Το Αγγελόκαστρο είναι ένα από τα σημαντικότερα Βυζαντινά κάστρα της Ελλάδας. Επίσης είναι από τα πιο παλιά, δεδομένου ότι η θέση ήταν οχυρωμένη από τον 7ο αιώνα τουλάχιστον. Βρίσκεται στο νησί της Κέρκυρας στην κορυφή της υψηλότερης αιχμής της ακτής του νησιού στη βορειοδυτική ακτή, κοντά στην Παλαιοκαστρίτσα και πάνω στην άκρη της κορυφής της απότομης πλαγιάς.
Όταν ο καιρός είναι καλός, μπορεί να δει κανείς ολόκληρο το νησί από την κορυφή.
Το Όνομα του Κάστρου
Η προέλευση του ονόματός του δεν είναι απολύτως σαφής, μερικοί ιστορικοί αναφέρουν ότι το 1214 ο Μιχαήλ Α΄ ο Κομνηνός, δεσπότης της Ηπείρου -γνωστός και σαν Μιχαήλ Άγγελος- κατέλαβε την Κέρκυρα και μετά από το θάνατό του, ο γιος του ο Μιχαήλ Β’ ο Κομνηνός, οχύρωσε την περιοχή χτίζοντας το κάστρο και του έδωσε το όνομα του πατέρα του: «Αγγελόκαστρο».
Στην περίοδο των Ανδηγαυών, το κάστρο λεγόταν Castrum Sancti Angeli και κατά την Ενετοκρατία φρούριο Santangelo ή Σαντάγγελο.
Σήμερα το κάστρο ονομάζεται εσφαλμένα και Κάστρο του Αρχάγγελου Μιχαήλ, ονομασία που αναφέρεται και στις τουριστικές πινακίδες.
Ιστορία
Πριν από την κατάκτηση της Κέρκυρας από τους Ενετούς (1386) υπήρχαν ήδη τρία κάστρα στο νησί: Το φρούριο της Κασιώπης στα βορειοδυτικά, το φρούριο Γαρδικίου στο νότο και το Αγγελόκαστρο που προστάτευε την δυτική ακτή.
Κατά τη διάρκεια ανασκαφών το 1999 ήρθαν στο φως ευρήματα από την 5ο-7ο αιώνα που πιστοποιούν ότι η θέση ήδη ήταν οχυρωμένη από τότε.
Μετά την απώλεια της Νοτίου Ιταλίας για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1071, οι Βυζαντινοί λογικά πρέπει να φρόντισαν ιδιαίτερα για την ενίσχυση του κάστρου, μιας και αυτό ήταν πλέον το πλέον προκεχωρημένο φρούριο προς τη Δύση και ένα ισχυρό σημείο άμυνας εναντίον εισβολέων και πειρατών και κυρίως των Νορμανδών.
Το 1272 το κάστρο κατελήφθη από τους Ανδηγαυούς (δηλ. τους εκ Σικελίας ορμώμενους Νορμανδούς της δυναστείας των Ντ’ Ανζού). Τον Αύγουστο του 1386 το κατέλαβαν οι Ενετοί μετά από επίθεση στην οποία συμμετείχαν και Κορφιάτες.
Η περίοδος ακμής του κάστρου συνέπεσε με την Ενετοκρατία στην Κέρκυρα (1386-1797).
Από το 1387 μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα το Αγγελόκαστρο ήταν η πρωτεύουσα του νησιού και έδρα του τοπικού κυβερνήτη. Οι οχυρώσεις του κάστρου πρέπει να οριστικοποιήθηκαν αυτή την περίοδο, οπότε πήρε τη μορφή με την οποία σώζεται μέχρι σήμερα.
Το Αγγελόκαστρο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απώθηση των Τούρκων στις τρεις πολιορκίες της Κέρκυρας από αυτούς, κυρίως το 1537 αλλά και μετά, το 1571 και το 1716.
Αργότερα η σημασία του επισκιάστηκε από τα φρούρια της πόλης της Κέρκυρας και σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Στα χρόνια των Εγγλέζων περιήλθε σε αχρηστία εξαιτίας των αλλαγών που συνέβησαν στην πολεμική τέχνη. Έτσι αφέθηκε στην τύχη του. Τον 19ο αιώνα ήταν ήδη ερειπωμένο.
Εργασίες ανακαίνισης έγιναν το 1999.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Στο φρούριο οδηγούμαστε από ένα μονοπάτι στην αρχή του οποίου βλέπουμε τα θεμέλια της μονόχωρης εκκλησιάς του Αγίου Ιωάννη, άγνωστης χρονολογίας.
Το κάστρο αποτελείται από ένα προτείχισμα χαμηλά στο μέσο του απόκρημνου βράχου το οποίο καλύπτει όλη την βόρεια και ανατολική πλευρά ενώ η δυτική και η νότια προστατεύονται από το απόκρημνο του εδάφους.
Στο ψηλότερο σημείο βρίσκεται η ακρόπολη με την κεντρική είσοδο στα βόρεια, την οποία προστατεύει κυκλικός πύργος. Απέναντι από την κύρια πύλη τα ερείπια των κτιρίων αποτελούσαν τα καταλύματα της φρουράς, ενώ τρεις υπόγειες δεξαμενές νερού επέτρεπαν την ύδρευση του κάστρου. Μικρή πύλη υπήρχε και στην νότια πλευρά. Τα τείχη είχαν επάλξεις που σώθηκαν μόνο στην βόρειοδυτική γωνία της οχύρωσης.
Στα ανατολικά κάτω από τον μεγάλο όγκο βράχου είναι σκαμμένο μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Κυριακή με τοιχογραφίες του 18ου αιώνα και ένα περίτεχνο μαρμάρινο θωράκιο που προέρχεται από έναν άλλον ναό, πιθανόν μια παλαιοχριστιανική βασιλική.
Στο ανώτερο σημείο της ακρόπολης βρίσκεται ο ναός του Ταξιάρχη (Αρχάγγελου Μιχαήλ) στο υπέρθυρο του οποίου αναφέρεται ότι το 1734 διοικητής της φρουράς του Αγγελοκάστρου ήταν ο Αλοΐσιος Ρεγγίνης. Το εκκλησάκι αυτό οικοδομήθηκε κατά τους ύστερους ή πρώτους μεταβυζαντινούς χρόνους πάνω στα ερείπια προγενέστερου κτιρίου, πιθανόν παλαιοχριστιανικού τρίκλιτου ναού. Στο υπέρθυρο του ναού υπάρχει επιγραφή που μας πληροφορεί πως ο ναός ανακατασκευάστηκε το 1734 από τον καστελλάνο Αλοΐσιο Ρεγγίνη.