O Νικόλαος Πολίτης στο πόνημά του Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων, που κυκλοφόρησε το 1906, σημειώνει:
Από των εσχατιών της Καππαδοκίας μέχρι των Ιονίων νήσων, και από της Μακεδονίας και των χωρών των δυτικών ακτών Ευξείνου και Κρήτης και της Κύπρου, άδονται μέχρι του νυν άσματα αφηγούμενα τους άθλους και τας περιπετείας του Διγενή και τους αγώνας αυτού προς τους Απελάτας και τους Σαρακηνούς, και φέρονται διά στόματος παραδόσεις αναφερόμεναι εις τόπους και αντικείμενα, μεθ’ ων συνδέεται το όνομα αυτού. […] Εν κεφαλαίω δ’ ειπείν· εις τον Διγενή Ακρίταν αποκορυφούνται οι πόθοι και τα ιδεώδη του ελληνικού έθνους, διότι εν αυτώ συμβολίζεται η μακραίων και άληκτος πάλη του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον.
Αλέξης Γκλαβάς (ραδιοφωνικός παραγωγός – ερευνητής) από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 16
Ήταν όμως ο Σάθας 30 χρόνια πριν, το 1875, που, με την συνεργασία του Γάλλου ελληνιστή Legrand, είχε φέρει στο φως «έργα για τα οποία γνωρίζαμε την ύπαρξή τους, αλλά τα αγνοούσαμε ως έργα», δηλαδή το μεσαιωνικό έπος του Διγενή Ακρίτη κατά το πρωτότυπο της Τραπεζούντας, αποτελούμενο από 3.181 στίχους. Το γεγονός προκαλεί ζωηρό επιστημονικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη. Στην συνέχεια, ακολουθούν η παραλλαγή της Οξφόρδης από τον Πετρίτζη και οι άλλες εκδοχές του έργου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν «άκρες». Οι ακρίτες αντικατέστησαν τους milites limitaneos των αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης, τους οποίους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν εγκαταστήσει μονίμως για να προφυλάξουν τη χώρα από αιφνιδιασμούς και επιδρομές των βαρβάρων. Στους ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αράβων και των μεσαιωνικών κλεφτών (απελατών). Ήταν δηλαδή ένα είδος μόνιμων μισθοφόρων, φρουρών και στρατιωτών. Είναι θεσμός που ξεκίνησε επί αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου, ενώ επισημοποίησε κατά το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (285-305) ο Διοκλητιανός, κατοχύρωσε ο Ιουστινιανός, νομοθετώντας το αφορολόγητο των κτημάτων τους, διατήρησε ο Ηράκλειος (610-641), ενώ παραμένει έως τα χρόνια του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου (1252-1282), μετά τον οποίον και εκφυλίζεται. Στους νόμους του Λέοντος ΣΤ΄ διαβάζουμε: «…τους αγρούς και τας λίμνας και παν δίκαιον αφορισθέν εξ αρχής τοις λιμιτανέοις, ατελή είναι και βεβαίως κατέχεσθαι παρ’ αυτών». Επί Κων/νου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου και επί Νικηφόρου Φωκά, η κατοχύρωση επεκτάθηκε: «Μη δύνασθαι τινά εκ τούτων αγοράζειν…, αξιωματικόν, ή μητροπολίτην, ή επίσκοπον, ή μοναστήριον, ή δυνάστην…», ενώ υποχρεώνεται όποιος είχε με διάφορους τρόπους αποκτήσει κτήματα ακριτών να τα επιστρέψει. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος διέλυσε ουσιαστικά τους ακρίτες, όταν κατάργησε το αφορολόγητο και τους επέβαλε φόρους. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, αφού πολλοί από τους ακρίτες αγανάκτησαν και πήγαν με τους Σελτζούκους Τούρκους, που την εποχή εκείνη είχαν ήδη αναπτυχθεί στις μικρασιατικές χώρες. Οι υπόλοιποι ακρίτες, αφού δεν είχαν προσωπικό ενδιαφέρον για την τήρηση της ασφάλειας των συνόρων, τα παραμέλησαν, με αποτέλεσμα αυτά να αφεθούν ανοιχτά στους Τούρκους και τον επεκτατισμό τους.
Την εποχή της δόξας τους (7ος-10ος αιώνας) οι ακρίτες αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίον των Σαρακηνών και των απελατών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες μικρασιατικές περιοχές του Πόντου και της Καππαδοκίας. Αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωικού (ανάλογου με αυτό της μεσαιωνικής Δύσης), στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωικής, της λεγόμενης «ακριτικής». Λείψανα τέτοια έχουμε μέχρι και σήμερα στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια μας και ιδιαίτερα στο σωζόμενο σε χειρόγραφα μεσαιωνικό «Έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη».
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ήταν γιος ενός Σαρακηνού εμίρη, του αμιρά της Συρίας, Μουσούρ, που αγάπησε την μοναχοκόρης του Βυζαντινού στρατηγού Ανδρόνικου Δούκα Ειρήνη, στην συνέχεια εκχριστιανίστηκε και εγκαταστάθηκε σε βυζαντινό έδαφος παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του, τους οποίους όμως έπεισε, μέχρι του σημείου μάλιστα να ασπαστούν και εκείνοι τον Χριστιανισμό. Είχε προηγηθεί η αρπαγή της αγαπημένης τού Μουσούρ, Ειρήνης. Τα πέντε αδέλφια της κοπέλας ζήτησαν τον λόγο, ο μικρότερος μάλιστα μονομάχησε με τον Μουσούρ και τον κέρδισε, αλλά εκείνος –με την προϋπόθεση του εκχριστιανισμού του– κράτησε την κοπέλα.
Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε και τους υπόλοιπους εξυμνούμενους ήρωες ακρίτες, όπως είναι ο γιος του Ανδρόνικου, ο Αρμούρης, ο Βάρδας Φωκάς, ο Νικηφόρος, ο Πετροτράχηλος (αναφερόμενος και ως Τραμαντάχηλος), ο Πορφύρης και άλλοι.
Γνωστή η ιστορία τους και τα κατορθώματά τους. Οι ακρίτες έσωζαν την κατάσταση με την ρωμαλεότητά τους, την αντρειοσύνη τους, αλλά, το κυριότερο, με την συμβολή του μύθου, που μέσα από το έπος εξαπλωνόταν στα πέρατα της οικουμένης, με το τραγούδι και τους τρομαχτικούς θρύλους, για κάθε εχθρό και κάθε επιβουλευόμενο την επικράτεια.

Έξι ποιητικές διασκευές – παραλλαγές και μία σε πεζό λόγο έχουν δει το φως της δημοσιότητας:
1η: Της Τραπεζούντας, με 3.181 στίχους, χωρισμένη σε δέκα βιβλία, η οποία δωρήθηκε από τον Σάββα Ιωαννίδη, ο οποίος και σημειώνει για την ανακάλυψή της στον πρόλογο της δικής του έκδοσης του χειρογράφου με τον τίτλο: «Έπος μεσαιωνικόν εκ του χειρογράφου Τραπεζούντος. Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ο Καππαδόκης», Κωνσταντινούπολη 1887, τα εξής:
Τη 21η του Μαΐου 1868, συμπεσούσης της εορτής του Αγίου Κωνσταντίνου, καθηγητής ων τότε εν τω φροντιστηρίω Τραπεζούντος, την αργίαν επωφεληθείς εις περισυλλογήν ασμάτων και άλλης στατιστικής ύλης εις συμπλήρωσιν της μετά 2 έτη εκδοθείσης υπ’ εμού “Ιστορίας και στατιστικής Τραπεζούντος”, και διαδραμών τα υπερκείμενα ταύτης χωρία, αφικνούμαι εις την μονήν του Αγίου Γεωργίου Περιστερά, είτα δε εκείθεν εις την της Σουμελάς. Και εν μεν τη μονή Περιστερά ο Ηγούμενος ταύτης Κυρ Διονύσιος έδωκε προς ταις άλλαις πληροφορίαις και συλλογήν ασμάτων δημοτικών, εν δε τη Μονή Σουμελάς, επισκεπτόμενος κατά την συνήθειαν τους Πατέρας εν τοις κελλίοις, και διερωτών αυτούς, έλαβον μεν και άλλας πληροφορίας, έδωκέ μοι δε τις αυτών και συλλογήν δήθεν ασμάτων και άλλων και ιδίως του Ακρίτου, κειμένην εν σκοτεινώ και κεκονισμένω τόπω, άτινα τότε δεν περιειργάσθην, σπεύδων να κατέλθω εις την εργασίαν μου. Μετά δε 3 ημέρας, επανελθών εις Τραπεζούντα και διερευνών την συλλεγείσαν ύλην, είδον μετά μεγίστης απορίας, αλλά συνάμα και χαράς, αντί ασμάτων τέλειον έπος Βασιλείου Διγενούς Ακρίτου. Και τούτο μεν προς τοις άλλοις τότε μοι εχρησίμευσεν, όπως το κεχηνός της Ιστορίας Τραπεζούντος συμπληρώσω, ο δε Βασίλειος Διγενής Ακρίτης μετά την έκδοσιν της Ιστορίας και την εν αυτήι περί τούτου ανάλυσιν, αναστάς εκ νεκρών εξανέστησε και το ενδιαφέρον του φιλολογικού κόσμου.
2η: Διασκευή Πετρίτζη, με 3.094 ομοιοκατάληκτους στίχους, έκδοση την οποία πραγματοποιεί ο Σπυρίδων Λάμπρος μαζί με άλλα μεσαιωνικά τραγούδια, γραμμένο το 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτζη, που αυτοαποκαλείται ο ποιητής της και την αφιέρωνε στον ιερέα Χρύσανθο. Η έκδοση χωριζόταν σε οκτώ βιβλία.
3η: Η παραλλαγή της Μονής Santa Maria di Grottaferrata, με 3.700 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους.
4η: Η παραλλαγή της νήσου Άνδρου, με 4.778 στίχους, που δημοσιεύθηκε το 1881 από ανευρεθέν από τον Μηλιαράκη χειρόγραφο του ΙΣΤ΄ αιώνα. Η παραλλαγή αυτή αποτελείται από δέκα βιβλία και συμπληρώνει τα κενά της πρώτης έκδοσης της Τραπεζούντας. Ως ποιητής εμφανίζεται κάποιος Ευστάθιος.
5η: Η παραλλαγή της Μονής Εσκοριάλ, με 1.867 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που ο βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ ανακοίνωσε το 1904 πως υπάρχει στην Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης, δημοσιεύοντας αποσπάσματα. Πλήρης έκδοση του χειρογράφου έγινε το 1912 από τον Ολλανδό ελληνιστή και βυζαντινολόγο Έσσελινγκ. Η γλώσσα πλησιάζει περισσότερο την δημοτική και είναι αυτό που κάνει την έκδοση ιδιαίτερη.
6η: Η διασκευή σε πεζό λόγο, που βρέθηκε και πάλι στην Άνδρο, έργο –ίσως– του εκ Χίου, Μελετίου Βλαστού· την παραλλαγή δημοσίευσε ο Δ. Πασχάλης το 1928 από χειρόγραφο του ΙΖ΄ αιώνα.
7η: Η παραλλαγή της Ελληνικής Μονής Κρυπτοφέρρης, που αποτελείται από οκτώ βιβλία, και την οποία δημοσίευσε ο Legrand το 1892 από χειρόγραφο του ΙΔ΄ αιώνα.
Είναι βέβαιο από αναφορές και ανακοινώσεις πως υπήρξαν και άλλες παραλλαγές, που, ή δεν βρέθηκαν ακόμη, ή δεν θα δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας, είτε λόγω καταστροφής ή απώλειάς τους, είτε από άγνοια αυτών που τα κατέχουν. Ο Νικ. Πολίτης αναφέρει επίσης:
Ο Σκοπελίτης μοναχός Καισάριος Δαπόντες αναφέρει ότι είδε δύο χειρόγραφα εξιστορούντα τας ανδραγαθίας του Ακρίτου, ων το έτερον εικονογραφημένον, και προσθέτει ότι εσκόπει να συνθέσει και αυτός την ιστορίαν του ήρωος, εις ομοιοκαταλήκτους πολιτικούς στίχους, αναφέρων:
Δύο λογιών το είδ’ αυτό, με εικονογραφίας
των ανδραγαθημάτων του και δίχως ζωγραφίας…
και παρακάτω:
Ζωήν αν έχω εκ Θεού, θέλω με στιχουργίαν
να τον συνθέσω και αυτόν κι ευθύς ’ς την Βενετίαν…
Έτερον δε χειρόγραφον εις πεζόν λόγον είδεν εν Κωνσταντινουπόλει ο Γερμανός διδάκτωρ Μόρτδμαν…
Κανένα από τα τρία δεν έχει βρεθεί. Ο Στ. Αλεξίου πιθανολογεί ότι υπήρχαν αρκετά χειρόγραφα, ενώ ο πανεπιστημιακός και ερευνητής Νικ. Μ. Παναγιωτάκης επέμενε ότι θα έπρεπε να γίνει συστηματική έρευνα στις –τότε– ιδιόρρυθμες μονές του Αγίου Όρους. Δεν ξέρω αν έγινε ποτέ.
Το αρχικό κείμενο, το οποίο –σύμφωνα με τους μελετητές– συνετέθη κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, διάστημα μέσα στο οποίο και μάλλον καταγράφηκε, δεν σώθηκε. Παραλλαγές του, όμως, αποδίδουν το θέμα. Σήμερα θεωρείται βέβαιο αφ’ ενός ότι το αρχαιότερο και μάλλον γνησιότερο δημιούργημα είναι αυτό του χειρογράφου του Εσκοριάλ και αφ’ ετέρου ότι η απόδοση έπεται, του «Άσματος του Αρμούρη», που εμφανίστηκε κατά τον 9ο αιώνα, με 200 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, και θεωρείται πως είναι ο σκαπανέας που ετοιμάζει τον δρόμο για την δημιουργία του έπους του «Διγενή Ακρίτη». Όλ’ αυτά, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θ’ ανακαλυφθεί κάποιο άλλο χειρόγραφο, δεδομένου ότι, όπως προείπα, έχει καταγραφεί η ύπαρξη τουλάχιστον τριών ακόμα… Αυτά για τα έπη. Όμως, για τα «Ακριτικά τραγούδια» παραθέτω τον ορισμό του Άγι Θέρου:
Ακριτικά τραγούδια, ή “Τραγούδια του Ακριτικού κύκλου”, ονοματίζουμε τα τραγούδια που έχουν αρχική πατρίδα τους τις ανατολικές άκρες του Βυζαντινού μας κράτους και τραγουδάν την ζωή, τους αγώνες και τα κατορθώματα των ηρωικών Ακριτών, δηλαδή των φρουρών των συνόρων, που πολεμούσαν τους εχθρούς του επιδρομείς, ξένους ή επαναστάτες. Τα τραγούδια αυτά είναι τα παλαιότερα της λαϊκής μας ποιήσεως, έχουν χαρακτήρα ηρωικό-επικό και ιδιοτυπία και στην στιχουργική τους τεχνική και στην ποιητική τους σύνθεση και στέκουν σημαντικά γλωσσικά μνημεία ακόμη. Ο μελετητής που διαθέτει κάποια πείρα τα ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα στ’ άλλα τραγούδια μας και δίχως να εξετάσει καθόλου το θέμα τους. Τα ποιήματα αυτά, όπως πιστεύουν σχεδόν όλοι οι ειδικοί, πρωτοφάνηκαν τον 8ο αιώνα στα βορειοανατολικά θέματα, στην Μικρά Ασία, και τα τραγούδησε και τα ξανάπλασε ο λαός μας και τα συντήρησε στην ψυχή του μέσα και στο στόμα του παντού στη γης του, μέσα στη συγκρατητή συρμή δώδεκα κάπου αιώνων, τραγουδώντας και δοξάζοντας τους επικούς αγώνες των Ακριτών μας στ’ ακροσύνορα, όπου πολεμούσαν Απελάτες, Σαρακηνούς, Τούρκους, Άραβες που έκαναν κούρσα. Έτσι, τα τραγούδια αυτά συγκράτησαν και παράδωκαν και προσφέρουν στις ελληνικές γενεές τούς θρύλους ηρωισμών, αγώνων και θυσιών, αλλά μαζί και θησαυρούς από λαγαρά ποιητικά δημιουργήματα του εθνικού πνεύματος, με ιδιόρρυθμη συγκρότηση λόγου κι έμπνευση πηγαία, ασύγκριτη.
Ο Νικόλαος Πολίτης αναφέρει στην συλλογή του 1350 τραγούδια τα οποία και κατατάσσει στον «Ακριτικό κύκλο». Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιεί ο Πολίτης για να στηρίξει την άποψή του δεν είναι και τόσο πειστικά, ενώ οι μετέπειτα ερευνητές τα έχουν –σχεδόν παντελώς– απορρίψει. Σημειώνει, λοιπόν, ο Πολίτης:
Ασφαλεστάτην βάσιν προς αναγνώρισιν των ακριτικών ασμάτων παρέχουσι κατά πρώτον λόγον αι επικαί διασκευαί. Πάντα ανεξαιρέτως τ’ αναφερόμενα εις πρόσωπα μνημονευόμενα ή εις επεισόδια περιλαμβανόμενα εν αυτοίς, είναι αναμφισβητήτως ακριτικά. Επίσης καί τινα φερόμενα ως επεισόδια άγνωστα εις τo έπος, άτινα όμως εμφανώς δεικνύουσιν ως ακριτικά διάφορα τεκμήρια, ων σπουδαιότατα είναι ονόματα, συνταυτιζόμενα προς τα εν τω έπει, αναφερόμενα δε σπανίως μεν εν πάσαις ταις παραλλαγές των ασμάτων εκάστου επεισοδίου, συχνότατα δ’ εν μιά μόνη. Όθεν πολλάκις άσματα, άτινα εφαίνοντο άσχετα προς τ’ ακριτικά, εκ μιάς παραλλαγής αυτών ρητώς κατονομαζούσης τον Διγενή Ακρίτην ή άλλον ανά των οικείων ή των αντιπάλων αυτού, αποδεικνύεται ότι πρέπει να συγκαταλεχθώσιν εις ταύτα. Είναι δ’ ως επί το πλείστον τα ονόματα τοσούτον παρεφθαρμένα, ώστε θα καθίσταντο δυσδιάγνωστα, αν μη εκ της αντιβολής διαφόρων παραλλαγών κατεφαίνετο η βαθμιαία παραφθορά αυτών. Ούτως αυτού του ονόματος του Διγενή φέρονται πολλοί τύποι, ως Ιγενής, Διενής (εν Κύπρω καί Ριενής, κατά συμφυρμόν προς την Ρήγαιναν), Γηγενής, Διονύς, Δαρδανής, και τέλος επί τοσούτον παραφθείρεται τούτο και αμαυρούται, και δη εις πολυπληθή άσματα, ώστε μεταπίπτει εις τα κοινότατα Γιάννης, Γιάννος, Γιαννάκης, Γιαννακός, Μωρόγιαννος. Ο Εμίρης λέγεται Εμιραλής, Μιραλής, Μιριολής, Αμιράς, Άρμούρης, τούτον δε τον τύπον ευρίσκομεν εν τω παλαιώ δημοτικώ άσματι, όπερ εκ χειρογράφου τής εν Πετρουπόλει βιβλιοθήκης εδημοσίευσεν ο Δεστούνης. Το όνομα Χαρσιανίτης, όπερ βλέπομεν μνημονευόμενον έν τισι κειμένοις τού ΙΕ΄ αιώνος, δηλούν τον καταγόμενον εκ του Χαρσιανού θέματος, της πατρίδος τού Διγενή…
Αναρωτιέμαι μόνον –ως απλός αναγνώστης– κατά πόσον θα μπορούσε και μόνη η αναφορά του ονόματος «Γιάννης» να θεωρηθεί ως παραφθορά του ονόματος του Διγενή, ή κατά πόσον ο εμίρης θα μπορούσε να πίνει κρασί με τ’ άλογό του σε μια ταβέρνα της Κρήτης, σύμφωνα με το γνωστό ριζίτικο του Μιριολή.
Θα πρέπει να συμπληρώσω επίσης ότι και ο ίδιος ο Πολίτης δεν δείχνει και τόσο σίγουρος γι’ αυτήν του την κατάταξη. Ενώ π.χ. στην αρχική του έκδοση Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων, «τύποις Σακελλαρίου» (1906), κατατάσσει το τραγούδι «Του Μαυριανού και της αδελφής του» στα ακριτικά, σε μετέπειτα έκδοσή του, Εκλογαί από τα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού λαού (1914), το κατατάσσει στα ιστορικά.
Από τα 1350 «ακριτικά» τραγούδια που αναφέρει ο Πολίτης, ο Ανδριτσαινιώτης καθηγητής Λαογραφίας Δημήτριος Πετρόπουλος απορρίπτει τα 1317, κατατάσσοντας στα ακριτικά μόνον 33.
Σαφής επίσης είναι ο διαχωρισμός και στον Α΄ τόμο των Δημοτικών τραγουδιών της Ακαδημίας Αθηνών (1962), σε επιμέλεια και εισαγωγικά σημειώματα των Στίλπωνος Κυριακίδη, Δημ. Πετροπούλου και Γεωργ. Μέγα, με την συμμετοχή του Γεωργίου Πολίτη και της Μαρίας Ιωαννίδου-Μπαρμπαρήγου, όπου ένας σημαντικός αριθμός των αναφερόμενων ως «ακριτικών» από τον Πολίτη, όπως π.χ. «Του κάστρου της Ωριάς», ή «Το κούρσος της Αδριανούπολης», ή «Του Κωνσταντή», κατατάσσονται στα «Ιστορικά τραγούδια».
Ο Άγις Θέρος αναφέρει: «Ο Πολίτης λογάριαζε πως υπάρχουν 750 κάπου ακριτικά τραγούδια καθαρά και σ’ αυτά προσθέτει άλλα 600, που, όμως, δεν είναι ασυζήτητα ακριτικά». Παρ’ όλ’ αυτά, στην δική του συλλογή και υπό τον τίτλο «Άλλα Ακριτικά», παραθέτει τραγούδια όπως «Η κουμπάρα νύφη», «Ο γάμος του Ράλλη», «Άξαφνος γάμος», και άλλα, χωρίς να αιτιολογεί αυτή του την παράθεση, εξαιρουμένου ίσως τού «Τα μάγια της αγάπης», όπου υπάρχει μια αλληλουχία βυζαντινών ονομάτων. Διαβάζω:
Όντες επρωτοκίνησεν του Μέγα το καράβι
όλη η Πόλη εσείστηκε κι η Βενετιά τρομάζει
όσα κορίτσια το ’δανε, όλα το προσκυνήσαν
και μία επαράσκυψε κι εφάνη το βυζί της.
Ο γιος του βασιλιά ’δε την κι έπεσε του θανάτου.
Παίρνει και πάει σπίτι του σα μήλο μαραμένο
σα μήλο, σα ροδάκινο, σαν πατρινό κεράσι.
– Μάνα ψυχή, μάνα ζωή, μάνα κεφάλι μου πονεί.
Μάνα την κόρη που ’δα ’γω, γυναίκα να την πάρω.
– Μωρέ τι λές; Την τούρκισσα, την τουρκοπαιδεμένη;
– Μάνα, ολόχρυσα φορεί, ολόχρυσα ντυμένη,
κι ο γύρος της ποδούλας της το κάστρο κατεβάζει.
– Καθώς μου λες, παιδάκι μου, βάνω προξενητάδες.
Στέρνει τον Δούκα, τον Φωκά, στέρνει τον Νικηφόρο,
στέρνει τον Τρεμοτράχηλο, που τρέμ’ η γης κι ο κόσμος.
Σαράντα μέρες κάμανε την σκάλα ν’ ανεβούνε
κι άλλες σαραντατέσσερες την κόρη για να γδούνε.
Μες στσι σαραντατέσσερες, η κόρη και προβαίνει…
για να συνεχιστεί το τραγούδι με τα διάφορα «καψώνια» που κάνει η κόρη στους «επώνυμους» προξενητάδες και στον επίδοξο νυμφίο.






