Οποιο κόμμα κι αν κερδίσει τις εκλογές, στις 7 Ιουλίου, η ζωή μας, των πολλών, δεν θα αλλάξει σε τίποτα. Ούτε στα δημόσια, ούτε στα ιδιωτικά η παραμικρή αλλαγή. Ο πνιγμός της στέρησης ίδιος, η οδύνη για την αδικία απαράλλαχτη, η αναξιοκρατία αδιατάραχτη.
Η ζωή αλλάζει μόνο με θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Τις λέξεις «θεσμική μεταρρύθμιση», τις ακούσατε, έστω μία φορά, στη ρητορική των δύο «κομμάτων εξουσίας»; Εστω και σαν διάνθισμα καλλιλογίας, τις ακούσατε ποτέ; Οι επίδοξοι πρωθυπουργοί επαγγέλλονται μόνο γενικότητες, εντυπωσιακές αοριστίες, διαχειριστικά τεχνάσματα. Υπόσχονται, λ.χ., προσέλκυση επενδύσεων, διευκολύνσεις στους επενδυτές, άρα καινούργιες θέσεις εργασίας. Δεν λένε λέξη για το πώς: ποιο θεσμικό πλαίσιο θα «υποδεχθεί» τους επενδυτές, ποια δημοσιοϋπαλληλία, ποιες δομές κρατικής οργάνωσης (τρόπος λειτουργίας της Δικαιοσύνης, του συνδικαλισμού, θεσμοί ελέγχου της ακεραιότητας των δημόσιων λειτουργών).
Οι επαγγελματίες της εξουσίας δεν μιλάνε ποτέ για θεσμικές μεταρρυθμίσεις, δίνουν την εικόνα ντοπαρισμένης εμμονής μόνο στο παιχνίδι των εντυπώσεων. Αλλά δεν υπάρχει και δημοσιογραφία να τους προκαλέσει, οι «δημοσιογράφοι» του θεάματος, πρώτοι αυτοί έχουν εξευτελιστικά παραποιήσει την πληροφόρηση σε τεχνάσματα δημιουργίας εντυπώσεων, αυτό μετράει.
Συζητήθηκαν ποτέ σε ελλαδικό τηλεοπτικό κανάλι οι λόγοι (αιτίες) που προκάλεσαν την ολοκληρωτική, ριζική αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας στα χρόνια της μεταπολίτευσης; Συζητήθηκε ποτέ το φαινόμενο «κατάποσης» του συνδικαλισμού από τα κόμματα, η ολική έκλειψη των εργατικών αιτημάτων για χάρη των κομματικών προτεραιοτήτων;
Διαμαρτυρήθηκε ποτέ ο δημοσιογραφικός συνδικαλισμός για την τερατώδη αναισχυντία: να παραχωρεί το κράτος την κοινωνική περιουσία των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων σε τυχάρπαστους, ευτελείς, ψιλικατζήδες προκειμένου να πουλάνε νυχθημερόν από τα κανάλια την ουτιδανή πραμάτεια τους;
Ο κοινός βίος αλλάζει μόνο με θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Οταν αυτές δεν υπάρχουν, έγκαιρα μελετημένες και σχεδιασμένες, κάθε επαγγελία βελτίωσης των οικονομικών είναι απάτη. Εσκεμμένη ή προϊόν αφέλειας. Ακόμα και τα θύματα της επιδημικής άνοιας (λόγω ποδοσφαίρου ή τζόγου) αντιλαμβάνονται ότι με κόλπα ή «εξυπνάδες» οικονομική ανάκαμψη δεν έρχεται.
Απαιτείται ιδιοφυής γενναιότητα για να αντιμετωπισθεί θεσμικά το οξύτατο πρόβλημα: να σιτίζονται διά βίου από το Δημόσιο εκατοντάδες χιλιάδες κομματικά διορισμένοι (χωρίς αξιολόγηση και χωρίς ποτέ να κριθεί η ποιότητα της προσφοράς τους). Ιδια γενναιότητα και για να δικαστούν αμερόληπτα (και αναδρομικά) οι υπερβάσεις κόστους των δημόσιων έργων. Οχι και πολλή γενναιότητα, μόνο κοινός νους, για την αποζημίωση που οφείλουν στην κοινωνία όσοι συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών ή βύζαξαν εγκληματικά Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας. Αυτονόητος και ο θεσμικός έλεγχος σοβαρότητας και εγκυρότητας «πανεπιστημιακών», με κωμικές εξειδικεύσεις στην εξωφρενική πια πληθώρα πανεπιστημίων στη χώρα μας.
Εχουμε υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου, επί τόσες δεκαετίες, από τους εμπορευόμενους την εξουσία τάχα και πολιτικούς, τάχα και δημοσιογράφους, ώστε να θεωρούμε ότι όλες οι παραπάνω (ενδεικτικές) θεσμικές μεταρρυθμίσεις προϋποθέτουν αναστολή της ισχύος κάποιων άρθρων του Συντάγματος, ίσως και κάποιον λοχία στη διακυβέρνηση της χώρας.
Δηλαδή, έχει νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις η μόνιμη (από τους εμπόρους της εξουσίας) καταστρατήγηση του Συντάγματος, και η αποκατάσταση δημοκρατικών όρων λειτουργίας του πολιτεύματος μας φαντάζει σαν πραξικόπημα.
Ομως, ο ρόλος των θεσμικών μεταρρυθμίσεων είναι, ακριβώς, η συνεχής διόρθωση των «ημαρτημένων», είναι η έμπρακτη κριτική εγρήγορση της κοινωνίας, ο πρώτιστος ρόλος της πολιτικής. Το ασύγγνωστο έγκλημα που ενοχοποιεί το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της χώρας, τις φαιδρές παρωδίες κομμάτων και τα σαρδανάπαλα ιδεολογικά σχήματα, είναι η εξουδετέρωση της ελευθερίας του λόγου. Η εξουδετέρωση κατορθώνει πνιγμό ανελευθερίας ασύγκριτα δραστικότερον από την απαγόρευση.
Λ.χ.: Αν χαρακτηρίζοντας «πατριδοκτόνους» τους κυβερνώντες διακινδύνευα σύλληψη, ξυλοδαρμό, φυλάκιση, η φράση μου θα έλαμπε σε χιλιάδες συνειδήσεις, θα κυκλοφορούσε με τρεμάμενα χείλη από στόμα σε στόμα, πεισματώνοντας τη σιχασιά για τον φασισμό. Σήμερα, να μιλήσεις ή να γράψεις για έγκλημα του ΣΥΡΙΖΑ στην Παιδεία και στο Σκοπιανό ή για ξιπασμένη μίμηση του «προοδευτικού» μηδενισμού από τη Ν.Δ., δεν στοιχίζει τίποτα. Θα διαβαστεί η γραφή σου, θα παρακαμφθεί σαν «υπερβολή», θα ξεχαστεί.
Σύμβολο της συντελεσμένης στην ελλαδική κοινωνία, μετά τη μεταπολίτευση, ανήκεστης βλάβης, η εικόνα, ναι, των μαθητικών παρελάσεων: Από το Δημοτικό κιόλας Σχολειό αυτονόητη η ακοινωνησία, η ανεξαρτητοποίηση του κάθε εγώ: Αδύνατο να συντονιστούν χέρια και πόδια, πώς να συντονιστούν προθέσεις και στόχοι; Μπουλούκ-ασκέρ. Μας φαντάζει και «προοδευτικό»: Να μη «στρατωνίζονται» τα παιδιά!
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 23/6/19