Ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας (Friedrich II, 24 Ιανουαρίου 1712 – 17 Αυγούστου 1786), ο επικαλούμενος και Μέγας, ήταν βασιλιάς της Πρωσίας (1740-1786), μέλος του Οίκου των Χοεντσόλερν. Ήταν γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄ και εγγονός του Φρειδερίκου Α΄.
Όταν η Γερμανίδα πριγκίπισσα και σύζυγος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄, Σοφία Δωροθέα, γέννησε τον γιο του το 1712, ο Πρώσος βασιλιάς προσπάθησε να αναθρέψει το διαδοχό του με την άκαμπτη αυστηρότητα που έδειχνε στα στρατιωτικά γυμνάσια κάτω από το πλέον βαρύ και αυστηρό πρωτόκολλο που χαρακτήριζε τη πρωσική βασιλική Αυλή.
Έτσι ο μικρός Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να ξυπνά πολύ νωρίς το πρωί, αποστήθιζε μεγάλες προσευχές, φορούσε πάντα στρατιωτική στολή, ακουλουθούσε ένα απαράβατο πρόγραμμα ακαδημαϊκών σπουδών και γυμναστικών ασκήσεων και κοιμόταν πάλι πολύ νωρίς.
Η μητέρα του, αντίθετα είχε έντονο ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά δρώμενα και η επιρροή της στον νεαρό Φρειδερίκο εξόργιζε τον πατέρα του, ο οποίος για να σκληραγωγήσει και να νουθετήσει τον γιο του τον μεταχειριζόταν με τρόπο που έφθανε στα όρια της κτηνωδίας.
Ο έφηβος Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να γευματίζει καθισμένος στην πιο υποτιμητική θέση του τραπεζιού μακριά από τους γονείς του. Ο πατέρας του συχνά τον κτυπούσε μποστά σε ξένους επισκέπτες και μία φορά τον έσυρε από τα μαλλιά στους διαδρόμους του ανακτόρου.
Σε ηλικία 18 ετών ο Φρειδερίκος επιχείρησε να πραγματοποιήσει την προσωπική του επανάσταση με μια απόπειρα να φύγει από την Πρωσία και να αναζητήσει άσυλο στον θείο του, βασιλιά της Αγγλίας, αλλά το σχέδιο του προδόθηκε και ο διάδοχος συνελήφθη και κατέληξε στην απομόνωση στο κάστρο του Κυστρίν, αφού προηγουμένως μπροστά στα μάτια του διατάχθηκε η εκτέλεση του φίλου του αξιωματικού φον Κάττε, που προσπάθησε να τον βοηθήσει στη δραπέτευσή του.
Μετά την αποφυλάκισή του πεπεισμένος πλέον ότι κάθε περαιτέρω αντίσταση στο πατρικό θέλημα ήταν ανώφελη, ακολούθησε έκτοτε πιστά τις προσταγές του πατέρα του βασιλιά, όπου και υποχρεώθηκε ν’ αναλάβει τη διοίκηση ενός συντάγματος γρεναδιέρων και να ασχολείται με τα κοινά του κράτους.
Το 1732 υπό τη πίεση του πατέρα του νυμφεύθηκε τη Γερμανίδα πριγκήπισσα Ελισάβετ Κριστίνα της Βρουνσβίκης-Μπέβερν, χωρίς να ερωτηθεί.
Όταν τελικά ανέβηκε στο θρόνο της Πρωσίας σε ηλικία 28 ετών, το 1740, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναζωογόνησης της οικονομίας και ενίσχυσης του Στρατού, ο οποιός αποτελούσε και την κυριότερη μέριμνα του. Ως βασιλιάς υπήρξε ιδιαίτερα συγκεντρωτικός («Όλα τα θέματα πρέπει να μου αναφέρονται») και αυταρχικός, έδειχνε δε ελάχιστη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, τρέφοντας μία μόνιμη καχυποψία («Όσο περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί, τόσο περισσότεροι κλέφτες»).
Η εφευρετικότητα του σε ό,τι αφορούσε την πολεμική τέχνη ήταν αδιαμφισβήτητη.
O Φρειδερίκος είχε εξαίρετες στρατηγικές και τακτικές ικανότητες. Ο Φρειδερίκος ήταν πρόθυμος να επωφεληθεί από την εμπειρία του («Μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να ισχυρισθεί, ότι ήταν το ίδιο ψύχραιμος κατά την πρώτη του μάχη όσο και κατά τη δέκατη»). Το σωματικό σθένος, που του εξασφάλισε η σκληρή διαπαιδαγώγηση («Είμαι πάνω στο άλογο μου ακόμη και άρρωστος, όταν άλλοι στη θέση μου θα βρίσκοταν στο κρεβάτι κλαψουρίζοντας»), βρήκε το ταίρι της στην οξύνοια και στην αποφασιστικότητα («Όλος ο κόσμος καταφρονεί τους στρατιωτικούς διοικητές, οι εφημερίδες τους χλευάζουν, αλλά από τους χιλιάδες που τους ασκούν κριτική δεν μπορεί να βρει κανένας ούτε έναν που να μπορεί να διοικήσει ακόμη και ένα τάγμα»).
Επεξέτεινε το κράτος του σε σημαντικό βαθμό, αντιμετωπίζοντας τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις με επιτυχία, ιδιαίτερα κατά τον Επταετή Πόλεμο με το τελος του οποίου η Πρωσία είχε καταστεί μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη.Mε την άνοδό του στο θρόνο, ο Φρειδερίκος, πλέον Φρειδερίκος B’ της Πρωσίας, έδωσε ένα δείγμα τού τι θα έπρεπε ο κόσμος να περιμένει απ’ αυτόν: επιθυμώντας να ενισχύσει εδαφικά τη μάλλον αναιμική και πολυδιασπασμένη πρωσική επικράτεια, εισέβαλε στη Σιλεσία, την οποία και προσάρτησε μετά από διετείς εχθροπραξίες με την Aυστριακή αυτοκρατορία (1740-42). O «πρώτος πόλεμος της Σιλεσίας», όπως ονομάστηκε η σύγκρουση, ήταν μέρος των πολέμων της αυστριακής διαδοχής που συντάραξαν την Eυρώπη για 8 χρόνια και ακολουθήθηκε από έναν ακόμη (B’ πόλεμος της Σιλεσίας) το 1744-45. Kαι αυτός ήταν νικηφόρος για την Πρωσία και το νεαρό ηγεμόνα της, με τη μάχη του Xόενφριντμπεργκ να φαντάζει ως το μεγαλύτερο τακτικό κατόρθωμα του Πρώσου βασιλιά σε αυτήν την περίοδο.
Παρά τις αλλεπάλληλες νίκες, ο Φρειδερίκος δεν είχε αυταπάτες ως προς τη θέση της χώρας του. Ως το νεότερο από τα βασίλεια της Eυρώπης, η Πρωσία ήταν μία μικρή και μάλλον ευάλωτη χώρα, ενώ οικονομικά και κοινωνικά ήταν πολύ πίσω από τους γείτονές της στα Δυτικά και στο Nότο. Iδιοφυής και εφευρετικός, καταλάβαινε ότι ο μοναδικός τρόπος για τη μικρή Πρωσία να επιβιώσει και να μεγαλώσει σε βάρος των γειτόνων της, ήταν να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της. Tο κυριότερο εκείνη την εποχή ήταν ο μικρός, αλλά πειθαρχημένος και καλά εκπαιδευμένος στρατός της, που ήταν δημιούργημα του πατέρα του, αλλά η παράδοσή του πήγαινε πολύ πιο πίσω, στην εποχή που ακόμη η Πρωσία ήταν απλώς «το Eκλεκτοράτο του Bρανδεμβούργου», στην εποχή του εκλέκτορα Φρειδερίκου-Γουλιέλμου. Aπό τότε ακόμη το πεζικό της Πρωσίας είχε αποκτήσει την προσωνυμία «το σιδηρούν πεζικό», ωστόσο τόσο το πυροβολικό όσο και το ιππικό του κρατιδίου ήταν κατώτερης ποιότητας, αλλά και ανεπαρκή σε αριθμούς.
H προσάρτηση της Σιλεσίας δεν χόρτασε, φυσικά, την όρεξη του Φρειδερίκου, που είδε στην επόμενη δεκαετία το «νέο εχθρό» (τυπικά επικυρίαρχό του), την Aυστριακή αυτοκρατορία, να συνομολογεί συνθήκη με τη Γαλλία, τη Ρωσία και τη Σαξονία και να προετοιμάζεται για να βάλει «στη θέση του» τον ατίθασο πρωσικό «νάνο».
O Φρειδερίκος απάντησε με συμμαχία με τη Bρετανία και το Aννόβερο (και δύο μικρότερα γερμανικά κρατίδια, την Eσση και το Mπράουνσβαϊγκ) και το 1756, βλέποντας ότι σύντομα θα χρειαστεί να καταφύγει στα όπλα για να υπερασπιστεί τα κεκτημένα, αποφάσισε να περάσει στην επίθεση: στις 29 Aυγούστου ο «γερο Φριτς» (alter Fritz) όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των υπηκόων του, εισέβαλε με τον περίφημο πρωσικό στρατό στη Σαξονία, ξεκινώντας τον Eπταετή Πόλεμο. H εκστρατεία κατά της Σαξονίας ήταν απόλυτα επιτυχημένη.

Παρόλα αυτά, οι πιθανότητες για τη μικρή Πρωσία, που είχε με το μέρος της μόνο τους Bρετανούς και τους Aνοβεριανούς, να επικρατήσει σε μία σύγκρουση με τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της εποχής (Aυστρία, Pωσία, Γαλλία, αλλά και Σαξονία και Σουηδία) ήταν επιεικώς ελάχιστες. Mε νύχια και με δόντια κατόρθωσε, πετυχαίνοντας εκπληκτικές νίκες στα πεδία των μαχών και φροντίζοντας οι ήττες του να μην έχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, να συγκρατήσει την πλημμύρα των πανίσχυρων εχθρών, έως ότου η θεά τύχη τού χαμογέλασε, όταν ο θάνατος της τσαρίνας Eλισάβετ διέλυσε τον αντιπρωσικό συνασπισμό και έφερε τη Pωσία, υπό τον Πέτρο τον Γ’, στο πλευρό της Πρωσίας. Eχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου, ο Φρειδερίκος κατόρθωσε να παγιοποιήσει την κυριαρχία του επί της Σιλεσίας, ενώ παράλληλα γινόταν εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των γερμανικών κρατιδίων.
O επταετής πόλεμος χαρακτηρίστηκε από μεγάλες μάχες που κατέληξαν σε νίκες των πρωσικών όπλων, είτε μεγαλειώδεις (Pόσσμπαχ, Λιούτεν, Tοργκάου, Mπούρκερσντορφ) είτε πύρρειες (Πράγα, Tσόντορφ), ενώ υπήρξαν και οι ήττες (Kολίν, Kούνερσντορφ) που όμως δεν είχαν μόνιμα αποτελέσματα.
O μικρός πρωσικός στρατός, που συνολικά ήταν μόλις το ένα τέταρτο των αντίστοιχων δυνάμεων που διέθεταν οι αντίπαλοί του, είχε κατορθώσει μία μοναδική εποποιία, να νικήσει επανειλημμένα μεγαλύτερους και – θεωρητικά – ανώτερους στρατούς.
Eξαιτίας του μικρού μεγέθους του στρατού του και των πολλών μετώπων που έπρεπε να καλύψει ταυτόχρονα, κατέστη αριστοτέχνης του πολέμου των κινήσεων επί εσωτερικών γραμμών, του είδους του πολέμου που θα δημιουργούσε το θρύλο του Nαπολέοντα μερικές δεκαετίες αργότερα. Kινούμενος ανάμεσα στους πολυάριθμους αντίπαλους στρατούς, τους απομόνωνε πριν ενωθούν και τους αντιμετώπιζε έναν-έναν σε μάχη.
H τακτική καινοτομία του Φρειδερίκου, που έδωσε τη δυνατότητα για αλλεπάλληλες μεγαλειώδεις νίκες στον πρωσικό στρατό, ήταν η τακτική της «λοξής φάλαγγας», την οποία ο Φρειδερίκος, κατά δήλωσή του, εμπνεύστηκε από το μέγιστο στρατηγό της αρχαίας Eλλάδας, τον Eπαμεινώνδα της Θήβας. H κλιμακωτή/σταδιακή εμπλοκή των δυνάμεων στη μάχη, είχε χρησιμοποιηθεί και από άλλους στρατηγούς την ίδια εποχή και λίγο νωρίτερα, ωστόσο κανείς δεν είχε στη διάθεσή του έναν στρατό όπως τον πρωσικό: τέλεια συντονισμένο, χάρη στην επαναφορά – πολλούς αιώνες μετά την εγκατάλειψή του – του συγχρονισμένου βηματισμού, εξαιρετικά καλά εκπαιδευμένου και οπλισμένου με τα καλύτερα πρότυπα της εποχής. Oι Πρώσοι πεζοί κινούνταν ταχύτατα στο πεδίο της μάχης και είχαν εξαίρετες επιδόσεις στον πόλεμο ελιγμών, δίνοντας τη δυνατότητα στον στρατηγό τους να πραγματοποιεί περίπλοκους ελιγμούς και να διαλύει στρατούς πολλαπλάσιους από τον δικό τους.
Bεβαίως, οι τακτικές του Φρειδερίκου ήταν εξαιρετικά δαπανηρές σε ανθρώπινες ζωές. Συχνότατο φαινόμενο ήταν ο στρατός του να κερδίζει τη μάχη με απώλειες (νεκροί, σοβαρά τραυματίες) 20% ή και 30% επί των δυνάμεών του! Πρόκειται για τρομακτικά νούμερα, που έδειχναν ανάγλυφα ότι το πεδίο μάχης του «αιώνα της λογικής» ήταν μία εξαιρετικά αιματηρή υπόθεση, που σε τίποτε δε θύμιζε τους «περιορισμένους» πολέμους προηγούμενων εποχών.
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΞΗΣ ΦΑΛΑΓΓΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΣΣΙΑΣ
Πριν ξεκινήσει για εκστρατεία το στράτευμα οργανώνονταν σε προσωρινούς σχηματισμούς μεγέθους ταξιαρχίας. Ο στρατός μετέπιπτε από σχηματισμό πορείας σε σχηματισμό μάχης σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 8χλμ. από τι προωθημένες εχθρικές θέσεις. Εξαρτάτο βέβαια και από τη μορφολογία του εδάφους και από το σχέδιο επίθεσης.
Αν διοικούσε ο ίδιος ο Φρειδερίκος τότε είχαμε άμεση επίθεση! Ο Πρωσικός Στρατός αναπτυσσόταν σε τρείς γραμμές μάχης – πρώτη, δεύτερη και εφεδρική- απέναντι από τον αντίπαλο και επιτίθονταν εναντίον του μετωπικά. Ο Πρωσικός Στρατός όμως υστερούσε αριθμητικά έναντι των αντιπάλων του και η επίτευξη αιματηρών επιτυχιών ήταν πέρα των δυνατοτήτων του.Οι μετωπικές επιθέσεις με το σύνολο του στρατού κατά των οργανωμένων εχθρικών δυνάμεων κόστιζαν πολύ σε αίμα και δεν εξασφάλιζαν πάντα την επιτυχία.
Έπρεπε να ανακαλυφθεί μια νέα τακτική μάχης που θα επέτρεπε στους λιγοστούς Πρώσους να νικούν, με χαμηλό «κόστος» σε αίμα, τους πολυπληθέστερους εχθρούς τους.Ο Φρειδερίκος ήταν λάτρης της πολεμικής ιστορίας και ιδιαίτερα της ελληνικής και της ρωμαϊκής και έτσι βρήκε την λύση μέσα απο την ιστορία.
Η μοναδική του πιθανότητα επιτυχίας ήταν να αποκτά τοπική αριθμητική υπεροχή, σε επιλεγμένα σημεία του μετώπου και κυρίως απέναντι από τα πλευρά της εχθρικής παράταξης. Με τον τρόπο αυτό οι Πρώσοι θα είχαν την ευκαιρία να σαρώσουν τους αντίπαλους στρατούς αγκιστρώνοντας τους κατά μέτωπο και πλήττοντας τους στα πλευρά.Η τακτική αυτή ήταν η περίφημη τακτική της Λοξής Φάλαγγας των Επαμεινώνδα και Πελοπίδα, των δύο Θηβαίων στρατηγών του 4ου αιώνα π.Χ.Με βάση την τακτική της λοξής φάλαγγας ο στρατός κινείτο παράλληλα στο εχθρικό μέτωπο και άρχιζε να μεταπίπτει σε σχηματισμό μάχης με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.Ο όγκος των πρωσικών δυνάμεων συγκεντρώνονταν όσο το δυνατό κάθετα ως προς το ή τα εχθρικά πλευρά.Παράλληλα τμήματα ελαφρού πεζικού, ιππικού και πυροβολικού αγκίστρωναν το εχθρικό κέντρο.Σε πολλές περιπτώσεις ταξιαρχίες πεζικού γραμμής και βαρέως ιππικού στάθμευαν πίσω από τα ελαφρά τμήματα, σε μια προσπάθεια παραπλάνησης του αντιπάλου σχετικά με το ακριβές σημείο εκτόξευσης της πρωσικής επίθεσης.Ο στρατός εξακολουθούσε να αναπτύσσετε για μάχη σε τρείς γραμμές. Η πρώτη και η δεύτερη σχηματίζονταν από τον ίδιο αριθμό ταγμάτων και ιλών.Η πρώτη γραμμή μάχης απείχε από τη δεύτερη μεταξύ 200 και 500 μέτρων
Η τρίτη εφεδρική γραμμή αποτελείτο από λίγα τάγματα πεζικού και μερικές ίλες ελαφρού ιππικού.
Αμέσως μόλις ο στρατός λάμβανε τη διάταξη μάχης του τρείς βολές πυροβόλων έδιναν το σύνθημα έναρξης της μάχης.Αμέσως μετά το σύνολο του βαρέως πυροβολικού άνοιγε πυρ κατά των εχθρικών θέσεων και συγκέντρωνε τα πυρά του κατά επιλεγέντων σημείων στηρίγματος του εχθρού ή κατά προεπιλεγμένων σημείων του εχθρικού μετώπου εναντίον των οποίων θα εξαπολύονταν η επίθεση.Ακριβώς κατά του πρό-επισημασμένου αυτού σημείου της εχθρικής παράταξης θα εξαπολύονταν, μετά την προπαρασκευή του πυροβολικού και η επίθεση τμήματος των πρωσικών δυνάμεων.
Τα λοιπά πρωσικά τμήματα θα αγκίστρωναν απλώς τις απέναντι τους εχθρικές μονάδες, χωρίς να εμπλέκονται αποφασιστικά μαζί τους.Με τον τρόπο αυτό ακόμα και αν η επίθεση αποτύγχανε, το μεγαλύτερο μέρος του στρατού θα ήταν σε θέση να οπισθοχωρήσει με ασφάλεια.Με τον τρόπο αυτό ο μικρός Πρωσικός στρατός πέτυχε νίκες, όπως του Λόιτεν, το 1757, όπου με 35.000 άνδρες, ο Φρειδερίκος, διέλυσε μια σχεδόν τριπλάσια εχθρική στρατιά.
Αυτό το γεγονός, οι απαράμιλλες ικανότητες στην διπλωματία αλλά και στο πεδίο της μάχης, όπως και η μεγάλη του μόρφωση, οι γνωριμίες με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Βολταίρος, του χάρισαν την προσωνυμία Φρειδερίκος ο Μέγας.
Πέθανε σε ηλικία 74 ετών και είναι θαμμένος έξω από το θερινό ανάκτορο του Σανσουσί στο πάρκο Σανσουσί (Sans Souci = χωρίς σκοτούρες) στο Πότσδαμ μαζί με τα 11 κυνηγετικά σκυλιά του.
Ο Φρειδερίκος αποτέλεσε πρότυπο για τον Μ.Ναπολέοντα, ο οποίος επισκεπτόμενος τον τάφο του είπε προς τους αξκούς του…<< Αποκαλυφθείτε κύριοι…άνευ αυτού δεν θα υπήρχαμε>>
Αργότερα υπήρξε το κύριο ιστορικό πρόσωπο που θαύμαζε ο Άδόλφος Χίτλερ, ο οποίος είχε πάντοτε μαζί του ένα πορτραίτο του. Αυτοκτόνησε κάτω απο αυτό το πορταίτο.
Το προσωπό του ακόμα συμβολίζει την Πρωσσική στρατιωτική παράδοση.
Τα εμβατήρια και τα αφιερώματα σε αυτόν και στον στρατό του είναι χαρακτηριστικά…