Προσπάθειες για απελευθέρωση της Κύπρου κατά την Ελληνική Επανάσταση

Η συμβολή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, ωστόσο μέχρι σήμερα απουσιάζει από την ιστοριογραφία μια σύγχρονη συνθετική εργασία για το ζήτημα.

Του Ανδρέα Χριστοφή

Στο εν λόγω αφιέρωμα θα περιοριστούμε στην παρουσίαση των προσπαθειών ορισμένων Κυπρίων για απελευθέρωση του νησιού τους, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την προεπαναστατική περίοδο και τις διεργασίες που γίνονταν από τη Φιλική Εταιρεία, σημαντική θέση στο όλο εγχείρημα κατείχε και η Κύπρος. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της μυστικής οργάνωσης, όπως καταγράφηκαν στο 15ο άρθρο του «Σχεδίου Γενικού», μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι, «Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Κυπριανός υπεσχέθη να συνεισφέρη χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή», ενώ αναγνωριζόταν ο κίνδυνος που διέτρεχε ο Κύπριος ιεράρχης ο οποίος θα έπρεπε «να σκεφθή, πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς».

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, εκατοντάδες Κύπριοι συμμετείχαν στις διάφορες επιχειρήσεις, ωστόσο δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα τον ακριβή αριθμό τους. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο Χαράλαμπος Μάλης, Κύπριος δάσκαλος, ο οποίος σε κάποια στιγμή είχε μεταβεί –μάλλον για εργασία– στην Κωνσταντινούπολη και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Γρηγόριο Παπαφλέσσα, προσφέροντας μάλιστα διακόσια πενήντα γρόσια στην οργάνωση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη, οι δύο σύντροφοι έφτασαν στην Ελλάδα στα τέλη Δεκεμβρίου του 1820 με σκοπό προφανώς να αναλάβουν επαναστατική δράση λόγω του επερχόμενου ξεσηκωμού. Μετά την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου του 1822, ο Μάλης διορίστηκε γενικός γραμματέας του «Μινιστερίου της Θρησκείας και του Δικαίου» και τον Ιούνιο του 1823 ορίστηκε γραμματέας του Ανδρέα Ζαΐμη ο οποίος είχε αναλάβει τη δημιουργία στρατοπέδου κοντά στην τουρκοκρατούμενη Πάτρα. Ο Ζαΐμης μάλιστα σε επίσημο έγγραφο του, πιστοποιούσε ότι ο Μάλης υπήρξε «ανήρ τίμιος και πατριώτης φιλογενέστατος».

Μετά τις σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821 και τη φυγή αρκετών κληρικών και προκρίτων του νησιού στο εξωτερικό, διατρανώθηκε στη Ρώμη μέσω διακήρυξης στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ότι, «συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνας θέλομεν προσπαθήσει διά την ελευθερίαν της ειρηνικής ημών, πάλαι μεν μακαρίας, ήδη δε τρισαθλίας νήσου Κύπρου». Οι Κύπριοι εξόριστοι δεν σταμάτησαν να πιέζουν τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις με σκοπό την ανάληψη πρωτοβουλίας για απελευθέρωση της Κύπρου, αφού σύμφωνα με τον ιστορικό Απόστολο Βακαλόπουλο, στις 25 Οκτωβρίου 1824 είχε παρουσιαστεί στο Βουλευτικό Σώμα ο Χατζηστάθης Ρέζης ο οποίος ισχυρίστηκε ότι μετέφερε προτάσεις του εμίρη του Λιβάνου Μπεσήρ για συμμαχία με τους Έλληνες επαναστάτες, οι οποίοι θα έπρεπε να στείλουν πλοία με σκοπό την απελευθέρωση του Λιβάνου και της Κύπρου. Από την πλευρά του ο Μπεσήρ θα βοηθούσε τους Έλληνες αποστέλλοντας ως βοήθεια στρατεύματα και άλογα. Σύμφωνα με τον Πρωτοψάλτη, ο Μάλης σε αναφορά του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στις 13 Φεβρουαρίου 1825, σε συνέχεια υπομνήματος που συνέταξε τον Αύγουστο του 1824, εισηγείτο τη σύναψη κυπριακού δανείου για προετοιμασία απελευθερωτικής εκστρατείας στην Κύπρο καθώς και αποστολή κατασκόπων στον Λίβανο με σκοπό την επιβεβαίωση των ισχυρισμών του Ρέζη για ύπαρξη επαναστατικού πνεύματος στην περιοχή.

Ο Βακαλόπουλος αναφέρει ότι το Βουλευτικό Σώμα αποδέχθηκε κατ’ αρχήν την πρόταση, ορίζοντας αντιπροσώπους για διαπραγματεύσεις με τον εμίρη, τον Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη, που αντικαταστάθηκε αργότερα από τον Επίσκοπο Ευδοκιάδος Γρηγόριο και τον Μάλη. Στις 13 Ιουλίου 1825 το Εκτελεστικό Σώμα με πρωτοβουλία του Μαυροκορδάτου, ανέθεσε στον Ρέζη να καθοδηγήσει τους Έλληνες αντιπροσώπους οι οποίοι, εφοδιασμένοι με έγγραφα αναφορικά με τον τρόπο συνεργασίας των δύο πλευρών, θα πληροφορούσαν σχετικά τον Μπεσήρ, τον Πατριάρχη Αντιοχείας Μεθόδιο, τους μητροπολίτες της περιφέρειάς του, τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τους μητροπολίτες της δικαιοδοσίας τους καθώς και τους προκρίτους. Η πρόταση του Ρέζη ήταν να σταλούν επίσημα τρεις χιλιάδες Έλληνες και είκοσι τουλάχιστον πλοία για να συνδράμουν τις επαναστατικές προσπάθειες στον Λίβανο και τη Συρία, ενώ το όφελος των Ελλήνων επαναστατών θα ήταν ο αντιπερισπασμός που θα βοηθούσε την επανάσταση στην Πελοπόννησο, καθώς και η απελευθέρωση της Κύπρου. Η προαναφερθείσα πρόταση του Μάλη για ανάληψη πρωτοβουλίας στην Κύπρο, αν και αρχικά υιοθετήθηκε, τελικά επικράτησαν δεύτερες σκέψεις και εγκαταλείφθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις εξαιτίας της κρίσιμης κατάστασης που περνούσε η Επανάσταση στη νότια Ελλάδα.

Ωστόσο, μετά από την αποτυχία των επίσημων διαβημάτων, ορισμένοι τολμηροί αγωνιστές όπως ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης ή Ταηλάνος, ο Νικόλαος Κριεζιώτης και ο Βάσος Μαυροβουνιώτης είχαν προβεί σε μυστικές προπαρασκευαστικές ενέργειες με σκοπό την πραγματοποίηση της εκστρατείας ανεξάρτητα από τις αποφάσεις των κυβερνήσεων. Ο Μάλης υπήρξε υπέρμαχος της πρωτοβουλίας, η οποία όμως έπρεπε να έχει την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, και ανησυχώντας για τον κίνδυνο που θα προκαλούσε μια τέτοια ενέργεια, κατήγγειλε με αναφορά του στο Βουλευτικό Σώμα στις 29 Ιανουαρίου 1826 τη μυστική κίνηση και ζήτησε να ληφθούν μέτρα κατά του Χατζημιχάλη. Σε απάντηση του προς την κυβέρνηση ο επικεφαλής της προσπάθειας Χατζημιχάλης (μαζί με τον Κυπριανό Βικέντιο) ενημέρωσε ότι η εκστρατεία δεν θα γινόταν στην Κύπρο ή τη Μικρά Ασία, αλλά στον Λίβανο. Έτσι στις αρχές Μαρτίου του 1826 έφτασαν στις ακτές της Βηρυτού δεκατέσσερα καράβια, αλλά στα τέλη του μήνα αναχώρησαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα, ενώ προσέγγισαν την Κύπρο αρπάζοντας τρόφιμα και ζώα.

Σύμφωνα με τον Βασίλη Σφυρόερα, ο Ολλανδός πρόξενος στη Λάρνακα Μάρκο-Αντόνιο Σάντι, με δύο εκθέσεις στις 22 και 26 Μαρτίου 1826 ανέφερε ότι στις 17 του μήνα εμφανίστηκαν στη θαλάσσια περιοχή της Αγίας Νάπας δέκα ελληνικά πλοία από τα οποία αποβιβάστηκαν περίπου διακόσιοι ένοπλοι με σκοπό να αρπάξουν ζώα και να εφοδιαστούν με νερό, ενώ στις 24 του μήνα εμφανίστηκαν πάλι έντεκα ελληνικά πλοία στην ακτή της Λάρνακας με σκοπό την αποβίβαση περίπου 3.500 ανδρών για την κατάληψη του νησιού, χωρίς ωστόσο η ενέργεια να πραγματοποιηθεί.

Οι πρωτοβουλίες για απελευθέρωση της Κύπρου μπορεί να εγκαταλείφθηκαν τόσο από τις ελληνικές κυβερνήσεις όσο και από τολμηρούς αγωνιστές, σε πολιτικό επίπεδο όμως οι προσπάθειες συνεχίστηκαν. Τον Αύγουστο του 1828 ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος, μαζί με τους προκρίτους του νησιού, υπέγραψαν εγκωμιαστικά έγγραφα τα οποία απέστειλαν στον κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Τα έγγραφα στάλθηκαν μέσω του ιατρού Παύλου Βαλσαμάκη και της Επιτροπής των Κυπρίων Χαράλαμπου Μάλη και Δημήτριου Φραγκούδη, οι οποίοι ζούσαν στην Ελλάδα και με τα οποία παρουσίαζαν την «αξιοθρήνητόν μας κατάστασιν». Τελικά η Κύπρος δεν συμπεριλήφθηκε στο πρώτο σύγχρονο ελληνικό κράτος και έμελλε να ακολουθήσουν πολλοί αγώνες για απελευθέρωση του νησιού, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

ΑΡΔΗΝ

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *