Ικόνιο: Οι Γερμανοί συντρίβουν τους Σελτζούκους (1190)

μετάφραση – επιμέλεια: Χείλων

Η μάχη του Ικονίου (σημερινή Κόνια) έλαβε χώρα στις 18 Μαΐου 1190 κατά την διάρκεια της Γ’ Σταυροφορίας – εκστρατεία του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα στους Αγίους Τόπους, με αποτέλεσμα την πτώση της πρωτεύουσας του Σουλτανάτου Rûm που περιήλθε στις αυτοκρατορικές δυνάμεις.

Οι αντίπαλοι

Ο Φρειδερίκος Ι ο επονομαζόμενος Μπαρμπαρόσα στέφθηκε βασιλέας της Γερμανίας στις 4 Μαρτίου 1152. Η σχέση με τον οίκο των Γιβελλίνων από την πλευρά του πατέρα και τον οίκο των Γουέλφων από την πλευρά της μητέρας, συνέβαλλε στον τερματισμό της διαμάχης των οίκων και την ειρήνευση στην φεουδαρχική Γερμανία. Αυτό του επέτρεψε να αντιταχθεί στον Παπισμό όσον αφορά στην αμφισβήτηση του δικαιώματος διορισμού Γερμανών επισκόπων, αφού ο ίδιος όρισε τον αρχιεπίσκοπο του Μαγδεμβούργου. Ο Πάπας αμφισβήτησε την επιλογή, αλλά αργότερα αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τον Φρειδερίκο, στον οποίο υποσχέθηκε αυτοκρατορικό αξίωμα, επειδή κατήλθε στην Ιταλία για να βοηθήσει στην υποταγή της Ρώμης και να πολεμήσει την Νορμανδική εξουσία. Στην πρόσκληση του Φρειδερίκου συμμετείχαν επίσης ορισμένες πόλεις της Λομβαρδίας, όπως οι Κόμο και Λόντι, οι οποίες ήθελαν να ξεφύγουν από την επιρροή της ισχυρής πόλης του Μιλάνου. Ο Φρειδερίκος αφίχθηκε στην Ιταλία και στις 18 Ιουνίου 1155 στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη.

Μια εξέγερση όμως τον ώθησε να εγκαταλείψει την πόλη, εγκαταλείποντας τον Πάπα ο οποίος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τους Νορμανδούς. Η εν λόγω υποχώρηση ενισχύει την φιλοδοξία του Φρειδερίκου Ι να επιβάλει την καθολική του κυριαρχία και την νομιμοποιημένη αυτοκρατορική στέψη. Έτσι προετοιμάζεται πολύ γρήγορα για μια νέα εισβολή στην Ιταλία και στις 7 Σεπτεμβρίου 1158 το Μιλάνο παραδίδεται. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους στην βουλή της Ρονγκάλια, ο Φρειδερίκος υποστήριξε την πληρότητα της εξουσίας του ως απάντηση στα αιτήματα για αυτονομία των βορείων Ιταλικών πόλεων. Αυτή η στάση ώθησε σύντομα τις κοινότητες σε εξέγερση, όπου ο Πάπας συντάχθηκε με τους αντάρτες και ο Φρειδερίκος απάντησε επιλέγοντας έναν αντι-Πάπα, με το όνομα Βίκτωρ IV και συγκάλεσε συμβούλιο στην Παβία.

Το 1160 ο Φρειδερίκος κατέστρεψε την Crema, λεηλάτησε πάλι το Μιλάνο το 1162 και το 1167 μετέβη στη Ρώμη όπου ενθρόνισε τον αντι Πάπα στο θρόνο του Πέτρου, ενώ ο Πάπας Αλέξανδρος ΙΙΙ κατέφυγε στους Νορμανδούς. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του, αλλά το ίδιο έτος οι Ιταλικές πόλεις στράφηκαν εναντίον του, υπογράφοντας το αντι-αυτοκρατορικό σύμφωνο της Συμμαχίας (Συμμαχία Λομβαρδίας) στο μοναστήρι της Pontida, το οποίο σήμαινε κήρυξη πολέμου, αν και οι αποφασιστικές μάχες έγιναν λίγα χρόνια αργότερα. Το 1174 ο Φρειδερίκος προσπάθησε μάταια να κατακτήσει την πόλη της Αλεξάνδρειας και στις 29 Μαΐου 1176, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις συγκρούστηκαν με εκείνες των δήμων στο Legnano. Ο Φρειδερίκος ηττήθηκε και με δυσκολία μπόρεσε να διαφύγει στην Παβία. Ο Παπισμός και η αυτοκρατορία κατέληξαν σε συμφωνία στη Βενετία το 1177. Η συμφωνία καθιέρωσε περίοδο εκεχειρίας 6 ετών με τους Ιταλικούς δήμους, με το πέρας της οποίας το 1183 υπεγράφη συνθήκη ειρήνης στο Konstanz.

Σύμφωνα με την συνθήκη οι δήμοι θα διατηρούσαν την αυτονομία τους και ήσαν υποχρεωμένοι μόνο σε επίσημο όρκο πίστης και να αποτίνουν φόρο τιμής. Ο Φρειδερίκος φαινόταν τελικά αποδυναμωμένος και στην συνέχεια το 1184, με τον γάμο του γιου του Ερρίκου με την Constance του Hauteville η αυτοκρατορία απέκτησε δικαιώματα διαδοχής στο βασίλειο της Σικελίας με τον Φρειδερίκο II. Ως συνέπεια αυτής της ένωσης, οι σχέσεις μεταξύ αυτοκρατορίας και Παπισμού φαινόταν να αποτυγχάνουν και πάλι αλλά οι επιπτώσεις απορροφήθηκαν από την σταυροφορία, όταν οι Χριστιανικές δυνάμεις είχαν παραδοθεί μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 1187, στους Μουσουλμάνους. Ο Φρειδερίκος πέθανε το 1190 λόγω πνιγμού σε ποτάμι. Παρόλο που ηττήθηκε στην μάχη εναντίον του Παπισμού και των δήμων, εντούτοις ενίσχυσε το Γερμανικό βασίλειο, το οποίο διήρκεσε επί αιώνες, διαδραματίζοντας ηγετικό ρόλο. Οι πολιτικές του πρωτοβουλίες και τα στρατιωτικά του επιτεύγματα δημιούργησαν γύρω του μια αύρα θρύλου.

 

Ο Κιλίτζ Αρσλάν II ήταν ο δεύτερος γιος του σουλτάνου Μασούντ I (1116-1156) που ανήκε στη δυναστεία των Σελτζούκων. Όταν πέθανε ο πατέρας του στις 10 Φεβρουαρίου 1156, ξέσπασαν διαμάχες μεταξύ των γιων του, για την διαδοχή. Από τα επτά παιδιά που είχε ο Μασούντ, πέντε ήταν αγόρια, ενώ ο πρωτότοκος είχε ήδη αποβιώσει, με αποτέλεσμα να κερδίσει την διαδοχή ο Κιλίτζ Αρσλάν II (1156-1190). Η βασιλεία του απειλήθηκε αμέσως σε όλα τα μέτωπα, από τους Σταυροφόρους, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό (1143-1180) τον Δανισμεντίδη της Σεβάστειας Μαλίκ, τον Νιζάμ αλ Ντιν Γιαγκί Μπασάν (1142-1164) όπως επίσης και τον εξάδελφό του Σαχανσάχ, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τον Νιζάμ αλ Ντιν.

Το 1161 ο εγγονός του Μανουήλ, ο Βυζαντινός στρατηγός Ιωάννης Κοντοστέφανος, νίκησε τον Κιλίτζ Αρσλάν, ο οποίος αναγκάστηκε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να υπογράψει ειρηνευτική συνθήκη με το Βυζάντιο. Στη συνθήκη ορίστηκε ότι ο Κιλίτζ Αρσλάν θα επέστρεφε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία τον Ελληνικό πληθυσμό των κατακτημένων πόλεων, θα σταματούσαν οι εισβολές Τουρκμενικών ομάδων και θα συνεισέφερε στρατιωτικά όποτε το ζητούσε το Βυζάντιο. Η συμφωνία η οποία έδιδε στο Βυζάντιο τεράστια εξουσία στην Μικρά Ασία σφραγίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Κιλίτζ Αρσλάν παρέμεινε για πάνω από ογδόντα ημέρες στην αυλή του Μανουήλ. Στον αντίποδα, το 1173 ο Κιλίτζ Αρσλάν συμμάχησε με τον Νουρ αντ-Ντιν, προσδοκώντας να κατακτήσει την Μοσούλη.

Αλλά το 1174 ο Νουρ αντ-Ντιν πέθανε και αυτό επέτρεψε στον Κιλίτζ Αρσλάν να επιτεθεί στους Δανισμεντίδες Τούρκους, οι οποίοι είχαν χάσει τον ισχυρό προστάτη τους και νίκησε τον βασιλέα Ζουνούν (1172-1174) ο οποίος είχε ήδη ενσωματώσει την πρωτεύουσα Σεβάστεια. Οι δύο κλάδοι των Δασμεντιδών μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσουν την προστασία του Μανουήλ. Το καλοκαίρι του 1176 οδεύοντας προς το Ικόνιο, προσεγγίστηκαν σχεδόν αμέσως από τους απεσταλμένους του Κιλίτζ Αρσλάν, με προτάσεις ειρήνης ευνοϊκές για το Βυζάντιο. Παρά την ευνοϊκή εισήγηση των συμβούλων του, ο Μανουήλ πείσθηκε από μια μικρή μειοψηφία νέων αξιωματικών που διψούσαν για δόξα και διέταξε να συνεχιστεί η εκστρατεία.

Μετά το φρούριο του Μυριοκεφάλου από την κορυφή ενός μακρού στενού φαραγγιού, οι Σελτζούκοι με επικεφαλής τον Κιλίτζ Αρσλάν σφαγιάζουν τις Βυζαντινές δυνάμεις. Ο σουλτάνος προσέφερε, ωστόσο, στον Μανουήλ ειρήνη υπό πολύ ευνοϊκές συνθήκες, ζητώντας την καταστροφή των οχυρώσεων του Δορυλαίου και του Σουβλαίου (η ενίσχυση των οποίων ολοκληρώθηκε το 1174). Ο αυτοκράτορας συμφώνησε, αλλά έχασε κάθε ελπίδα να ανακτήσει τον έλεγχο της Μικράς Ασίας. Εν τω μεταξύ ενώ ο Κιλίτζ Αρσλάν είχε σώσει το Σουλτανάτο του Ρουμ, ο Μανουήλ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη φέρνοντας μαζί του τα ελάχιστα υπολείμματα του στρατού του. Το 1178 ο Αρσλάν νίκησε τον τελευταίο εμίρη Ναντίρ αλ Ντιν Μουχάμαντ, κατακτώντας την πρωτεύουσα της Μαλάτια και τερματίζοντας την παρουσία των Δανισμεντιδών.

Το 1180 πέθανε ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός και τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος Αλέξιος Β’ Κομνηνός (1180-1183). Στην Βυζαντινή αυτοκρατορία άρχισε μια περίοδος αστάθειας, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Αρσλάν ο οποίος κατέλαβε τα βυζαντινά εδάφη της νότιας Ανατολίας. Το 1185 κατόρθωσε να κάνει ειρήνη με το Βυζάντιο, όμως λίγα χρόνια μετά την Γερμανική εισβολή των σταυροφόρων υπό τη διοίκηση του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα έθεσε σε κίνδυνο το βασίλειό του, αλλά παρά την ήττα του Ικονίου, ο θάνατος του Γερμανού αυτοκράτορα στις όχθες του Σαλέφ έσωσε το Σουλτανάτο του Ρουμ. Στις 26 Αυγούστου 1192, ο Κιλίτζ Αρσλάν II πέθανε, αφού βασίλεψε για 36 χρόνια. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Καϊκουσρά/Kaykhusraw I.

Η αφορμή

Μετά την καταστροφική μάχη του Χαττίν και την ακόλουθη πολιορκία της Ιερουσαλήμ, οι περισσότερες από τις Σταυροφόρες πολιτείες είχαν επανακτηθεί από τις δυνάμεις του Σαλαντίν. Ο Πάπας Γρηγόριος Β’ κάλεσε την Ευρώπη σε μια νέα σταυροφορία για να αποκαταστήσει τη Χριστιανική εξουσία στην Ιερουσαλήμ και να βοηθήσει τα υπόλοιπα οχυρά των Σταυροφοριών. Ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα ανταποκρίθηκε σχεδόν αμέσως στην κλήση των Παπικών. «Ανέλαβε τον σταυρό» στον Καθεδρικό Ναό του Μάιντς στις 27 Μαρτίου 1188 και ήταν από τους πρώτους κυβερνήτες της Ευρώπης που αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους τον Μάιο του 1189 με στρατό περίπου 100.000 ανδρών, συμπεριλαμβανομένων 20.000 ιππικού (ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτός ο αριθμός είναι υπερβολικός, υπολογίζοντας περίπου 15.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένου 3.000 ιππικού). Στις αρχικές δυνάμεις του, ο Μπαρμπαρόσα προσέθεσε ένα σώμα περίπου 2.000 ανδρών υπό τις διαταγές του Ούγγρου πρίγκιπα Γέζα II Ουχέρσκι, νεότερου αδελφού του βασιλέα Μπέλα ΙΙΙ της Ουγγαρίας.

Μετά την διέλευση από την Ουγγαρία, την Σερβία, την Βουλγαρία και εδάφη που δεν ήταν πάντα φιλικά, όπως η Βυζαντινή αυτοκρατορία, οι δυνάμεις Σταυροφόρων υπό την διοίκηση του αυτοκράτορα έφθασαν στην Ανατολία, η οποία τελούσε τότε υπό τον έλεγχο του Κιλίτζ Αρσλάν II. Οι Τούρκοι, παρενοχλούσαν συνεχώς τις Γερμανικές δυνάμεις που εισχώρησαν στην επικράτειά τους, με μια σειρά από ενέδρες, χρησιμοποιώντας την κλασική τακτική «χτύπα και φύγε». Αυτές οι ενέργειες υπονόμευαν το ηθικό των Σταυροφόρων αλλά όχι μόνο. Οι συνεχείς επιθέσεις και η ανάγκη προώθησης με εξαιρετική προσοχή σε εχθρικό έδαφος που ήταν δύσκολο από άποψη τοπογραφίας, παρέτειναν τον χρόνο αποστολής και οι προμήθειες άρχισαν να τελειώνουν. Όμως παρά ταύτα, οι Σταυροφόροι συνέχισαν την πορεία μέχρι την πόλη του Ικονίου. Η εν λόγω πόλη, βρισκόταν στο δρόμο που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Αντιόχεια και κατά την Α’ Σταυροφορία κατακτήθηκε από τον Godfrey of Bouillon λόγω της στρατηγικής σημασίας της. Με τα εφόδια σχεδόν τελειωμένα και την αποφασιστικότητα που απέδειξαν οι μαχητές του στην αντιμετώπιση του εχθρού, ο Μπαρμπαρόσα αποφάσισε ότι ήταν καιρός οι Χριστιανοί να πάρουν πίσω το Ικόνιο, πριν επιτεθούν στους Αγίους Τόπους. Έτσι στις 17 Μαΐου, ο Γερμανικός στρατός στρατοπέδευσε στον λεγόμενο «κήπο αναψυχής του σουλτάνου», λίγο έξω από την πόλη.

Η μάχη

Το πρωί της 18ης Μαίου 1190, ο Μπαρμπαρόσα χώρισε το στρατό σε δύο τμήματα, εκ των οποίων στο ένα τμήμα υπό τον γιο του δούκα Φρεδερίκο VI της Σουαβίας, ανατέθηκε η επίθεση στην πόλη, ενώ το άλλο παρέμεινε υπό τις εντολές του έξω από το Ικόνιο. Λίγο πριν επιτεθεί στην πόλη, ο δούκας Φρειδερίκος συναντήθηκε με τον Γερμανό πρεσβευτή, Geoffrey του Wiesbach, ο οποίος είχε προσπαθήσει προηγουμένως να διαπραγματευτεί με τον Σουλτάνο και του είπε ότι ο Αρσλάν, και μεγάλο τμήμα του στρατού του, είχαν καταφύγει στην οχυρωμένη ακρόπολη του Ικονίου, μαζί με όλους σχεδόν τους κατοίκους της πόλης, τους θησαυρούς και μεγάλη ποσότητα τροφίμων που τόσο είχαν ανάγκη οι Γερμανοί. Ο δούκας κατέλαβε αμέσως την πόλη με τα στρατεύματά του και με την πρώτη προσπάθεια κατάφερε να καταρρίψει μια από τις πύλες της, υπερνικώντας την αντίσταση των Σελτζούκων και διεισδύοντας στα τείχη της ακρόπολης. Οι κάτοικοι που είχαν παραμείνει στην πόλη σχεδόν όλοι σκοτώθηκαν αμέσως.

Εν τω μεταξύ, ο Μπαρμπαρόσα, χωρίς να γνωρίζει ότι ο γιος του κατέλαβε την πόλη (συμπεριλαμβανομένης της Ακρόπολης) περικυκλώθηκε, λίγο έξω από το Ικόνιο, από Σελτζουκικά στρατεύματα περίπου 65.000 πολεμιστών, υπό την ηγεσία του Qutb al-Din. Η κατάσταση φαινόταν να μην αφήνει ελπίδα στους Γερμανούς, όχι μόνο για τον αριθμό ή την ποιότητα των Τούρκων πολεμιστών, αλλά για τον αιφνιδιασμό της επίθεσης. Έτσι αρχικά οι στρατιώτες αιφνιδιάστηκαν και συγκεντρώθηκαν δίπλα στον αυτοκράτορα, περιμένοντας το μοιραίο τέλος. Εκείνη την στιγμή ο Μπαρμπαρόσα δεν αποδέχτηκε την φαινομενικά αναπόφευκτη μοίρα και απευθύνθηκε στους άντρες του, χρησιμοποιώντας την φράση: «Γιατί μένουμε άπραγοι, τι φοβόμαστε; ο Χριστός βασιλεύει, ο Χριστός νικά». Μόλις εξέφρασε τα λόγια, όρμησε ενάντια στον εχθρό, δίδοντας το παράδειγμα στους πολεμιστές του, οι οποίοι έπραξαν το ίδιο. Το θάρρος του αυτοκράτορα ενέπνευσε τους Σταυροφόρους οι οποίοι διέσπασαν τον εχθρικό σχηματισμό που τους περιέβαλλε και στην συνέχεια ενώθηκαν με τα στρατεύματα του δούκα, που ήσαν στην πόλη.

Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι Σελτζούκοι έχασαν 40.000 άντρες και άλλοι 5.000 υπέκυψαν στα τραύματά τους. Οι απώλειες των Σταυροφόρων ήσαν περίπου 20.000 άνδρες.

Αποτέλεσμα

Μετά τη νίκη, οι Σταυροφόροι παρέμειναν στην πόλη για 5 ημέρες. Στη συνέχεια στις 23 Μαΐου συνέχισαν την πορεία τους, αφού συνέλαβαν κάποιους Τούρκους ομήρους για λόγους ασφάλειας. Η επιτυχία του αυτοκρατορικού στρατού ανησύχησε πολύ τον Σαλαντίν, ο οποίος αποφάσισε να γκρεμίσει τα τείχη ορισμένων λιμένων της Συρίας, έτσι ώστε να μην χρησιμοποιηθούν από τους Σταυροφόρους εναντίον του. Όλες οι ενέργειες όμως αποδείχτηκαν περιττές, αφού στις 16 Ιουνίου, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα πνίγηκε ενώ διέσχιζε τον ποταμό Σαλέφ.

Με το θάνατο του αυτοκράτορα, το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του διαλύθηκε. Ο γιος του Φρεδερίκος VI της Σουαβίας, προσπάθησε να συνεχίσει με τον υπόλοιπο Γερμανικό στρατό, μαζί με τις Ουγγρικές δυνάμεις, υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Γέζα, με σκοπό να θάψει τον πατέρα του στην Ιερουσαλήμ, αλλά οι προσπάθειες διατήρησης της σωρού του του σε ξύδι απέτυχαν και έτσι το σώμα του θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στην Αντιόχεια, τα οστά στον καθεδρικό ναό της Τύρου και η καρδιά του, στην Ταρσό.

Πηγές

Kenneth M. Setton, Robert Lee Wolff, Harry W. Hazard «A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311″

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *