Η διαίρεση των Ινδιών από τους Βρετανούς σε τέσσερα κυρίαρχα κράτη (Ινδία, Πακιστάν, Κεϋλάνη και Βιρμανία) κατά την ανεξαρτητοποίησή τους τα έτη 1947-1948, εκτός από το πρόβλημα της τύχης του κατά πλεοψηφία ισλαμικού Κασμίρ, κληροδότησε στους λαούς της περιοχής και το ζήτημα της Ανατολικής Βεγγάλης (Ανατολικό Πακιστάν από το 1969).
Η χώρα, αν και είχε αποδοθεί ως ισλαμική στο ομοσπονδιακό κράτος του Πακιστάν, διέφερε από το πολυεθνικό Δυτικό Πακιστάν τόσο γλωσσικά όσο και εθνολογικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά. Μετά από επανειλημμένες κινητοποιήσεις των Βεγγαλέζων το 1950 (γλωσσικό ζήτημα) και το 1964 και τις μαζικές διαδηλώσεις του 1969 που οδήγησαν στην παραίτηση του δεύτερου προέδρου του Πακιστάν Αγιούμπ Χαν και την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό Γιαχία Χαν, η υποβόσκουσα κρίση κλιμακώθηκε όταν στις εθνικές εκλογές του 1970 το ανατολικοπακιστανικό σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα AWAMI (Bānglādēsh Awāmī Līg) του σεϊχη Ματζιμπούρ Ραχμάν κέρδισε τις 167 από τις 169 έδρες στην Βουλή του Ανατολικού Πακιστάν και την απόλυτη πλειοψηφία στην ομοσπονδιακή Βουλή, με το σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα που ψήφισε η πλειοψηφία των Δυτικοπακιστανών να έρχεται δεύτερο.

Όντας πλήρως αντίθετοι στο φιλελεύθερο πρόγραμμα που ευαγγελιζόταν ο Σεϊχης Ραχμάν, οι συντηρητικοί Δυτικοπακιστανοί στρατιωτικοί που κυριαρχούσαν στον στρατό του Πακιστάν συνασπίστηκαν γύρω από την αντιπολίτευση και αντιτάχθηκαν στην παράδοση της διακυβέρνησης στο AWAMI. Η κρίση που ξέσπασε στην χώρα, με το Ανατολικό Πακιστάν να συγκλονίζεται από μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις ενορχηστρωμένες από το AWAMI και δολοφονικές επιθέσεις εξαγριωμένων Βεγγαλέζων κατά της θεωρούμενης ως φιλοδυτικοπακιστανικής μειονότητας των Μπιχάρι, είχε ως αποτέλεσμα την ένοπλη επέμβαση του πακιστανικού στρατού (Επιχείρηση Searchlight). Το AWAMI τέθηκε εκτός νόμου, ενώ όσα μέλη και οπαδοί του κόμματος διέφυγαν την σύλληψη κατέφυγαν στην ανατολική Ινδία. Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, οι Βεγγαλέζοι πρόσφυγες έφτασαν τα 10.000.000, ενώ οι θάνατοι κυμαίνονται μεταξύ 200.000 και 3.000.000, δίνοντας στην Επιχείρηση Searchlight, που ακολουθήθηκε από την Επιχείρηση Barisal, τα χαρακτηριστικά γενοκτονίας. Ρήγμα προέκυψε και στις τάξεις του πακιστανικού στρατού, καθώς τμήμα του αυτομόλησε και κατέφυγε στην ανατολική Ινδία παίρνοντας την πλευρά του AWAMI. Έτσι η εξόριστη κυβέρνηση του Σεϊχη Ματζιμπούρ Ραχμάν, που στις 26 Μαρτίου του 1971 ανακήρυξε την ανεξαρτησία του κράτους του Μπαγκλαντές, απέκτησε και ένοπλο σκέλος, το οποίο συνιστούσαν τόσο τακτικά όσο και αντάρτικα στρατεύματα, υπό τον απόστρατο συνταγματάρχη Μοχάμαντ Αταούλ Γκανί Οσμάνι.
Η αναπόφευκτη ανάμιξη της ινδικής κυβέρνησης της Ιντίρα Γκάντι, που συνέστησε προσφυγικά στρατόπεδα στο ινδικό έδαφος και απευθύνθηκε στην διεθνή κοινότητα για παρέμβαση, οδήγησε σε πολεμική έκρηξη τον Δεκέμβριο, όταν η πακιστανική αεροπορία (PAF), προσπαθώντας να αντιγράψει -ανεπιτυχώς- την θεαματική ισραηλινή Επιχείρηση Focus που έλαβε χώρα κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών τέσσερα χρόνια πριν, εκτέλεσε πληθώρα προληπτικών πληγμάτων σε ινδικό έδαφος (Επιχείρηση Τζένγκις Χαν). Ήδη από τον Νοέμβριο άλλωστε οι δύο χώρες ετοιμάζονταν εντατικά για την επερχόμενη σύγκρουση, καθώς είχαν συμπλακεί ήδη δύο φορές (το 1947 και το 1965) για το ακανθώδες ζήτημα του Κασμίρ.

Η ινδική απάντηση ήρθε με την άμεση κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων και συνδυασμένες χερσαίες, αεροπορικές και ναυτικές επιχειρήσεις: Ενώ στο δυτικό μέτωπο οι ινδικές δυνάμεις θα αναλάμβαναν να συγκρατήσουν την υπό εξέλιξη επίθεση του πακιστανικού στρατού, στο ανατολικό θα λάμβανε χώρα μια πλήρους κλίμακας εισβολή με αντικειμενικό σκοπό την πρωτεύουσα του Ανατολικού Πακιστάν Ντάκκα.
Στο δυτικό μέτωπο, αφού απέκρουσε τις πακιστανικές επιθέσεις, ο Ινδικός Στρατός προέβη σε μια άκρως επιτυχημένη αντεπίθεση καταλαμβάνοντας εδάφη στις επαρχίες Άζαντ Κασμίρ, Παντζάμπ και Σιντ (τα οποία η Ινδία επέστρεψε στο Πακιστάν ως ένδειξη καλής θέλησης το 1972 με την Συμφωνία της Σίμλα) και κονιορτοποιώντας τα πακιστανικά Α’ και Β’ Σ.Σ και το απόσπασμα Παντζάμπ των Πακιστανών Πεζοναυτών.
Στο ανατολικό μέτωπο, εννέα μεραρχίες πεζικού υπό τον υποστρατηγό Γιαγκζίντ Σινγκ Αουρόρα, ενισχυμένες με άρματα μάχης και εγγύς αεροπορική υποστήριξη, διέσπασαν ταχέως τις αποδιοργανωμενες πακιστανικές δυνάμεις και συνέκλιναν από τρία σημεία προς την Ντάκκα, ερχόμενες σε επαφή και με τους Βεγγαλέζους συμμάχους τους. Ως τις 16 Δεκεμβρίου όλα είχαν τελειώσει, καθώς με την πακιστανική ανατολική διοίκηση περικυκλωμένη στην Ντάκκα, το Πακιστάν κήρυξε εκεχειρία και άνευ όρων παράδοση των Ενόπλων Δυνάμεών του τερματίζοντας τον πόλεμο.

Η διένεξη κινητοποίησε διπλωματικά και στρατιωτικά και τις δύο υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, με την πρώτη να τάσσεται υπέρ του Πακιστάν και την δεύτερη υπέρ των Βεγγαλέζων και των Ινδών. Η συντριπτική επιτυχία όμως των Ινδικών Ενόπλων Δυνάμεων ανάγκασε τις ΗΠΑ να αποδεχτούν την νέα ισορροπία στην νοτιοανατολική Ασία και να προσαρμόσουν την πολιτική τους αναλόγως.
Με απώλειες 8.000 νεκρών στρατιωτών και 25.000 τραυματιών (έναντι των 3000 και 12.000 ινδικών αντίστοιχα) και πάνω από 90.000 συλληφθέντες κατά την διάρκεια της 13ήμερης σύγκρουσης (3-16 Δεκεμβρίου 1971), επρόκειτο για μια καταστροφή πρώτου μεγέθους για το Πακιστάν. Η χώρα έχασε το μισό ναυτικό της (μεγάλο μέρος του πακιστανικού στόλου βρέθηκε αποκλεισμένο στις βάσεις του στο Ανατολικό Πακιστάν), το ένα τέταρτο της πολεμικής της αεροπορίας, το ένα τρίτο του στρατού της και ολόκληρο το Ανατολικό Πακιστάν.
Το τελευταίο αποτελεί πλέον το ανεξάρτητο κράτος του Μπαγκλαντές.