Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης
Α. Εισαγωγή:
Κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, η ελληνική κυβέρνηση, διά στόματος Χαρίλαου Τρικούπη, ανακοινώνει ότι θα στήριζε μία επανάσταση σε «αλύτρωτη» περιοχή, όπως τη Μακεδονία ή την Κρήτη (Δεκέμβριος 1877). Η διαφαινόμενη και μεγάλη νίκη της Ρωσίας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργούσε ελπίδες στους υπόδουλους Έλληνες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να απελευθερωθούν.
Στην Κρήτη, η νέα επανάσταση «εξερράγη» την «αυγή» του 1878 και, σύντομα, εξαπλώθηκε σε όλο το νησί. Όμως, τον Ιούλιο του ιδίου έτους, οι εκπρόσωποι των Μ. Δυνάμεων επέβαλαν ανακωχή, επειδή διαβεβαίωσαν τους εξεγερμένους Κρήτες ότι το ζήτημά τους θα τίθετο επί τάπητος στο Συνέδριο του Βερολίνου (1-13 Ιουλίου 1878). Παρά την θετική αντίδραση των επαναστατών στο αίτημα των Μ. Δυνάμεων, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου απέρριψε το ενδεχόμενο μετάβασης Κρητών εκπροσώπων στο Βερολίνο.[1]
Η αντίδραση των Κρητών απέναντι στην κυβέρνηση, τις Μ. Δυνάμεις και την Πύλη υπήρξε άμεση. Οι επαναστατημένοι απείλησαν με συνέχιση της επανάστασης, ενώ το Συνέδριο του Βερολίνου βρισκόταν σε εξέλιξη. Θορυβημένη η Τουρκία, αναγκάστηκε να αποδεχθεί πλήρως μία πρόταση της Αγγλίας περί νέων παραχωρήσεων στον λαό του νησιού. Το αποτέλεσμα υπήρξε η υπογραφή του «Χάρτη της Χαλέπας», το φθινόπωρο του 1878. Οι βασικότερές του διατάξεις υπήρξαν η ελευθερία γλώσσας και άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων και, ο διορισμός ενός χριστιανού διοικητή. [2]

Β. Οι εξελίξεις κατά τα τέλη του αιώνα:
Η συνεχιζόμενη παραβίαση των διατάξεων του «Χάρτη της Χαλέπας» από τους Οθωμανούς υπήρξε η αιτία για να σημειωθούν νέες ταραχές στο νησί, κατά την διετία 1894- 1896. Η εξομάλυνση της κατάστασης αποδείχθηκε βραχύβια,[3] διότι, στις 23 Ιανουαρίου 1897, οι Τούρκοι προέβησαν στην πυρπόληση της ελληνικής συνοικίας στα Χανιά, όπου σημειώθηκαν και σφαγές κατοίκων. Ο αντίκτυπος της πρωτοφανούς σφαγής των Χανίων «θορύβησε» την κοινή γνώμη και, δημιουργήθηκε μείζον θέμα στην Βουλή, όπου η κυβέρνηση Δηλιγιάννη βρέθηκε εκτεθειμένη. Με άλλα λόγια, κατηγορήθηκε δριμύτατα από τους επικεφαλείς των μειοψηφιών, Ράλλη και Θεοτόκη.
Παράλληλα, οι επαναστάτες από την περιοχή των Χανίων- ανάμεσά τους και ένας νεαρός πολιτικός, ονόματι Ελευθέριος Βενιζέλος,- καταλαμβάνουν την περιοχή μεταξύ Χανίων και Σούδας (25 Ιανουαρίου 1897). Την ίδια μέρα, στην τοποθεσία Κολυμπάρι, κηρύττουν την ένωση με την Ελλάδα. Επιπλέον, κάλεσαν τον Γεώργιο να καταλάβει το νησί. Σύντομα, ο επαναστατικός «πυρετός» επικρατούσε ξανά στην Κρήτη, αφού η επανάσταση είχε εξαπλωθεί και στις ανατολικότερες περιοχές.
Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, η κυβέρνηση ευρίσκετο σε μία περίοδο μεγάλης αναποφασιστικότητας. Όμως, μολονότι ήταν εντελώς απομονωμένη από διακρατικές συμμαχίες και, με απαράσκευο στρατό, πείσθηκε από βουλευτές της αντιπολίτευσης, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης και, επενέβη στην Κρήτη. Έτσι, στις 13 Φεβρουαρίου 1897, αποβιβάζεται στο νησί σώμα 1500 ανδρών, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου. Οι διαταγές αφορούσαν κατάληψη του νησιού και εκδίωξη των Τούρκων στρατιωτών και αξιωματικών από τα φρούρια.
Όπως ήταν φυσικό, οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν την άμεση και οργισμένη αντίδραση των Μ. Δυνάμεων. Πιο αναλυτικά, ισχυρές ναυτικές μονάδες της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας και, τέλος, της Γερμανίας αφού βομβάρδισαν την «έδρα» των επαναστατών στο Ακρωτήρι, επέκτειναν την κυριαρχία τους σε πολλές και μεγάλες περιοχές, ενώ, συγχρόνως, στα Χανιά υπήρχε κατοχή από τμήματα όλων των Μ. Δυνάμεων.
«Κυρίαρχο ρόλο» στην νέα κατάσταση «έπαιξαν» ο Γάλλος ναύαρχος Pottier και ο Ιταλός ομόλογός του, Canavaro. Κάτω από έντονες διαβουλεύσεις, οι εκπρόσωποι των Μ. Δυνάμεων πρότειναν στους επαναστάτες τη λύση της αυτονομίας, με την διττή προϋπόθεση ότι αφενός θα έφευγαν οι Έλληνες στρατιώτες από το νησί και, αφετέρου, θα συνέβαινε μείωση των τουρκικών δυνάμεων. Όπως ήταν φυσικό, η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την πρόταση. Στον αντίποδα, ας σημειωθεί και η επίσης αδιάλλακτη στάση των Δυνάμεων και, ιδίως, της Γερμανίας.

Το σημαντικότερο όλων ζήτημα, το οποίο είχε ανακύψει κατά την υποβολή των προτάσεων από τις Μ. Δυνάμεις, ήταν το πρόσωπο του νέου ηγεμόνα. Εξαιτίας της αδυναμίας τους να συμφωνήσουν, οι περισσότερες Δυνάμεις πρότειναν ως Ύπατο Αρμοστή του νησιού τον πρίγκηπα Γεώργιο, γιο του βασιλιά της Ελλάδος. Η μόνη δύναμη που διαφώνησε ήταν η Γερμανία, λόγω των φιλικών της σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μάλιστα, είχε σκοπό την αντικατάσταση του Γεωργίου- φίλα προσκείμενου στην Αγγλία- από τον αδερφό του, διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος ήταν γερμανόφιλος.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειχναν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να υποστεί κι’ άλλους εξευτελισμούς σε διεθνές επίπεδο. Η ντροπή από την συντριβή στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ήταν τεράστια, ενώ οι Κρήτες ζητούσαν όλο και πιο έντονα την ένωσή τους με το ελληνικό βασίλειο.
Τελικά, τον Αύγουστο του 1898, οι σφαγές Ελλήνων και Άγγλων στρατιωτών στο Ηράκλειο από Τούρκους και Τουρκοκρητικούς οδήγησαν τις Μ. Δυνάμεις στην επίσπευση της πολυθρύλητης λύσης. Συγκεκριμένα, απαίτησαν και πέτυχαν την αποχώρηση του τουρκικού στρατού, μία διαδικασία που έλαβε χώρα ως τον Νοέμβριο του ιδίου έτους. Ένα μήνα αργότερα (9 Δεκεμβρίου 1898), ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης και εκπρόσωπος των προστάτιδων δυνάμεων, πρίγκηπας Γεώργιος, αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Σούδας. Όλα έδειχναν ότι η πολυπόθητη ένωση του νησιού βρισκόταν επί θύραις. Τέλος, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε ότι στις εξελίξεις αυτές έπαιξε «πρωταγωνιστικό ρόλο» ο οξυδερκής «ανατέλλων αστήρ» στο πολιτικό στερέωμα της μεγαλονήσου, Ελευθέριος Βενιζέλος.
Βιβλιογραφία:
Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος: Επίτομη- Συνθετική», εκδ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη.
Βερέμης, Α. & Κολλιόπουλος, Ι.Σ. (2005) «Ελλάς: Η σύγχρονη συνέχεια», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
Δετοράκης, Θ. (1987) «Ιστορία της Κρήτης», Αθήνα.
Εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή», Αθήνα.
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (συλλογικό), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
Μουρνέλλος, Ι. (1950) «Ιστορία της Κρήτης», εκδ. Εστία, Αθήνα.
Ο Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης (1898- 1905), πρίγκηπας Γεώργιος.
[1] ) Βλ και Δετοράκη, Θ. (1987) «Ιστορία της Κρήτης».
[2] ) Βλ και εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή».
[3] ) Σημ: Τον Αύγουστο του 1896, ο σουλτάνος δέχθηκε για την Κρήτη πολίτευμα ημικυριαρχίας, που οι διατάξεις σχετίζονταν εν πολλοίς με τον «Χάρτη Χαλέπας».