό των Αθηνών διαγκωνίζονται δεκάδες επίδοξοι Ηρόστρατοι, σχεδόν από κάθε κόμμα για να πάρουν την εργολαβία…
Τί πρέπει να κάνει η Ελλάδα
Για να αντιστρέψει ο ελληνικός λαός αυτή την καθεστηκυία πλέον αντίληψη της διεθνούς κοινότητας, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η άμυνα του ελλαδικού χώρου όχι μόνον αρχίζει, αλλά και τελειώνει στην Κύπρο. Ό,τι συμβεί τελικώς εκεί, θα λειτουργήσει ανέκκλητα και στα λοιπά πεδία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Γιατί το μέτωπο της χώρας μας με την Τουρκία είναι ενιαίο και τόσο ανθεκτικό όσο το πιο αδύναμο σημείο του. Εάν συμπεφωνημένα, όπως πυρετωδώς επιδιώκεται, αντικατασταθεί η Κυπριακή Δημοκρατία από ένα συνεταιρικό με την Άγκυρα πρόσκαιρο μόρφωμα, το αυτό θα ισχύσει σε Αιγαίο και Θράκη! Η μετάσταση θα είναι εγγυημένη, όπως και η κατάληξη του ασθενούς…
Τί προτείνω; Να ασκήσει η Ελλάδα τις υποχρεώσεις της από την Σύμβαση του Λονδίνου του 1961 και να αμυνθεί της Κύπρου. Οι από τον Λίβανο εκτοξευόμενες απειλές επιβάλλουν την μεταστάθμευση στην Κύπρο ελληνικών αεροσκαφών (αυτών που ,τόσο γενναιόδωρα, ετοιμαζόμαστε να διοχετεύσουμε μέσω Τσεχίας στην Ουκρανία, έναντι υποσχέσεων του απερχομένου Μπάϊντεν). Για τον ίδιο λόγο η συστοιχία Patriot από την Σαουδική Αραβία θα πρέπει να μεταφερθεί στην Κύπρο! Οι ελληνικές φρεγάτες καμιά δουλειά δεν έχουν στις ακτές της Υεμένης, όμως έχουν κάθε ηθικό και γεωπολιτικό λόγο όπως και κάθε νόμιμη υποχρέωση να πλεύσουν πέριξ της Κύπρου. Παραμένοντας αθεράπευτα ρεαλιστής (και όχι ρομαντικός!) προτείνω να σώσουμε την Κύπρο και η Κύπρος θα μας σώσει!
ΥΓ: «Μιλώντας σ’ αυτούς τους ανθρώπους και συγκρίνοντας την αφήγησή τους μ’ αυτά που έρχεσαι αντιμέτωπος ως ερευνητής στα αρχεία, αποκτάς μια μετα-ηρωική κατανόηση των γεγονότων της κυπριακής κρίσης και μια αποστροφή για τους πολιτικούς διαχειριστές της. Διότι κάποιοι βάζουν τη ζωή τους στην πρώτη γραμμή, και μάλιστα με δική τους πρωτοβουλία, ενώ άλλοι χτίζουν καριέρες».