Συναντώντας και πάλι το Ισλάμ

Του Βλάση Αγτζίδη (*)

H γνώση του Ισλάμ, ως θρησκείας που επιχειρεί να έχει έναν πολιτικό ρόλο στα παγκόσμια πράγματα, και ο διάλογος με τους φορείς του φαντάζουν ως μια θετική στάση στον μεταδιπολικό κόσμο των έντονων περιφερειακών συγκρούσεων. Ειδικά για τους Έλληνες, η ανάπτυξη μιας αυτόνομης έρευνας και οι πρωτοβουλίες για διάλογο έχουν μεγάλη σημασία, εφόσον η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στο σύνορο των δύο κόσμων, έστω και αν τα όρια δεν είναι συμπαγή και αδιάβατα. Ο ρόλος της αυτόνομης ελληνικής έρευνας είναι ιδιαίτερα σημαντικός, γιατί ο ελληνικός κόσμος έζησε για εκατοντάδες χρόνια μαζί με τον ισλαμικό και η ματιά του για τον κόσμο αυτό δεν προέρχεται εκ του μακρόθεν, αλλά από την άμεση βίωση.

Το Ισλάμ για τους Έλληνες –όπως και για τους Αρμένιους– δεν είναι ένας μακρινός πολιτισμός, αλλά ένας «άλλος» πολιτισμός, που λειτούργησε ως το πολιτικό και κοινωνικό τους πλαίσιο για εκατοντάδες χρόνια. Ακριβώς γι’ αυτό η πλειονότητα των γεωπολιτικών περιπετειών του –έως και πρόσφατα– έχουν λίγο έως πολύ την οσμή της χριστιανο-μουσουλμανικής αντιπαράθεσης, παρά την επικάλυψη απ’ τα σύγχρονα εθνικά στερεότυπα.

Κατά συνέπεια, ο Έλληνας ερευνητής, που δεν θέλει απλώς να αναπαράγει τη δυτική οριενταλιστική ανάλυση, έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει με έναν ξεχωριστό τρόπο.Έναν τρόπο που τον εξασφαλίζει η μακρόχρονη συμβίωση του ελληνικού κόσμου με τον ισλαμικό και η άμεση βίωση των βασικών αντιλήψεων και των πρακτικών που ακολουθεί. Έστω και αν η συνύπαρξη αυτή ήταν με τη μορφή των ντχιμίς, ήτοι «προστατευόμενων μελών», έως την έναρξη των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, που ολοκληρώθηκαν με το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν (1856).

Η ελληνική ιστορική εμπειρία

Ακόμα και η ελληνική αστική ανασυγκρότηση, μέσω της απόκτησης της πολιτικής κυριαρχίας στο έθνος-κράτος στον νότο της Βαλκανικής, έγινε μετά από μια χριστιανική εξέγερση ενάντια σε μια ισλαμική αρχή. Η ελληνική εμπειρία είναι μοναδική στον χώρο του δυτικού κόσμου, εφόσον είναι γνωστό ότι ο Ευρωπαίος λόγιος προσέγγιζε και προσεγγίζει το αντικείμενο «Ισλάμ» από μια υπεροπτική θέση, που του την εξασφάλιζε η κυριαρχία και η αποικιοκρατία.Όπως γράφει ο Edward Said: «τα περισσότερα απ’ όσα γνωρίζει η Δύση για τον μη-δυτικό κόσμο τα έμαθε μέσα στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας». Επιπλέον ο Said στο έργο του για τον οριενταλισμό αποδεικνύει ότι η ευρωπαϊκή γνώση για την Ανατολή ιστορικά χρησιμοποιήθηκε για την υποδούλωσή της. Τα παραδοσιακά κίνητρα της δυτικής ερμηνείας δεν είναι η ανάγκη για πραγματική κατανόηση και για δημιουργία συνθηκών επικοινωνίας και διαλόγου, αλλά η εξουσία και η πολιτική κυριαρχία.

Ο ελληνικός κόσμος κατάφερε […] να συνυπάρξει με ένα τμήμα του παλιού οθωμανικού πληθυσμού σε περιοχές της ελληνικής Θράκης, σε εποχές έθνους-κράτους και με κυριαρχία ελληνική. Η συγκεκριμένη αυτή περίπτωση –όπου επιπλέον υπήρξε και ο σεβασμός της σαρία ως μορφή εσωτερικής κοινωνικής λειτουργίας– ίσως επιβεβαιώνει τη θέση του Ernest Gellner ότι η δυτική μορφή του κράτους έχει τη δυνατότητα να συνυπάρξει με τη μουσουλμανική κοινότητα (Ούμα) χωρίς προβλήματα.

Οπότε η ελληνική περίπτωση, καθώς υπήρξε οργανικό τμήμα της Ανατολής σε μια διαρκή έντονη σχέση με το Ισλάμ από τον 7ο αιώνα π.Χ. έως και σήμερα, είναι η μοναδική στον ευρωπαϊκό χώρο που δεν λειτουργεί στο πλαίσιο του οριενταλισμού, αλλά μόνο στο πλαίσιο της βίωσης. Ακόμα και σήμερα είναι ορατά τα ίχνη της συνάντησης του ελληνισμού με το Ισλάμ μέσα από την επιβίωση ελληνόγλωσσων μουσουλμανικών πληθυσμών στην Τουρκία, είτε γηγενών (στην περιοχή του Πόντου), είτε επήλυδων, λόγω της Συνθήκης της Λωζάννης (Κρητικοί, Γιαννιώτες, Μακεδόνες-Βαλλαάδες), είτε μεταναστών (Κύπριοι). Είναι γνωστό ότι πολλές φορές η ανάμνηση της μη τουρκικής καταγωγής οδηγεί σε συμπεριφορές παράδοξες. Είτε επιστροφής στην παλιά ταυτότητα των προγόνων, είτε ισχυροποίησης της ισλαμικής πίστης ως αντίβαρου στην εθνική ανασφάλεια. Όλα αυτά κάνουν μοναδική την ελληνική περίπτωση μέσα στον δυτικό χώρο. Σε αυτές τις σύγχρονες επιβιώσεις πρέπει να προστεθούν η αναφορά του Κορανίου στους Ρωμιούς (al-Rum), με ιδιαίτερο και πολύ σημαντικό κεφάλαιο, και η εγκωμιαστική γνώμη των μουσουλμάνων λογίων για τους αρχαίους Έλληνες (Yunan).

Επίσης, ο ελληνικός κόσμος κατάφερε –έστω και με προβλήματα που κατά καιρούς εκκινούσαν από την κρατική ελληνοτουρκική αντιπαράθεση– να συνυπάρξει με ένα τμήμα του παλιού οθωμανικού πληθυσμού σε περιοχές της ελληνικής Θράκης, σε εποχές έθνους-κράτους και με κυριαρχία ελληνική. Η συγκεκριμένη αυτή περίπτωση –όπου επιπλέον υπήρξε και ο σεβασμός της σαρία ως μορφή εσωτερικής κοινωνικής λειτουργίας– ίσως επιβεβαιώνει τη θέση του Ernest Gellner ότι η δυτική μορφή του κράτους έχει τη δυνατότητα να συνυπάρξει με τη μουσουλμανική κοινότητα (Ούμα) χωρίς προβλήματα.

Όλα αυτά παίρνουν ιδιαίτερη σημασία στη σύγχρονη εποχή, όπου το Ισλάμ δείχνει να «αφυπνίζεται», διεκδικώντας μια άλλη θέση στον παγκόσμιο χώρο. Το φαινόμενο αυτό είναι πλέον ξεκάθαρο, σε όλες του τις εκδοχές: Από την επιστροφή του σουνιτικού Ισλάμ στην τουρκική εξουσία, την περιθωριοποίηση των κοσμικών-εθνικιστών και τον επιχειρούμενο εξισλαμισμό της τουρκικής κοινωνίας, έως τους εξτρεμιστές της Αλ Κάιντα, του Ισλαμικού Κράτους και των ποικιλώνυμων οργανώσεων που σε Ασία και Αφρική έχουν ξεκινήσει το αιματηρό τζιχάντ «κατά των απίστων». 

Πώς εμφανίστηκε το εξτρεμιστικό Ισλάμ

Η πολλαπλότητα των αιτίων αυτής της αφύπνισης –ή καλύτερα της εντονότερης παρουσίας στον διεθνή χώρο μιας δυναμικής παράδοσης που έτσι κι αλλιώς βρισκόταν σε διαρκή κίνηση μέσα στη ροή του ιστορικού χρόνου– παρουσιάστηκε στην εισαγωγή αυτού του βιβλίου. Η αρχική υποκίνηση του ισλαμικού εξτρεμισμού από αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, μέσω του αφγανικού τζιχάντ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, και η αυτονόμηση των εκπαιδευμένων ριζοσπαστών από τους εκπαιδευτές τους, οδήγησαν στη διόγκωση του σύγχρονου ισλαμικού εξτρεμισμού και της αντιδυτικής υστερίας.Μοχλός της «αφύπνισης» των μουσουλμανικών πληθυσμών είναι οι ριζοσπάστες του Ισλάμ. Η αντιδυτική τους αντίληψη ριζώνει και μεγεθύνεται στις περιοχές καθαρών εθνικών συγκρούσεων, όπως η Παλαιστίνη και η Τσετσενία.

«Δεν υπάρχει ένα Ισλάμ μετριοπαθές και ένα ακραίο, ένα Ισλάμ “έγκυρο” και ένα “ψευδεπίγραφο”. Το Ισλάμ είναι ένα. Αυτό που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι απλώς να επιχειρήσουμε μια άλλη ανάγνωση».

Η αμφισβήτηση στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων από αυταρχικά κράτη ωθεί τους ηττημένους να βρουν καταφύγιο στο θρησκευτικό τους δόγμα, και ειδικότερα στην πιο επιθετική εκδοχή του. Ακριβώς αυτές οι εθνικές εστίες συγκρούσεων επιτρέπουν στο επιθετικό Ισλάμ να σχηματοποιεί τις παγκόσμιες αντιθέσεις και να τις εμφανίζει ως σύγκρουση των απίστων με τον κόσμο του Ισλάμ. Επιτρέπουν επίσης να προβάλλει, ως μοναδική προοπτική για δικαίωση, την καταστροφή του «κακού» μέσω του Ιερού Πολέμου (τζιχάντ). Το συναίσθημα της ήττας και της απόρριψης από τη μια, αλλά και της εκδίκησης και της δικαίωσης από την άλλη, διαχέεται σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Με την ύπαρξη κατάλληλων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα, με κορυφαία εκδήλωση αυτή του Ισλαμικού Κράτους, που ιδρύθηκε σε εδάφη της Συρίας και του Ιράκ.

Τα όρια αυτού του νέου ισλαμιστικού ξεσπάσματος έχουν πυροδοτήσει έντονες αντιπαραθέσεις στους χώρους των διανοουμένων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι αυτή η έκρηξη αποτελεί την ύστατη έκφραση του Ισλάμ πριν το τέλος του, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η ισλαμική αφύπνιση δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Όποια και να είναι η ορθή εκτίμηση, το δεδομένο είναι ότι για αρκετά χρόνια, ίσως και δεκαετίες, το ζήτημα της σύγκρουσης της Δύσης με το εξτρεμιστικό Ισλάμ θα είναι παρόν στην καθημερινότητα των πολιτών.Είναι ενδιαφέρουσα η άποψη του Αλί Αχμάντ Σαΐντ Εσμπέρ ότι όσοι αναζητούν στους κόλπους του Ισλάμ «ένα άλλο Ισλάμ» δεν θα το βρουν ποτέ, γιατί το Ισλάμ είναι ένα. Όπως γράφει: «Δεν υπάρχει ένα Ισλάμ μετριοπαθές και ένα ακραίο, ένα Ισλάμ “έγκυρο” και ένα “ψευδεπίγραφο”. Το Ισλάμ είναι ένα. Αυτό που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι απλώς να επιχειρήσουμε μια άλλη ανάγνωση».

Παρόμοια αντίληψη για μια άλλη ανάγνωση, μέσα από την κατάρριψη εδραιωμένων πεποιθήσεων, έχει και η Κ. Δαλακούρα, η οποία υποστηρίζει ότι είναι εφικτή η εναρμόνιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το Ισλάμ, με την προϋπόθεση της επανερμηνείας του. Με την επανερμηνεία μπορεί να αναιρεθεί η βεβαιότητα ότι η θρησκεία και η πολιτική είναι ένα. Να υποστηριχθεί ότι η έννοια του Ιερού Πολέμου (τζιχάντ) μπορεί να αναφέρεται στον προσωπικό αγώνα του ατόμου για να ενισχύσει την αρετή του. Ότι η αντίληψη της σαρία δεν είναι απόλυτη και δεσμευτική, όπως αποδεικνύεται από την ισλαμική εμπειρία, εφόσον «το δίκαιο αναθεωρούνταν με πραγματισμό και τα ασαφή του σημεία γίνονταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων και ερμηνειών, ενώ ταυτόχρονα ο μύθος ότι δεν επιδεχόταν αλλαγές διατηρούνταν». 

Η ελληνική συμβολή, βασισμένη στην ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία και γνώση, θα μπορούσε να είναι σημαντική στους σύγχρονους προβληματισμούς και στη διαμόρφωση μιας καλύτερης επικοινωνίας με τον μουσουλμανικό κόσμο.

Διαβάζοντας με νεωτερικό τρόπο το Κοράνι

Ενδεικτικά να αναφερθεί ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να γίνει μια άλλη ανάγνωση:Η παράθεση των υλικών απολαύσεων στο Κοράνι (3, 14) έχει μεταφραστεί ως εξής από τον Πεντάκη:

«Ευχάριστη είναι για τους πιστούς η εξασφάλιση των απολαύσεων, δηλαδή οι γυναίκες, τα παιδιά, οι κρυμμένοι θησαυροί του χρυσαφιού και του ασημιού, τα υπερήφανα άλογα, τα κοπάδια και τα χωράφια. Όλ’ αυτά είναι πρόσκαιρες απολαύσεις του κόσμου τούτου. Η ευχάριστη διαμονή είναι κοντά στο Θεό». Θα μπορούσε όμως να αποδοθεί και με έναν διαφορετικό τρόπο, βασισμένο σε μια λυρικότητα που αφαιρεί την υλιστικότητα: «Πανέμορφη είναι στα μάτια του ανθρώπου αυτή η εικόνα, να ’σαι παντρεμένος και να έχεις παιδιά, κατά προτίμηση γιους, τσουβάλια με χρυσάφι και ασήμι, καθαρόαιμα άλογα που φέρουν το σήμα της ιδιοκτησίας σου, κοπάδια και εύφορες γαίες. Πράγματι, αυτά είναι η πιο μεγάλη ευτυχία στον κόσμο. Όμως αυτό που υπόσχεται ο Θεός στον Παράδεισο είναι πολύ καλύτερο/ανώτερο».

Αυτή την άλλη ανάγνωση καλούνται να υποστηρίξουν οι υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες της Δύσης, που φιλοξενούν πλέον πολυάριθμες ομάδες μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων. Μέσω των μηχανισμών αναπαραγωγής της γνώσης, μέσα από την καλλιέργεια στερεοτύπων, μέσα από την αταλάντευτη υποστήριξη των κατακτήσεων του Διαφωτισμού και της κοινωνίας των πολιτών, μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία και τμήματα ισλαμικών σπουδών στις θεολογικές σχολές, μέσα από την ανάπτυξη του διαθρησκευτικού και διαπολιτισμικού διαλόγου, θα πρέπει να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν την «άλλη ανάγνωση», διαμορφώνοντας παράλληλα ένα πεδίο επικοινωνίας και διαλόγου με τις προοδευτικές δυνάμεις που δρουν στον χώρο του Ισλάμ και αντιτίθενται στις φονταμενταλιστικές του ερμηνείες.

Στην κατεύθυνση αυτή η ελληνική συμβολή, βασισμένη στην ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία και γνώση, θα μπορούσε να είναι σημαντική στους σύγχρονους προβληματισμούς και στη διαμόρφωση μιας καλύτερης επικοινωνίας με τον μουσουλμανικό κόσμο. Και όπως γράφουν η Πέπη Ρηγοπούλου και ο Γιάγκος Ανδρεάδης στο βιβλίο τους ‘’Ζητήματα Ιστορίας του Πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα’’:

«Σ’ αυτό τον κόσμο, τον οποίο η παγκοσμιοποίηση έκανε πολύ μικρό και πολύ επικίνδυνο, η πεποίθηση στη δική μας ταυτότητα είναι ο όρος για να συναντήσουμε τις αξίες των άλλων»….

――――――――-

(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/

 Το κείμενο αυτό προέρχεται από τη μελέτη του «Εμείς και το Ισλάμ» που εκδόθηκε από τις εκδ. Πατάκη  

Εμείς και το

huffingtonpost.gr

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *