Ο Ροΐδης, η Πάπισσα Ιωάννα και τα μυστήρια της Σκυθόπολης

Στὰ 1866, πρὶν ἀπὸ 158 χρόνια, ὁ Ἐμμανουὴλ Ροΐδης ἐκδίδει τὸ ἔργο του «Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα». Δὲν θὰ ἀσχοληθῶ ἐδῶ μὲ τὸν θόρυβο ποὺ ἔκτοτε ἔκανε καὶ προκαλεῖ τὸ ἔργο αὐτό. Θὰ σταθῶ σὲ μία ἱστορικὴ λεπτομέρειά του.

Γιάννης Ταχόπουλος – 06/03/2025 – FB

Μεταξὺ διάφορων ἄλλων ἐμβόλιμων ἱστορικῶν πληροφοριῶν χάριν ἐντυπωσιασμοῦ καὶ πρόκλησης σόκ στοὺς ἀνίδεους ἐν Ἑλλάδι χριστιανοὺς ἀναγνῶστες ποὺ ἡ μόνη τους προβλέψιμη δυνατὴ ἀντίδραση ἦταν νὰ ἀφρίζουν καὶ νὰ τὸν καταριοῦνται (ὅπως π.χ. τῆς ἀβάσιμης πληροφορίας -σ. 317 τῆς πρώτης ἔκδοσης- ὅτι «ἡ ἐν Μακόνῃ τῆς Γαλλίας συνελθοῦσα ἐν ἔτει 585 Σύνοδος, ἵνα ἀποφασίσῃ ἂν ἦσαν ἄνθρωποι αἱ γυναῖκες»), ὁ Ροΐδης παραθέτει καὶ τὴν ἑξῆς, στὴ σελίδα 326, γιὰ τὴ Σκυθόπολη (στὸ σημερινὸ Ἰσραήλ) στὰ χρόνια τοῦ Κωνστάντιου Β΄, πόλη ποὺ ὑποτίθεται ὅτι κατέστη τόπος ἐκτελέσεων πλήθους Ἐθνικῶν ἀπὸ τὸ ἐκχριστιανισμένο ρωμαϊκὸ κράτος:

«Οὐχ ἦττον ἐπιβαρυντικὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀμ. Μαρκελλίνου, ἣν π ι σ τ ῶ ς μ ε τ α φ ρ ά ζ ο μ ε ν: “Ἤρκει νὰ κατηγορηθῇ τις ὑπὸ κακοβούλου κατασκόπου, ὅτι ἔφερε περὶ τὸν τράχηλον φυλακτήριον κατὰ τοῦ πυρετοῦ ἢ ἐφάνη παρακαθήμενος πλησίον τάφου ἢ ἐρειπίου, ἵνα καταδικασθῇ εἰς θάνατον ὡ ς ε ἰ δ ω λ ο λ ά τ ρ η ς ἢ νεκρομάντις”»

Στὸ κυρίως κείμενο ὁ Ροΐδης (σελ. 201) γράφει:

«Ὁ σφάζων πρόβατο πρὸς οἰκογενειακὴν εὐωχίαν, ὁ προσφέρων ἄνθη εἰς τοῦ πατρός του τὸν τάφον, ὁ συλλέγων χαμαίμηλα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ὁ ἀρωματίζων τὴν οἰκίαν του ἢ φέρων ἀνηρτημένον περὶ τὸν τράχηλον φυλακτήριον κατὰ τοῦ πυρετοῦ κατεμηνύετο ὑπὸ κουκουλοφόρων κατασκόπων ὡς μάγος ἢ εἰδωλολάτρης, κατεβαρύνετο δι’ ἁλύσεων καὶ ἐστέλλετο εἰς Σκυθόπολιν, ὅπου εἶχε στηθῆ τὸ χριστιανικὸν κρεουργεῖον. Ἐκεῖ συνεδρίαζον εὐσεβεῖς δικασταί, ἁμιλλώμενοι τίς πλείονας εἰδωλολάτρας νὰ ὀπτήσῃ ἐπὶ ἐσχάρας, νὰ βράσῃ ἐντὸς ζέοντος ἐλαίου ἢ κατακόψῃ μεληδόν».

Τὸ «ὡς εἰδωλολάτρης» στὴν τελευταία φράση τοῦ παραπάνω ἀποσπάσματος εἶναι ἀνύπαρκτο στὸν Ἀμμιανὸ Μαρκελλίνο, καὶ πιθανὸν εἶναι δημιούργημα τοῦ Ροΐδη. Τὸ ἴδιο ἀνύπαρκτες στὸν Ἀμμιανὸ εἶναι καὶ οἱ φρικτὲς περιγραφὲς τῶν βασανιστηρίων ἐν εἴδει χασάπικου καὶ γυράδικου ἀπὸ τὸν Ροΐδη.

Τὸ λατινικὸ κείμενο τοῦ «στρατιώτη καὶ Γραικοῦ» (ὅπως αὐτὸς αὐτοπροσδιορίζεται) Ἀμμιανοῦ Μαρκελλίνου ἔχει ὡς ἑξῆς (βλ. Ammiani Marcellini Rerum Gestarum Libri qui supersunt, έκδ. W. Seyfarth, I 180.23-181.3 (19.12.14)):
«Nam siqui remedia quartanae vel doloris alterius collo gestaret, sive per monumentum transisse vesperum malivolorum argueretur indiciis, ut veneficus sepulchrorumque horrores et errantium ibidem animarum ludibria colligens vana pronuntiatus reus capitis interibat».

Ἡ ἀγγλικὴ μετάφραση τοῦ J. Rolfe (Ammianus Marcellinus History, τ. 1, σ. 541) ἔχει ὡς ἑξῆς:
«For if anyone wore on his neck an amulet against the quartan ague or any other complaint, or was accused by the testimony of the evil-disposed of passing by a grave in the evening, on the ground that he was a dealer in poisons, or a gatherer of the horrors of tombs and the vain illusions of the ghosts that walk there, he was condemned to capital punishment and so perished»

Ὁμοίως, στὴ γερμανικὴ μετάφραση τοῦ Seyfarth (Ammianus Marcellinus Römische Geschichte, τ. 2, σ. 79) ἀπουσιάζει ἡ ροΐδεια προσθήκη τοῦ «ὡς εἰδωλολάτρης». Τὸ ἴδιο καὶ σὲ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς μεταφράσεις. Ἀποτροπαϊκὰ φυλακτὰ φόραγαν καὶ ἀρκετοὶ Χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς.

Ἡ προσθήκη αὐτὴ ἀλλάζει ἀποφασιστικὰ τὸ νόημα γιατὶ παρουσιάζει τὸν Ἀμμιανὸ νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἔγιναν διώξεις γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους, ἐνῶ ὁ Ἀμμιανὸς παραθέτει (19.12.1-13, βλ. καὶ P. Chuvin, Οἱ τελευταῖοι Ἐθνικοί, σσ. 54-55) μιὰ ἱστορία ὑποτιθέμενης συνωμοσίας κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνστάντιου. Συνωμοσίας ἡ ὁποία, κλασσικὰ γιὰ τὴν ἐποχή, πάντα προετοιμαζόταν μετὰ ἀπὸ τὴν σχετικὴ ἀπόφανση τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐποχῆς, τῆς μαντικῆς, ποὺ μποροῦσε νὰ πληροφορήσει ὅσους ζητοῦσαν χρησμὸ γιὰ τὸ ἂν τὸ ἐγχείρημά τους θὰ ἦταν ἐπιτυχημένο ἢ ὄχι. Εἶναι γνωστοὶ νόμοι καὶ διατάγματα χριστιανῶν καὶ προκωνσταντίνειων αὐτοκρατόρων κατὰ τῆς χρησμοδότησης μὲ τέτοιους σκοπούς. Καὶ ἡ μαγεία ἦταν κόκκινο πανὶ γιὰ τοὺς αὐτοκράτορες ἀνεξαρτήτως θρησκείας.

Ἡ μετάφραση τοῦ Ροΐδη γιὰ τὴ Σκυθόπολη συνέχισε νὰ χρησιμοποιεῖται καὶ νὰ ἐπαναφέρεται σὲ νεοελληνικὰ κείμενα ἀκόμη καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰώνα, κι αὐτὸ ἀποτελεῖ δεῖγμα τοῦ νεοελληνικοῦ μεταφραστικοῦ ἐπιπέδου καὶ τῶν παρωπίδων ποὺ εἶναι ὑπεύθυνες γι’ αὐτό. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅτι λείπουν οἱ νεοελληνικὲς ἀποδόσεις γιὰ πολλὰ ἱστορικὰ ἑλληνόγλωσσα ἔργα τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας (Σωκράτης Σχολαστικός, Σωζομενός, Θεοδώρητος, Εὐάγριος, Φιλοστόργιος, Ἰωάννης Μαλάλας κ.ἄ.), ἐνῶ ὑπάρχουν πολλὲς ξένες μεταφράσεις. Ποιὸς Ἕλληνας θὰ ἀσχολιόταν μὲ τέτοια ἀνάξια λόγου ἔργα;

Ἀπομένει τὸ ἐρώτημα, πῶς ὁ Ροΐδης ὑποστηρίζει ὅτι μεταφράζει «πιστῶς» τὸν Ἀμμιανὸ Μαρκελλίνο ἐνῶ τὸν παραποιεῖ. Ἡ μία λύση εἶναι νὰ φανταστοῦμε μιὰ κλασσικὴ περίπτωση ἐξαπάτησης γιὰ χάρη ἀνώτερων σκοπῶν (σοκαρίσματος καὶ διαφωτισμοῦ τῶν πρωτόγονων Νεοελλήνων τοῦ 1860), ὅπου μὲ λίγη καλὴ ἢ κακὴ θέληση, τὰ κείμενα βιάζονται προκειμένου νὰ ἐξαχθεῖ τὸ ἐπιθυμητὸ συμπέρασμα τοῦ συγγραφέα, τὸ νόημα τοῦ κειμένου: Ὅτι «Ταῦτα πάντα [σημ.: τὰ σχετικὰ μὲ τὴ Σκυθόπολη] ἔπρεπε, νομίζω , νὰ καταστήσωσι […], ἡμᾶς δὲ τοὺς ὀρθοδόξους ἧττον δριμεῖς πρὸς τοὺς Δυτικούς, ὁσάκις ἐπιῤῥίπτομεν κατὰ τοῦ προσώπου αὐτῶν τὴν σφαγὴν τῆς νυκτὸς τοῦ Ἁγ. Βαρθολομαίου καὶ τὴν ἱερὰν ἐξέτασιν, ἣν παρὰ τῶν Βυζαντινῶν παρέλαβον»

Ἐδῶ, ἡ ἐξαπάτηση δὲν γίνεται, ἂς ποῦμε, μὲ τὴν σκέψη ὅτι πρέπει συνειδητὰ νὰ ἐξαπατηθεῖ ὁ ἀναγνώστης, ἀλλὰ μὲ τὴ σκέψη ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ κειμένου· αὐτὸ ποὺ θεωρεῖ ἀληθινὸ καὶ ἑρμηνεύει σὰν ἱστορικὸς ὁ Ροΐδης, καὶ ὄχι ὁ Ἀμμιανός. Ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα, λοιπόν, καὶ εἶναι μιὰ ἐξαπάτηση ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε ὡς ἀπόπειρα γιὰ νὰ ἀποκομίσει προσωπικὸ ὄφελος, ἀλλὰ ὡς καλοπροαίρετη ἑρμηνεία, γιὰ νὰ μαθαίνουν καὶ μερικοὶ-μερικοί ὅτι
«Μυριάδες μαρτυρολογίων διηγοῦνται τὰς ἀθλήσεις τῶν χριστιανῶν ὁμολογητῶν, ἐκ τῶν πληγῶν τῶν ὁποίων ἔσταζε γάλα, καὶ οὓς ἐδρόσιζον αἱ φλόγες , ἀλλ᾽ οὐδεὶς ἔγραψεν ἀκόμη τὸ ἀψευδὲς Συναξάριον τῶν μαρτύρων [σημ.: Παγανιστῶν τῆς Σκυθόπολης] · ἐκείνων, οἵτινες ἀντὶ μυθώδους γάλακτος ἔχυσαν αἷμα ἀληθὲς καὶ ἀντὶ νὰ τοὺς δροσίση κατέκαυσε τὸ πῦρ τῆς χριστιανικῆς ἀνεπιεικείας, καυστικώτερον ὄν, φαίνεται, τοῦ πυρὸς τῆς πολυθεϊκῆς ὠμότητος.»

Γιὰ καλὸ ἢ κακὸ σκοπό, ἡ ἐξαπάτηση παραμένει τέτοια, βεβαίως. Ἡ δεύτερη ὑπόθεση εἶναι ἡ προχειροδουλειά: Ὁ Ροΐδης δὲν εἶχε τὸ χρόνο καὶ τὴ διάθεση ἢ τὴν ἱκανότητα νὰ βρεῖ καὶ νὰ διαβάσει τὸν Ἀμμιανὸ Μαρκελλίνο. Ἴσως ἐμπιστεύτηκε κάποια ξενόγλωσση μετάφραση τῆς ἐποχῆς του ποὺ βρῆκε τυχαῖα σὲ κάποιο βιβλίο γενικῆς μεσαιωνικῆς ἱστορίας. Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι προέβλεψε πὼς κανεὶς Ἕλληνας τῆς ἐποχῆς του δὲν θὰ ἔμπαινε στὸν κόπο νὰ ἐλέγξει τὶς πηγές του, γιατὶ θὰ τοὺς ἀρκοῦσε ἡ αὐθεντία τοῦ ξένου βιβλίου (στὸν Ροΐδη ἀρκοῦσε) ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆρε τὴν πιστὴν αὐτὴ μετάφρασιν. Εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο στὴν πρόβλεψή του, καὶ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ, ὅπως προαναφέραμε, ἡ μετάφρασή του συνέχισε νὰ χρησιμοποιεῖται ὣς τὶς μέρες μας.

Ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο ὑποθέσεις ἀληθεύει, εἶναι πραγματικὰ δύσκολο νὰ πεῖ κάποιος, καθὼς θὰ χρειαζόταν ψυχογράφημα. Γιὰ τὴν ἱστορία καὶ πάλι, ὁ ἐθνικὸς ρήτορας Λιβάνιος σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό, ποὺ εἶχε διαδεχτεῖ τὸν Κωνστάντιο, γράφει ὅτι ὅσοι εἶχαν τιμωρηθεῖ στὴ Σκυθόπολη (τιμωρία ποὺ ὀφειλόταν στὴν ἀπόπειρα ἀνατροπῆς τοῦ Κωνστάντιου, ὅπως γράφει ὁ Ἀμμιανός) λίγα χρόνια πρίν, εἶχαν ἀφεθεῖ ἐλεύθεροι νὰ γυρίσουν στὶς πατρίδες τους, πλὴν ἑνός.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *