Τον 10ο αι. μ.Χ. οι τζιχαντιστές δεν αποτελούσαν απλώς μια τοπική απειλή, αλλά μια απτή πραγματικότητα από τα σημερινά, ματωμένα, σύνορα Τουρκίας – Συρίας, μέχρι όλη τη Μεσόγειο. Οι φανατισμένοι Άραβες είχαν επεκταθεί και στην Ιταλία απειλώντας και τη Ρώμη, υποστηριζόμενοι και από καιροσκόπους χριστιανούς.
Στο β’ μισό του 9ου αι. οι Σαρακηνοί πέραν της Σικελίας, είχαν εγκατασταθεί και στην κεντρική Ιταλία στην περιοχή του Μιντούρνο, κοντά στο Λάτσιο στον ποταμό Γκαριλιάνο, συμμαχώντας με το Δουκάτο της Γκαέτα. Στις αρχές του 10ου αι. όμως οι Άραβες κατέστησαν ιδιαίτερα απειλητικοί σχεδιάζοντας τη κατάκτηση της όλης περιοχής.
Ενώπιον της απειλής αυτή ο πάπας Ιωάννης 10ος επιχείρησε και κατάφερε να ενώσει τους τοπικούς χριστιανούς ηγεμόνες και ηγεμονίσκους ζητώντας παράλληλα την βοήθεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η αυτοκρατορία ανταποκρίθηκε και έστειλε προς ενίσχυση της χριστιανικής συμμαχίας τον στρατηγό κατεπάνω του θέματος του Βάριου (Μπάρι) Νικόλαο Επιγίγγλη που ήταν γνωστός στην Ιταλία με το λατινικό επώνυμο Πικίνγκλι.
Στην συμμαχία συμμετείχαν, πέραν των Βυζαντινών, που αποτελούσαν και τον όγκο του στρατεύματος, διάφοροι, κυρίως, Λομβαρδοί (Λογγοβάδροι) ηγεμόνες. Η συμμαχική στρατιά έφτασε να αριθμεί 50.000 άνδρες, σύμφωνα με τους χρονικογράφους. Αντίστοιχα οι μουσουλμάνοι διέθεταν περί τους 75.000 άνδρες υπό τον εμίρη Αλικού.
Η εκστρατεία
Οι χριστιανοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία και επιτέθηκαν τον Ιούνιο του 915 μ.Χ. κατά των Σαρακηνών, με τον βυζαντινό στόλο να τους αποκλείει από θαλάσσης. Ο πάπας ηγήθηκε, τιμής ένεκεν, τον χριστιανικών στρατευμάτων. Η πρώτη μάχη δόθηκε κοντά στο σημερινό Λάτσιο και αποτέλεσε οδυνηρή ήττα για τους Άραβες. Οι χριστιανοί όμως δεν αρκέστηκαν στην επιτυχία αυτή αλλά συνέχισαν την επίθεση και νίκησαν άλλες δύο φορές τους Άραβες στις μάχες του Κάμπο Μπακάνο και του Τίβολι.
Μετά από τις ήττες οι Σαρακηνοί υποχώρησαν στη γραμμή του Γκαριλιάνο όπου είχαν δημιουργήσει οχυρωμένο στρατόπεδο. Οι χριστιανοί σύντομα απέκλεισαν τους Σαρακηνούς και τους πολιόρκησαν στενά σε αυτό. Στη φάση αυτή η εμπειρία του Επιγίγγλη πρέπει να διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο.
Η πολιορκία διήρκεσε έως τον Αύγουστο του 915 μ.Χ. οπότε οι Σαρακηνοί βλέποντας ότι δεν θα άντεχαν άλλο αποχώρησαν πυρπολώντας το οχυρωμένο τους στρατόπεδο. Οι χριστιανοί τους καταδίωξαν και οι Σαρακηνοί έλαβαν θέσεις άμυνας σε κοντινούς λόφους. Ωστόσο η στερήσεις από την πολιορκία και οι συνεχείς ήττες είχαν καταρρακώσει το ηθικό τους.
Παρόλα αυτά κατάφεραν να αποκρούσουν πολλές ασυντόνιστες εφόδους που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι Λομβαδροί ηγεμόνες με τα άτακτα τμήματά τους. Τελικά οι χριστιανοί προτίμησαν να αποκλείσουν τους Σαρακηνούς στις θέσεις τους ώστε να τους υποχρεώσουν σε παράδοση, αντί των ασκόπων και αιματηρών επιθέσεων.
Οι Σαρακηνοί, στα τέλη Αυγούστου, επιχείρησαν έξοδο με στόχο να φτάσουν στη θάλασσα και από εκεί στην Σικελία που τμήμα του νησιού ελεγχόταν από ομοθρήσκους τους. Η απόπειρα όμως απέτυχε λόγω του βυζαντινού στόλου και όλοι σκοτώθηκαν. Πόλλοι έπεσαν στις απέλπιδες συγκρούσεις που ακολούθησαν. Οι περισσότεροι όμως εκτελεστήκαν μετά τη μάχη. Σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής και οι 75.000 άνδρες του Αλικού χάθηκαν.
Ο στρατηγός Νικόλαος Επιγίγγλης
Ο Νικόλαος Επιγίγγλης είναι μια σχετικά άγνωστη μορφή των μεσοβυζαντινών χρόνων με σημαντική όμως δράση τόσο στην Ιταλία όσο και στη Βαλκανική. Τοποθετήθηκε κατεπάνω του Θέματος της Λογγοβαρδίας ή το 911 ή το 913 μ.Χ. με τη δεύτερη ημερομηνία να θεωρείται πιθανότερη καθώς τεκμηριώνεται από την αλληλογραφία του με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Μυστικό.
Σε μια από τις επιστολές ο Επιγίγγλης αναφέρεται στην τραγική κατάσταση των βυζαντινών φρουρίων στην Ιταλία, ενώ σε απάντησή του ο πατριάρχης τον προτρέπει να πολεμήσει τους Άραβες στην περιοχή του Γκαριλιάνο! Μετά την εκστρατεία και την νίκη ο πατριάρχης με νέα επιστολή συνέχαιρε τον στρατηγό. Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό για τον σωτήρα της Ιταλίας στρατηγό εκτός του ότι σκοτώθηκε το 917 μ.Χ. πολεμώντας τους Βούλγαρους, αυτή τη φορά, κοντά στην Αγχίαλο της Θράκης.