Ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὰ θεολογικὰ πράγματα κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20oῦ αἰώνα, ἔχοντας συμβάλλει οὐσιαστικὰ γιὰ τὴν ἐπανεύρεση τῆς θεολογικῆς καὶ πνευματικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα εἶχε ἀρχίσει νὰ γλυστράει σὲ ἀκαδημαϊσμό, σχολαστικισμὸ καὶ εὐσεβισμό.
Δημήτρης Μαυρόπουλος – 05/03/2016 – ΑΝΤΙΦΩΝΟ
Εἶναι δύσκολο νὰ μιλήσει κανεὶς γι’ αὐτὀν, δυσκολότερο νὰ τὸν σκιαγραφήσει. Πρόσωπο κάπως ἀντιλεγόμενο, ἀπὸ ἄλλους τιμήθηκε ὡς αὐθεντία καὶ ἀπὸ ἄλλους λοιδορήθηκε ὡς «σπερμολόγος»· ἄλλοι τὸν ἀγάπησαν γιὰ τὴν ἀλήθεια του καὶ τὴν καλοσύνη του καὶ ἄλλοι ἀντέδρασαν ἐξαιτίας τῆς παρρησίας του. Κατόρθωσε να συναντηθεῖ, μέσα ἀπὸ τὴν προσωπική του πορεία καὶ τὶς ἀναζητήσεις του, μὲ μεγάλα πνευματικὰ ρεύματα καὶ παραδόσεις, νὰ ἀντλήσει, ὅπως ἡ μέλισσα, ὅσους καλοὺς χυμούς, καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μἐσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ παραδόθηκε.
Τὸ μεγάλο μυστήριο στὸ ὁποῖο τὸν ὁδήγησαν οἱ ἀναζητήσεις του καὶ ποὺ τὸ θεωροῦσε ὡς τὴν καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν τὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Τόνιζε ἰδιαίτερα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴν παλαιὰ ἀνθρώπινη φύση, μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴ σφραγίδα ποὺ ἔφερε πάνω της, μιὰ σφραγίδα σύγχυσης καὶ θανάτου ὅτι χωρὶς νὰ ἀρνηθεῖ κανένα της στοιχεῖο, τὴν ἀνακαίνισε καὶ ταῆς ἀπέδωσε τὸ ἀρχαῖο της κάλλος, τὴν ἀρχαία της δόξα, κι ἔτσι ἀνακαινισμένη, σώα, ἀκέραιη καὶ ὑγιή, τὴν ἔστησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Αὐτὸ τὸ μυστήριο, τόνιζε ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς, καλεῖ τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ ἐπιχειρήσει τὴν ἀνάλογη κίνηση: νὰ προσαγάγει τὴ φύση του -τὰ πάθη του, τὸ λόγο του, τὴν ἐμπειρία του, τὴν πορεία καὶ τὰ συμβεβηκότα τῆς ζωῆς του- στὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ καὶ νὰ τὴν ἐναποθέσει στοὺς παντοκρατορικοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὄχι ἀρνούμενος τὴ φύση του, ἀλλὰ περνώντας την ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς κολυμβήθρας, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴ μεταμόρφωση τοῦ Θαβώρ, σφυρηλατώντας σ’ αὐτὴ τὴν πορεία τὸν ἀνακαινούμενο ἄνθρωπο.
Συνήθιζε νὰ τονίζει ἐπίσης, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἱστορίες ποὺ διηγόταν ἀπὸ τὸν Συναξαριστή, στὸν ὁποῖο ἐντρυφοῦσε, τὴν ἱστορία τοῦ ἁγίου Κόνωνα τοῦ Ἰσαυρίας: ὅταν ὁ μισόκαλος ἔστειλε τὰ δαιμόνια νὰ τὸν παρασύρουν στὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας, ἐκεῖνος κατόρθωσε νὰ τὰ μεταστρέψει ἀπὸ δαιμόνια τῆς καταστροφῆς σὲ δυνάμεις ὑπηρετικὲς τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπεξηγοῦσε ὅτι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι νὰ ἀρνεῖται τὴ γνώση τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ νὰ τὴν προσάγει ὡς σμύρνα, χρυσὸ καὶ λιβάνι στὰ πόδια τοῦ ἐσπαργανωμένου Παιδίου.
Ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα, στὶς 21 Ἰουλίου τοῦ 1921. Ὁ πατέρας του Γεώργιος, ἀθηναῖος ἔμπορος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καστανιὰ τῆς Σπάρτης, καὶ ἡ μητέρα του Ἀναστασία ἀπὸ τὸ Βάβδο τῆς Χαλκιδικῆς. Μοναχοπαίδι, ποὺ οἱ γονεῖς του τὸ ἀπέκτησαν σὲ μεγάλη σχετικὰ ἡλικία, ἔτυχε ἐπιμελημένης φροντίδας, ἰδιαίτερα γιατὶ ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς νοητικές του ἱκανότητες. Οἱ παιδικὲς θρησκευτικὲς ἐμπειρίες του ἦταν ὁ τακτικὸς ἐκκλησιασμὸς μὲ τοὺς γονεῖς του, κάποια προσκυνήματα καὶ ἠθικὲς νουθεσίες ἁπλῶν ἱερέων τῆς ἐκκλησίας τῆς γειτονιᾶς του, μιὰ ἀνεπίγνωστη εὐσέβεια, ποὺ στὰ ἐφηβικά του χρόνια ὑποχώρησε. Τελειώνοντας τὸ Πειραματικὸ σχολεῖο Ἀθηνῶν, ἐγγράφεται τὸ 1938 στὴν ἰατρικὴ σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου, μὲ τὴ φιλοδοξία νὰ διακριθεῖ ὡς χειρουργός. Πρὶν ὅμως τελειώσει τὴ φοίτηση, ἕνα τραῦμα στὸ δεξί του πόδι ἐξελίσσεται σὲ φλεγμονὴ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴ ζωή του. Αὐτὴ ἡ περιπέτεια καταλήγει τελικὰ σὲ ἀγκύλωση τοῦ δεξιοῦ γόνατος – μιὰ ἀναπηρία ποὺ θὰ ἔχει σημαντικὲς συνέπειες γι’ αὐτόν. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἐκδηλωθοῦν ἔντονες μεταφυσικὲς ἀνησυχίες, καὶ ἡ ἀνάγκη ἐπιλογῆς νέων στόχων τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀναζήτηση ἀπαντήσεων σὲ θέματα ὑπαρξιακά. Βρισκόμαστε ἤδη στὶς ἀρχὲς τῆς γερμανικῆς κατοχῆς καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ γενικὸ κλίμα ὀδύνης ἐπηρεάζει τὸν ψυχικό του κόσμο παράλληλα μὲ τὴν προσωπική του περιπέτεια. Διαβάζει θρησκευτικὰ ἔντυπα τῆς ἐποχῆς καὶ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ κύκλους ποὺ αὐτὰ τὰ ἔντυπα ἐκφράζουν. Πρὶν ὅμως οἱ ἐπαφὲς αὐτὲς προλάβουν νὰ ἀποδώσουν, γνωρίζεται συμπτωματικὰ μὲ Ἰησουΐτες μοναχοὺς ποὺ παρεπιδημοῦν στὴν Ἀθήνα καὶ ποὺ ἡ θεολογική τους μόρφωση εἶναι ἐντυπωσιακή. Νομίζει ὅτι στὴν πνευματικὴ παράδοση ποὺ ἐκπροσωποῦν θὰ βρεῖ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἀναζητάει, ἐνῶ παράλληλα τὸν συγκινεῖ ἰδιαίτερα τὸ λατρευτικὸ τυπικὸ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἐπιχειρεῖ ἕνα ταξίδι στὴ Γαλλία, ὅπου γνωρίζεται μὲ μεγάλα ὀνόματα τοῦ Καθολικισμοῦ, καὶ ἐπιστρέφει στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ, ὕστερα ἀπὸ ἐπίπονες ἐσωτερικὲς διευθετήσεις, ἀποφασίζει νὰ προσχωρήσει στὸ τάγμα τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1946 ἐντάσσεται στὶς τάξεις τους ὡς δόκιμος μοναχός. Τὸν ἴδιο μήνα ἐγκαταλείπει τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἀρχίσει μιὰ ὁδοιπορία σὲ Δύση καὶ Ἀνατολή, σπουδάζοντας τὰ φαινόμενα καὶ τὰ νοούμενα τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὸ 1946 ὣς τὸ 1949 σπουδάζει φιλοσοφία στὸ Heythrop College τῆς Ὀξφόρδης, ἐνῶ ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1948 ἐπισκέπτεται συχνὰ τὴ Λυών, στὴν ὁποία παραμένει καὶ ὁλόκληρο τὸ 1949 γιὰ νὰ παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας στὸ College de Mongré. Ἡ παραμονή του στὴ Λυὼν συνδέεται μὲ τὴ γνωριμία τῆς ὁμάδας τοῦ Pere de Lubac, μιᾶς ὁμάδας ποὺ δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν παράδοση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ νεαρὸς Κουτρουμπῆς εἶναι μιὰ ἐλπίδα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ὄχι μόνο γιὰ τὶς ἱκανότητές του τὶς πνευματικές, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἡ μητρική του γλώσσα καὶ παράδοση μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει στὶς ἀναζητήσεις τους.
Ταὀ 1950 ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς στέλνεται γιὰ νὰ διδάξει στὸ Πανεπιστήμιο St. Joseph τῆς Βηρυτοῦ.
Ἤδη ὅμως ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἀναφαίνονται τὰ ἀποτελέσματα διεργασιῶν ποὺ γίνονται μέσα του. Ὁ σπόρος τῆς μητρικῆς πίστης, ἡ ὁποία δὲν εἶχε πάψει νὰ τὸν ἀπασχολεῖ, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος σὲ στενό του φίλο, τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ὁμάδας τοῦ Pere de Lubac γιὰ τὴν παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ γνωριμία του μὲ τὸν π. Lev. Gillet, καὶ κυρίως ἡ σπουδὴ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, τὸν ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρώτη σύγκρουση μὲ τοὺς ἀδελφούς του τῆς Βηρυτοῦ, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς διάσταση μεταξὺ τῆς ἀγγλοφιλίας ποὺ τοῦ ἀποδίδεται καὶ τῆς ἀγγλοφοβίας τῶν Γάλλων Ἰησουϊτῶν. Ἡ ἀποχώρησή του ἀπὸ τὸ Τάγμα γίνεται τὸ Μάιο τοῦ 1952 καὶ διατυπώνεται μὲ τὸν διπλωματικὸ κώδικα τῶν Ἰησουϊτῶν ὡς «παράκληση γιὰ ἀποχώρηση».
Ὥς τὰ τέλη τοῦ 1953 ἐπιχειρεῖ διάφορα ταξίδια μὲ ἀφετηρία πάντα τὴ Βηρυτό: στοὺς Ἁγίους Τόπους, ποὺ ἔχουν προσκυνηματικὸ κυρίως χαρακτήρα, καὶ ποὺ τὰ μνημόνευε ἰδιαίτερα στοὺς φίλους του ὅσο ζοῦσε, στὴ Ρώμη, στὴ Γαλλία, στὴν Ἀγγλία, καὶ σύντομες παραμονὲς στὴν Ἑλλάδα, στὴν ὁποία καὶ ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1954. Ἔφυγε ἀπ’ αὐτὴ σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν καὶ ἐπιστρέφει σὲ ἡλικία 33. Σημειώνει ὁ ἴδιος σὲ ἕνα «προσωπικό» του κείμενο
«Κανονικά μὲ τὸν τρόπο ποὺ σκέφτομαι τώρα θὰ ἔπρεπε, θὰ ἦταν φυσικώτερο καὶ λογικώτερο νὰ εἶχα ἀρχίσει μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
Γιὰ λόγους ὅμως γιὰ τοὺς ὁποίους ἐν μέρει φταίω ἐγώ, ἐν μέρει φταῖνε τὰ πράγματα, ῾φταίει᾿ καὶ ἡ ἴδια ἡ Ὀρθοδοξία (ἤ, ὀρθότερα, ῾φταῖνε᾿ οἱ Ὀρθόδοξοι, ποὺ δὲν συμμορφώνονται πρὸς τὰ δόγματα καὶ τοὺς κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας) ἄρχισα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἐξέταση καὶ τὴ δοκιμὴ τοῦ καθολικισμοῦ.
Ἀπὸ τὴ δοκιμὴ αὐτὴ ἀπεκόμισα μιὰ πείρα. Ἄρχισα νὰ πιστεύω ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀβάσιμος ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ ῾ὁδὸς᾿ ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν Ἀλήθεια καὶ στὴ Ζωή.
Ἄρχισα ἐπίσης νὰ ἀνακαλύπτω τὴ σημασία, τὸν πλοῦτο, τὴν ὡραιότητα, τὴ σπουδαιότητα ταῆς Ὀρθοδοξίας…
Γιὰ νὰ προχωρήσω ἀπὸ ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι, ὁ φυσικώτερος, ὁ λογικώτερος, ὁ ῾οἰκοδομικώτερος᾿ καὶ ῾ὀργανικώτερος᾿ δρόμος εἶναι, νομίζω, ἡ Ὀρθοδοξία.
Μὲ ἄλλα λόγια νὰ προσπαθήσω -μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅσο ἐπιτρέπουν ἡ ἀδυναμία, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀλογία μου- νὰ γνωρίσω τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ τὴν ζήσω, νὰ φθάσω δι’ αὐτῆς καὶ ῾μετ’ αὐτῆς᾿ στὸ Τέλος».
Ἀπὸ τὸ 1954 ὣς τὸ 1958 προσπαθεῖ νὰ ἀναγνωρίσει τὸν «οἰκεῖον τόπον» καὶ νὰ σπουδάσει τὸν πλοῦτο τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης. Ζεῖ μὲ τὴ χήρα μητέρα του -ὁ πατέρας του ἔχει πεθάνει τὸ 1952- καὶ γιὰ νὰ συντηρηθεῖ παραδίδει μαθήματα γαλλικῆς καὶ ἀγγλικῆς γλώσσας – γλῶσσες ποὺ τὶς κατέχει σὲ ἄριστο βαθμό. Φίλοι του τὸν συστήνουν καὶ προσλαμβάνεται σὲ ὑπεύθυνη θέση τοῦ Γραφείου Ἀποκαταστάσεως Προσφύγων τῆς Ὑπάτης Ἁρμοστείας τοῦ ΟΗΕ, θέση ποὺ ἀποδεικνύεται μοιραία γι’ αὐτόν. Ὅσοι ζοῦσαν κοντά του διαπίστωναν πολὺ γρήγορα ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀδυνατοῦσε νὰ ξεχωρίσει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ μία καὶ σὲ ἑκατὸ δραχμές. Ἡ διαχείριση χρηματικῶν ποσῶν ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του τὸν ὁδήγησε σὲ μία σύγχυση λογαριασμῶν καὶ ἀπὸ πανικὸ μήπως κατηγορηθεῖ γιὰ «κατάχρηση» πούλησε τὸ πατρικό του σπίτι στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ εἶναι «οἰκονομικῶς ἐντάξει» μὲ τὴν ὑπηρεσία του. Χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῆς ἀφέλειάς του εἶναι ὅτι τὸ σπίτι πουλήθηκε γιὰ ποσὸ ἴσο μ’ ἐκεῖνο ποὺ παρουσιαζόταν στὰ χαρτιά του ὡς ἔλλειμμα – καὶ ἦταν ἀσήμαντο τὸ ποσὸ αὐτό. Στὸ ἑξῆς ἐγκαθίσταται μὲ τὴ μητέρα του στὴ Βουλιαγμένη, σ’ ἕνα σπιτάκι ποὺ ἡ οἰκογένειά του τὸ διατηροῦσε γιὰ παραθερισμό, ἕνα ἑτοιμόρροπο κτίριο. Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τότε ἀρχίζει μιὰ καινούργια περίοδος τῆς ζωῆς του, ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξει Διδάσκαλο τῆς Θεολογίας καὶ Μάστορα -ὅπως τοῦ ἄρεσε νὰ τὸν ἀποκαλοῦν- «οἰκοδομούμενων οἴκων» καθενὸς ποὺ τὸν πλησίαζε. Τὸ σπιτάκι στὴ Βουλιαγμένη θὰ γίνει κέντρο μαθήσεως γιὰ πολλοὺς ποὺ εἶχαν τὴν τύχη νὰ τὸν γνωρίσουν.
Ἀπὸ τὸ 1958 ὣς τὸ 1964 θὰ προσφέρει τὸ λόγο του καὶ τὴν πείρα του σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ κάνει γνωστὴ τὴ γνήσια πατερικὴ καὶ μυστικὴ θεολογία στοὺς ὑπεύθυνους θεολογικοὺς κύκλους τοῦ τόπου του. Βλέποντας ὅτι μὲ τὸν ἀκαδημαϊκὸ θεολογικὸ κόσμο δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ διαλεχθεῖ, στρέφεται σὲ κύκλους ἐνδιαφερομένων πνευματικῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ὀργανώνει σὲ μικρὲς ὁμάδες καὶ τοὺς κάνει «θεολογικὸ φροντιστήριο». Νεαροὶ θεολόγοι ἐνδιαφέρονται νὰ ἀκούσουν τὸ λόγο του ποὺ τὸν αἰσθάνονται ὡς καινότητα ζωῆς, ἐνῶ κάποιοι φίλοι θὰ τὸν καταφέρουν νὰ δημοσιεύσει ἄρθρα του στὰ περιοδικὰ «Ἀνάπλασις» καὶ «Ἀκτίνες». Στὰ ἄρθρα αὐτὰ ἐπιχειρεῖ νὰ γνωρίσει στοὺς σύγχρονούς του τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἢ τὴ θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ σκέψη τῶν μεγάλων θεολόγων τῆς ρωσικῆς διασπορᾶς.
Ἤδη βρισκόμαστε στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ‘60, ὅταν, δειλὰ στὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ἐμφαντικὰ ἀργότερα, ἀρχίζουν νὰ συζητοῦνται παραγνωρισμένα στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, νὰ παρατηρεῖται μιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἀκαδημαϊκὴ καὶ σχολαστικὴ θεολογία καὶ ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ σχήματα, νὰ ἐμφανίζεται μιὰ στροφὴ πρὸς τὴ μυστικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μία ἀναγέννηση τοῦ μοναχισμοῦ, κυρίως στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θὰ ἦταν ὁπωσδήποτε ὑπερβολικὸ νὰ διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται στὸν Δημήτρη Κουτρουμπῆ, ἀλλὰ θὰ ἦταν ἐπίσης παράλειψη νὰ μὴν τονιστεῖ ὁ σημαντικὸς ρόλος ποὺ διαδραμάτισε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐμφάνιση καὶ αὔξηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, γιὰ τὴ σπουδή της καὶ τὴ φανέρωσή της. Ἔχοντας ζήσει καὶ σπουδάσει ἄλλες πνευματικὲς παραδόσεις, ἤξερε νὰ ἀναζητάει, νὰ φέρνει στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ προβάλλει τοὺς κανόνες γιὰ τὴ φιλοτέχνηση τῆς θείας εἰκόνας.
Τὸ 1964 δέχεται νὰ συνεργαστεῖ γιὰ τὴν ἔκδοση ἑνὸς νέου περιοδικοῦ ποὺ τὸ ξεκινᾶ «μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἐνδιαφέρονται νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ μελετήσουν τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα (καὶ τὴ σχετικὴ ἑρμηνεία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, τὴν ἐνσαρκωμένη σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα) ποὺ λέγεται Ὀρθοδοξία», ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος. Τὸ περιοδικὸ «Σύνορο» θὰ κυκλοφορήσει δώδεκα τεύχη. Τὸ δέκατο τρίτο θὰ μείνει ἀτύπωτο στὸ τυπογραφεῖο, ὅταν ἡ ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ ἐξέδιδαν ἀποφασίζει στὶς 24 Ἀπριλίου 1967, Μεγάλη Δευτέρα, νὰ ἀναστείλει τὴν ἔκδοσή του γιατὶ ὁ ἐλεύθερος λόγος ἔχει φιμωθεῖ. Ὣς τότε, ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ περιοδικοῦ: προσέφερε τὴ θεωρητικὴ ὑποδομή, συνέβαλε στὸν προγραμματισμὸ τῶν τευχῶν, πρότεινε ἄρθρα γιὰ νὰ μεταφραστοῦν, θεωρώντας τὶς περισσότερες φορὲς αὐτὲς τὶς μεταφράσεις, ἢ ἔγραφε ὁ ἴδιος πάντα μὲ ψευδώνυμο. Ὅσο κυκλοφοροῦσε τὸ περιοδικό, τὰ μέλη τῆς ὁμάδας συγκεντρώνονταν κάθε δεκαπέντε μέρες καὶ οὐσιαστικὰ μαθήτευαν κοντά του σπουδάζοντας ἕναν νέο λόγο ποὺ ἔκπληκτοι καταλάβαιναν ὅτι ἦταν ὁ λόγος τῆς δικῆς τους, τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. Ἀλλὰ κι ὅταν ἀνεστάλη ἡ ἔκδοση, ἡ «παρέα τοῦ Συνόρου» ἐξακολούθησε τὶς δεκαπενθήμερες συγκεντρώσεις, σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν δίσεκτων χρόνων, μὲ τὸν Δημήτρη Κουτρουμπῆ κέντρο αὐτῶν τῶν συναντήσεων.
Ἀπὸ τὸ 1966 ἐγκαθίσταται σὲ διαμέρισμα ποὺ τοῦ παραχωρεῖ φίλος του, στὸ Παγκράτι – τὸ σπιτάκι στὴ Βουλιαγμένη ἔχει καταντήσει νὰ μὴν μπορεῖ πιὰ νὰ κατοικηθεῖ τὸ χειμώνα. Αὐτὸ τὸ νέο «στέκι», κοντὰ στὴν Ἀθήνα, ἐπιτρέπει σὲ περισσότερους ἀνθρώπους, ἕλληνες καὶ ἀλλοδαπούς, νὰ τὸν ἐπισκέπτονται. Κι ὄχι μόνο γιὰ μιὰ θεωρητικὴ κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ γιὰ προσωπικὴ «ἀναψυχή» – ν’ ἀκουμπήσουν ἐπάνω του τὶς ἀνησυχίες τους, τὶς στενοχώριες τους, τὶς θλίψεις τους. Σημειώνει ὁ ἴδιος, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1966, γιὰ τὸ ἔργο ποὺ αἰσθάνεται ὅτι ἐπιτελεῖ:
«… μὲ τὴν δημιουργία ἑνὸς ῾περιβάλλοντος᾿ μπορῶ ὄχι μόνον νὰ παίρνω ἀλλὰ καὶ νὰ δίνω στοὺς ἄλλους…
… ἀφοῦ δὲν εἶμαι ῾σοφὸς᾿ γιὰ νὰ δίνω στοὺς ἄλλους σοφία, δὲν εἶμαι ῾ἀρχηγὸς᾿ γιὰ νὰ δίνω στοὺς ἄλλους κατευθύνσεις καὶ καθοδηγήσεις, δὲν εἶμαι παράγων τῆς κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς, ἐπιστημονικῆς ἢ ἐπαγγελματικῆς ζωῆς, γιὰ νὰ συμβάλλω χρησίμως στὸ σύνολο, ἂς προσπαθήσω τουλάχιστον ἀξιοποιώντας τὴν σχετικὴ εὐκολία τοῦ χαρακτῆρα μου, τὸ μόνον ῾τάλαντον᾿, μου νὰ δημιουργήσω γύρω μου μιὰ μικρὴ ῾ὄασιν᾿, ὅπου οἱ γνωστοὶ καὶ οἱ φίλοι μου θὰ μποροῦν νὰ βρίσκουν κάποιαν ἀνακούφιση, κάποια θαλπωρή, κάποιο ξέσπασμα, κάποιο αἴσθημα ὅτι δὲν εἶναι ἐντελῶς μόνοι, ἄνευ ἀξίας, χωρὶς φίλους, χωρὶς κατανόηση».
Καὶ κατορθώνει νὰ δημιουργήσει αὐτὴ τὴν ὄαση, ὅπου ὁ κάθε συνομιλητής του κι ὁ κάθε φίλος του βρίσκουν στοιχεῖα παραγνωρισμένα τοῦ ἑαυτοῦ τους, δυνατότητες νὰ σκέπτονται καὶ νὰ ἀποφασίζουν γιὰ τὴν ἐπιτέλεση ἔργου σπουδαίου. Συνηθίσαμε νὰ ὀνομάζουμε μαιευτικὴ ἢ σωκρατικὴ τὴ μέθοδο ποὺ χρησιμοποιοῦν δάσκαλοι ὅπως ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς: μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ ἐπιχειροῦν νὰ καθοδηγοῦν ἀπὸ τὰ ἁπλὰ στὰ σύνθετα, ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς πραγματικότητες στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἀπὸ τοὺς «καιροὺς καὶ χρόνους» τοῦ κόσμου τούτου στὴν ἄφθαρτη δόξα τῆς ὄγδοης ἡμέρας τῆς Βασιλείας.
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς Δασκάλους ἐκείνους ποὺ ξέρουν νὰ ἐπισκέπτονται τὰ βάθη τῆς γῆς, τὰ βάθη τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νὰ ἀνακαλύπτουν τὸν πολύτιμο λίθο καὶ νὰ τὸν φέρνουν στὴν ἐπιφάνεια. Ἡ ὑποδειγματική του εὐγένεια ἔφερνε ὅσους τὸν συναναστρέφονταν σὲ ἀμηχανία, τοὺς ἔκανε συχνὰ νὰ διερωτῶνται γιὰ τὸ τί σπουδαῖο ἔδωσαν ὥστε νὰ ἀξίζουν τόσες εὐχαριστίες. Καὶ μόνον ἂν κάποιος ὑποψιαζόταν ὅτι ἡ ἀξία του βρίσκεται στὸ ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἀμαυρωμένη, ἢ στὸ ὅτι φέρνει τὴ σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου, κι ὅτι χάρη σ’ αὐτὴ τὴ δωρεὰ ὁ Δάσκαλος αὐτὸς τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε ποὺ ὑπάρχει, τότε καταλάβαινε καὶ τὸ πραγματικό του ἔργο: νὰ πορευθεῖ ἐλεύθερα καὶ ὑπεύθυνα τὸ δρόμο πρὸς τὸ Τέλος. Ποτέ του δὲν καθοδήγησε ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς. Ἀλλὰ ἤξερε νὰ βοηθάει προσφέροντας στὸν καθένα τὴν κατάλληλη θεωρητικὴ ὑποδομή, ὥστε ὁ ἄλλος, μόνος του πιά, νὰ βρίσκει τὸ δρόμο ποὺ θὰ ἀκολουθήσει.
Τὸ 1970 ἐπιλέγει νὰ ἐκκλησιάζεται στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τῆς Πλάκας, τὸ γνωστὸ Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου. Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν ἐν μέρει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν παρουσία στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἑνὸς ἀμφιλεγόμενου ὡς πρὸς τὴν ἐκλογή του προσώπου, ἐν μέρει στὴν ἀγαθὴ συγκυρία νὰ ὑπηρετοῦν στὸ Μετόχι χαριτωμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ κληρικοὶ καὶ διακονοῦντες (ὁ ἀείμνηστος Σεβαστείας Γερμανὸς ὡς Ἔξαρχος, οἱ νεαροὶ ἱερεῖς Ἀρίσταρχος καὶ Κάλλιστος, φοιτητὲς τότε, ὁ χαρισματικὸς ψάλτης Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου). Ἡ παρουσία του ἐκεῖ φέρνει στὸ Μετόχι ἀρκετοὺς φίλους του καὶ μαθητές του καὶ γίνεται ὁ τόπος ἕνα λειτουργικὸ κέντρο. Στὸ Μετόχι θὰ γνωρίσει καὶ ἄλλους νεαροὺς κληρικούς, ὅπως τὸν π. Θεόφιλο (σήμερα Πατριάρχη Ἱεροσολύμων), τὸν π. Εὐδόκιμο (σήμερα Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα) καὶ τὸν π. Θεοφάνη (σήμερα Ἔξαρχο τοῦ Πατριαρχείου στὴν Ἀθήνα). Στὸν ἐκκλησιαστικὸ κόσμο, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα, ἀρχίζουν νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν «παρέα τοῦ Μετοχιοῦ».
Τὸ 1974 ἐπιστρέφει στὴ Βουλιαγμένη, σ’ ἕνα καινούργιο διαμέρισμα ποὺ μερικοὶ φίλοι του κατόρθωσαν νὰ οἰκοδομηθεῖ στὴ θέση τοῦ παλαιοῦ σπιτιοῦ μὲ τὸ σύστημα τῆς «ἀντιπαροχῆς». Τὸ «στέκι» ἀλλάζει χῶρο, ἀλλὰ κατὰ μία θλιβερὴ συγκυρία γίνεται περισσότερο «κλειστό». Στὰ τέλη τοῦ ἔτους αὐτοῦ χάνει τὴ μητέρα του, γεγονὸς ποὺ ἐπηρεάζει σημαντικὰ τὴ ζωή του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀναζήτηση περισσότερης ἡσυχίας. Συντελεῖ σ’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπιδείνωση τῆς ὑγείας του ἐξαιτίας τῆς σωματικῆς του δυσκινησίας, ἀρχίζουν τὰ σπλάχνα νὰ παρουσιάζουν ἀνεπαρκὴ λειτουργία. Ἔχοντας ἀνάγκη μιᾶς μονιμότερης συντροφιᾶς λίγων ἀνθρώπων, συνδέεται περισσότερο μὲ μερικὰ φιλικά του πρόσωπα, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ μιλάει γιὰ «οἰκογένεια» καὶ νὰ ἀναζητάει σ’ αὐτὴν μιὰ θαλπωρή. Ἐξακολουθεῖ πάντως νὰ ἀποτελεῖ πόλο ἕλξεως γιὰ πολλοὺς ποὺ ἀναζητοῦν τὴ θεωρητικὴ θεμελίωση τῶν μεταφυσικῶν τους ἀναζητήσεων ἢ τὸν οἰκοδομητικὸ διάλογο γύρω ἀπὸ τὶς σκέψεις τους καὶ τὶς παρατηρήσεις τους.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1978 ἐπιχειρεῖ ἕνα ταξίδι στὴν Ἀγγλία, ὅπου ὑποβάλλεται σὲ ἰατρικὲς ἐξετάσεις. Ἡ ὑγεία του δὲν βελτιώνεται καὶ τὸ Μάρτιο τοῦ 1981 ξαναφεύγει γιὰ τὴν Ἀγγλία, ὅπου παραμένει ὣς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ἑξάμηνο διάστημα (Μάρτιος-Σεπτέμβριος 1982) παραμονῆς στὴν Ἑλλάδα.
Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἀφιερώθηκε σὲ δύο γυναῖκες ποὺ ἐπηρέασαν βαθιὰ τὴ ζωή του. Ἡ μία βρισκόταν ἐν πορείᾳ πρὸς τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄλλη ἐπισκοποῦσε ἀπὸ τὴ δόξα της. Τὴν πρώτη προσπάθησε νὰ τὴν ὑπηρετήσει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὶς ὅσες σωματικὲς δυνάμεις διέθετε. Τὴν ἄλλη τὴν ὑπηρέτησε μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὴ λατρεία του. Στὰ τέλη τοῦ 1974 ἡ πρώτη, ἡ μητέρα του, τὸν ἄφησε γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν πορεἰα της στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται μιὰ ἐγκατάλειψη τοῦ ἑαυτοῦ του -χωρὶς φροντίδες γιὰ τὰ γήινα- ποὺ ἄρχισε νὰ κλιμακώνεται πρὸς τὴν ἔφεση ἡσυχίας καὶ τὴν ἐσωστρέφεια. Μέχρι ποὺ ὁ ἴδιος παραδόθηκε στοὺς κόλπους τῆς δεύτερης, τῆς Παναγίας, τὴν ὁποία τόσο ὕμνησε καὶ δόξασε στὴ ζωή του. Ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ τὰ μεσάνυχτα τῆς 1ης πρὸς τὴ 2η Μαρτίου 1983, εἰρηνικά, ψιθυρίζοντας τὸ ὄνομά Της. Πέθανε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἀνατολικῆς Ἀγγλίας, στὸ Denver τοῦ Downham Market τῆς ἐπαρχίας Norfolk. Προηγουμένως εἶχε ζητήσει νὰ ταφεῖ στὸ Walsinham, μιὰ μικρὴ πόλη τῆς ἴδιας περιοχῆς, ποὺ ἀποτελεῖ μεγάλο θρησκευτικὸ προσκύνημα, μιὰ πόλη ἀφιερωμένη στὴν Παναγία, ὅπου Ὀρθόδοξοι, Καθολικοὶ καὶ Ἀγγλικανοὶ δοξάζουν καθημερινὰ τὸ ὄνομά Της.