Αναλφάβητοι, αλλά ξερόλες – του Χρήστου Γιανναρά

Η ιστορική επιβίωση της κρατικής υπόστασης του Ελληνισμού είναι συνάρτηση κάποιων παραγόντων. Δύσκολο να συμφωνήσουμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι στον καθορισμό τους. Ο κάθε ένας από μας είναι απολύτως βέβαιος ότι «ξέρει». Από ερασιτεχνικά ψιλοδιαβάσματα, από ακούσματα ανεύθυνων συζητήσεων στην τηλεόραση, από προσκόλληση σε γοητευτικούς «ανθρώπους του πνεύματος». Ξέρει ποιοι παράγοντες εξασφαλίζουν την ιστορική μας επιβίωση. Ξέρει και πώς διαβαθμίζεται η σπουδαιότητα αυτών των παραγόντων.

Ετσι, το ζητούμενο γίνεται ένα και μοναδικό: Πώς να συντονίσουμε τη δεδομένη, πολύ διευρυμένη (και αράγιστα παγιωμένη) γνώση, να συμβιβάσουμε τόσες αξιωματικές πεποιθήσεις. Δηλαδή, πώς θα πάψουμε να τα ξέρουμε όλοι όλα. Πώς θα αναχαιτισθεί η αντικοινωνική, αλλά δυσκατάσχετη λοιμική της δοκησισοφίας.

Πληθωρικά υπέρμετροι οι Ελληνώνυμοι, που δεν έχουν ανοίξει ποτέ βιβλίο, πέρα από τα σχολικά. Κι όμως έχουν γνώμη για τον Βενιζέλο και τον Μεταξά, τον Κοραή και τον Ιωνα Δραγούμη, τον Καποδίστρια και τη Βαυαροκρατία, την «εθνική αντίσταση» ως άλλοθι εξωραϊστικό της ζαχαριαδικής ένοπλης παραφροσύνης. Το ελλαδικό κράτος είναι αδιέξοδα βυθισμένο σε εξωφρενικά εξευτελιστικές δουλείες και ζει κάτω από ατιμωτικές αυθαιρεσίες της Αγκυρας, επειδή οι Ελληνώνυμοι «ξέρουμε» τι ψηφίζουμε, οι «πολιτικές» μας πεποιθήσεις είναι «προοδευτικά» απολιθωμένες.

Βέβαια, σε διεθνή πια κλίμακα σήμερα, τα συστήματα οργάνωσης και λειτουργίας του ανθρώπινου βίου θεμελιώνονται στην ενεργό κατάφαση της δοκησισοφίας, στην καλοστημένη ψευδαίσθηση της εγωτικής αυτεξουσιότητας. Κάθε προϊόν που θέλει να επιβιώσει στην αγορά, τοπική ή και διεθνή, ακολουθεί την ίδια παντού συνταγή: Να πείσει τον καταναλωτή ότι το προϊόν προορίζεται για χρήστες εξαιρετικά ευφυείς, μοντέρνους, ελκυστικούς, θεληματικούς. Οποιος προτιμάει το συγκεκριμένο προϊόν «ξέρει τι κάνει». Ξέρει να εκτιμά την ποιότητα, να αξιολογεί το καλύτερο, να τολμάει.

Μακροπρόθεσμα και ανεπαίσθητα αυτή η μετάγγιση αυτοβεβαιότητας θωρακίζει το εγώ, τρέφει την αυταρέσκεια. Από το άρωμα και το κόσμημα (ή και από το τυρί ή το αλλαντικό) που προκρίνουμε, ώς την ποδοσφαιρική ομάδα που προτιμάμε και το κόμμα που ψηφίζουμε, οι επιλογές μας ταυτίζονται με την εγωτική μας αυτοβεβαιότητα, αφομοιώνονται και καθορίζουν την υπαρκτική μας ταυτότητα. Δεν λέμε: ο τάδε ψηφίζει ΠΑΣΟΚ ή του αρέσει ο «Ολυμπιακός» – λέμε: είναι Πασόκ, είναι «Ολυμπιακός».

Οπουδήποτε της γης σήμερα, η οργάνωση και λειτουργία της ανθρώπινης συλλογικότητας υποτάσσεται σε μεθόδους εξουσιασμού του ατόμου μέσω ευφραντικών ψευδαισθήσεων: Οι ψευδαισθήσεις δημιουργούνται και συντηρούνται όχι με συλλογισμούς, κριτικές αποτιμήσεις, θεληματικές επιλογές, χτίζονται «ανεπαισθήτως» με αθέλητες εντυπώσεις. Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, για τον σύγχρονο άνθρωπο, που η ψηφιακή τεχνολογία καθορίζει (όχι επηρεάζει απλώς) την καθημερινότητά του, τα όσα σήμαινε κάποτε η λέξη «πραγματικότητα» το συνιστούν σήμερα οι εντυπώσεις. Η γνωστική του ικανότητα και συγκρότηση, ο κοινωνικός του βίος, οι πολιτικές του επιλογές, οι σεξουαλικές του ενορμήσεις, οι οικονομικές του συναλλαγές, η αισθητική του καλλιέργεια, όλα είναι απότοκα εντυπώσεων. Και αξιολογούνται με κριτήριο το ευάρεστο ή δυσάρεστο των εντυπώσεων.

Στη σημερινή Ελλάδα οι θεσμοί είναι μεταπρατικοί, λειτουργούν μιμητικά, δεν γεννήθηκαν από την εγχώρια πείρα και ανάγκη. Ετσι, η υποκατάσταση της πραγματικότητας από τις εντυπώσεις γεννάει ακόμα και θεσμούς: Θα μείνει ίσως στην Ιστορία ως κορυφαίο δείγμα μικρονοϊκής κουφότητας η πρωτοβουλία «προοδευτικών» επαγγελματιών της εξουσίας να καταργήσουν τη βαθμολόγηση των επιδόσεων κάθε μαθητή στο σχολείο ή να την καταστήσουν εσκεμμένα συμβατική. «Πρόοδος» σε αυτή την οπτική είναι η ισοπέδωση όλων προς τα κάτω, η αριστεία χαρακτηρίστηκε ως «ρετσινιά» και η κριτική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών καταργήθηκε.

Ο τυραννικός ολοκληρωτισμός της προτεραιότητας των εντυπώσεων ψηλαφείται στο γεγονός ότι οι διάδοχοι των «προοδευτικών» αυτών πολιτικών δεν τολμούν να επαναφέρουν στο σχολείο την κριτική αποτίμηση, την άμιλλα, την αριστεία, μήπως και χαρακτηριστούν ασυγχρόνιστοι. Τρέμουν το ενδεχόμενο να δημιουργήσουν εντύπωση «συντηρητικού». Και το θετικό ή αρνητικό πρόσημο στη λέξη «συντηρητικός» δεν το καθορίζει η λαϊκή ορθοβουλία, το επιβάλλουν, με δόλια δεξιοτεχνία, οι χρυσοπληρωμένοι Opinion Makers των κομματικών παρασκηνίων.

Πραγματική σχιζοφρένεια στην περίπτωση των σημερινών Ελληνωνύμων και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πού θα καταλήξουμε. Μιλάνε στα «μέσα» με λέξεις ακόμα ελληνικές, αλλά το νόημα των λέξεων (συχνά και η σύνταξη) είναι δάνειο παρμένο από τη γλώσσα της πλανητικής κυριαρχίας των «Αγορών». Η συντήρηση, π.χ., είναι λέξη ελληνική με θετικό βιωματικό φορτίο, που την κατανοούμε σήμερα με προσλαμβάνουσες εντελώς αρνητικές. Συμβαίνει το ίδιο με πάμπολλες λέξεις.

Απαιτούν από μας (οι «εταίροι» μας!) να απαλειφθούν από τα πτυχία και τα απολυτήρια η ιθαγένεια και το θρήσκευμα. Γιατί άραγε; Δεν τους αρκεί που έχει απαλειφθεί κάθε ελληνική παρουσία από το πεδίο πρωτογενούς παραγωγής; Τα οκτώ από τα δέκα βασικά είδη διατροφής μας στη σημερινή Ελλάδα εισάγονται, τα εργοστάσια παραγωγής έχουν κλείσει, η αποβιομηχάνιση είναι συνεπέστατα ολοκληρωτική, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, τα τρένα, το οδικό δίκτυο έχουν πουληθεί σε ιδιοκτήτες αδήλωτης ιθαγένειας και θρησκείας, τα «κοσμήματα» της χώρας (αρχαιότητες, μουσεία, τοποθεσίες έκτακτου φυσικού κάλλους) έχουν υποθηκευθεί για τα επόμενα ενενήντα εννέα χρόνια – γιατί ακόμα ενοχλεί τους επικυρίαρχους της ζωής μας η αναγραφή ιθαγένειας και θρησκεύματος;

Δυστυχώς, η ελευθερία και η δημοκρατία μόνο γεννιούνται. Δεν εξασφαλίζονται με συνταγές.

Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή στις 29/9/2019

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *