Ο “πόλεμος των τηλεγραφημάτων” (Οκτώβριος 1912)

Καθοριστικής σημασίας για την σημερινή μορφή του ελλαδικού κράτους υπήρξε η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, από τον Ελληνικό Στρατό (ΕΣ), στις 26/10/1912. 

Κωνσταντίνος Α. Καραγιαννίδης – 20/10/2024

Το επίτευγμα αυτό, ωστόσο, έχει επισκιασθεί από μια διχαστική αντιδικία, ως προς το ποιός ήταν ο ιθύνων νους, στον οποίον πρέπει να πιστωθεί η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης και αν υπήρξαν ή όχι αντιρρήσεις για την πορεία του ΕΣ προς αυτήν.

Είναι θλιβερό ότι αυτή η διχοννωμία είναι απότοκος του διχασμού της περιόδου 1915-17, κατάλοιπα του οποίου εξακολουθούν να μολύνουν την ιστορική έρευνα και να καλλιεργούν ένα – αδικαιολόγητο – κλίμα εσωτερικής αντιπαλότητος, πλέον του ενός αιώνος αργότερα!

Ακολούθως, θα επιχειρήσω να διαλευκάνω το ζήτημα, με βάση όσα επίσημα τεκμήρια είναι διαθέσιμα.

Το θέμα ετέθη για πρώτη φορά από τον Βενιζέλο, σε αγόρευσή του στην Βουλή (των “Λαζάρων”), τον Αύγουστο του 1917. Απαντώντας στον Δ. Ράλλη, παρέθεσε τον ακόλουθο διάλογό του με τον τότε αρχιστράτηγο και διάδοχο Κων/νο:

Κ: Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε.

Β: Σας το απαγορεύω!

Ωστόσο, μοναδική πηγή για τα ως άνω λεγόμενα είναι ο βιογράφος του Βενιζέλου, Γεώργιος Βεντήρης, [ΒΠ1, τ. Α´, σελ. 112], που παραπέμπει με την σειρά του στα πρακτικά της Βουλής (13/08/1917). Η τεκμηρίωση πάσχει, ωστόσο, καθώς στα επίσημα αρχεία τηλεγραφημάτων δεν έχει αποτυπωθεί τίποτε σχετικό.

Στην εξιστόρηση της ΔΙΣ/ΓΕΣ [ΒΠ2, τ. Α΄, εδ. 62,64, σελ.64,67 & ΒΠ3, εδ. 44-45, σελ. 34-36] συναντούμε καταγεγραμμένη την εξής αλληλογραφία (οι επισημάνσεις επιμάχων σημείων είναι δικές μου).

(α) Τηλεγράφημα υπουργού εξωτερικών Λ. Κορομηλά προς Διάδοχο Κων/νο, στις 12/10/1912, 15:35

Αρχηγόν Στρατού Α.Υ. Διάδοχον

Λαμβάνω την  τιμήν να ανακοινώσω ότι κατά επισήμους πληροφορίας ο Σερβικός στρατός εισελθών εις Κουμάνοβον ευρίσκεται νυν μεταξύ Κουμανόβου και Σκοπείων. Τουρκικόν πυροβολικόν κατεστράφη, της Τουρκικής Μεραρχίας υποχωρούσης ατάκτως προς Σκόπεια. Ο Βουλγαρικός στρατός κατέλαβε χθες Σαράντα Εκκλησίας κατόπιν πεισματώδους αντιστάσεως. Πλείστα λάφυρα εις χείρας Βουλγάρων. Μαυροβούνιοι βομβαρδίζουσι Ταραμβός και επίκειται επίθεσις κατά Σκόδρας. Φρονώ ότι πρέπει κατά το δυνατόν εντείνωμεν ημετέρας ενεργείας ώστε καταληφθή όσον τάχιστα Θεσσαλονίκη, ίνα μη ημέτερα αποτελέσματα έλθωσιν πολύ ύστερον των στρατών των συμμάχων.

Κορομηλάς 

(β) Τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Διάδοχο Κων/νο, στις 12/10/1912, 22:20 (υπ’ αρ. 80099)

Αρχηγόν Στρατού Θεσσαλίας

Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσιν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην.

Βενιζέλος 

(γ) Απάντηση Διαδόχου προς Κορομηλά, στις 13/10/1913 (από το τηλεγραφείο Σερβίων, πριν την είσοδό του στην Κοζάνη, στις 16:00 της ιδίας ημέρας)

Υπουργόν επί των Εξωτερικών – Αθήνας 

Ευχαρίστως εμάθαμεν τας επιτυχίας του Βουλγαρικού, Σερβικού και Μαυροβουνιώτικου στρατού. Προχώρησις ημετέρα εντός οκτώ ημερών μέχρι Κοζάνης, ήτοι 100 χιλιόμετρα κατ’ ευθείαν γραμμήν εντός Τουρκικού εδάφους με δυο μάχας παρά Ελασσώνα και παρά Σαραντάπορον την τελευταίαν εναντίον τριών μεραρχιών, ήτοι μεραρχίας  Νιζάμ Κοζάνης, μεραρχίας ρεδίφ Ανασελίτσης και μεραρχίας μικτής εκ διαφόρων ταγμάτων, διά δυσχερεστάτου εδάφους, με κατδίωξιν διά των Κμβουνίων, γνωστών διά τα δυσχερείας των, ήτις επέφερε την αποσύνθεσιν του εχθρού και την απώλειαν του πυροβολικού και των μεταγωγικών του, ενώ ημετέρα μεταγωγική υπηρεσία λίαν ατελής, απέναντι Σερβικής προελάσεως μεταξύ Κουμανόβου και Σκοπείων 50 μόνον χιλιομέτρων δι’ εδάφους ευκολωτέρου, της γραμμής επιχειρήσεων παρακολουθουμένης υπό σιδηροδρομικής γραμμής και απέναντι Βουλγαρικής προελάσεως 40 μόνον χιλιομέτρων δι’ εδάφους ευβατοτάτου, αποτελεί κατόρθωμα του Ελληνικού στρατού απαιτήσαν ολόκληρον την έντασιν των δυνάμεών του, δυνάμενον να τιμήση οιονδήποτε στρατόν, το οποίον δεν πρέπει να παραγνωρίζηται ουδέ να υποτιμάται. Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφήν του εχθρού επί τη βάσει του σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικειμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω.

Παρακαλώ δε υμάς όπως, ευαρεστούμενος, μη προσπαθήτε όπως επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων.

Κωνσταντίνος 

Εκ των προηγουμένων τηλεγραφημάτων τεκμαίρεται μόνον έλλειψη επικοινωνίας και συντονισμού μεταξύ στρατιάς και κυβερνήσεως, επ’ ουδενί, όμως, πρόθεση του Γενικού Στρατηγείου (ΓΣ) να προελάσει προς Μοναστήρι, που μετεβλήθη μετά από παρέμβαση Βενιζέλου.

Τα βιβλία της ΔΙΣ [ΒΠ2, τ. Α΄, εδ. 65, σελ.67-68 & ΒΠ3, εδ. 46, σελ. 37], πάντως, μετά την παράθεση των τηλεγραφημάτων, περιλαμβάνουν το συγκεκριμένο χωρίο (άνευ της υποσημειώσεως στην ΒΠ3):

Το ΓΣ, αμέσως μετά την άφιξή του στην Κοζάνη, ενημερώθηκε με όλες τις πληροφορίες, που συνέλεξαν τα τμήματα αναγνωρίσεως και μετά από επιτακτική και κατηγορηματική διαταγή του Πρωθυπουργού και Υπουργού των Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου (*), εξέδωσε στις 21:00 της 13ης Οκτωβρίου διαταγή για τη στροφή και προέλαση της Στρατιάς προς Θεσσαλονίκη την επομένη, 14 Οκτωβρίου.

(*) Βουλή των Ελλήνων. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 20η, 12 Αυγούστου 1917, σελ. 252

“… Εγώ, έλεγε το τηλεγράφημα, έχω καθήκον να στραφώ προς το Μοναστήρι, εκτός αν το απαγορεύσετε. Και του απήντησα: Σου το απαγορεύω…” 

Είναι άκρως εντυπωσιακό (έως και αντιεπιστημονικό, συνάμα!), ωστόσο, ότι δεν έχουν να επιδείξουν τεκμήριο ή αρχείο για την διαταγή Βενιζέλου, παρά επικαλούνται την προφορική (!!!) του μαρτυρία, από ομιλία του στην Βουλή (διότι ούτε στα πρακτικά της κατετέθησαν γραπτά στοιχεία), όπως πράττει και ο Βεντήρης (μάλιστα παρατηρείται απόκλιση μίας ημέρας μεταξύ Βεντήρη και ΔΙΣ για την ημερομηνία που έλαβε χώρα η αποκάλυψη του Βενιζέλου).

Εκτός από την αίολη επιχειρηματολογία για την καταλυτική παρέμβαση Βενιζέλου στην πορεία του ΕΣ προς Θεσσαλονίκη, στην εν λόγω διαμάχη επιστρατεύθηκαν και πιο δόλια μέσα, όπως η χάλκευση στοιχείων

Το γεγονός αναδεικνύεται από τον αντιστράτηγο ε.α. Παν. Παναγάκο, [ΒΠ4, σελ. 39-51]. Η πρώτη επίσημη πολεμική έκθεση για τους Βαλκανικούς Πολέμους συνετάχθη το 1932. Σε αυτήν, οι ημερομηνίες είναι αυτές που αναφέρονται και εδώ (12/10 γα τα τηλεγραφήματα Κορομηλά και Βενιζέλου και 13/10 για την απάντηση του Κων/νου). Το 1939, όμως, εξεδόθη τροποποιημένη πολεμική έκθεση, η οποία τοποθετεί χρονικώς όλα τα τηλεγραφήματα στην 13η του μηνός. 

Το ότι η πρώτη έκθεση ολοκληρώθηκε επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου και η επανέκδοσή της επί Μεταξά δεν μπορεί να μην σχετίζεται με το περιεχόμενο κάθε εκδοχής, αλλά σίγουρα – όποτε και αν ετελέσθη η παραποίηση –  είναι υποτιμητικό για το κύρος των υπηρεσιών του κράτους και επιβαρυντικό για την επάρκεια των δημοσίων λειτουργών, όταν υπηρετούν σκοπιμότητες των προϊσταμένων τους, άσχετες με την αποστολή τους.

Ο Παναγάκος [ο.π.] δέχεται ως σωστή την εκδοχή που παρουσιάζεται στην πολεμική έκθεση του 1939. Με αυτόν συντάσσεται και ο καθηγητής της ΣΕθΑ Ι. Παπαφλωράτος [ΒΠ5, τ. Α´, σελ. 229-234], ενώ και ο Βεντήρης [ο.π.] αναφέρει ως ημερομηνία του τηλεγραφήματος Βενιζέλου την 13η/10 (αν και η ασυμφωνία του με την ΔΙΣ στην ημερομηνία της συνεδριάσεως της Βουλής δεν προδιαθέτει για την ακρίβειά του). Απ’ εναντίας, οι πλέον πρόσφατες εκδόσεις της ΔΙΣ υιοθετούν την αρχική χρονολόγηση των τηλεγραφημάτων, του 1932. Εύχομαι αυτό να οφείλεται σε ιστορική επαλήθευση και αξιολόγηση νέων δεδομένων, παρά στον κομματικό φανατισμό που επικρατούσε την δεκαετία του ’80, όταν και έλαβε χώρα η τελευταία έκδοση της ιστορίας των Βαλκανικών Πολέμων…

(Ειρήσθω εν παρόδω ότι είναι κρίμα το αρχείο της ΔΙΣ να μην είναι πλήρως προσβάσιμο στο κοινό, καθώς πολλοί τίτλοι της είναι εξαντλημένοι ή σε έλλειψη και πρέπει να αναζητώνται σε παλαιοβιβλιοπωλεία… Θα ήταν ευχής έργον να ψηφιοποιηθούν και να διατίθενται μέσω διαδικτύου, έστω και με αντίτιμο συνδρομής. Αν η ΔΙΣ δεν διαθέτει τους πόρους και τα μέσα για το εγχείρημα αυτό της ψηφιοποιήσεως, θα μπορούσε να συνεισφέρει και κάποιος ιδιωτικός φορέας στο έργο.)

Γιατί, όμως, θεωρήθηκε τόσο σημαντική και άξια παραποιήσεως η ημερομηνία των τηλεγραφημάτων; Με δεδομένο ότι οι διαταγές και οι κινήσεις των μονάδων του ΕΣ ήταν σαφώς προσδιορισμένες σε τόπο και χρόνο (η γενική διαταγή προς την στρατιά, που όριζε τις κινήσεις των μειζόνων μονάδων προς Θεσσαλονίκη, είναι αδιαμφισβήτητη και εξεδόθη στις 13/10/1912, 21:00, από την Κοζάνη [ΒΠ2, τ. Α΄, σελ. 251-252]), το αν το τηλεγράφημα Βενιζέλου εστάλη πριν ή μετά από αυτές ήταν βάσιμο κριτήριο για να αποδειχθεί η συμβολή του στην κατεύθυνση κινήσεως του ΕΣ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Κωνσταντίνος Γ. Σερεπίσος: Όλη η αλήθεια για την πλαστογράφηση της “κόντρας” Βενιζέλου – Κωνσταντίνου για την Θεσσαλονίκη

Η προσωπική μου άποψη, παρά ταύτα, είναι πως η αντιγνωμία για την ορθή ημερομηνία των τηλεγραφημάτων Κορομηλά και Βενιζέλου είναι προϊόν ακράτου φανατισμού και εν τέλει δεν στηρίζει κανέναν συλλογισμό, διότι:

  1. Αφ’ ενός, το ότι το τηλεγράφημα Κορομηλά προηγήθηκε των διαταγών του ΓΣ της 13ης/10 είναι αναντίρρητο, η διαφορά είναι στο αν προηγήθηκε 5,5 ώρες ή 1 ημέρα και 5,5 ώρες. Αλλά ο υπουργός εξωτερικών δεν αυτενεργεί σε τόσο σοβαρά ζητήματα, επομένως η παρέμβαση Βενιζέλου θα μπορούσε να στηριχθεί στο τηλεγράφημα Κορομηλά. Το ότι ο ίδιος επανήλθε οφείλεται, προφανώς, στο ότι:
    • Είτε δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση Κων/νου (στην περίπτωση που εκείνη προηγήθηκε, εάν δηλαδή όλα τα τηλεγραφήματα εστάλησαν στις 13/10). 
    • Είτε ανησύχησε από την πάροδο αρκετών ωρών, χωρίς να ληφθεί απάντηση (στην περίπτωση που Κορομηλάς και Βενιζέλος τηλεγράφησαν στις 12/10).
  2. Αφ’ ετέρου, ουδέν απτό στοιχείο υπάρχει για πρόθεση του ΓΣ να οδηγηθεί στο Μοναστήρι, προ της 13ης/10, αντιθέτως, άλλες διαταγές στο διάστημα 10-12/10 διαμορφώνουν μια γενική εικόνα πως η κίνηση του ΕΣ γίνεται προς άπασες τις δυνατές κατευθύνσεις, προκειμένου να αποκτηθεί επαφή με τον εχθρό, η ακριβής θέση του οποίου αγνοείται, μετά την ταχεία υποχώρησή του από το Σαραντάπορο και τα Σέρβια.

Αξίζει να επικεντρωθούμε περισσότερο στο 2ο σημείο και στο σκεπτικό που διέπει τις διαταγές του ΓΣ, οι οποίες μεταφράζονται σε κινήσεις των μεραρχιών πεζικού και των λοιπών μονάδων του (ταξιαρχία ιππικού και αποσπάσματα Ευζώνων). 

Εικόνα-1: 
Οι κινήσεις του ΕΣ κατά την περίοδο 12-17/10/1912, αποτυπωμένες σε γεωφυσικό υπόβαθρο.
(ΔΙΣ / Σχεδιαγράμματα Στρατιωτικής Ιστορίας / Προέλαση προς Κοζάνη)

Οι κινήσεις στρατευμάτων [Εικόνα-1] γίνονται πιο κατανοητές, αν συνδυαστούν με γραπτά τεκμήρια οδηγιών προς τις μονάδες.

Στις 10/10 αποστέλλεται διαταγή προς την VII μεραρχία (που είχε ρόλο εφεδρείας, έως τότε) “να συγκεντρωθή εις τα περίχωρα του <ακατάληπτο_τοπωνύμιο>, δυτικώς Κοκκινοπηλού και να καταλάβη την είσοδον του στενού της Πέτρας” [Εικόνα-2], να στραφεί, επομένως, προς Κατερίνη.

Εικόνα-2:
Πρώτη σελίδα διαταγής του ΓΣ προς την VII-ΜΠ, στις 10/10.
(Αρχείο μουσείου στο Χάνι Χατζηγώγου)

Την επομένη, στις 11/10, ενώ ο ΕΣ δεν έχει διαπεραιωθεί ακόμη στην βόρεια όχθη του Αλιάκμονος, η I μεραρχία, επικουρούμενη από το ευζωνικό απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου, διατάσσεται να αναγνωρίσει το δρομολόγιο Ορτάικοϊ (νυν Πλατανόρευμα) – Βελβενδό – πόρος Αλιάκμονα (μεταξύ σημερινών Ιμέρων και φράγματος Πολυφύτου), κατά μήκος της νότιας όχθης του ποταμού, που καταλήγει στην Βέροια [Εικόνα-3].

Εικόνα-3:
Πρώτη σελίδα γενικής διαταγή του ΓΣ προς το σύνολο των δυνάμεων της στρατιάς, στις 11/10.
(Αρχείο μουσείου στο Χάνι Χατζηγώγου)

Στις 12/10, υπάρχουν δύο ακόμη διαταγές που αποσαφηνίζουν έτι περαιτέρω τις προς βορρά βλέψεις του ΓΣ.

Εν πρώτοις, σε διαταγή προς το ευζωνικό απόσπασμα Γεννάδη (δυτική πλαγιοφυλακή της στρατιάς), διευκρινίζεται ότι “Η Στρατιά θα διέλθη αύριον τον Αλιάκμονα και θα προελάση κατ’ αρχάς προς Βορράν” [Εικόνα-4] (η έντονη γραφή δική μου).

Εικόνα-4:
Πρώτη σελίδα διαταγής του ΓΣ προς το απόσπασμα (Ευζώνων) Γεννάδη, στις 12/10.
(Αρχείο μουσείου στο Χάνι Χατζηγώγου)

Ενώ οι οδηγίες της ιδίας ημέρας προς την VII μεραρχία είναι πλέον σαφείς (οι επισημάνσεις έντονης γραφής δικές μου):

Οδηγίαι προς την VII Μεραρχίαν

Κατά τας μέχρι τούδε πληροφορίας, ο εχθρός συγκεντρώνει δυνάμεις περί την Βέρροιαν και παρά το Κίτρος (Πύδναν) και την Αικατερίνην. Εις τα τελευταία ταύτα σημεία αι δυνάμεις του είναι περί τας 3.500 άνδρας μετά 4 πυροβόλων.

Η πρόθεσίς μου είναι να διευθυνθώ προς την Βέρροιαν και εκεί να προσβάλω τον εχθρόν. Αύριον ο Στρατός θα διαβή τον Αλιάκμονα και θα συγκεντρωθή Βορείως της γραμμής Κισελέρ (Κίσσας) – Κοζάνη. Τότε εκ της γενικής τακτικής καταστάσεως θα εξαρτηθή, αν θα κατευθυνθώ αμέσως προς την Βέρροιαν, ή αν θα προσβάλω κατά πρώτον προς την διεύθυνσιν του Μοναστηρίου τα τυχόν προς τα εκεί ευρισκόμενα Τμήματα του εχθρικού Στρατού, και είτα θα στραφώ προς την Βέρροιαν. Εις την προς την Βέρροιαν ενέργειαν θα συμπράξη και η VII Μεραρχία, ήτις προς τούτο θέλει κατευθυνθή δι’ Αικατερίνης προς την παρά τας εκβολάς του Αλιάκμονος πεδιάδα.

Η ταχύτης και η ορμή, μεθ’ ων θα ενεργήση η VII Μεραρχία είναι τα εχέγγυα της επιτυχίας της.

Σέρβια, 12-Χ-1912

Κωνσταντίνος 

Η προηγηθείσα διαταγή παρατίθεται αυτούσια από τον Παναγάκο [ΒΠ4, σελ. 36], με αριθμό πρωτοκόλλου A/422, ενώ η ΔΙΣ αναφέρει απλώς την σύνοψη των κατευθυντηρίων οδηγιών [ΒΠ2, τ. Α΄, εδ. 62, σελ. 65], παραπέμποντας σε αριθμό Φ.1699α/Α/420.

Εκ των παρατεθέντων στοιχείων, είμαστε σε θέση να συναγάγουμε το περίγραμμα του σχεδίου του ΓΣ, πριν καν τα τηλεγραφήματα Κορομηλά/Βενιζέλου.

  • Μετά την ατελή κυκλωτική κίνηση στο Σαραντάπορο και την διαφυγή του εχθρού, πρέπει να αποκατασταθεί η επαφή με τις εναπομείνασες δυνάμεις του.
  • Λόγω αγνοίας της νέας θέσεως των εχθρικών δυνάμεων, το ΓΣ διασπείρει τις δικές του, ώστε να καλύψει την ευρύτερη δυνατή περιοχή και αναμένει συγκέντρωση πληροφοριών από τα ανιχνευτικά σώματα, πριν αποφασίσει να δράσει.
  • Δύο μεραρχίες (I & VII), του άκρου δεξιού της στρατιάς, κατευθύνονται προς Βέροια (η πρώτη μέσω στενών Αλιάκμονος, η δεύτερη μέσω στενών Πέτρας και Κατερίνη).
  • Μία μεραρχία (V), του άκρου αριστερού της στρατιάς, κατευθύνεται προς βορρά.
  • Οι υπόλοιπες δυνάμεις, στο κέντρο της παρατάξεως, συγκεντρώνονται πέριξ της Κοζάνης και βορείως του Αλιάκμονος, ώστε να είναι σε θέση να ταχθούν με ταχύτητα και ευκολία είτε σε μέτωπο προς βορρά (Φλώρινα/Μοναστήρι), είτε προς ανατολάς (Θεσσαλονίκη), αναλόγως του κυρίου όγκου δυνάμεων του εχθρού.
  • Η μοναδική αναφορά στο τοπωνύμιο Μοναστήρι (“προς την διεύθυνσιν του Μοναστηρίου“) γίνεται στην διαταγή της 12ης/10 προς την VII-ΜΠ, αλλά είναι σαφές ότι πρόκειται για προσδιορισμό οδεύσεων και κατευθύνσεων και όχι της πόλεως, καθ’ εαυτήν.
  • Στην ίδια διαταγή καθίσταται σαφές ότι τελικός προορισμός του ΕΣ είναι η Βέροια (ήτοι η Θεσσαλονίκη) και πως η στροφή προς βορρά θα είναι μόνον προσωρινή, πριν την Βέροια, υπό την αίρεση της υπάρξεως εκεί θυλάκων παρουσίας τουρκικών δυνάμεων, που πρέπει να εκκαθαριστούν.

Τα προπαρατεθέν σκεπτικό επιβεβαιώνει και η μαρτυρία του υπαρχηγού του ΓΣ, Β. Δούσμανη στα απομνημονεύματά του [ΒΠ6, σελ. 92]:

… ένεκα της αριθμητικής αδυναμίας του Ιππικού και κυρίως του μεραρχιακού δεν είχομεν ακριβείς πληροφορίας περί της διευθύνσεως εις ην έφευγεν ο εχθρός. Διά τον λόγον τούτον η τάξις της πορείας της Στρατιάς εκανονίσθη τοιαύτη, ώστε να είναι δυνατή είτε η προς βορράν προχώρησις, είτε η προς ανατολάς στροφή, εφ’ όσον επληροφορούμεθα ότι ο εχθρός έφευγε προς μίαν των διευθύνσεων αυτών.

Μια ευρύτερη παρατήρηση είναι πως μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις δεν προχωρούν εφ’ ενός ζυγού, προς ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο, παρά υπάρχει μια γενική κατεύθυνση κινήσεως, όπου θα προελάσει ο κύριος όγκος δυνάμεων, υπό την κάλυψη, όμως, πλαγιοφυλακών, οπισθοφυλακών, εμπροσθοφυλακών, που θα διασφαλίζουν την κύρια δύναμη.

Εν προκειμένω, η έγκαιρη τάξη της V μεραρχίας προς βορρά δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δηλωτική του βασικού προσανατολισμού της στρατιάς, αφού η ύπαρξή της εκεί θα ήταν – ούτως ή άλλως – προϋπόθεση για την προέλαση των υπολοίπων μεραρχιών προς Θεσσαλονίκη, ώστε να ασφαλίζει το άκρο αριστερό και τα νώτα τους. Αντιστοίχως, η I και VII μεραρχίες θα εξασφάλιζαν το άκρο δεξιό της στρατιάς, στην περίπτωση που η κύρια δύναμή της κατευθυνόταν προς Μοναστήρι.

Εν ολίγοις, η αποτυχία του ΕΣ (κυρίως του Ιππικού) να διατηρήσει επαφή με τον εχθρό μετά την υποχώρησή του (μια αδυναμία που απεδείχθη ολέθρια και αργότερα, στο μικρασιατικό μέτωπο), τον ανάγκασε να αναμένει τον εντοπισμό του από αναγνωριστικά αποσπάσματα, πριν κινηθεί εκ νέου. Η συγκέντρωση των Τούρκων στα Γιαννιτσά απέκλειε εκ των πραγμάτων κάθε ιδέα για βόρεια πορεία του στρατού μας.

Επομένως, το δίλημμα “Μοναστήρι ή Θεσσαλονίκη;” ουδέποτε προβλημάτισε στην πραγματικότητα και διογκώθηκε (με αποτέλεσμα ο μύθος του να συντηρείται ακόμη!) εξ αιτίας του μεταγενεστέρου διχασμού, όταν οι κατηγορίες για “προδοσία” από τις αντίπαλες παρατάξεις διεκινούντο σωρηδόν, ένθεν κακείθεν.

Αλλά κακώς εμμένουμε στην διασταλτική επιλογή μεταξύ των δύο πόλεων και για έναν πρόσθετο λόγο. Διότι, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, για τον ρόλο των πλαγιοφυλακών, όποιος και να ήταν ο αντικειμενικός σκοπός του ΕΣ, η άλλη πόλη θα αποτελούσε έναν δευτερεύοντα στόχο, για την μικρότερη δύναμη πλαγιοφυλακής. Εξ άλλου, η V μεραρχία έφθασε πολύ κοντά στο Μοναστήρι (πλησιέστερα από τις σερβικές δυνάμεις) πριν το περιβόητο “ατύχημά” της. Η δε ανησυχία που προεκλήθη από την σχεδόν διάλυση της μεραρχίας, με τα υπολείμματά της να συγκεντρώνονται στην Κοζάνη, υποδηλοί και την σημασία της πλαγιοφυλάξεως από βορειοδυτικά για την απρόσκοπτη στροφή της λοιπής στρατιάς προς Βέροια/Θεσσαλονίκη.

Συμπερασματικώς:

  1. Κύρια επιδίωξη του ΕΣ ήταν η καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων, η δε πορεία του ήταν απολύτως εξαρτημένη από την οδό υποχωρήσεως των Τούρκων. Η καταφυγή των τελευταίων στα Γιαννιτσά (ιερή γι’ αυτούς πόλη) καθόρισε και την επιλογή πορείας του ΕΣ.
  2. Δεν τεκμαίρεται από πουθενά εμμονή του ΓΣ με την πάση θυσία απελευθέρωση του Μοναστηρίου και κακώς συγχέονται αναφορές στην πόλη που προσδιορίζουν απλώς κατεύθυνση. Απ’ εναντίας, εγγίζει τα όρια του παραλογισμού η παραδοχή ότι όλοι οι επιτελείς του ΓΣ ήταν τόσο μικρόνοες, που προτιμούσαν το Μοναστήρι από την Θεσσαλονίκη και χρειάστηκε εξωτερική πολιτική παρέμβαση για να αλλάξουν γνώμη!
  3. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε την αδυναμία επικοινωνιών. Όπως και μεραρχίες έχαναν επαφή μεταξύ τους, η επικοινωνία με Αθήνα ήταν εξ ίσου προβληματική και μάλλον δεν ήταν και πρώτη προτεραιότητα του ΓΣ να αναφέρει το παραμικρό. Το ότι αγωνιούσαν στην Αθήνα για την τύχη της Θεσσαλονίκης, λόγω αγνοίας ή περιορισμένης πληροφορήσεως για τις κινήσεις της στρατιάς, δεν συνεπάγεται ότι η στρατιά είχε οπωσδήποτε διαφορετικές προθέσεις.
  4. Συμπληρωματικώς προς το προηγούμενο σημείο, δεν θα ήταν αβάσιμος ένας ισχυρισμός ότι τα τηλεγραφήματα εξ Αθηνών αποσκοπούσαν απλώς στην επίσπευση των ενεργειών της στρατιάς, δεδομένων των πληροφοριών για πορεία Βουλγάρων προς Θεσσαλονίκη και ελλείψει σαφούς εικόνας για την ημέτερη δραστηριότητα. Καταντά υπερβολή, όμως, να ειπωθεί πως η παρέμβαση Βενιζέλου ήταν κομβική για την πλήρη ανατροπή των υφισταμένων σχεδίων του ΓΣ.
  5. Δεν μειώνεται καθόλου η συμβολή του Βενιζέλου στην επέκταση της Ελλάδος, αν δεν του χρεωθεί αποκλειστικώς η ιδέα απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης. Ήταν ο ιθύνων νους της υψηλής στρατηγικής και των διπλωματικών κινήσεων, προ των εχθροπραξιών, κάτι που είναι επαρκέστατο αφ’ εαυτού για την υστεροφημία του. Μάλλον θα θεωρούσα υποτιμητικό, για τον ίδιον τον Βενιζέλο, να υπερπροβάλλεται ως εμπνευστής της στροφής προς Θεσσαλονίκη και να αποσιωπάται το μείζον και πρωτοποριακό χαρακτηριστικό του, από το οποίο οφείλουμε να παραδειγματιζόμαστε: η ενεργητική διπλωματία.
  6. Ένα θεμελιώδες στοιχείο που οδήγησε στην υπό εξέταση διχογνωμία και αργότερα στον διχασμό είναι ο μη καθορισμός διακριτών ρόλων της κρατικής ηγεσίας. Αφ’ ενός η στρατιωτική επεδίωκε λόγο στην πολιτική στοχοθεσία του πολέμου, αφ’ ετέρου η πολιτική αξιούσε επιρροή σε επιχειρησιακά ζητήματα (το πρόβλημα επέτεινε η διττή ιδιότητα του Κων/νου, μετά την δολοφονία του Γεωργίου Α´, ως ανωτάτου πολιτειακού άρχοντος και αρχιστρατήγου). Η αδυναμία της μίας να κατανοήσει και να αφήσει πεδίο πρωτοβουλίας στην άλλη ήταν διαρκής πηγή προστριβών (πολύ εντονοτέρων, αργότερα, κατά την περίοδο του Α΄ΠΠ). Και – δυστυχώς – στα Ίμια διαπιστώσαμε ότι τέτοια φαινόμενα ασυνεννοησίας πολιτικών και στρατιωτικών εξακολουθούν έως τις μέρες μας, με καταστροφικές συνέπειες! Μακάρι να μην τα διαπιστώσουμε ξανά, εξ αιτίας των Τούρκων…

Καταθέτω όλα τα ανωτέρω ως μια ελάχιστη συμβολή στην απόπειρα άρσεως των συνεπειών του “Εθνικού Διχασμού”, που εξακολουθούν να φανατίζουν οπαδούς παρατάξεων και να ταλανίζουν τον δημόσιο λόγο έως και σήμερα. Και προσπαθώντας, εν παραλλήλω, να διαψεύσω τον καθηγητή Μελέτη Μελετόπουλο, ο οποίος – ευστόχως – επεσήμανε σε μία ομιλία του ότι στην Ελλάδα ασχολούμαστε περισσότερο με “αγιογραφίες” πολιτικών προσώπων, παρά με ιστοριογραφία!


ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑΤΑ

(Α)

Ο “πόλεμος τηλεγραφημάτων” είχε και δεύτερο επεισόδιο, πάλι με αφορμή την Θεσσαλονίκη!

Ενώ η παράδοση της πόλεως από τον Χασάν Ταχσίν Πασά είχε ήδη συμφωνηθεί, ο Βενιζέλος, τελών εν αγνοία των εξελίξεων, απέστειλε στις 02:30 το πρωί της 27ης/10 τηλεγράφημα (υπ’ αρ. 80200), με το ακόλουθο περιεχόμενο.

Αρχηγόν Στρατού.

Παραγγέλεσθε ν’ αποδεχθήτε την προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και εισέλθητε εις αυτήν άνευ τινός αναβολής.

Καθιστώ υμάς υπεύθυνον διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής.

Πρωθυπουργός Βενιζέλος

Το αυστηρό ύφος του τηλεγραφήματος εξόργισε τον Κων/νο, ο οποίος συνέταξε αυτοπροσώπως την απάντησή του.

Συναισθάνομαι πλήρως την ευθύνην ην φέρω και παρακαλώ εις το εξής να μη μοι υπομιμνήσκηται τούτο δι’ οιανδήποτε υπόθεσιν. Εάν ώφειλον ή ου να παραδεχθώ την παράδοσιν της Θεσσαλονίκης ήμην ο μόνος αρμόδιος να κρίνω ευρισκόμενος επί τόπου και επιβάλλων τους όρους. Απόδειξις δε το επιτευχθέν αποτέλεσμα.

Κωνσταντίνος

Εν τέλει, πληροφορούμενος ο Βενιζέλος την ευτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την Θεσσαλονίκη, ανεκάλεσε το τηλεγράφημά του, ο δε Κων/νος ουδέποτε διεβίβασε το δικό του.

[ΒΠ2, τόμος Α΄, εδ. 103, σελ. 122-123]

Το περιστατικό αυτό, απόρροια κακής επικοινωνίας, ενισχύει το 3ο τελικό συμπέρασμα, ότι και η ανταλλαγή των προηγουμένων τηλεγραφημάτων οφειλόταν πιθανότατα σε παρεξήγηση εξ αιτίας ελλιπούς ενημερώσεως, παρά σε πραγματική διάσταση απόψεων.

(Β)

Ως προς το 6ο τελικό συμπέρασμα, ο καθηγητής και νομικός Αναστάσιος Βαβούσκος, είχε καταθέσει σε άρθρο στο “Πρώτο Θέμα” (26/10/2022) την επιστημονική του άποψη για την δικαιοδοσία Βενιζέλου και Κων/νου, υπό στενή νομική οπτική.

Η προσέγγιση είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά νομίζω πως άφηνε ένα κενό. Υποστηρίχθηκε ότι:

Ο υπαγόμενος κατά νόμον στον Υπουργό Στρατιωτικών Διάδοχος Κωνσταντίνος υπό την ιδιότητα του Αρχηγού του Στρατού είχε – επίσης κατά νόμον – σε περίπτωση καθολικής επιστρατεύσεως τον απόλυτο έλεγχο της διοικήσεως του Στρατού και τον απόλυτο έλεγχο στην διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Το κενό έγκειται στην μη αποσαφήνιση του ποιός ορίζει τον σκοπό του πολέμου (που είναι πολιτικός). Ναι, μεν, συμφωνώ ότι ο Βενιζέλος δεν είχε αρμοδιότητα να αναμιχθεί στην διεύθυνση των επιχειρήσεων (ποιά μονάδα θα κινηθεί, πού και με τί αποστολή), αλλά ως πρωθυπουργός εκτιμώ ότι είχε δικαίωμα να υπομνήσει στον αρχιστράτηγο τον επιδιωκόμενο σκοπό του πολέμου. Αυτός είναι ο γενικός κανόνας και σήμερα, η κυβέρνηση αποφασίζει τον απώτατο στόχο ενός πολέμου και ο αρχιστράτηγος διαχειρίζεται κατά το δοκούν τα μέσα που έχει στην διάθεσή του, προκειμένου να τον επιτύχει.

Βεβαίως, εδώ ανακύπτει ένα άλλο μεγάλο ερώτημα, αν όντως υπήρχε σαφής επιδίωξη προ της ενάρξεως των επιχειρήσεων (δεν εννοώ στο μυαλό του Βενιζέλου, ή του Κων/νου, αλλά επισήμως διατυπωμένος και αποφασισμένος μεταξύ των θεσμικών οργάνων) ή εκκινήσαμε μια προσπάθεια στην – συνήθη – λογική του “βλέποντας και κάνοντας”…

(Γ)

Η ειρωνεία είναι ότι η παραφιλολογία περί τα τηλεγραφήματα μέμφεται τον Κων/νο (και κατ’ επέκτασιν το ΓΣ) για την προτίμηση στο Μοναστήρι, αντί της Θεσσαλονίκης, ενώ αν εξετασθούν τα γεγονότα υπό αυστηρά επιτελικά κριτήρια, θα μπορούσε να τους αποδοθεί ψόγος για την απώλεια του Μοναστηρίου εξ αιτίας της αναθέσεως μιας σύνθετης αποστολής, σε ανεπαρκή και αποκομμένη δύναμη, με ελλιπή υποστήριξη.

Την συγκεκριμένη οπτική συμμερίζεται ο αντιστράτηγος ε.α. Κλ. Μπουλαλάς, ο οποίος επικρίνει το ΓΣ, επειδή χρησιμοποίησε μόνον την V μεραρχία (αντί δύο), η οποία μάλιστα ήταν εφεδρική και με άπειρο διοικητή, για σχεδόν αυτόνομη δράση (με συχνή ανάγκη αναλήψεως πρωτοβουλιών) σε εκτεταμένο και σχετικώς απομακρυσμένο (από την υπόλοιπη δύναμη) πεδίο [ΒΠ7, σελ. 39].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

[ΒΠ1]

Η Ελλάς του 1910-1920 (δίτομο)

Γεώργιος Βεντήρης

Εκδόσεις “Πυρσού”

Αθήναι 1931

[ΒΠ2] 

Ο ΕΣ κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 (τρίτομο)

Εκδόσεις ΔΙΣ/ΓΕΣ

Αθήνα 1988

[ΒΠ3]

Επίτομη ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913

Εκδόσεις ΔΙΣ/ΓΕΣ

Αθήνα 1986

[ΒΠ4]

Συμβολή εις την Ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922

Παναγιώτης Παναγάκος

Αθήναι 1961

[ΒΠ5] 

Η ιστορία του ελληνικού στρατού (1833-1949) (δίτομο)

Ιωάννης Παπαφλωράτος

Εκδόσεις Σάκκουλα

Αθήνα 2014

[ΒΠ6]

Απομνημονεύματα – Ιστορικές σελίδες τας οποίας έζησα

Βίκτωρ Δούσμανης

Εκδόσεις “Ελληνική Πρωτοπορία”

Αθήνα 2020

(Ανατύπωση πρώτης εκδόσεως του 1946)

[ΒΠ7]

Η Ελλάς και οι σύγχρονοι πόλεμοι

Κλεάνθης Μπουλαλάς

Αθήναι 1965

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *