Νάσος Βαγενάς: Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα

Κυκλοφόρησε, τον Μάρτιο του 2013, από τις εκδόσεις Πόλις, η συλλογή δοκιμίων του Νάσου Βαγενά, με τον τίτλο Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα(σελ.355).

Σπύρος Κουτρούλης, εφημερίδα Ρήξη φ. 94
10/06/2013

Πρόκειται για κείμενα, γενναία, ευθύβολα, που μας δίνουν σαφή εικόνα των τάσεων και των χαρακτηριστικών στοιχείων του στοχασμού και της νεοελληνικής κοινωνίας. Η αναίρεση του μεταμοντέρνου σχετικισμού, δείχνει ότι ο τελευταίος σε κάποιες περιπτώσεις επιχείρησε να θωρακίσει τον δογματισμό και την αξία των αισθητικών του κριτηρίων, την οποία υποτίθεται ότι αρνείται, με ποινικές διαδικασίες. Δηλαδή την όποια ασφάλεια δεν μπόρεσε να εντοπίσει στην αισθητική και στην ερμηνευτική των κειμένων, την αναζήτησε στην προνομιακή πρόσβαση στην εξουσία και στην συνδρομή δικαστικών αποφάσεων. Συγχρόνως ο Βαγενάς αποδεικνύει ότι η επίθεση στον «εθνικισμό» και η εμμονή στις εντολές της πολιτικής ορθότητας , αφενός κατεδαφίζει σημαντικά στοιχεία του νεοελληνισμού, αφετέρου παρερμηνεύει την πραγματικότητα ενός έθνους που προηγήθηκε του διαφωτισμού, ενώ επιπλέον αποκαλύπτει, ότι με την καταφυγή στο ιδεολόγημα της «κυπριακότητας» αποφεύγεται η ανάληψη της ευθύνης σε κρίσιμα θέματα, όπως η μοίρα του κυπριακού ελληνισμού. Βεβαίως ο Βαγενάς γνωρίζει ότι δεν απουσιάζουν τα θετικά παραδείγματα, όπως ήταν ο παλαιότερος φιλόλογος Γ.Σαββίδης και ο σύγχρόνος μας Σάββας Παύλου, ή ο ιστορικός Ν.Σβορώνος ή ο συγγραφέας Γ.Ιωάννου ή ο ζωγράφος Σ.Σόρογκας, ή ο Α.Αργυρίου ή ο Μ.Βίττι ή ο Χ.Παπουτσάκης.

Είναι σημαντικό ότι ο Βαγενάς δεν στρατεύτηκε, όπως άλλοι στοχαστές, στην καλοστημένη εξαπάτηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Ορθά διαπίστωσε ότι είχαν διαρρήξει την σχέση τους με το αθλητικό πνεύμα και είχαν ξεπέσει σε μία τεράστια εμπορική επιχείρηση, την δαπάνη της οποίας κλήθηκε να πληρώσει αναδρομικά ο ελληνικός λαός ,ενώ οι εθελοντές όπως γράφει υπήρξαν τα απαραίτητα κορόϊδα, που γιγαντώσαν τα κέρδη των επιτηδείων. Συγχρόνως δεν μασά τα λόγια του για την αθλιότητα των κατεστημένων πολιτικών, όπως ο Γ.Παπανδρέου, το κομμάτιασμα των Πανεπιστημίων που υπηρετεί πελατειακούς στόχους που αντιμάχονται την Παιδεία καθώς και την παρωδία του πανεπιστημιακού ασύλου που αντί προωθεί τους σκοπούς για τους καθιερώθηκε, τους υπονομεύει με κραυγαλέο τρόπο με πιο χαρακτηριστικό στοιχείο την ύψωση εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών.

Ο Βαγενάς απαντά σε όσους αντικαθιστούν τους εθνικιστικούς με τους αντιεθνικιστικούς μύθους , αμφισβητούν την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και θεωρούν το ελληνικό έθνος νεώτερη κατασκευή διανοούμενων όπως ο Κοραής: «την αντιεθνικιστική αντίληψη, που είναι και αυτή, όπως και η εθνοκεντρική, σε σημαντικό βαθμό, λανθασμένη, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε αντίληψη ενός θεωριακού αστιγματισμού. Και τούτο γιατί είναι αποτέλεσμα, κυρίως, της μηχανιστικής εφαρμογής στη νεοελληνική περίπτωση ορισμένων απλουστευτικών θεωριών περί εθνογένεσης που αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η περιγραφή της εθνικής κοινότητας ως φαντασιακά εθνικής και της εθνικής συν-είδησης ως καθ’ ολοκληρίαν προϊόντος κατασκευής.»(σελ.26). Η παρορμητική, μεταπρατική,άκριτη μεταφορά ξένων θεωριών είναι μεν έωλη και ατεκμηρίωτη, αλλά βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές διότι υπηρετεί τρέχοντες εγχώριους πολιτικούς στόχους, ώστε με μεγάλη ευκολία να επαναλαμβάνουν διάφορες πλευρές ότι «η νεοελληνική συνείδηση εμφανίζεται για πρώτη φορά με τον ελληνικό Διαφωτισμό, στο τέλος του 18ου αιώνα.» (σελ.26). Η ίδια εθνομηδενιστική σπουδή, οδηγεί κάποιους στοχαστές να «πιστεύουν ότι έχουν ανακαλύψει στο έργο του Εμπειρίκου (αλλά και στο έργο του Σεφέρη, του Ελύτη και του Εγγονόπουλου) τις αποδείξεις μιας ακροδεξιάς και αντιδημοκρατικής ιδεολογίας» (σελ.31), ενώ στο έργό του Μεγάλος Ανατολικός τα στοιχεία ενός «φασιστικού έπους» (σελ.31). Βεβαίως θα έπρεπε να αναρωτηθούν, οι εθνομηδενιστές , για τις ευθύνες που έχουν για το σημερινό φούσκωμα ενός μορφώματος με καθαρά ναζιστικά στοιχεία, διότι φρόντισαν αφενός να τους χαρίσουν μερικούς από τους σημαντικότερους στοχαστές μας, ενώ στην προσπάθεια τους να δυσφημήσουν σημαντικούς νεοέλληνες στοχαστές, κατέστησαν την ακροδεξιά από περιθωριακό φαινόμενο, σε κεντρικό στοιχείο της νεοελληνικής πνευματικής ζωής. Όμως τα συμπεράσματα τους είναι εντελώς ανυπόστατα, γιατί αφενός ο Σεφέρης αποδοκίμασε γραπτά την δικτατορία, ενώ ο Εμπειρίκος είχε μυηθεί στον τροτσκισμό από τον Α.Μπρετόν.

Ο Βαγενάς, υπερασπιζόμενος την αξία και τις πραγματικές διαστάσεις της γενιάς του ‘ 30, διατυπώνει ορισμένες αυτονόητες σκέψεις, που ίσως αν ο σύγχρονος μας στοχασμός δεν είχε αυτής της έκτασης την νοσηρότητα, δεν θα ήταν τόσο αναγκαία η επανάληψή τους. Έτσι γράφει: «Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να επιχειρείς να περιγράψεις το περιεχόμενο της λέξης ελληνικότητα. Όχι μόνο διότι η ελληνικότητα δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα αλλά ένα σύνολο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών (όπως η ιταλικότητα, η ισπανικότητα κ.τ.λ.), αλλά γιατί η περιγραφή μιας αφηρημένης ιδέας δεν σημαίνει αναγκαστικά την υπερβατικοποίησή της. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να πιστεύεις ότι η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια. Διότι όλοι οι σοβαροί ιστορικοί της ελληνικής γλώσσας (ξένοι και Έλληνες ) το έχουν διαπιστώσει αυτό. Δεν είναι αναγκαστικά ελληνοκεντρισμός το να πιστεύεις στην αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής συνείδησης (εγώ προσωπικά δεν πιστεύω). Διότι και η ασυνέχεια της ελληνικής συνείδησης είναι εξίσου δύσκολο να αποδειχτεί. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να πιστεύεις ότι υπήρχε νεοελληνική εθνότητα και πριν από τον Διαφωτισμό. Διότι ένα πλήθος ιστορικών στοιχείων το αποδεικνύει αυτό. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να νιώθεις ένα αίσθημα υπερηφάνειας γιατί ζεις στον χώρο όπου αναπτύχθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Διότι το αίσθημα αυτό είναι φυσιολογικό(ψευδής συνείδηση θα ήταν να μην ένιωθες αυτό το αίσθημα). Δεν είναι αναγκαστικά ελληνοκεντρισμός το να χρησιμοποιείς σε ποιήματα ή σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα τις λέξεις Ελλάδα και ελληνικός. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός ο θαυμασμός της γραφής του Μακρυγιάννη. Όχι μόνο διότι η γραφή του Μακρυγιάννη είναι άξια θαυμασμού, αλλά και γιατί, ακόμη και αν δεν ήταν, μια αισθητική αστοχία δεν αποτελεί αναγκαστικά ιδεολόγημα. Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το να εκθειάζεις το φως του Αιγαίου. Διότι το φως του Αιγαίου είναι άξιο εκθειασμού (άλλωστε το θαυμάζουν και οι ξένοι). Δεν είναι ελληνοκεντρισμός το ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού.»(σελ.35,36).

Συγχρόνως στο δοκίμιο του, με τον τίτλο «η μέθοδος του θερμοκηπίου » καυτηριάζει την προσπάθεια ορισμένων Ελλαδιτών πανεπιστημιακών να αμφισβητήσουν την ελληνική συνείδηση του κυπριακού ελληνισμού και την αντικαταστήσουν με μια καθόλα φαντασιακή «κυπριακότητα». Η υποκατάσταση, όπως γράφει, της εθνικής ταυτότητας με μια ταυτότητα μερική, δεν είναι καινούργια. Έχει προηγηθεί η αγγλική αποικιοκρατία της οποίας διακαής πόθος ήταν η κατασκευή μιας «κυπριακότητας», όχι μόνο διάφορης, αλλά και αντίθετης με τον ελληνισμό. Σημαντική, εν προκειμένω, είναι η επισήμανση ότι η πατρίδα στο έργο του Σεφέρη , αποκτά την ριζική κίνηση να ξεπεραστεί η αποξένωση, που είναι «πόθος για μια ζωή ακέραιη, ακομμάτιαστη. »(σελ.97).

Σημαντικό είναι επίσης το δοκίμιο «μεταμφιέσεις του ζντανοφισμού», όπου γράφει «αν στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ο ζντανοφισμός φορούσε ακόμη χοντροκομμένο προλεταριακό αμπέχονο και εργατική τραγιάσκα, σήμερα εμφανίζεται με το ένδυμα μιας υψηλής θεωρητικής ραπτικής που ονομάζεται πολιτική ορθότητα.»(σελ.225). Τα πιο φανερά χαρακτηριστικά αυτής της τάσης είναι ότι : «ενώ στην σταλινική ορθοπολιτική κριτική κυριαρχούσε ο έπαινος του εθνικού ως λαϊκού (μέσα στο πλαίσιο της σοβιετικής πολυπολιτισμικότητας) και η απόρριψη του κοσμοπολιτισμού ως αριστοκρατικού και εχθρικού προς το λαϊκό στοιχείο, στη σημερινή, μεταμοντέρνα, ορθοπολιτική κριτική, όπου η αρετή σεβασμού προς τον Άλλο έχει οδηγηθεί σε ένα φετιχισμό της ετερότητας, κάθε αναφορά στο ιθαγενές και στο εθνικό έχει φτάσει να θεωρείται εθνικισμός-δηλαδή συντηρητικότητα και έλλειψη προοδευτικότητας- και ο κοσμοπολιτισμός χαιρετίζεται ως υπέρβασή του»(σελ.226). Η φαιδρή πλευρά αυτής της κατάστασης είναι ότι ,ενώ ο Σεφέρης κατηγορείτο στο παρελθόν, ότι του έλειπε η ελληνική φυσιογνωμία και ήταν αποξενωμένος από τον λαό, τώρα κατηγορείται για τους ακριβώς αντίθετους λόγους, δηλαδή για εμμονή στον εθνολαϊκισμό.

Τέλος η καίρια και εύστοχη σκέψη του Ν.Βαγενά, με έναν λόγο λιτό ,πυκνό και κάποτε ειρωνικό, θα αναδείξει και άλλα σημαντικά θέματα, όπως: την προσήλωση του εκδότη του περιοδικού Αντί,Χ.Παπουτσάκη, στην ενότητα της βαλκανικής ποίησης ως προεικόνα της βαλκανικής ενότητας, στην υπεράσπιση του σολωμικού εθνικού μας ύμνου από την άκομψη προσπάθεια του Χ.Γιανναρά να τον υποτιμήσει σε «στιχούργημα», την καταγγελία της διάδοσης, από συγγραφείς σαν τον Μ.Μαζάουερ, του μύθου ότι ο συγγραφέας Κ.Δαπόντες δεν είχε εθνική συνείδηση, ώστε να χρησιμοποιηθεί στην συνέχεια στην κατασκευή ότι ο νεοελληνισμός ουσιαστικά συγκροτείται, αφού έχει προηγηθεί η δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους , αλλά και το γεγονός ότι συχνά οι φιλοσημίτες, όπως και οι αντισημίτες, παράγουν ένα λόγο που δεν είναι απαλλαγμένος από εξιδανικεύσεις και ιδεοληψίες.

Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα

Άλκηστη Σουλογιάννη – 23/05/2013 – BOOKPRESS

Ο Νάσος Βαγενάς ανήκει στους διανοητές συγγραφείς που συμμετέχουν δημιουργικά στον διάλογο ανάμεσα στην επιστήμη και στην τέχνη (του λόγου, αλλά όχι μόνον), λειτουργώντας ως αποτελεσματικός παράγων του ακαδημαϊκού χώρου, ενώ παράλληλα ανταποκρίνεται με συνέπεια στις προσωπικές «υποχρεώσεις» του απέναντι στη ροή του γενικού πολιτισμικού και επομένως πολιτικού χρόνου.

Αυτόν τον χαρακτήρα του Ν. Βαγενά φαίνεται να δηλώνει με κάθε λεπτομέρεια το βιβλίο Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, ως σύνολο εβδομήντα εννέα κειμένων, οι ιδιαίτεροι τίτλοι των οποίων λειτουργούν ως προληπτική ή ως συνδηλωτική αναφορά στο αντίστοιχο περιεχόμενο.

Η σύνθεση του βιβλίου αποτυπώνει την επιχειρηματολογία του Ν. Βαγενά σε ό,τι αφορά τη δομή και το αντικειμενικό αντίκρισμα ζητημάτων φιλολογικών, γενικότερα πολιτισμικών, κοινωνικών, πολιτικών, κάτω από την οπτική της υποκειμενικής πρόσληψης του συγγραφέα.

Με αυτή την προϋπόθεση, τα κείμενα του βιβλίου αποτελούν πεδία διαχείρισης εννοιών με γενικό ενδιαφέρον, όπως είναι ο πολιτισμός, η πολιτισμική αγορά, η πανεπιστημιακή κοινότητα, η εφαρμοσμένη πολιτική, η κοινωνία, το κράτος, οι ανθρώπινοι παράγοντες πολιτισμού και πολιτικής.

Κατά τη συνήθη τακτική του, ο Ν. Βαγενάς διασταυρώνει πολλαπλώς τις διαδρομές του μέσα από τις περιοχές του πολιτισμού, της πολιτικής, της ιστορίας, πρωτίστως της φιλολογίας όπου εντοπίζεται ο Διονύσιος Σολωμός ως διαρκής φάρος τέχνης αλλά και πολιτικής (που προσφέρει την αφορμή για να ανακαλέσω από τις αποσκευές του μακρινού 1988 τον Λευτέρη Βογιατζή όταν διάβαζε Διονύσιο Σολωμό στο λόφο του Στράνη).

Τα κείμενα του βιβλίου κατάγονται από την περιστασιακή και συγχρονική διάσταση της προσωπικής εμπλοκής του Ν. Βαγενά στα δεδομένα του γενικού πολιτισμικού, κοινωνικού, πολιτικού χρόνου όπως αυτά προσδιορίζουν την αρχή του 21ου αιώνα.

Τα ζητήματα όμως που αντιμετωπίζει ο Ν. Βαγενάς χαρακτηρίζονται από διαρκές και γενικό ενδιαφέρον, και κατά συνέπεια έχουν εξασφαλίσει στα κείμενα τη δυνατότητα να παραβιάσουν τις συνθήκες που προκάλεσαν τη συγγραφή τους και επομένως να μετακινηθούν από την περιστασιακή/συγχρονική στη γενική/διαχρονική διάσταση.

Από αυτή την άποψη το υλικό του βιβλίου είναι δυνατόν να προσληφθεί ως τεκμηρίωση για την αρχή του 21ου αιώνα, καθώς αφορά φαινόμενα που δηλώνουν ιδιαίτερα στοιχεία του κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού βίου σε ατομικό και σε γενικό επίπεδο, μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό τοπίο.

Η κριτική και η συγκριτική αντίληψη, ο σαρκασμός, η ανατροπή, η απομυθοποίηση, η παρρησία, η ανίχνευση του βάθους αλλά και του ευρύτερου ορίζοντα των πραγμάτων αποτελούν δείκτες του άμεσου, παραστατικού, στοχαστικού, αφοριστικού λόγου του συγγραφέα.

Στο πλαίσιο αυτό, ειδικότερα η αντιμετώπιση φιλολογικών (αλλά όχι μόνον) ζητημάτων αντιπροσωπεύει μια ισχυρή πρόκληση για την «αντιστικτική» (όσο και παραπληρωματική) πρόσληψη του περιεχομένου του βιβλίου του Ν. Βαγενά με τον τίτλο Γκιόστρα (εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2012) ως σύνθεση κριτικών «αντιπαραθέσεων» επάνω σε ζητήματα κυρίως επιστημονικά-φιλολογικά αλλά και γενικότερα πολιτισμικά σε επίπεδο κοινωνικών ισορροπιών.

Πάντως, με το βιβλίο Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα ο Ν. Βαγενάς προσφέρει μια επιτομή δεδομένων από τις περιοχές της επιστήμης και της τέχνης, τα οποία αποτελούν «συναισθηματικούς οδοδείκτες» (για να δανεισθώ τη διατύπωση από τον Ρίχαρντ Βάγκνερ) σε ό,τι αφορά την εξέλιξη γενικών φαινομένων που δεσμεύουν τον ατομικό βίο κατά την εντυπωσιακή (με ό,τι σημαίνει σε διεθνή κλίμακα) είσοδο μιας νέας χιλιετίας. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ουσιαστική, προστιθεμένη αξία της έκδοσης, ανεξάρτητα από τη γνώμη του αποδέκτη για τις απόψεις του συγγραφέα.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *