Από τον Μ. Αλέξανδρο στο Βυζάντιο – Ζ. Η απόσχιση της Ανατολής

Καθεδρικός ναός Ζβαρτνότς, Αρμενία

Μια σειρά κειμένων του Κώστα Παπαϊωάννου για την ιστορική περίοδο από την ελληνιστική εποχή που εγκαινιάστηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο έως το Βυζάντιο και την πορεία του ελληνισμού σε αυτούς τους αιώνες. Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο: 

Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Δείτε το ΣΤ’ Μέρος

Από τον Κωνσταντίνο και μετά, ποτέ ο μεσογειακός κόσμος δεν βρέθηκε τόσο κοντά στην ενότητα όσο στην εποχή του Ιουστινιανού και ποτέ η έλλειψη ενότητας δεν έγινε τόσο δραματικά αισθητή όσο στη διάρκεια αυτού του «πρώτου χρυσού αιώνα» του Βυζαντίου. Ο Ιουστινιανός πίστευε ότι είχε αποκαταστήσει την αυτοκρατορία του Αυγούστου. Οι στρατιές του είχαν νικήσει τους Βανδάλους στην Αφρική, τους Βησιγότθους στην Ισπανία, τους Οστρογότθους στην Ιταλία. Αλλά, την ίδια στιγμή, οι Σλάβοι προέλαυναν στα Βαλκάνια απειλώντας τη Θεσσαλονίκη και διεισδύοντας μέχρι την Πελοπόννησο. Στην Ανατολή, οι Πέρσες είχαν λεηλατήσει τη Συρία, είχαν ισοπεδώσει την Αντιόχεια (540) εξορίζοντας τον πληθυσμό της. Σύντομα το περσικό κύμα θα το ακολουθήσει η μουσουλμανική πλημμυρίδα.

Ο Ιουστινιανός είχε καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να αποκαταστήσει την πνευματική ενότητα της αυτοκρατορίας και να επιβάλει τη χαλκηδόνεια ορθοδοξία. Την ίδια στιγμή που κατείχε την κρατική εξουσία, διηύθυνε παράλληλα τις εκκλησιαστικές συνόδους, συνέγραφε θεολογικές πραγματείες, συνέθετε θρησκευτικούς ύμνους. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειές του για ενοποίηση απέβησαν άκαρπες. Παρότι ξερίζωσε τον αρειανισμό στην Ιταλία, ορθοδοξία και μονοφυσιτισμός δεν συμφιλιώθηκαν· ο νεστοριανισμός και ο μανιχαϊσμός εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Η ίδια η Θεοδώρα ασπαζόταν τον μονοφυσιτισμό: και ακριβώς χάρη στην προστασία της μπόρεσε ο Ιάκωβος Βαραδαίος να αναδιοργανώσει κρυφά τη μονοφυσιτική Εκκλησία, η οποία, στο εξής, θα αποκαλείται Ιακωβιτική από το όνομα του ιδρυτή της. Αντιθέτως, οι Ορθοδόξοι αποκαλούνταν «μελχίτες», «αυτοκρατορικοί», έκφραση που μπορούσε επίσης να σημαίνει «συνεργάτες»… Σε όλη την Ανατολή (με εξαίρεση την Παλαιστίνη) το ελληνικό στοιχείο υποχωρούσε μπροστά στο κοπτικό, το συριακό. Όπως και οι αιρέσεις της Αναγέννησης, η μονοφυσιτική αίρεση εξέφραζε, στην Αίγυπτο και τη Συρία, τόσο την εθνική αντίθεση όσο και την κοινωνική εξέγερση κατά της αυτοκρατορικής τάξης: όταν τα αραβικά στρατεύματα κατέλαβαν αυτά τα εδάφη, ανάμεσα στο 634 και το 640, χαιρετίστηκαν σαν απελευθερωτές από τους Μονοφυσίτες.

Χάρτης με την επέκταση των Νεστοριανών

Η έξοδος των Νεστοριανών υπήρξε το πρώτο σημάδι της αποσύνθεσης της ανατολικής κοινής*. Εκδιωχθέντες από την αυτοκρατορία από τον Ζήνωνα, το 489, καταδιωκόμενοι από τους Μονοφυσίτες, στην Έδεσσα και την Αρμενία, οι Νεστοριανοί βρήκαν καταφύγιο στην Περσία. Στη Νίσιβη θα αναμορφώσουν την περίφημη θεολογική σχολή της Έδεσσας, ενώ ο Καθολικός[1] τους θα εγκατασταθεί στην Κτησιφώντα, την πρωτεύουσα των Σασσανιδών. Όταν ο «βασιλεύς των βασιλέων», Χοσρόης Ανουρσιβάν (521-579), ίδρυσε τη Ιατρική Σχολή της Γκοντ-Σαπούρ, στους Νεστοριανούς ανέθεσε τις βασικές εκπαιδευτικές θέσεις. Η Γκοντ-Σαπούρ ήταν εξάλλου μια πόλη αιχμαλώτων πολέμου όπου κυριαρχούσαν τα εξελληνισμένα στοιχεία: μέχρι τον 7ο αιώνα, οι επίσημες ανακοινώσεις συντάσσονταν ακόμα στα ελληνικά. Τότε εγκαινιάστηκε το μεγάλο κίνημα μετάφρασης στα Συριακά (και εν συνεχεία στα αραβικά) των ελληνικών κειμένων και μέσα από τους Νεστοριανούς πρόσφυγες οι Άραβες θα γνωρίσουν την αρχαία σκέψη, την οποία θα διαδώσουν στη συνέχεια στη λατινική Δύση. Είναι γνωστό ότι ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και Έλληνες faylasoûf («φιλόσοφοι») θεωρούνταν, από τους Άραβες, «προφήτες» που είχαν λάβει την έμπνευσή τους από τη «Κόγχη με τα φώτα της προφητείας»…

Κατά τον 6ο -7ο αιώνα, η νεστοριανή Εκκλησία, με τους 27 μητροπολίτες και τους 32 επισκόπους της, ήταν χωρίς αμφιβολία η πιο διαδεδομένη χριστιανική Εκκλησία στον κόσμο. Όταν η Γερμανία ασπάστηκε τον χριστιανισμό, από το Βονιφάτιο, το 718, η νεστοριανή αποστολή είχε φτάσει μέχρι τη νότια Ινδία και είχε εξαπλωθεί, μέσα από την όαση της κοιλάδας του Ταρίμ, μέχρι τις Πύλες του  νεφρίτη, στην είσοδο της Κίνας: και σε αυτή τη νεστοριανή διείσδυση θα πρέπει, ίσως, να αποδώσουμε την  εκπληκτική αναβίωση της ελληνο-βουδιστικής τέχνης στο Ανατολικό Τουρκεστάν, μεταξύ 6ου και 8ου αι., στην Κεντρική Ασία. Το 781, οι Νεστοριανοί είχαν ήδη ριζώσει στέρεα στην Κίνα, όπως επιβεβαιώνεται από την περίφημη δίγλωσση επιγραφή στα κινέζικα και στα συριακά, στην αναμνηστική στήλη του Χσιαν-Φου.

Η επιγραφή βεβαιώνει ότι την εποχή εκείνη όλη η αυτοκρατορία ήταν γεμάτη με τις εκκλησίες που ονομάζονταν «μεγάλα Παλάτια του φωτός και της αρμονίας». Στα κινεζικά χρονικά αναφέρονται  ως «περσικοί ναοί» –  ίσως λόγω της χρήσης του θόλου στην αρχιτεκτονική τους. Ένα άλλο κείμενο μας πληροφορεί ότι, λόγω της πολύχρωμης διακόσμησής τους, έμοιαζαν με τα «φτερά ενός φασιανού που ετοιμάζεται να πετάξει»: είναι σχεδόν η εικόνα που χρησιμοποιεί ο Παύλος Σιλεντιάριος όταν συγκρίνει τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας με ένα «παγώνι με εκατό οφθαλμούς». Οι παράδοξα «βυζαντινό-κινέζικες» τοιχογραφίες μιας εκκλησίας, στο Χότσο (9ος αι., στην όαση του Τουρφάν, Εθνολογικό Μουσείο στο Βερολίνο), είναι, δυστυχώς, το μόνο γνωστό κατάλοιπο της τεράστιας νεστοριανής περιπέτειας στην Κεντρική Ασία.

Είμαστε λίγο καλύτερα ενημερωμένοι σχετικά με την τύχη της τέχνης στον κόσμο του μονοφυσιτισμού. Εδώ, την παλαιοχριστιανική και βυζαντινή γλώσσα υποκαθιστούν, από τον 6ο αιώνα και μετά, τα τοπικά ιδιώματα, λιγότερο ή περισσότερο επηρεασμένα από την απαξίωση των απεικονιστικών αξιών.

Ενώ στο Βυζάντιο ο ελληνικός ανθρωπομορφισμός και ο χριστιανικός ιερατισμός συγχωνεύθηκαν μέσα στην ιερότητα της εικόνας, η ζωγραφική στον κόσμο του μονοφυσιτισμού προσανατολίστηκε προς μια λατρευτική τέχνη, όπου η λαϊκή προτίμηση για το παράξενο και κάποια παρορμητική αφέλεια, όπως στους Κόπτες και τους Αρμένιους, δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει την αργή υποβάθμιση της εικόνας του ανθρώπου, που χάνει πλέον τον διακριτό χαρακτήρα που της προσέφερε η Ενσάρκωση.

Πολύ ενδεικτική, από την άποψη αυτή, είναι η μοίρα της τέχνης στην Υπερκαυκασία. Εδώ, η Γεωργία παρέμεινε πιστή στην ελληνο-λατινική ορθοδοξία, ενώ η Αρμενία –η πρώτη χώρα όπου ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους– απέρριψε τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος και συνδέθηκε με τον μονοφυσιτισμό. Η τέχνη κατέγραψε ποικιλοτρόπως τις διαφορές του τελετουργικού. Έντονα επηρεασμένη από το πνεύμα του τόπου, το παλαιοχριστιανικό περιβάλλον και την επίδραση των Σασσανιδών –η πρώτη αρμενική δυναστεία, αυτή των Αρσακιδών, ήταν κλάδος της παρθικής δυναστείας– η αρχιτεκτονική και η γλυπτική ακολούθησαν παράλληλες πορείες στην Αρμενία και τη Γεωργία.

Τον 6ο  και τον 7ο αιώνα, η Υπερκαυκασία, και κατεξοχήν η Αρμενία, γνώρισε μια εκπληκτική άνθηση της αρχιτεκτονικής, την οποία μαρτυρά ένα εντυπωσιακό σύνολο ερειπίων που βρίσκονται διάσπαρτα ανάμεσα στις κοιλάδες του Αραράτ και τη λίμνη Βαν. Όλοι οι τύποι των κτηρίων δοκιμάστηκαν ταυτόχρονα: βασιλικές θολωτές με ένα μοναδικό κλίτος (όπως στο Άνι, 622 μ. Χ.), με τρία κλίτη (όπως στο Ερερούκ τον 6ο αι., στο Εγκιβάρ τον 7ο), βασιλικές με τρούλο (όπως στο Ντβιν, το Ταλίν κλπ., 7ος αι.), κατασκευή με οκταγωνικό ή κυκλικό κεντρικό σχέδιο (όπως η τριώροφη εκκλησία του Ζβαρτνότς, που χτίστηκε από τον Καθολικό Ναρσή Γ΄, μεταξύ 641 και 661) και μια πλούσια ποικιλία από εκκλησίες, σταυροειδείς με τρούλο, όπως οι καθεδρικοί ναοί του Ετσμιατζίν, του Μπαγκαράν, του Μρεν κλπ., ή ο ναός της αγίας Ριψιμίας στο Βαλασρπάτ κλπ. Σε απόλυτη συμμετρία με τα αρμενικά οικοδομήματα θα κατασκευαστούν οι όμορφες γεωργιανές εκκλησίες του Ντσρόμι (626-634), του Ντζβάρι (619-639) και η μονή Νταβίντ Γκαρέντζα (8ος αι.),

Στην Υπερκαυκασία, εξάλλου, αναβίωσε και η αγάπη για τη μνημειακή γλυπτική, η οποία είχε ατροφήσει τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση. Ο πρώιμος ελληνο-λατινικός μεσαίωνας έχει την τάση να καλύπτει τον τοίχο με μία επίπεδη διακόσμηση και αντικαθιστά την πέτρα με εύπλαστα υλικά, όλκιμα, όπως είναι ο γύψος και ο στόκος, που δεν επιβάλλουν στον γλύπτη μιαν αμετάκλητη κίνηση, δίνοντας την αίσθηση μιας μάλλον ζωγραφικής και όχι πλαστικής δύναμης· αντίθετα η γλυπτική της Υπερκαυκασίας δημιουργεί πάνω στην πέτρα επιβλητικές μορφές και μεγάλα σύνολα που προαναγγέλλουν ενίοτε τις ρωμανικές μορφές. Ας αναφέρουμε για τη Γεωργία τα τύμπανα του Ντζβάρι και του Ατένι (7ος αι.), για την Αρμενία τις στήλες του Χαρίτς (5ος-6ος αι.), τα ανάγλυφα του Ζβαρτνότς (7ος αι.) κ.λπ. Εδώ, το πλούσιο αφηρημένο θεματολόγιο του λαϊκού διακόσμου συμμάχησε με μια ισχυρή εικονιστική τέχνη δημιουργώντας μια πρωτότυπη σύνθεση, όπου ενίοτε αναγνωρίζουμε την τόλμη των ζωγράφων των ζώων της αρχαίας Μεσοποταμίας και την κολοσσιαία μεγαλοπρέπεια των λαξευτών ανάγλυφων των βράχων του Ιράν.

Η ζωγραφική της Υπερκαυκασίας, παρουσιάζει αντίθετα, λιγότερη πρωτοτυπία και εκδηλώνει με τον τρόπο της τη διαφορά των δογμάτων, ενώ η ορθόδοξη Γεωργία προσανατολίστηκε προς τη βυζαντινή μνημειακότητα.


[1] Καθολικός: έτσι αποκαλείται ο πνευματικός ηγέτης (πατριάρχης) της νεστοριανής και της αρμενικής Εκκλησίας (σ.τ.μ.).

ΑΡΔΗΝ

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *