Ίσως μια πτυχή της συνέχειας των Ελλήνων, που δεν έχει ερευνηθεί ακαδημαϊκά είναι αυτή των μπινελικίων… Διαβάζοντας τον τρόπο που έβριζαν οι Έλληνες του 1300 καταλαβαίνει κανείς πόσο λίγο αλλάζει η συμπεριφορά των ανθρωπων και οι τρόποι έκφασής τους. Δύο σατυρικά κείμενα της ύστερης βυζαντινής περιόδου ο «Πουλολόγος» και η «Ακολουθία του Σπανού» είναι γεμάτα απο ύβρεις, κατάρες και απίστευτες καταστάσεις ενδεικτικά του “βυζαντινού χιούμορ”…
Γράφει ο Chrysoloras (@Alyunan00) – Twitter, 11/12/2023
Έχουμε όμως και παλαίοτερες περιπτώσεις καταγεγραμμένης «χυδαιολογίας», όπως το «τραγούδι της Θεοφανούς», που αφορά τα γεγονότα της Σπαρτιάτισσας χήρας, του 10ου αιώνα:
“Πολλοι φόνοι εις την άκραν του κάμπου Ο χαλκεύς βαρεί τ’αμόνι και βαρεί τους γείτονας, Ο Σινάπης κι ο Τριψίδης εις την θύραν στήκουσιν, Θεοφανού επολέμα πίταν και η Καλή την έφαγεν (……..), Όπου εφόρει το διβίκιν τώρα δέρμαν εβαλεν, κι αν τον φθάση εδώ ο χειμώνας, φέρε και την γούναν του, Κουκουροβουκινάτορες, φουκτοκωλοτρυπάτοι Είσε σέλαν μιας μούλας καυχόκτονο πομπεύουσι.”
Όπου «φούκτο-» βλ. χούφτα… Ο Ευστάθιος Ρωμαίος, πάλι, στην Επιτομή νόμων του, τον 10-11ο αιώνα, μας περιγράφει ένα περιστατικό στο παλάτι… ἐῤῥίπτει κατὰ τοῦ πρωτοσπαθαρίου Λέοντος καὶ πρωτονοταρίου τοῦ γενικοῦ. ὁ δὲ ὕβρισε τὸν κανδιδάτην· «κερατὰν κούρβας υἱὸν»... Το σλαβικό κούρβα, είναι δημοφιλές σε όλα τα Βαλκάνια πλέον…
Ο Ιωάννης Τζέτζης, τον 12ο αιώνα στη Θεογονία του, σατυρίζει τους ξένους που βρίσκονται στην Πόλη και δίνει σατυρικές οδηγίες που να τους μιλάνε οι ντόπιοι…: «τοῖς Ἀλανοῖς προσφθέγγομαι κατὰ τὴν τούτων γλῶσσαν· καλὴ ἡμέρα σου, αὐθέντα μου, ἀρχόντισσα, πόθεν εἶσαι; ταπαγχὰς μέσφιλι χσινὰ κορθὶ καντά; καὶ τἄλλα. ἂν δ’ ἔχῃ Ἀλάνισσα παπᾶν φίλον, ἀκούσαις ταῦτα· οὐκ αἰσχύνεσαι, αὐθεντρία μου, νὰ γαμῇ τὸ μουνίν σου παπᾶς; τὸ φάρνετζ κίντζι μέσφιλι καῒτζ φουὰ σαοῦγγε;»
Τον 14ο αιώνα, ο Κρητικός Στέφανος Σαχλίκης, σατυρίζει τις ιστορίες απο τις γειτονιές της πόλης του…:
«Εἰπέ με, Πόθα Τζουστουνιά, εἰπέ με, Ψωλοπόθα, νὰ ἐπιχαρῆς τὰ ὀμμάτια σου, μαυλίζεις ἢ γαμιέσαι; … Γαμιέται ἡ Κουταγιώταινα καὶ ὁ σκύλος της γαβγίζει καὶ τὰ παιδία της κλαίουσιν κι ἐκείνη χαχανίζει. Ἡ χήρα ἡ Μπελαμούραινα ἔναι ὁποὺ τὴν μαυλίζει καὶ τρῶ την ὣς τὸ κόκκαλον, διατὶ τὴν σιργουλίζει. Στοῦ Κουταγιώτη τὴν αὐλὴν κέρατα ξεφυτρώνουν, κόπελος ἔν’ στὸ σπίτιν του, ὡς δι’ αὐτὸν ἐξεστρώνουν· φέρνουν τὴν Κουταγιώταιναν…»
Γυρνώντας στον Πουλολόγο του 13ου αιώνα, η συλλογή βρισιών είναι τεράστια…: Λέξεις όπως τσαμπουνομύτρια, ἀκρόκωλε, βρωμούσα, βρωμόστομε, βρωμόχνωτε, βρωμιάρην, μελανομαυροθώρετε, Σαρακηνέ, κουτρούλη, κακορίζικε, κακομούσουρε, ἀτσίγγανε, παρεξυσπασμένη, παλαιοξέρασμα, κερὰ καπνοσπατώλα…
«Μωρὴ βρωμοστενίτισσα καὶ μυριοκαπνισμένη, νομίζεις, ὡς ἐκάπνιζες καὶ ἔκαυσες τὰ σκουμπρία ἐκ τὴν πολλήν σου μεθυσίαν, ὅλως καταβρωμοῦσιν, οὐδὲν τὸ ἠξεύρομεν καὶ ἡμεῖς τὸ τίς καὶ πόθεν εἶσαι… …Καὶ τώρα, παλαιοξέρασμα, κερὰ καπνοσπατώλα, ἐμέναν καταμέμφεσαι τὸ τί ἤθελα εἰς τὸν γάμον, Μωρέ, καὶ ἐσὲν ἠξεύρουν σε καὶ ἐμένα μὲ κατέχουν»
Και συνεχίζει…: Ἀτσίπωτε, ἀδιάντροπε, σκυλὶν μαγαρισμένον, ἄθλιε, κοσμοκατάρατε, μυριοκαταραμένε, ἐλεεινέ, σκόρφας ἀπογαλάκτισμα, βρωμιάρη, ταταρόκοπε, βουλγαρομουσουδάτε, Ἀράπη καὶ Σαρακηνέ, μαυρέα, κακομύτη, πάπια σεισοκώλα, κακορίζικη καὶ στραβοποδαρούσα και πολλά άλλα..
Στον Σπανό, περ.15ος αιώνας, ο συγγραφέας δεν έχει λιγότερη φαντασία στις βρισιές του, αλλά έχει σίγουρα εμμονή με τους σπανούς: «Ὢ τῆς κακῆς καὶ παράξενου καὶ ἀνοσίας μορφῆς τῆς χεσμένης καὶ ἄσχημης, οὔριε, ἐξούριε, δρεπανομύτη, ξυγγόκωλε, ἀντζάτε, κλέπτη καὶ ψεύτη, ἄθλιε, σπανὲ τριγένη καὶ ἀγριότραγε, ὦ κακομούσουδε καὶ ἀγριομούστακε, κακὴν πομπὴν νά ’χῃς εἰς τὰ μάγουλα, δαιμόνων παίγνιον.»
Και συνεχίζει: “Κοπρομούστακον, τρίκωλε, σκατογένη ἅμα δὲ καὶ ξυγγόκωλε, Ὦ σπανὲ καὶ παράσημε, ὦ τριγένη καὶ τρίκωλε, σκατογένη ἅμα δὲ καὶ ξυγγόκωλε. Καὶ γὰρ πομπὴ εἰς τὰ γένια σου, σκατὰ στὰ μουστάκια σου καὶ ξυλίες εἰς τὰ πλευρὰ καὶ κοπρὲς εἰς τὰ μάγουλα, ὤχου ἀλίμονον. Τὴν πιγούναν, τὴν βλέπω, νὰ τὴν χέσουν πεντε καί δεκα γερόντια καὶ τὰ γυμνά σου τὰ μάγουλα. …. Σπανὲ πονηρὲ καὶ καρδία σατανᾶ καὶ λύκου γνώμη, τὰς τρεῖς σου τρίχας, ταπεινέ, ἃς ἔχῃς εἰς τὸ πιγούνιν ἀπὸ κακὴν ῥοπὴ τοῦ κώλου μας, σπανὲ ἀναχεσομούσουδε καὶ φακλανοπορδοτσουφάτε. ὦ τρελὲ ἀγριάνθρωπε, ὦ κλανομουστάκη,Ὦ ἄτυχε, κάκιστε σπανέ, σφάκελα στὰ μάτια σου, κ’ εἰς τοῦ σπανοῦ τὰ μάτια σφάκελα δώσωμεν.»
«…Ἔχεις λοιπὸν ὡραίαν πατσάδα καὶ κλανομούστακον γενειάδα. Ἀκούσας ταῦτα ὁ κλανομούστακος σπανός, ἠγαλλίασε τὸ πανάσχημον καὶ πανάτσαλον αὐτοῦ πρόσωπον. Καὶ ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ χαρᾶς ἤρξατο γλείφειν τὰ μεσοδάκτυλα τοῦ κώλου του.» «Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ ἀγριομούστακος σπανὸς ἐθυμώθη σφόδρα καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὴν λέγων· ἀφίξομαι πρὸς σὲ τάχιστα, πρὸς σέ, μωρὴ κατουρλοποδία, ἔτι δὲ καὶ κατουρλού. Καὶ πάλιν ἀντεμήνυσεν ἐκείνη πρὸς αὐτόν· Ἐδῶ νά ’λθῃς, ὦ κάκιστε σπανέ· καὶ ἂν ἔλθῃς, εὑρήσεις τὸν θεῖον σου τὸν πηξομύτην.»
«Ὦ πανάσχημε, πανάτσαλε, τριγένη, τρίκωλε, βέβηλε, κακὴ πομπὴ τῶν ἀνδρῶν, πορδὴ στὸ στόμα σου, λέρα στὰ μάτια σου, ὤχου ἀιλίμονον, κακὴ ῥοπὴ στὰ γένια σου καὶ ξηρὰ σκατὰ στ’ ἀντζιά σου.» …
«Σπανὸς ὁ παράσημος, τριγένης ἅμα καὶ οὔριος, τὴν πατσάδα του κλάσατε καὶ σκατὰ τσιρλήσαντες τὴν πολλὰ χεσάτην, μᾶλλον δὲ φασάτην, τὴν κλανομούστακον αὐτοῦ καὶ πάσης ἄλλης ὕβρεως ἔμπλεων…» …
«ὦ τρελὲ σπανούριε, ἀγριάνθρωπε, ὅτι τριγένης, ἀγριόγατε, ὑπάρχεις, ἀγριόχοιρε, γρυλλομάτη, μιαρέ, τυμπανόκοιλε γάδαρε, καμηλόραχε, κακομούσουδε τράγε, λυκοτρίχη, σκυλί, καὶ ἐμίσησας τὴν ἀλήθειαν, ντροπὴ τῶν ἀνδρῶν, δρεπανόραχε, καὶ βοῶμεν σοι, ψευδορρῆμον, παμψεύτη, ψευδοφόρε, ψευδοπλόκε, ψευδολόγε, ψύξη καὶ ῥέμα στὰ χέρια σου...»
Και σε μορφή Ακολουθίας ο συγγραφές συνεχίζει με την εμμονή του για του σπανούς: «Μαγαρίζομέν σε, ἀρτζιβούρτση σπανέ, καὶ κοπρίζομεν τὴν ἄτσαλον θέαν σου ὡς ἀντίτυπον τοῦ χοίρου μας μορφήν. Μαγαρίζομέν σε, ὦ κοπρῖτα σπανέ, τὸν ἐν τέρασι παράδοξον μίασμα, τὸν αἰσχύνοντα τὸ γένος τῶν βροτῶν… . Μαγαρίζομέν σε, κλανογένη σπανέ, καὶ τσιρλοῦμεν τὴν πατσάδα γενάδα σου ὡς ἀντίτυπον τοῦ κώλου μας μορφήν.. . Ἄξιόν ἐστι μαγαρίζειν ἐν τῷ σῷ γενείῳ καὶ τὰ ζαρωμένα τὰ μάγουλα, ὦ παγκάκιστε, τριγένη, ταπεινέ. … Γενηθήτω δὴ τὸ αἰδοῖον σου μέγιστον καὶ ἡ κοιλία σου παχυνθήτω, ἡ δὲ ῥάχις σου στραβωθήτω. … Ἄξιόν ἐστιν ὅπως χέζωμεν τὴν πρόσοψίν σου, καὶ τὴν τσιρλισμένην τὴν θέαν σου φακλανίζωμεν ἀξίως, κακουργέ. … ὦ κακὲ σπανέ, στὴν κεφαλήν σου, πῦρ δὲ εἰς τὸν πάτον σου, ἄθλιε, … Αἱ γενεαὶ πᾶσαι κλάνουν τὴν μουστάκαν τὴν σήν, ἀγριωμένε. … ἐδωρήσατο αὐτῷ τρεῖς καὶ ἥμισυ τρίχας ἐκ τὴν ἀναχεσοφυσοπορδαλήθραν τοῦ κώλου του… … «…παραδίδομεν εἰς τὸν γαμβρὸν ἡμῶν κὺρ Λέοντα τὸν Κατσαρέλην ἀπὸ τὴν Πέργαμον τὴν γνήσιαν ἡμῶν καὶ φιλτάτην θυγατέρα ὀνόματι Φακλάνα. …
«…, ὑποκάμισον τούρτουρον αʹ καὶ ἕτερα ὑποκάμισα ἐξηστρεπτὰ βʹ, βρακίον μὲ δεμάτιον κόνιδας αʹ, σκούφιαν μὲ δεμάτιον ψεῖρες αʹ, ὑποδήματα ψεύτικα ζευγάρια βʹ καὶ ἕτερα ξυλοποδήματα ζευγάρια τρία, διὰ νὰ χέζεται στεκόμενος ὥσπερ λέφας καὶ νὰ τσιρλᾷ τὲς ἀρίδες του…» ….
«Ἦλθε δὲ καὶ ἡ πενθερὰ αὐτοῦ ἡ Κατσικοπορδοὺ ἀπὸ τὴν Ἀσφάμιαν καὶ εἶπε: τριβοκούτσουλε τῶν γερόντων, ἡ εὐχὴ τῶν δύο ἀρχιερέων Ἅννα καὶ Καϊάφα νὰ σὲ σκέπῃ. Οἱ λύκοι νὰ φᾶσι τὰ ὀστᾶ σου καὶ τὰ ἐντεροκάρδια σου. Οἱ μῶροι νὰ σὲ πάρουν καὶ ξυλιὲς νὰ σὲ φορτώσουν, στ’ ἁμάξι νὰ σὲ βάλουν καὶ τ’ ἁμάξι ἄνω καὶ κάτω, καὶ ἡ μύτη σου στὸν κῶλον μας.…» … «φεύγετε στ’ ἀνάθεμα…» …
Και τελειώνει με την ευχή…: « Ὁ δὲ χεσθεὶς καὶ λαβὼν θυμιατὸν ἤρξατο εὔχεσθαι καὶ λέγειν: ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ θέσεως, χέσεως, σκατοψυχήσεως καὶ κλαμπανίας μνήμης καὶ χώσεως, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸ κεφάλιν καῇς»