Γιώργος Αράγης. Περιοδικό Νέα Ἑστία, τεῦχος 1730, Γενάρης 2001.
Κείμενο εἰσήγησης στά Σεμινάρια τῆς Ἑρμούπολης μέ γενικό τίτλο, «Εὐστοχίες καί ἀστοχίες τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνικῆς κριτικῆς» (2000). Ὑπεύθυνη Ἐλισάβετ Κοτζιά.
Τά κριτικά κείμενα τοῦ Καραντώνη, πού ἀφοροῦν τήν ποίηση, χαρακτηρίζονται ἀπό ὁρισμένες γενικές θέσεις καί ἀντιθέσεις. Ἀπό τίς πρῶτες προέχει ἡ ἀπόλυτη ἀποδοχή τοῦ Κ. Παλαμᾶ ὡς ποιητῆ πρώτου μεγέθους, ἡ ἀξία τῆς δημοτικῆς ὡς ποιητικῆς καί γενικότερα λογοτεχνικῆς γλώσσας, ἡ ἰδεαλιστική ἐκδοχή τῆς ποίησης, ὁ ἑλληνισμός καί ἡ ἑλληνικότητα, ἡ «καθαρή ποίηση», ὁ ὑπερρεαλισμός, καί ἀπό τούς νεωτερικούς ποιητές ὁ Γ. Σεφέρης καί ὁ Ο. Ἐλύτης, κι ὕσστερα ἀπ’αὐτούς ὁ Α. Ἐμπειρίκος, ὁ Ν. Ἐγγονόπουλος καί ὁ Ν. Γκάτσος. Ἀπό τίς δεύτερες (τίς ἀντιθέσεις) προέχει ἡ ἀπόλυτη ἄρνηση τῆς καθαρεύουσας ὡς ποιητικῆς γλώσσας, ἡ ἄρνηση τῆς συνέχειας τοῦ Καρυωτάκη, ἡ ἄρνηση τοῦ καρυωτακισμοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ ἤ ρεαλιστικοῦ περιεχόμενου στήν ποίηση καί ἡ σχετική ἄρνηση ὅλης τῆς, μετά τούς ποιητές τοῦ ᾿30, ποιητικῆς παραγωγῆς. Στό μεταξύ ὑπάρχουν πολλά ἐπιμέρους στοιχεῖα, τά ὁποῖα συμμετέχουν στή σύνθεση τῆς ὅλης εἰκόνας πού παρουσιάζει ὁ κριτικός καί τό ἔργο του.
Ἀναφορικά μέ τόν Κ. Παλαμᾶ, θά περιοριστῶ ἐδῶ σέ λίγα ἐνδεικτικά στοιχεῖα. Ὁ Α. Καραντώνεις τοῦ ἀπονέμει τόν τίτλο τοῦ κλασικοῦ. Γράφει:
Καί μέ τήν ποίησή του τήν ἴδια καί μέσα ἀπό τήν ποίησή του, καί τό πλατύτερο λογοτεχνικό καί πνευματικό ἔργο, ὁ Παλαμᾶς ὁλοκληρώνει ἕναν τύπο συγγραφέα ‘‘κλασσικοῦ’’, τοῦ μεγαλύτερου καί τοῦ πληρέστερου ‘‘κλασσικοῦ’’ τῆς Νέας Ἑλλάδας.
Ἐπίσης, συγκριτικά μέ τόν Δ. Σολωμό, τόν Α. Κάλβο, τόν Κ. Καβάφη καί τό Α. Σικελιανό, δίνει στόν Παλμᾶ «Θέση κ ε ν τ ρ ι κ ή» ἡ ὁποία:
τοῦ δίνει κι ὅλας, ἕνα προνόμιο, ἕνα δικαίωμα ὑπεροχῆς. Ἀσφαλῶς, δέν εἶναι ὅλη ἡ ὑ π ε ρ ο χ ή -στόν κόσμο τόν ποιητικό πού τό κράμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ παραμένει πάντα ἀπροσδιόριστο, ἡ ‘‘ἀπόλυτη ὑπεροχή’’ δέν μπορεῖ εὔκολα νά νοηθεῖ- ὅμως ὁπωσδήποτε εἶναι μιά στεθερή ὑπεροχή, πού σέ ὅποια στοιχεῖα κι ἄν τήν ἀναλύσουμε, θά βροῦμε πώς ἡ καθαρή ποίηση περιέχει τά περισσότερα.
Ἐξάλλου, ὡς προς τήν ἐξέλιξη τῆς παλαμικῆς ποίησης, θεωρεῖ ὅτι αὐτή διάτρεξε ὅλα, ἤ σχεδόν, τά στάδια στά ὁποῖα στάθμευσε ἡ νεοελληνική ποίηση τόν 19ο καί τόν 20ό αἰώνα: τόν ρομαντισμό, τόν παρνασσισμό, τόν συμβολισμό καί, μέ τό ποίημα οἱ «Χαιρετισμοί τῆς Ἡλιογέννητης», τό ὑπερρεαλισμό. Αὐτές τίς ἀπόψεις γιά τόν Κ. Παλαμᾶ τίς διατύπωσε ὁ Α. Καραντώνης τή δεκαετία τοῦ ᾿50, σέ ὥριμη δηλαδή ἡλικία, ὅταν ἤδη τό ποιητικό ἄστρο τοῦ Παλαμᾶ ἔχανε σταθερά τή λάμψη του.
Τό 1931 κυκλοφόρησε τό βιβλίο τοῦ Α. Καραντώνη Ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης. Εἶναι ἀδύνατο νά μιλήσει κανείς γι᾿ αὐτό τό βιβλίο, χωρίς νά ὑπολογίσει τή συμμετοχή τοῦ Γ. Κατσίμπαλη. Τά στοιχεῖα πού ἔφερε στό φῶς ἡ ἀλληλογραφία Γ. Κατσίμπαλη-Γ. Σεφέρη, ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, φανερώνουν ὅτι τό βιβλίο αὐτό γράφτηκε μᾶλλον καθ᾿ ὑπαγόρευση. Θυμίζω μερικά σημεῖα. Γ. Κατσίμπαλης προς Γ. Σεφέρη, πού βρισκόταν τότε στό Λονδίνο:
Τή μελέτη τοῦ Καραντώνη κατάθεσα τήν περασμένη Παρασκευή στοῦ Καργαδούρη, καί περιμένω ἀπό στιγμή σέ στιγμή νά μοῦ στείλει δοκίμια. Ἔτσι δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία σου -καί δική μου- νά τήν ξανάβλεπες καί νά τήν ξανασυζητούσαμε ἔστω καί ἀλληλογραφικῶς. Τήν διάβασα προσεκτικά π έ ν τ ε ὁλόκληρες φορές προτοῦ τή δώσω στό τυπογραφεῖο, καί ἐπέφερα μερικές σημαντικές ἀλλαγές. Π.χ. πέταξα τίς τ έ σ σ ε ρ ι ς ἐκεῖνες ἀμφισβητήσιμες σελίδες πού φλυαροῦσαν γι᾿ ἄδολη ποίηση, περιεῖχαν ἐπιφυλάξεις, μιλοῦσαν γιά «κλειστές πόρτες» τοῦ Μαίτερλιγκ κ.λπ. κι ἔβαλα τόν Κ [Καραντώνη] νά γράψει μιά-δυό νέες γιά τή σύνδεση τῆς συνέχειας, κάπως πιό μετρημένες. Ὕστερα ἔβγαλα μιά ἄλλη πού χτυποῦσε εἰδικῶς τόν Παράσχο, γερά βέβαια, μά δέν ἔστεκε.
Ἀργότερα σέ ἄλλο γράμμα ἐπίσης τοῦ Κατσίμπαλη προς τόν Σεφέρη:
Ἡ μελέτη τοῦ Καραντώνη ξεπέρασε καί τό ἕβδομο τυπογραφικό, μέ τάση νά ξεπεράσει κι αὐτό τό ὄγδοο -ἵσως καί παραπάνω! Σωστό βιβλίο 140-150 σελίδων. Ἡ αἰτία: τόν ἐκούρδισα νά προσθέσει ἕνα κεφάλαιο ἀκόμα γιά τό στίχο, ἕνα ἄλλο γιά τίς εἰκόνες, τά σύμβολα κ.λπ.
Καί σέ πιό ὕστερο γράμμα τοῦ ἴδιου:
Οὔφ! Τέλειωσε πιά κι αὐτή ἡ ὑπόθεση [ἐννοεῖ τή μελέτη γιά τόν Σεφέρη]. Δέν μπορεῖς νά φανταστεῖς τί βραχνάς μοῦ εἶχε καταντήσει. Μέ βασάνισε ἕξι ὁλόκληρους μῆνες! […] Τήν τελευταία στιγμή (κι ὕστερα ἀπό τήν ἀπώλεια τριῶν ὅλόκληρων ἑβδομάδων) ἀναγκάστηκα νά κόψω τήν 40σέλιδη κριτική τῆς κριτικῆς τοῦ Καραντώνη. Δ έ ν ἦ τ α ν ἐ κ ε ῖ νο π ο ύ ἔ π ρ ε π ε ν ά ε ἶ ν α ι.
Θά ἤθελα νά προσθέσω ἀκόμα πώς ἡ γνώμη πού ἐκφράζει στή συγκεκρριμένη ἀλληλογραφία ὁ Γ. Κατσίμπαλης γιά τή Στροφή, ὅτι δηλαδή ὁ «Ἐρωτικός λόγος» εἶναι τό ἐπίτευγμα τῆς Στροφῆς καί δείχνει τόν δρόμο πού πρέπει νά ἀκολουθήσει ὁ Σεφέρης στό μέλλον, εἶναι ἡ ἴδια ἀκριβῶς μέ κείνη τοῦ Α. Καραντώνη στή μελέτη. Ὑπάρχουν ἐπιπλέον σημεῖα σέ αὐτήν τήν ἀλληλογραφία, πού δείχνουν τόν καθοδηγητικό ρόλο τοῦ Κατσίμπαλη, στά ὁποῖα δέν θά ἐπιμείνω οὔτε θά κάνω σχόλια. Πάντως ἡ πορεία τοῦ Γ. Σεφέρη δέν ἐπαλήθεψε τή θέση τῶν Κατσίμπαλη-Καραντώνη γιά τή μελλοντική συνέχεια τοῦ «Ἐρωτικοῦ λόγο». Τό Μυθιστόρημα τοῦ Σεφέρη κινήθηκε προς ἄλλη κατεύθυνση.
Ἔκτοτε ὁ Α. Καραντώνης ἐπανῆρθε ἐπανειλημμένα στό ποιητικό ἔργο τοῦ Γ. Σεφέρη. Τό 1936 ἔγραψε γιά τό Μυθιστόρημα, τό 1950 γιά τίς ἑπόμενες συλλογές μέχρι καί τήν Κίχλη, τό 1956 γιά τό Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ΄, ἐνῶ τό 1947 ἔγραψε τήν «Εἰσηγητική ἔκθεση» γιά τήν ἀπονομή τοῦ Ἐπάθλου Παλαμᾶ στόν ποιητή, καί τό 1963 ἀναφέρθηκε στό βραβεῖ Νόμπελ πού δόθηκε στόν Γ. Σεφέρη. Σέ ὅλα αὐτά τά κείμενα, ἀπό τό πρῶτο ὥς τό τελευταῖο, ἡ θέση κριτικοῦ εἶναι ὅτι τό ποιητικό ἔργο τοῦ Γ. Σεφέρη, ὡς μορφή καί περιεχόμενο, ἀποτελεῖ τομή γιά τή νεοελληνική ποίηση, τήν ὁποία ἀνανεώνει κατά τρόπο ρηξικέλευθο. Ὡς μορφή γιατί υἱοθετεῖ τόν «ποιητικό δημοτικισμό», ἔχει λόγο πειθαρχημένο καί λιτό, καταργεῖ τό θέμα καί καθιερώνει τόν ἐλεύθερο στίχο σύμφωνα μέ τόν εὐρωπαϊκό μοντερνισμό. Ὡς περιεχόμενο, κύρίως, διότι ἐνσαρκώνει τό δράμα τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, τόν «ἑλληνισμό» καί τήν «ἑλληνικότητα» μέσα ἀπό τίς ἑλληνικές παραδόσεις. Τί εἶναι ἀκριβῶς αὐτές οἱ ἑλληνικές παραδόσεις; Ὅπως τό λέει ὁ Καραντώνης,
Ἕνα σύνολο ἀπό μυθολογικές, ἱστορικές, θρησκευτικές, φυλετικές, λογοτεχνικές καί γλωσσικές ἀξίες, πού ὅλες μαζί δίνουν μιά διαρκή καί ζωντανή ὑπόσταση στήν ἰδέα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ ἐλληνισμός εἶναι ἕνας, οἱ ἐκδηλώσεις του ἄπειρες. Αὐτές οἱ ἀξίες μᾶς γίνονται κάθε τόσο συνείδηση καί κατηγορηματικές προσταγές καί αἰσθητικοί νόμοι κι ἔνστικτα καί συνήθειες καί τρόποι ζωῆς καί στοιχεῖα γιά βιοθεωρία καί πολιτική δράση καί κριτική. Κοντολογίς, μοχλοί καί ὐλικά καί ἰδανικά τῶν πολιτιστικῶν μας ἐξορμήσεων ἤ τῶν ἱστορικῶν μας στάσεων καί πράξεων.
Ὁ Γ. Σεφέρης λοιπόν εἶναι ρηξικέλευθος ἀνανεωτῆς τῆς νεοελληνικῆς ποίησης μέ τό ἔργο του τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿30 καί τό μεταγενέστερο. Ὅταν ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη αὐτή, σιωπηλά ἤ ρητά, βγαίνουν ἀπό τόν λογαριασμό ἤ ὑποβαθμίζονται ὁρισμένα δεδομένα. Τά σημαντικότερα ἀπό αὐτά εἶναι: Πρῶτα ὅτι παραγνωρίζεται ἡ νεωτερική ὀντότητα τοῦ καβαφικοῦ ἔργου. Ἔπειτα ὅτι πετιέται, μέ σκαιό μάλιστα τρόπο, στόν Καιάδα τῆς εὐτέλειας ὁ Α. Μελαχρινός. Τρίτο ὅτι ἀποσιωπᾶται παντελῶς τό ἀνανεωτικό ἄνοιγμα τοῦ Τ. Παπατσώνη, τό ὁποῖο εἶχε προηγηθεῖ. ἀκόμα ὅτι «βολεύεται» ὁ Καρυωτάκης. Ὁ Καρυωτάκης βολεύεται μέ δύο πρωτοβουλίες. Ἀπό τό ἕνα μέρος καταδικάζεται σέ αἰώνια ἀδράνεια, ὥστε τό ἔργο του νά μήν ἔχει κανένα μέλλον. «Ὁ Καρυωτάκης», θά σημειώσει ἐμφαντικά στό βιβλίο του Εἰσαγωγή στή νεώτερη ποίηση, «καί σά διάθεση καί σά μορφή ἦταν ἕνα τέλος, δέν ἦταν μιά ἀρχή» ( σ. 144). Ἀπό τό ἄλλο μέρος, γιά νά ἀπαγκιστρωθεῖ ἡ ἀπαισιοδοξία τοῦ Σεφέρη ἀπό ἐκείνη τοῦ Καρυωτάκη, χρησιμοποιεῖται ὡς προκάλυμμα ὁ καρυωτακισμός. «Στήν ἀόριστη», γράφει ὁ Καραντώνης, «κι ἐντελῶς ὑποκειμενική ἀπαισιοδοξία τῶν νέων μας ποιητῶν, ὁ Σεφέρης ἀντιτάσσει μιά ἀντικειμενική καθαρά ἑλληνική ἀπαισιοδοξία». Καί παρακάτω:
Κι ὅμως ἡ συνειδητή αὐτή ἀπαισιοδοξία, πού πλημμυρίζει ἀσφυκτικά τά ὅρια τοῦ ἀπόλυτου καί ἀπειλεῖ νά τά σπάσει, δέν ὑπάρχει φόβος νά μᾶς μεταδώσει τή διαβρωτική νοσηρότητα καί τή μούχλα τοῦ Καρυωτακισμοῦ. Κατά βάθος εἶναι ἀπαισιοδοξία ἑνός γεροῦ ὀργανισμοῦ πού δέ φοβᾶται νά ψηλαφήσει τήν ἀρρώστεια του. Ἔπειτα, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, ἀποτελεῖ μόνιμη πραγματικότητα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, προκαλώντας συχνά βίαιες ἀντιδράσεις πού γεννοῦσε τίς μεγάλες ἐποχές καί τά μεγάλα ἔργα καί καθρεφτίζεται σ᾿ ὁλόκληρη τή λογοτεχνία μας, ἀπό τά δημοτικά τραγούδια ὥς τήν ὑπερσυνειδητή τέχνη τοῦ Σεφέρη, πού σ᾿ αὐτόν ἔλαχε νά τήν αἰσθητοποιήσει ποιητικά καί νά τήν ἀνυψώσει σέ ἀντικειμενική θεωρία ζωῆς.
Ἐδῶ σηκώνει νά γίνουν λίγα σχόλια. Τά περί «ὑποκειμενικῆς» καί «ἀντικειμενικῆς» ἀπαισιοδοξίας, νομίζω πώς δέν εἶναι συζητήσιμα. Τά περί «διαβρωτικῆς νοσηρότητας» ὡστόσο καί «ἀπαισιοδοξίας ἑνός γεροῦ ὀργανισμοῦ», ἀπό τό ἕνα μέρος βάζουν ἀφέντη καί κριτή τῆς ποίησης τήν ψυχολογία, καί ἀπό τ᾿ ἄλλο δείχνουν πώς ὁ κριτικός εἶχε μιά μᾶλλον προσκοπική ἀντίληψη γιά τήν ἀλκή τῆς τέχνης. Τό χειρότερο πάντως ἁμάρτημα εἶναι ὅτι ἀντιπαραθέτει στόν Γ. Σεφέρη τόν καρυωτακισμό καί ὄχι τόν ἴδιο τόν Κ. Καρυωτάκη. Ὅσο γιά τήν ἐτυμηγορία ὅτι ὁ «Καρυωτάκης ἦταν ἕνα τέλος», ὁ χρόνος ἔδειξε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: οἱ μεταγενέστερες ποιητικές γενιές ἐπικύρωσαν περίλαμπρα τή διάρκεια καί τή γονιμότητα τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου, πού ἔτσι δέν ἦταν ἕνα τέλος, ἀλλά μιά ἐξαιρετικῆς σημασίας ἀρχή.
Ἀναφορικά μέ τό ἴδιο τό ἔργο τοῦ Σεφέρη θά ἤθελα νά σημειώσω μιά ἐνδεικτική λεπτομέρεια. Ὁ Α. Καραντώνης ἀφιερώνει λίγες σειρές στό ποίημα «Τελευταῖος σταθμός», ἐνῶ, ἀμέσως μετά, εἴκοσι σελίδες στήν Κίχλη. Γεγονός πού ὑποδηλώνει τόν ἔμμονο ἰδεαλισμό του. Ἕναν ἰδεαλισμό ὁ ὁποῖος, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τόν ὁδήγησε συχνά σέ λαθεμένες ἐκτιμήσεις. Ὁ «Τελευταῖος σταθμός», ὅπως καί πολλά ἄλλα ποιήματα τοῦ Σεφέρη, ἔχει σαφῶς ρεαλιστική ἀπόκλιση, ἀγγίζοντας τή σύγχρονη νεοελληνική κατάσταση καί θυμίζοντας ἀπό τήν πλευρά αὐτή τόν Κ. Καρυωτάκη. Ἔτσι, ἔπεφτε ἔξω ἀπό τό οἰκεῖο ὀπτικό πεδίο τοῦ κριτικοῦ, πού εἶδε τό ποίημα ψυχρά καί τό ἑρμήνεψε σάν προϊόν κακῆς ἐπίδρασης τοῦ ξένου περιβάλλοντος στόν ποιητή!
Τό βιβλίο του Εἰσαγωγή στή νεώτερη ποίηση (1958) ἀναφέρεται στίς ἀνανεωτικές τάσεις πού ἐμφανίστηκαν στή γαλλόφωνη ποίηση ἀπό τά μισά τοῦ 19ου αἰώνα καίς ἀρχές τοῦ 20ου, καθώς καί στήν ἀνταπόκριση πού βρῆκαν αὐτές στή δική μας ποίηση, μαζί μέ τήν ἀπήχηση πού εἶχε τό ἔργο τοῦ Τ.Σ. Ἔλιοτ καί Ε. Πάουντ. Μετά λοιπόν ἀπό μιά κατατοπιστική περιδιάβαση στά ξένα ἀνανεωτικά κινήματα περνάει στά δικά μας, ὅπου μιλάει γιά τόν ἐρχομό τοῦ συμβολισμοῦ, ἐκθειάζει τό ἐξελικτικό δαιμόνιο τοῦ Κ. Παλαμᾶ, θάβει ἤ σχεδόν τούς ποιητές τοῦ ᾿20 πλήν τοῦ Κ. Καρυωτάκη, ἀφιερώνει τρεῖς ἀμήχανες σελίδες στόν Κ. Καβάφη καί στά τρία τελευταῖα κεφάλαια καταπιάνεται μέ τούς ποιητές τῆς γενιᾶς τοῦ ᾿30. Στόν Γ. Σεφέρη ἀφιερώνει ὁλόκληρο κεφάλαιο, ἐπανερχόμενος στά γνωστά. Στό ἑπόμενο κεφάλαιο περιλαβαίνει τούς Α. Ἐμπειρίκο, Ο. Ἐλύτη, Ν. Ἐγγονόπουλο, Ν. Γκάτσο. Σέ αὐτό δείχνει τήν εὔνοιά του στόν Ἐλύτη, ἀπορρίπτει τήν Ὑψικάμινο τοῦ Ἐμπειρίκου, καθώς καί τή ροπή του προς τήν καθαρεύουσα, ἐνῶ σχετικά μέ τούς ἄλλους δύο, μιλάει συμπαθητικά γιά τόν Ν. Γκάτσο. Στό τελευταῖο καί συντομότερο κεφάλαιο, ἀναφέρεται στους Γ. Σαραντάρη, Α. Δρίβα, Δ. Ἀντωνίου.
Ὁ προσδιορισμός «νεώτερη» (ποίηση) δέν εἶναι τόσο εἰδικός, ὥστε νά ἀποκλείει ἄλλους ποιητές συνομήλικους μέ τούς παραπάνω. Ἔτσι, κάνει ἐντύπωση τό γεγονός ὅτι ἔχουν ἀποκλειστεῖ ποιητές ὅπως ὁ Τ. Παπατσώνης, ὁ Ν. Ράντος, ὁ Γ, Ρίτσος, ὁ Γ. Βαφόπουλος, ἡ Ζ. Καρέλη, κ.ἄ. Ἄλλωστε, καί ἄν ἀκόμα θεωρήσουμε ὅτι μέ τό «νεώτερη» ὑπονοοῦσε νεωτερική ἤ μοντερνιστική ποίηση, πάλι ὁ Τ. Παπατσώνης καί ὁ Ν. Ράντος, ἄν ὄχι καί ὁ Βαφόπουλος, θά ἔπρεπε νά εἶχαν περιληφτεῖ στόν τόμο αὐτόν. Τόν Τ. Παπατσώνη τόν ἀναφέρει φευγαλέα ὡς συμβολιστή μαζί μέ τούς ποιητές τοῦ ᾿20, ἐνῶ τόν Ν. Ράντο τόν διαγράφει ὡς ἀτάλαντο. Ἐδῶ ἴσως πρέπει νά θυμήσω ἕνα κριτικό, μά προπαντός ἠθικό, ὀλίσθημα τοῦ Καραντώνη σχετικά μέ τόν Ν. Ράντο. Παραθέτω τά λόγια τοῦ Ἀλεξ. Ἀργυρίου:
Ὅμως στό περιοδικό Ἰδέα τοῦ Σπ. Μελᾶ καί τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ, ἕνα λυσσαλέα ἀντικομμουνιστικό περιοδικό, κάτω ἀπό τόν τίτλο «Ἐλεύθερες γνῶμες» δημοσιεύεται (Αὔγουστος1933, τεῦχ. 8, σσ. 120-126) λίβελος τοῦ Ἀντρέα Καραντώνη μέ τίτλο «Ἕνας ὑπερμοντέρνος λόγιος». Πρόκειται γιά ἕνα βιτριολικό κείμενο, πού ἐπιπλέον ἀποκαλύπτει (βασιλεύοντος τοῦ Ἰδιωνύμου) σέ ποιόν ἀνήκουν τά ψευδώνυμα:Σπιέρος/Ράντος.
(Τό κείμενο τοῦ Α. Καραντώνη τό παραθέτει ὁ Α. Ἀργυρίου στήν ἀνθολογία-γραμματολογία Ἡ ἑλληνική ποίηση τοῦ Μεσοπολέμου, τῶν ἐκδόσεων Σοκόλη). Τόν Γ. Σαραντάρη τόν βάζει, ὅπως ἔχω πεῖ, στό σύντομο τελευταῖο κεφάλαιο, μαζί μέ τόν Α. Δρίβα καί τό Δ. Ἀντωνίου. Ὁ Δρίβας καί ὁ Σαραντάρης, τόσο χρονολογικά, ὅσο καί γραμματολογικά, προηγοῦνται ἀπό τούς Α. Ἐμπειρίκο, Ο. Ἐλύτη, Ν. Ἐγγονόπουλο, Ν. Γκάτσο. Καί ὁπωσδήποτε ὁ Σαραντάρης δέν μπορεῖ νά θεωρεῖ, ὡς ποιητικό μέγεθος, ἀμελητέα ποσότητα, ὥστε νά στριμώχνεται ἔτσι μέ τόν Δρίβα καί τόν Ἀντωνίου, μέ τούς ὁποίους ἄλλωστε δέν ἔχει τίποτα κοινό. Κάτι ἀκόμα ἀπό τό ἴδιο βιβλίο. Ἀναφερόμενος στους συμβολιστές τοῦ ᾿20 («Φιλύρα, Μελαχρινό, Οὐράνη, Παπατσώνη, Καρυωτάκη, Ἄγρα, Παπανικολάου»), ὁ Α. Καραντώνης κάνει τήν ἀκόλουθη
γενική παρατήρηση: ὁ συμβολισμός τῶν ποιητῶν τοῦ δημοτικισμοῦ παραμένει βαθύτατα ἑλληνικός, ἐνῶ τῶν ἀνωτέρω προσπαθεῖ νά χειραφετηθεῖ ἀπό τά ἑλληνικά ἐνδιαφέροντα· φιλοδοξεῖ νά μοιάσει ἀπ᾿ εὐθείας μέ τά πρότυπά του. Χάνοντας ὅμως τήν ἐπαφή του μέ τήν ἑλληνική πραγματικότητα, πέφτει συχνότατα σέ μιάν ἀναφομοίωτη μίμηση.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ὁ παλαμισμός καί ὁ στενόχωρος ἰδεαλισμός τοῦ κριτικοῦ, δέν τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἐννοήσει τήν ἐμπειρική προσγείωση στά καθέκαστα τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς πού πραγματοποίησαν οἱ περισσότεροι άπό τούς ποιητές τοῦ ᾿20. Νά σημειωθεῖ πώς αὐτά λέγονται τό 1958.
Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια, στό βιβλίο του Γύρω ἀπό τή σύγχρονη ἑλληνική ποίηση, ὁ Καραντώνης ἀμφισβητεῖ γενικά τήν ἀξία τῶν μεταπολεμικῶν ποιητῶν, ἀντιπαραθέτοντας σέ αὐτούς τόν Παλαμᾶ, τόν Καβάφη καί ἰδίως τήν ποιητική γενιά τοῦ ᾿30. Τή γενιά τοῦ ᾿30 ἔτσι ὅπως τήν παρουσίασε στό προηγούμενο βιβλίο του. (Μέ μιά μικρή ἐξαίρεση: τώρα ὡς «πρώτους ὑπερρεαλιστές» ἀναγνωρίζει «τόν Νικήτα Ρἀντο, τόν Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο καί τόν Ἐγγονόπουλο».) Ὅ βασικός στόχος πάντως τοῦ κριτικοῦ εἶναι οἱ ποιητές τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς. ἐναντίον αὐτῶν στέφεται καί μάλιστα μέ ὑποτιμητικό τρόπο. «Κουραστήκαμε πιά», γράφει, «νά γυρεύουμε ἴχνη ταλέντων προσωπικοτήτων, νά ψαρεύουμε ποῦ καί ποῦ καμιά ‘‘μαριδούλα’’, μέσα ἀπ’αὐτή τήν ἄμορφη μάζα τῶν ποιητικῶν κειμένων πού μᾶς προσφέρονται κάθε μέρα σέ ὁλοένα μεγαλύτερες ποσότητες καί δόσεις». Καί ἀλλοῦ παρακάτω:
Χρόνια τώρα, παραμένει [ἡ ποίηση] αἰσθητά στάσιμη. Ἀπό τότε πού κόπηκε ἡ παράδοση καί ἡ συνέχεια τῶν ἀννανεωτικῶν ποιητικῶν κινημάτων, ἄρχισε ἕνας καλλιτεχνικός ἐκφυλισμός τοῦ ποιητικοῦ μας λόγου, πού τοῦ κάκου οἱ νεώτεροι ποιητές μας, πᾶνε νά τόν ἀποκρύψουν κάτω ἀπό συνθήματα πού δέν ἔχουν σχέση μέ τήν τέχνη.
Πηγαίνοντας ἕνα βῆμα παραπέρα, θεωρεῖ ὅτι δέν εἶναι κάν σύγχρονη ἡ νέα ποίηση:
Ἀκόμα, κι ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης πού ἐξακολοθεῖ ν᾿ ἀγαπᾶ, νά νιώθει τήν ποίηση σέ κάθε της ἐκδήλωση, καί νά τήν ἀναζητεῖ, βρίσκει στήν ποίηση τῶν νέων ἐκφρασμένο μέ συναρπαστικούς τρόπους, τό ἀπόσταγμα τῶν βιωμάτων πού δίνει ἡ σύγχρονη ζωή; Ἐμεῖς νομίζουμε ὄχι.
Καί μέ τί λοιπόν καταγίνεται ἡ μεταπολεμική ποίηση; Μέ τό «ἄγχος τῆς ἐποχῆς», διατείνεται ὁ Α. Καραντώνης. Ἡ ποίηση δηλαδή τοῦ Μ. Ἀναγνωστάκη, τοῦ Α. Ἀλεξάνδρου, τοῦ Μ. Κατσαροῦ, τοῦ Μ. Σαχτούρη, τοῦ Δ. Παπαδίτσα, τοῦ Τ. Λειβαδίτη, τοῦ Ν. Καρούζου, κ.λπ., δέν ἔκφραζε βιώματα τῆς σύγχρονης ζωῆς, ἀλλά «τό ἄγχος τῆς σύγχρονης ζωῆς». Ζήτημα ὀπτικῆς γωνίας ἀσφαλῶς, ἀλλά καί κριτικῆς ἐπάρκειας ὁπωσδήποτε.
Τά πράγματα ξεκαθαρίζουν κάπως περισσότερο στό βιβλίο του Ἡ ποίησή μας μετά τόν Σεφέρη, πού ἀπαρτίζεται ἀπό βιβλιοκρισίες. Ὁ συγκεκριμένος τώρα σχολιασμός τῶν ἔργων ἀφήνει νά φανεῖ καθαρά ἡ συγκαταβατική στάση τοῦ κριτικοῦ ἀπέναντι σέ παλαιότερους (πρίν ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿30) καί σέ νεότερους ποιητές πού δέν ἀνταποκρίνονται στά πρότυπα τῆς ἐκλεκτῆς του γενιᾶς. Ἄς δοῦμε συνοπτικά, βγάζοντας ἀπό τόν λογαριασμό τούς παλαιότερους, πῶς βλέπει τούς ποιητές τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς. Γενικά, θά ἔλεγα πώς τούς ἀντιμετωπίζει σάν «μαριδοῦλες» ἤ μισές μερίδες. Κρίνοντας λ.χ. τή συλλογή Ὁ περίπατος τοῦ Μ. Σαχτούρη, σημειώνει τά ἀκόλουθα:
Μιλώντας, κάποτε, γιά τή μεταπολεμική μας ποίηση, λέγαμε πώς σήμερα δέν ἔχουμε ἰσχυρές, ἐπιβλητικές προσωπικότητες, ἔχουμε ὅμως «ἀποχρώσεις ποιητικῶν ἀτομικοτήτων» κι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές μερικές πολύ ἀξιόλογες. Μιά τέτοια ἀπόχρωση, μέ σταθερά καί γνήσια προσωπικά γνωρίσματα, εἶναι, κατά τή γνώμη μας, ὅ Μίλτος Σαχτούρης.
Γιά τόν Ν. Καροῦζο εἶναι πιό γεναιόδωρος, γιατί εἶχε βρεῖ σέ αὐτόν «ἐκεῖνο πού ἔλειπε ἀπό πολλούς μεταπολεμικούς μας, καί ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿30 τό εἶχαν ὁ Γ. Σαραντάρης, ὁ Ο. Ἐλύτης, ὁ Δ. Ἀντωνίου καί ὁ προσήλυτος στή νέα ποίηση Α. Δρίβας». Γιά τό Τ. Σινόπουλο ἀποφαίνεται:
Παραμένει γιά τήν ὥρα ὁ Σινόπουλος, ἀνάμεσα στούς ὁμοτέχνους του, ὁ ποιητής τῆς «ἐρωτηματικῆς ἀγωνίας». Καί παραμένει μέ τρόπους ἐκφραστικούς καί στιχουργικούς ἀξιόλογους, ἄνετους, εὔρυθμους, συχνά πλούσιους. Μόνο… μόνο, πώς αὐτά τά βιώματα νομίζουμε πώς ἔχουνε ἐπικίνδυνα ἐξαντληθεῖ σ᾿ ὅλες τίς σύγχρονες φιλολογίες. Δέν τούς μένει πιά πολύ ἀπόθεμα γιά νά μετουσιωθοῦν σέ ποίηση καί νά μᾶς δώσουν δηλαδή ἐκείνη τή βαθειά καί χαρμόσυνη ἔκπληξη τοῦ λόγου πού δέν εἶναι μόνο μαγικός λόγος, ἀλλά καί ἀποκάλυψη νέων συγκινήσεων προκλημένη ἀπό μιά νέα συναισθηματική ἤ ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ κόσμου.
Μέ τήν ἴδια συγκατάβαση μιλάει γιά τήν Ε. Βακαλό:
Ἀπό τό 1954, ἡ Ἑλένη Βακαλό, μέ τό αὐτοτελές ποίημά της «Τό δάσος», ἔχει ἀρχίσει νά σκάβει, νά χαράζει καί νά στρώνει ἕναν δικό της δρόμο, στόν ποιητικό χῶρο φυσικά. Δέν ξέρουμε ἀκόμα [αὐτά λέγονται τό 1966] ἄν αὐτό πού λέμε «δρόμο», εἶναι στήν περίπτωση τῆς Βακαλό σωστός δρόμος, μονοπάτι ἤ κάτι ἀκόμα πιό στενό -μιά χαρακιά, ἕνα αὐλάκι γιά νά ὁδοιπορεῖ μέ κάποια ἀσφάλεια, ἕνας καί μόνο ἄνθρωπος (ἡ ἴδια), ὅσο κι ἄν αὐτό τό τελευταῖο μᾶς φαίνεται τό πιό πιθανό.
Πολύ πιό θετικά ἀντιμετωπίζει τόν Κ. Ἀθανασούλη καί τόν Γ. Κότσιρα, χάρη στόν ἰδεαλιστικό τους προσανατολισμό. Γιά τόν Μ. Κατσαρό, τόν Μ. Ἀναγνωστάκη, τόν Α. Ἀλεξάνδρου, τόν Α. Νικολαΐδη, τόν Δ. Δούκαρη, κ.ἄ. δέν λέει τίποτα, ἁπλῶς τούς παραλείπει. Στόν Δ. Παπαδίτσα ὡστόσο ἔχει ἀφιερώσει, καθυστερημένα, ὁλόκληρο βιβλίο. Ὄχι ὅμως σέ ὅλο τό ἔργο τοῦ ποιητῆ, ἀλλά μόνο στήν Ποίηση, 2. Περιέργως ἐξαιρεῖ τήν Ποίηση,1, πού θεωρεῖται ἡ πιό χοϊκή καί οὐσιαστική δουλειά τοῦ Παπαδίτσα, καί καταπιάνεται μέ τήν ὑπερρεαλιστική παλινδρόμηση τοῦ ποιητῆ στήν Ποίηση, 2. Πάντως οὔτε τόν Παπαδίτσα, μολονότι τόν ξεχωρίζει, τόν βγάζει ἀπό τό γενικό μέτρο πού ἔχει γιά τούς πρωτομεταπολεμικούς ποιητές. Στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου πού τοῦ ἀφιερώνει, ἐξηγεῖ τή συγκυρία κάτω ἀπό τήν ὁποία γράφτηκε ἡ μελέτη του. Λέει:
Κρίνω σκόπιμη αὐτήν τήν ἐξήγηση καί γιά μένα τόν ἴδιο, καί γιά ὅσους, πιθανό, νά παραξενευτοῦν ἤ καί νά δυσφορήσουν ἄν τύχει νά τό διαβάσουν, ἐπειδή μπορεῖ νά νομίσουν πώς ἔτσι, στά καλά καθούμενα, φαίνεται νά ὑψώνεται ὑπερβολικά ἕνας ποιητής, πολύ καλός βέβαια, ναι πολύ καλός, ἀλλά ὄχι καί νά τοῦ ἀφιερώσει κανείς ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο.[…] Γιά τά πάντα μπορεῖ κανείς νά σέ ὑποψιαστεῖ. Μά δύσκολα μπορεῖ νά φανταστεῖ πώς ἡ ἀνία τῆς ποιητικῆς κοινοτοπίας μπορεῖ νά σέ κάνει νά γράψεις ὁλόκληρο βιβλίο γιά ἔναν ποιητή, πού ὅ,τι κι ἄν γράφει, δέν ἀνοίκει στήν κοινοτοπία.
Γιά τό βιβλίο τοῦ Α. Καραντώνη πάνω στήν Ποίηση, 2 τοῦ Παπαδίτσα, θά εἶχε πολλά κανείς νά πεῖ, ἀλλά ἡ κλεψύδρα τέλειωσε.
Σύμφωνα μέ ὅσα προανάφερα, θά ἔλεγα μέ δυό λόγια συμπερασματικά ὅτι ὁ Α. Καραντώνης ὡς κριτικός εἶχε ἐμμονές πού κααθορίζονταν ἀπό τά πρότυπά του καί τόν συναφή ἰδεαλισμό του ὡς προς τό ποιητικό δέον. Εἶχε συνεπῶς στενό ἀντιληπτικό πεδίο, ἀπό τό ὁποῖο δέν τόν βοηθοῦσε τό τάλαντό του νά ξεπεράσει τά ὅριά του. Ἔτσι ἀδίκησε, τόσο τούς ποιητές γιά τούς ὁποίους μίλησε ἐγκωμιαστικά, ὅσο καί τούς ποιητές γιά τούς ὁποίους μίλησε ὑποτιμητικά. Εἶχε ἐπίσης τήν τάση νά κρίνει μέ θέσεις καί ἀντιθέσεις: ὅταν ἤθελε λ.χ. νά ἐξάρει ἕναν ποιητή ἤ μιά τάση, τό ἔκανε κατηγορώντας ὅ,τι θεωροῦσε παράλληλα ἀντίθετο. Καί τό ἀντίστροφο. Κατά τρόπο μάλιστα πού θά ἔλεγε κανείς ὅτι στό βάθος λάνθανε κάτι τό αὐταρχικό στό κριτικό του πνεῦμα.