Η σημασία της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας για μας σήμερα

Γράφει ο Μιχαήλ Μπακαούκας

Ο Δρ Κων/νος Ι Βαμβακάς με το άρθρο του “Προσωκρατικοί: Οι Θεμελιωτές της Φυσικής Επιστήμης” (Χημικά Χρονικά Τεύχος 10, Οκτώβριος, 2001, 279-282) τεκμηριώνει άψογα την επιστημονικότητα της προσωκρατικής φιλοσοφίας από την άποψη των θετικών επιστημών. Το παρόν άρθρο πραγματεύεται την επιστημονικότητα της προσωκρατικής φιλοσοφίας από την άποψη των μελετητών της αρχαίας φιλοσοφίας, η οποία, όπως θα δούμε, αν και με διαφορετικό τρόπο, συμπίπτει με την άποψη των θετικών επιστημών (και ιδιαίτερα της χημείας). Η διεπιστημονικότητα αποκτά νόημα στη μελέτη της προσωκρατικής φιλοσοφίας.

Ανακεφαλαιώνοντας τα συμπεράσματα της σύγχρονης έρευνας για τους προσωκρατικούς δεν θα ήταν άτοπο να ισχυρισθούμε ότι η ιστορία της προσωκρατικής φιλοσοφίας, όπως τη διασώζουν οι πηγές, είναι μια διαλεκτική, φιλοσοφική διαμάχη. Mία φιλοσοφική διαμάχη μεταξύ των θεωρητικών της ενότητας (Ελεάτες) και των θεωρητικών της πολλαπλότητας του σύμπαντος (Ίωνες, Πυθαγόρειοι, Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας, Ατομικοί).

Συνοπτικώς, η προσωκρατική φιλοσοφική διαμάχη έχει ως εξής. Πρώτος ο μονιστής Παρμενίδης χρησιμοποίησε τα πυθαγόρεια σημεία, για να ασκήσει κριτική στην ιωνική, πυθαγόρεια και ηρακλείτεια υλική μονάδα. Έπειτα, οι μαθητές του Παρμενίδη Ζήνων και Μέλισσος χρησιμοποίησαν την υλική μονάδα των συγχρόνων τους πλουραλιστών Εμπεδοκλή και Αναξαγόρα, για να δείξουν ότι, αφού είναι απείρως διαιρετή, δεν ικανοποιεί την ελεατική λογική. Τέλος, οι πλουραλιστές Ατομικοί, αφού, κατά τον Αριστοτέλη ενέδωσαν στην ελεατική λογική και χρησιμοποίησαν “ατομικά μεγέθη” (Φυσ. Α 3, 187a1-3), τελικώς επιχείρησαν να ανασκευάσουν την ελεατική θεωρία. Αυτή είναι η επικρατέστερη ερμηνεία όσον αφορά την εξέλιξη των προσωκρατικών φιλοσοφικών συστημάτων.

Η ιστορία λοιπόν της προσωκρατικής φιλοσοφίας δεν είναι παρά η ιστορία μιας φιλοσοφικής διαμάχης. Από τον πλατωνικό Σοφιστή (246a) και εξής αυτή η αρχαία φιλοσοφική διαμάχη στη σύγχρονη βιβλιογραφία και εν γένει στην ιστορία των ιδεών είναι γνωστή ως διαμάχη μεταξύ των πλουραλιστών και των μονιστών 3. Eίναι επίσης γνωστή ως διαμάχη μεταξύ των αρχαίων υλιστών και ιδεαλιστών ή αλλιώς ως σύγκρουση του κόσμου του Ηρακλείτου με τον κόσμο του Παρμενίδη, ήτοι του κόσμου του γίγνεσθαι (της συνεχούς μεταβολής, εναλλαγής, γένεσης και φθοράς) και του κόσμου του είναι, ήτοι της ενιαίας αδιαφοροποίητης πραγματικότητας. 4.

Ποια είναι η αξία αυτής της φιλοσοφικής διαμάχης; Μήπως οδήγησε τους αρχαίους Έλληνες, λ.χ., στην ανακάλυψη των ηλεκτρονίων ή στην εύρεση της αιτίας των σεισμών; Όχι βέβαια, μια και η προσωκρατική φιλοσοφία είναι εμφανώς “αντιβακώνεια”. Δηλαδή, δεν στηρίζει τα συμπεράσματά της σε εμπειρική, ακριβή “μικροκοπική” ή “τηλεσκοπική” γνώση, την οποία άλλωστε οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν τα μέσα να την αποκτήσουν 5. Ένα βασικό ερώτημα που ετέθη από σύγχρονους ερμηνευτές είναι “κατά πόσον η προσωκρατική έρευνα για τη φύση των πραγμάτων είναι επιστημονική”. O μη επιστημονικός χαρακτήρας της προσωκρατικής φιλοσοφίας έχει υποστηριχθεί από τον Cornford 6. Aυτή η θέση όμως στη σύγχρονη έρευνα θεωρείται ακραία 7.

Το παράδειγμα των σεισμών θα μάς βοηθήσει να κατανοήσουμε ποια τελικώς είναι η συνεισφορά των “αντιβακώνειων” Προσωκρατικών στη φιλοσοφία και στην επιστήμη του Δυτικού πολιτισμού. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογική παράδοση, οι σεισμοί οφείλονται στην “μήνιν” του Ποσειδώνος 8. Οι Προσωκρατικοί, όμως, επιχείρησαν να δώσουν μία επιστημονική (για τα μέτρα της εποχής τους) εξήγηση των σεισμών. Οι πρώτες θεωρίες σεισμογένεσης διατυπώθηκαν από τους Προσωκρατικούς. Ειδικότερα, ο Δημόκριτος θεωρούσε ότι το νερό της βροχής με την ανακατανομή του στα κοιλώματα της γης προκαλεί σεισμούς. Κατά τον Αναξιμένη, οι σεισμοί προκαλούνται από την υγρασία και τη ξηρασία που προκαλούν ρήγματα στη γη. Ο δε Αναξαγόρας πίστευε ότι το θερμό “πυρώδες” στοιχείο εισχωρεί στα κοιλώματα της γης και τη συγκλονίζει. Κατά τον Αριστοτέλη, αυτές οι προσωκρατικές θεωρίες δεν συμφωνούν με τα εμπειρικά σεισμικά γεγονότα 9.

Ωστοσο, η αριστοτελική παράδοση ακολουθεί εμφανώς τα βήματα των Προσωκρατικών, όταν εξηγεί τον σεισμό ως ένα φυσικό φαινόμενο, το οποιο “αλλάζει” τη μορφή της γης (Περι κόσμου 397α5, 19-24). Ήτοι, οι Αριστοτελικοί συνδέουν τους σεισμούς με το πρόβλημα που απασχολούσε τους Προσωκρατικούς, το πρόβλημα της μεταβολής που παρατηρείται στη φύση. Όπως το θέτει ο Popper:

“αυτό το γενικό πρόβλημα είναι φιλοσοφικό. Όντως, στον Παρμενίδη και στον Ζήνωνα σχεδόν γίνεται λογικό πρόβλημα. Πως είναι (λογικώς) δυνατή η μεταβολή; Πως ένα πράγμα μπορεί να αλλάξει χωρίς να χάσει την ταυτότητά του; Εάν παραμένει το ίδιο, δεν αλλάζει. Όμως, εάν χάνει την ταυτότητά του, τότε δεν είναι το πράγμα που ήταν πριν αλλάξει” (Popper, Back to the Presocratics, 14).

Το πρόβλημα της μεταβολής δεν είναι αντι-επιστημονικό, μια και, τηρουμένων των αναλογιών, η σύγχρονη χημεία ασχολείται με τα φαινόμενα μεταβολής της ύλης (φυσικά, χημικά και πυρηνικά). Έχοντας ως κριτήριο τη γνώση της σύγχρονης χημείας, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να εξετάσουμε κριτικώς τα προσωκρατικά αποσπάσματα, για να αποσαφηνίσουμε “ποιο είδος μεταβολής είχαν στο νου τους οι Προσωκρατικοί, τη φυσική, τη χημική ή την πυρηνική μεταστοιχείωση” (πρόταση έρευνας).10 Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά την προσωκρατική περίοδο ήταν γνωστή μόνο η ποσοτική ή μηχανική μείξη συστατικών στοιχείων (πχ. νερό+χώμα=λάσπη), ενώ η χημική μείξη ήταν άγνωστη. Γι’ αυτό και, όπως επισημαίνει ο Αpelt, ο Μέλισσος δεν μπορούσε να δεχθεί ότι με την ποσοτική αναδιάταξη και μείξη στοιχείων, όπως την θέτουν οι πλουραλιστές κοσμολόγοι, προκύπτει ένα ενιαίο, ομογενές μείγμα (εν εκ πλειόνων MXG 974a24). Η χημική μείξη παρουσιάζεται για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη (Περί γεν. 327 Ι. 10).11

Επιπλέον, όπως είδαμε, το πρόβλημα της μεταβολής στους Προσωκρατικούς έγινε αντικείμενο κριτικού διαλόγου και ορθολογικής συζήτησης. Δεν πρέπει να κρίνουμε τους Προσωκρατικούς με βάση τα εμπειρικά στοιχεία που δεν είχαν λόγω έλλειψης τεχνολογίας. Κατά τον Popper, το σημαντικό στοιχείο είναι ότι οι Προσωκρατικοί είχαν αναπτύξει μεταξύ τους έναν “κριτικό διάλογο”, μία “λογική συζήτηση” πέρα από δόγματα και προκαταλήψεις (Popper, Back to the Presocratics, 8 κε.)

Οι Προσωκρατικοί αρέσκονται σε σωρεία επαγωγικών και παραγωγικών συλλογισμών μόνο και μόνο, για να υποστηρίξουν το πλουραλιστικό ή μονιστικό επιχείρημά τους. Και εκεί ακριβώς , κατά τον Popper, εντοπίζεται το μεγαλείο τους. Ήτοι, οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι είναι “αντιβακώνειοι” και αντιδογματικοί. Χρησιμοποιούν την παραγωγική σκέψη, η οποια “μάς βοηθεί να υπερβούμε τα χάσματα και την αβεβαιότητα της επαγωγής”12. Οι φιλοσοφικές διαμάχες τους και ο κριτικός διάλογος των θεωρίων τους δημιούργησαν τη Δυτική αντιδογματική παράδοση των “υποθέσεων” και της ελεύθερης κριτικής (Popper, Back to the Presocratics, 23)

Σε αυτό, λοιπόν, το αντιδογματικό πλαίσιο, όλοι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, σύμφωνα με σύγχρονη έρευνα, επιχείρησαν να προσδιορίσουν το έσχατο συστατικό “στοιχείο” της υλικής πραγματικότητας – επιδιώκοντας να βρουν την ουσία και τη φύση των πραγμάτων, ήτοι το ον. Κατ’ ουσίαν, όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλοσοφοι, από τους Προσωκρατικούς έως το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, θέτουν το εξής ερώτημα: “τίνος είδους πράγματα ερευνούμε, όταν αναζητούμε επιστημονικούς ορισμούς αντικειμένων” (τί έστι το ον;) [Αριστ. Μετά τα Φυσικά Ζ Ι 1028b2- 4); Πρόκειται για πράγματα διαφορετικού είδους από την πληθώρα των καθημερινών πραγμάτων; Kατά τον Πλάτωνα, αφενός, υπάρχουν τα πολλά, αισθητά πράγματα, όπως λχ. υπάρχουν πολλά διαφορετικά όμορφα αντικείμενα. Αφετέρου, υπάρχει η οντότητα (ή ιδέα) του ‘όμορφου’ που είναι μόνο μία. Η πολλαπλότητα και πληθώρα των διαφορετικών όμορφων πραγμάτων δεν μας απαντά το ερώτημα ‘τι είναι το όμορφο’, ήτοι, ‘ποια είναι η φύση του όμορφου’. Με την ίδια λογική, οι Ελεάτες θεωρούν ότι στον φαινομενικό κόσμο της δόξας (των φυσιολόγων και των κοινών θνητών) ένα υλικό συστατικό στοιχείον, όπως είναι το ηρακλείτειο πυρ, μεταστοιχειώνεται και παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές, οι οποίες όμως δεν μας εξηγούν τη φύση των πραγμάτων. Τη φύση ενός συστατικού στοιχείου ή ενός αντικειμένου μάς την εξηγούν οντότητες, τις οποίες οι Ελεάτες ονομάζουν εν ον, ο Πλάτων ιδέα, ο Αριστοτέλης ουσία, ενώ οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι αποκαλούν ‘universals’. Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι επιχείρησαν να βρουν “εκέινο το συστατικό που κάνει ένα αντικείμενο αυτό που είναι στην πραγματικότητα”, ήτοι την ουσία ενός αντικειμένου13. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι εντάσσονται οργανικώς στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας αποτελώντας με αυτήν μια ενότητα. Πρώτοι οι Προσωκρατικοί στην ιστορία των ιδεών έθεσαν το εννοιολογικό πλαίσιο όλης της αρχαίας ελληνικής, αλλά και γενικότερα της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης. Σ’ αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι επιχείρησαν να βρουν τη φύση των πραγμάτων. Αυτή η μέθοδος -κατά τον Παρμενίδη- είναι η μοναδική επιστημονική μέθοδος έρευνας (μόνη οδός διζήσιος απ. 2.2). Πέραν, λοιπόν, των εύλογων διαφορών τους, βασικός στόχος όλων των προσωκρατικών φιλοσόφων ήταν ο προσδιορισμός της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) σε όλους τους (τότε γνωστούς) τομείς του επιστητού. Ο επιστημονικός και φιλοσοφικός διάλογος για την εύρεση της φύσης των πραγμάτων άρχισε με τις φιλοσοφικές διαμάχες των Προσωκρατικώνν και έκτοτε συνεχίζεται σε παλαιές και “Νέες Εποχές”.

*****

Ο Δρ Μιχαήλ Μπακαούκας διδάσκει φιλοσοφία στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης, του Παν. Πειραιώς και στη ΣΕΛΕΤΕ.

Επαυξημένο απόσπασμα από το βιβλίο: του Μιχαήλ Μπακαούκα, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι. Συνοπτική Κριτική Ιστορία της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Ηλίας Ι. Μπαρτζουλιάνος, Αθήνα, 2002. Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε και στα Χημικά Χρονικά, Τεύχος 12, Δεκ. 2002, 406-407
ΜΙΚΡΟΣ ΑΠΟΠΛΟΥΣ

3. D. Furley- R.E. Αllen, The Eleatics and the Pluralists, ΙΙ, Routledge, London, 1975

4. F.M. Cornford, Plato’s Theory of Knowledge, Routledge, 1970, 5th ed., σελ. 220-248 – A. P. D. Μοurelatos, The Route of Parmenides, London, σελ. 133

5. James Jeans, Physics and Philosophy, New York 1981, 18 [1st ed. 1943]

6. F.M. Cornford, “Was the Ionian Philosophy Scientific?”, The Journal of Hellenic Studies 62 (1942), 1-7 – [του ιδίου], The Unwritten Philosophy, Cambridge, 1950και [του ιδίου], Principium Sapientiae, Cambridge, 1952

7. Βλ. σχετικώς Gr. Vlastos, “Zeno of Elea”, Encyclopaedia of Philosophy, Paul Edwards (ed.), New York, vol. 8, σελ. 369-79 – Karl Popper, “Back to the Presocratics”, in M. – J. Petersen (ed.), Karl Popper. The World of Parmenides, Routledge, UK, 1998 – J. Barnes, The Presocratic Philosophers, Routledge, London and New York, 1993, σελ. 653 [3η εκδ. αναθεωρημένη, 1η εκδ. 1979] – I. Γ. Δελλής, Η Συμβολή της Αρχαίας Ατομικής Θεωρίας στην πρόοδο της φυσικής τον 17ο αι., Εκδόσεις Παν/μίου Πατρών, 1998, σελ. 12-13 – Μ. Planck, The Philosophy of Physics, London, 1936, σελ. 68-69 – Erwin Schrődinger H Φύση και οι Έλληνες, μτφρ. δρ Θ. Γραμμένος, Τραυλός-Κωσταράκη, 1995, 9-115 [1η εκδ. Cambridge Univ. Press, 1954).

8. Β Φάκλαρης, “Οι σεισμοί στην αρχαιότητα”, Βήμα Νέες Εποχές, 12 Δεκ. 1999

9. Βλ. Η. Cherniss, Aristotle’s Criticism of Presocratic Philosophy, Octagon Books, New Yorκ, 1983 [4η εκδ.- 1η εκδ. 1935], σ. 207-209, 332 – Μ. Μπακαούκας, “ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΕΙΣΜΟΓΕΝΕΣΗ”, Αντί 704 (2000), 47 – [του ιδίου], “ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ”, Ιστορία Εικονογραφημένη 380 (2000), 121.

10. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω το χημικό Γ. Λεμπέση, ο οποίος με βοήθησε να κατανοήσω την επιστημονική αποστολή της Χημείας. Βλ. και ΣτέλιοςΛιοδάκης, Χημεία, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2000, 17.

11. Βλ. σχετικώς Ο. Αpelt, “Melissus bei pseudo-Aristoteles”, Jahrbűcher fűr classische Philologie, 1886, σελ. 739 κε. – H.H. Joachim, “Aristotle’s Conception of Chemical Combination”, Journal of Philology 29 (1904), σελ. 72-86 – W. Guthrie, A History of Greek Philosophy, II, Cambridge University Press, 1965 σελ. 116, υποσ. 2 – J. E. Bolzan, “Chemical Combination according to Aristotle”, Ambix 23 (1976), σελ. 134-144 – R. A. Horne, “Aristotelian Chemistry”, Chymia 11 (1966), σελ. 21-27 – Cherniss, Aristotle’s Criticism, σελ. 367-370 – James Bogen, “Fire in the Belly: Aristotelian Elements, Organisms, and Chemical Compounds”, στο F. A. Lewis- R. Bolton, Form Matter and Mixture in Aristotle, Blackwell, 1996, σελ. 183-216 – Μιχ. Μπακαούκας, Η “π ε ρ ί   τ ο υ  μ ή  όν τ ο ς  ή  π ε ρ ί  φ ύ σ ε ως” πραγματεία του Γοργία. Μία επιστημολογική ανάλυση. Η οντολογική διαμάχη Ελεατών-Ατομικών και η παρέμβαση του Γοργία, Διατριβή επί Διδακτορία, ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΑΘΗΝΑ 2001, 25-26, υποσ. 35 [Εθνικό αρχείο διδακτοροκών διατριβών: jasmin.ekt.gr και Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 18 (2001), 314-318].

12. Karl Popper, “Introduction”, in M. – J. Petersen (ed.), Karl Popper. The World of Parmenides, Routledge, UK, 1998, σελ. 3 – S. Stebbing, Logic in Practice, Great Britain, 1934, σελ. 184-185 – N. A. Whitehead, Adventures of Ideas, Mentor Books, USA, 1962 (6η εκδ), σελ. 220-4

13. Hilary Staniland, Universals, Anchor Books, New York, 1972, 2-3 – A. Nehamas, “Self-Predication and Plato’s Theory of Forms”, American Philosophical Quarterly , 16 (1979), 98 κε. – Ρ. Curd, The Legacy of Parmenides. Eleatic Monism and Later Presocratic Thought, Princeton, 1998 228-242

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *