Ἀπό τά βαλκανικά ἔθνη, δύο, τό ἑλληνικό καί τό ρουμανικό, παρουσιάζουν ἀκόμη γιά μερικούς ἐρευνητές μεγάλα αἰνίγματα καί ἀπορίες σχετικά με τήν ἐθνολογική τους σύσταση καί μέ τήν ἀνεύρεση τῆς φυλετικῆς καί πνευματικῆς τους συνέχειας μέσα στούς αἰῶνες. Γύρω ἀπό τά ζητήματα αὐτά ἔχουν διατυπωθῆ τόσο πολλές και, συχνά, ἀντικρουόμενες γνῶμες, ὥστε, τελικά, ἡ σχετική βιβλιογραφία νά ἔχη πλουτισθῆ ἐπικίνδυνα καί γιά τόν ἔμπειρο ἀκόμη εἰδικό ἐρευνητή, ὁ ὁποῖος τόσα ἄλλα προβλήματα – ἐκτός ἀπ’ αὐτό – ἔχει ν’ ἀντιμετωπίση.
τοῦ Ἀπόστολου Ἐ. Βακαλόπουλου – νέος Λόγιος Ἑρμῆς τ. 19
Οἱ συζητήσεις εἶναι ἀσφαλῶς πιό ὀξεῖες προκειμένου γιά τήν ἐξέταση τῶν σχέσεων τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ἔθνους μέ τό μεσαιωνικό καί τό νεώτερο. Καί τήν ὀξύτητα αὐτή τήν δίνει ἡ ζωηρή ἀντίθεση ἀνάμεσα στό ἐξιδανικευμένο, πάντοτε, μεγαλεῖο τοῦ παρελθόντος καί στήν συνηθισμένη πεζότητα τοῦ παρόντος. Ἔπειτα, συχνά οἱ συζητήσεις αὐτές γίνονται τυπικές – μερικές, θά ἔλεγε κανείς, παίρνουν τήν θέση παλαιῶν γυμνασμάτων καλλιέπειας καί ρητορείας – καί ἔχουν ρευστά ὅρια, γιατί δέν ἀποβλέπουν συστηματικά πρός τόν καθορισμένο στόχο τους, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀφήνουν ἀνικανοποίητους καί νά κουράζουν, τελικά, τόσο τούς εἰδικούς, ὅσο καί τόν πολύ κόσμο. Γιατί, στ’ ἀλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνη ἀφ’ ὑψηλοῦ ἐπισκόπηση τῶν θεμελιωδῶν αὐτῶν ζητημάτων, χωρίς πλήρη κατοχή τῆς σχετικῆς βιβλιογραφίας, χωρίς τήν ὀξεῖα κριτική πηγῶν καί βοηθημάτων, τήν βαθιά γνώση τῶν πραγμάτων καί τήν ἐνημέρωση στά πορίσματα τῶν βοηθητικῶν ἐπιστημῶν τῆς ἱστορίας;
Ἡ μελέτη σημαντικῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ὅπως π.χ. τῆς καταγωγῆς ἑνός ἔθνους, δέν εἶναι κάτι εὔκολο, κάτι πού μπορεῖ νά γίνη μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα. Ἀκόμη πιό δύσκολη εἶναι ἡ ἑρμηνεία καί ἡ κατανόηση τῶν θεσμῶν τῶν ἀνθρώπινων κοινωνιῶν, στήν ἐξέλιξή τους, ἡ μελέτη τῶν ἠθῶν καί τῶν ἐθίμων καί τῆς συνέχειας τῶν πολιτιστικῶν τους ἐκδηλώσεων. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Chateaubriand στό Itinéraire του:
Μιά στιγμή ἀρκεῖ γιά τόν ζωγράφο τῶν τοπίων νά σχεδιάση ἕνα δένδρο, νά ζωγραφίση μιά ἄποψη, νά ἰχνογραφήση ἕνα ἐρείπιο, ἀλλά ὁλόκληρα χρόνια εἶναι πολύ λίγα, γιά νά μελετήση κανείς τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων καί νά ἐμβαθύνη στίς ἐπιστῆμες καί στίς τέχνες[1].
Ἡ θεώρηση τῶν πνευματικῶν φαινομένων προϋποθέτει ὄχι μόνον ἐπαρκῆ παρακαταθήκη γνώσεων καί κατοχή τῆς μεθόδου, ἀλλά καί ὡρίμασμα ψυχῆς, γιατί κυρίως μέ τήν ψυχική πεῖρα θά μπορέσουμε νά σταθοῦμε ἀπέναντι στό ἀξιοσημείωτο πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο καί θά προσπαθήσουμε νά τό νοήσουμε στήν ροή του μέσα στήν πολυσύνθετη ζωή μας. Ὁ κύριος λόγος πού χρειαζόμαστε πολύν καιρό γιά τήν θεώρηση καί κατανόηση τῶν φαινομένων αὐτῶν εἶναι ὅτι, συχνά, οἱ μεγάλες ἱστορικές μεταβολές πραγματοποιοῦνται ἀργά, μέ τήν πάροδο πολλῶν δεκάδων χρόνων, μέ μιά βαθμιαία ἐξέλιξη, ἀνεπαίσθητη καί δυσδιάκριτη. Πολύ πιό δύσκολη, βέβαια, εἶναι ἡ παρακολούθηση τῶν φαινομένων αὐτῶν στήν ροή τους ἐπί αἰῶνες, δηλαδή ἡ ἐξέταση τῶν σχέσεών τους κατά τίς διάφορες ἐποχές. Τέτοια προβλήματα εἶναι: 1) ἡ πολυθρύλητη καταγωγή τῶν σύγχρονων Ἑλλήνων· καί 2) τά ἀλληλένδετα βέβαια μέ αὐτό – ἀλλά ἐπίσης ἀγκαθερά καί πολυσυζητούμενα – προβλήματα τῶν σχέσεων καί τῶν κοινῶν σημείων τοῦ ἀρχαίου ἤ τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου μέ τόν νέο ἑλληνικό.
Τά δύο θεμελιώδη αὐτά θέματα ἀπασχόλησαν καί μένα πολλά χρόνια κατά τήν διάρκεια τῶν ἐπιστημονικῶν μου ἀναζητήσεων. Καί προσπάθησα νά βρῶ κι’ ἐγώ μιά ἀπάντηση σ’ αὐτά, πρῶτα γιά τόν ἑαυτό μου. Καί τά προβλήματα αὐτά μοῦ ἔγιναν ἔντονα αἰσθητά, ὅταν ἐπιφορτίσθηκα ὡς ὑφηγητής, στά 1943, νά διδάξω τό μάθημα τῆς Ἱστορίας τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, πού χρονική ἀφετηρία του εἶχε – σύμφωνα μέ τόν νόμο πού καθόριζε τό περιεχόμενο τῆς ἕδρας – τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Τούρκους στά 1453. Τότε, ἡ ἴδια ἡ πράξη μ’ ἔφερε ἐμπρός στήν ἀνάγκη νά συνδέσω κατά κάποιο τρόπο τήν διδακτέα μου νεώτερη ἱστορική ὕλη μέ τήν πλησιέστερη τοῦ Βυζαντίου καί τήν ἀπώτερη τῶν ἀρχαίων χρόνων.
Ἦταν μιά ἀνάγκη πού τήν δοκίμαζαν ἐξ ἴσου ἔντονα μ’ ἐμένα καί οἱ νεαροί ἀκροατές μου. Τήν ἔβλεπα καθαρά μέσα στά ἐρωτηματικά πού μοῦ ἔθεταν τά ζωηρά καί ἐκφραστικά τους μάτια. Ἔπρεπε, μέ κάποιο τρόπο, νά ὁδηγήσω ὄχι μόνο τόν ἑαυτό μου, ἀλλά ὑπεύθυνα καί τούς νέους μέσα ἀπό τό ἐκτεταμένο πεδίο μέ τό γλιστερό συχνά ἔδαφός του, προσπαθώντας πάντοτε νά πατήσω ἐπάνω σέ στέρεα στηρίγματα. Ἔπρεπε, μέ λίγα λόγια, νά διαβάσω μέ προσοχή τίς πάμπολλες σχετικές ἐργασίες, νά σταθῶ γιά ἕνα ἀπροσδιόριστο χρονικό διάστημα ἐπάνω στά ἐπί μέρους ζητήματα, νά τά μελετήσω προσεκτικά καί ἀμερόληπτα, ν’ ἀντιπαραβάλω τά ἀποδεικτικά στοιχεῖα καί νά καταλήξω σέ ὁρισμένα συμπεράσματα. Καί σ’ αὐτό μέ βοήθησε πολύ ἡ γνώση τῆς ψυχολογίας τῶν σύγχρονων Ἑλλήνων. Ἐγνώριζα – καί νομίζω πώς σ’ αὐτό δέν ἔπεσα ἔξω – ὅτι, στήν ἐποχή μας τουλάχιστον, οἱ περισσότεροι Ἕλληνες δέν κινοῦνταν πρός τήν σπουδή τῆς ἐθνικῆς τους ἱστορίας ἀπό προγονοπληξία ἤ μόνο ἀπό ἁπλή περιέργεια, ἀλλά, κυρίως, ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς αὐτογνωσίας, πού ἐξασφαλίζεται πρό πάντων μέ τήν καλή γνώση τοῦ παρελθόντος. Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι λαοί, εἶναι σήμερα περισσότερο θετικοί καί προσγειωμένοι πρός τήν πραγματικότητα.
Ἔπρεπε, λοιπόν, ν’ ἀπαντήσω καί ἐγώ στά δύο αὐτά βασικά προβλήματα καί τήν ἀπάντηση τήν ἔδωσα μέ τόν πρῶτο τόμο τῆς Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ὅπου προσπάθησα, συστηματικά καί ἀντικειμενικά – ὅσο ἦταν ἀνθρώπινα δυνατόν – ν’ ἀναπτύξω τίς ἀπόψεις μου. Τόν τόμο αὐτόν, καρπό πολυχρόνιων ἐρευνῶν καί μελετῶν, φαίνεται ὅτι δέν τόν εἶδε ἤ, τουλάχιστον, δέν τόν συμβουλεύθηκε καθόλου ὁ νέος καθηγητής τῆς Νέας Ἑλληνικῆς καί Βυζαντινῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Λονδίνου (ἕδρα Κοραῆ) Cyril Mango, ὅταν ἑτοίμαζε τό ἐναρκτήριό του μάθημα, ὅπου ἐξετάζει τό θέμα τῶν σχέσεων τῶν Βυζαντινῶν καί Νέων Ἑλλήνων. Πιθανόν, ὅμως, καί νά τόν συμβουλεύθηκε, ἀλλά τόν ἐνέταξε, μέ μιά μονοκονδυλιά, μέσα στήν γενική ἑλληνική βιβλιογραφία: «Ὀφείλουμε πάντως νά ποῦμε, εἶπε στό μάθημά του, ὅτι ἡ γενική εἰκόνα τοῦ ἑλληνισμοῦ μέσα ἀπό τούς αἰῶνες, ὅπως τήν ἐσχεδίασε ὁ Παπαρρηγόπουλος, ἔχει καθιερωθῆ στήν Ἑλλάδα ὡς τίς μέρες μας, κι’ ὅτι οἱ περισσότερες μεταγενέστερες ἔρευνες στόν τομέα τῆς καθαρῆς ἱστορίας, τῆς λαογραφίας, τῆς φιλολογίας καί γλώσσας, ἐξακολούθησαν νά τήν παραδέχωνται»[2].
Μολαταῦτα, διαβάζοντας προσεκτικά τό βιβλίο μου, θά διαπίστωνε ὅτι πολλά βασικά προβλήματα, πολλές φορές καίρια καί ὀδυνηρά γιά τόν Ἑλληνισμό, ἀντιμετωπίζονται ἐκεῖ μέ τόλμη καί μέ ὁδηγό μόνο τίς ἱστορικές μαρτυρίες καί τήν ἀλήθεια. Ὑπάρχουν ἐκεῖ συγκεντρωμένα, νομίζω, πολλά καί θετικά στοιχεῖα, ὅπως τό ἀναγνώρισε, τουλάχιστον, ἡ διεθνής ἐπιστημονική κριτική, πού θά τόν βοηθοῦσαν στίς ἔρευνές του.
Ἀκόμη καί στό ζήτημα τῆς καταγωγῆς τῶν Ἑλλήνων προχώρησα θαρρετά, ἀρχίζοντας μάλιστα πρῶτα ἀπ’ αὐτό. Καί τό ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τό πρᾶγμα δέν προκάλεσε καμιάν ἀναταραχή στούς συμπατριῶτες μου – δεῖγμα ὅτι δέν οἰστρηλατοῦνταν ἀπό τήν προγονοπληξία, ἀλλά ἀπό τήν ἐπιθυμία νά μάθουν ποιοί εἶναι, τέλος πάντων, καί ἀπό ποιές φάσεις τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης πέρασαν. Ἐκεῖ, μιλῶντας γιά τούς ξενικούς ἀποικισμούς στήν Ἑλλάδα, ἐπισήμανα τήν σπουδαιότητα κυρίως τῶν ἀλβανικῶν.
* * *
Ἔστω καί ἄν ὁ Mango δέν συζητῆ τό ζήτημα τῆς καταγωγῆς τῶν Ἑλλήνων, γιατί νομίζει ὅτι τό θέμα τό ἔχει ἀναπτύξει εὔγλωττα ὁ προκάτοχός του Jenkins[3], θά ἤθελα κι’ ἐγώ, μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἄρθρου μου αὐτοῦ, νά παραθέσω μερικές δικές μου σκέψεις ἤ καί ξένες μαρτυρίες ὑπεύθυνων ἐπιστημόνων. Θά ἤθελα, ἀκόμη, νά θυμίσω τίς ἐγκαταστάσεις Ρωμαίων ἀποίκων σέ διάφορους τόπους τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν, στήν Ἤπειρο[4], Μακεδονία (Φιλίππους, Δῖον, Πέλλα)[5] κ.λ., πού συχνά τίς ξεχνοῦμε. Καί τότε, ὅμως, ἡ ἑλληνική γλῶσσα καί οἱ ἑλληνικοί πληθυσμοί, πού πλειοψηφοῦν, ἀπορροφοῦν βαθμιαῖα τούς Ρωμαίους ἀποίκους. Ἔτσι, οἱ οἰκογένειες καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἐπίσημων Ρωμαίων ἐποίκων ἐξελληνίζονται και, ἀπό τόν 3ο κιόλας μ.Χ. αἰώνα, ἡ ἑλληνική χρησιμοποιεῖται ἀκόμη καί σέ ἐπίσημα ἔγγραφα, ψηφίσματα, τιμητικές ἐπιγραφές κ.λ., πού σκοπό ἔχουν νά τιμήσουν Ρωμαίους, ἤ σέ ἐπιγραφές πού χαράζονται κατ’ ἐντολή τους. Μέσα στό ἀριθμητικά πολυπληθέστερο καί ἐγκάρδιο περιβάλλον τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν ἀφομοιώθηκαν βαθμιαῖα οἱ ξένοι, ὅπως τό ἴδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε, ὕστερ’ ἀπό τό 1204, στίς φραγκοκρατούμενες ἑλληνικές χῶρες, Ἑπτάνησα, Κρήτη, Πελοπόννησο καί Κυκλάδες.
Δέν ἔχει, βέβαια, κανείς καμιάν ἀντίρρηση ὅτι τόσον ἀνθρωπολογικά, ὅσο καί πολιτιστικά (μέ τήν ἔννοια ὅμως τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ) οἱ Νεοέλληνες εἶναι περισσότερο κοντά στούς βυζαντινούς, παρά πρός τούς ἀρχαίους. Αὐτό εἶναι, ἄλλωστε, πολύ φυσικό καί πολύ λογικό. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς ἐξέλιξης, ἡ βασική ἔννοια τῆς ἱστορίας, πού μᾶς ἐπιβάλλει νά δεχθοῦμε ἀδιαμαρτύρητα τήν ἀλήθεια αὐτή, θέλουμε δέν θέλουμε. Ἄλλωστε, καί μέσα στήν θερμή περίοδο τῶν σφοδρῶν συζητήσεων, πού γεννήθηκαν στό ἐπιστημονικό πεδίο ὕστερ’ ἀπό τήν προβολή τῆς θεωρίας τοῦ Fallmerayer, κατά τόν περασμένο αἰώνα, ὑπῆρχαν Ἕλληνες πού δέν εἶχαν διαφορετική γνώμη. Ὁ λόγιος π.χ. τῆς μετεπαναστατικῆς ἐποχῆς Γεώργιος Τερτσέτης ἔγραφε μέ χαρακτηριστικό συμβολισμό: «Τό πέρυσι καί τό προπέρυσι συγγενεύει περισσότερο μέ ἡμᾶς παρά οἱ ἀρχαιότεροι αἰῶνες».
Μολαταῦτα, ὁ ἀρχαιοελληνικός ἀνθρωπολογικός πυρῆνας, παρά τίς κατά ἐποχές ἀλλοιώσεις του, ἔμεινε. Βέβαια, τό ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ καί τοῦ ἀνθρωπολόγου δέν εἶναι εὔκολο. Εἶναι, ὅμως, σήμερα τουλάχιστο κωμικό νά θέλουμε νά προσδιορίσουμε τήν περιεκτικότητα τῶν φλεβῶν καί ἀρτηριῶν τῶν σύγχρονων Ἑλλήνων σέ σταγόνες ἀρχαιοελληνικοῦ αἵματος. Ὁ Fallmerayer διαπίστωνε ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε μιά σταγόνα. Δικαίωμά του. Πάντως, τέτοιου εἴδους γενικεύσεις εἶναι ἀντιεπιστημονικές καί ἀσύστατες, ἄν ὄχι τίποτε ἄλλο. Εἶναι, ὅμως, ἀξιοσημείωτο ὅτι καί αὐτός ἀκόμη ὁ ἱδρυτής τῆς ρατσιστικῆς θεωρίας, κόμης De Gobineau, δέν ἀρνεῖται τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό πυρῆνα τῶν σύγχρονων Ἑλλήνων, ἔστω καί ἄν διατυπώνη κάπως συγκεχυμένα καί ἀόριστα τίς σχετικές του ἰδέες, τίς βασισμένες σέ γενικές γνώσεις. Συγκεκριμένα, ὁ θεωρητικός ἐκεῖνος τοῦ ρατσισμοῦ, ὁ ὁποῖος τονίζει τίς ἐπιμειξίες τῶν Ἑλλήνων μέ τούς διάφορους λαούς, ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὡς τά νεώτερα χρόνια, θεωρεῖ τήν ἀνάμειξη αὐτή, αὐτόν τόν «ἐκλεκτισμό», ὅπως τόν ὀνομάζει, σάν τόν πιό παλιό μέσα στήν ἱστορία. Καί συνεχίζει:
Εἶναι ἐπίσης μέ τόν τρόπο του (ὁ ἐκλεκτισμός αὐτός) μιά ἀπόλυτη ἄρνηση τῶν ἀρχαίων παρτικουλαρισμῶν· ἔχει ἀντικαταστήσει καί τήν Ἀθήνα καί τήν Σπάρτη καί τό πνεῦμα τους. Ἀντικατέστησε τήν Λυδία, τήν Φρυγία, ὅλα τά πολυάριθμα βασίλεια, τῶν ὁποίων ἡ ἑνότητα σχημάτισε τό ἀπέραντο κράτος τῶν Σελευκιδῶν ἤ τῶν Πτολεμαίων· πῆρε ἀπ’ ὅλα τά ἔθνη πού ὑποκατέστησε, καί ἔσβησε πετυχημένα ὅλες τίς διαφορές τους, κρατώντας κάτι ἀπό τήν φύση ὅλων· τό ἑλληνικό αἷμα περιέχει μιά μεγάλη ἀναλογία ἀπό ἰλλυρικά στοιχεῖα, γιατί τό ἀλβανικό στοιχεῖο παίζει μεγάλο ρόλο στήν διαμόρφωσή του. Δέν εἶναι λίγα τά ἀρχαῖα στοιχεῖα (πού παίρνουν μέρος στήν σύνθεση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους), γιατί οἱ Σῦροι καί οἱ Χαναναῖοι ἀνακατώθηκαν μ’ αὐτά. Ἡ Θράκη τοῦ ἔδωσε, γιά αἰῶνες, πολύτιμη καί δυναμική συμβολή μέ τούς γερμανικούς ἀποικισμούς της· σέ διάφορες ἐποχές, ὅπου τοῦτες οἱ διεισδύσεις ἔλαβαν χώρα, ἑνώθηκαν μέσα στήν ἀγκαλιά ἑνός συνδυασμοῦ πολύ ἰσχυροῦ ἤδη, πού δέν ἀφέθηκε ν’ ἀπορροφηθῆ ἀπό καμιά ἀπ’ αὐτές· ἀντίθετα, τίς ἀπορρόφησε ὁ ἴδιος, χωρίς, ἐν τούτοις, ν’ ἀπορρίψη ὅ,τι ἰσχυρό καί χρήσιμο μποροῦσαν νά τοῦ προσφέρουν. Ἔτσι, σχηματίσθηκε ἕνα πολυσύνθετο μέταλλο (τό ἑλληνικό ἔθνος), ἀλλά πολύ ἀνθεκτικό. Αὐτό, ἔτσι ὅπως εἶναι, δέν παρουσιάζει ἀπό τήν φύση του τίποτε τό ἀπόλυτα πρωταρχικό, ἀφοῦ προέρχεται ἀπό τήν κατάργηση ὅλων τῶν ἰδιαίτερων ἀρχαίων χαρακτηριστικῶν. Ἀκόμη καί σήμερα τό μέταλλο αὐτό, ἀπέναντι στίς ἀσιατικές φυλές πού εἴτε ἔφθασαν τελευταῖα ἀπό τόν Βορρᾶ, εἴτε ἔμειναν στήν παλιά τους φυλετική καθαρότητα καί μάλιστα ἀπέναντι στίς συσσωματώσεις τῶν εὐρωπαϊκῶν φύλων, τῶν λατινικῶν, τῶν γερμανικῶν ἤ ἄλλων, δέν εἶναι παρά ἕνα ξεχωριστό ἀμάλγαμα προικισμένο μέ μεγάλη πλαστικότητα, πολύ λίγο διατεθειμένο ν’ ἀφεθῆ ν’ ἀπορροφηθῆ μέ τήν σειρά του, ἀπωθῶντας, μέ τήν ἴδια ἐνεργητικότητα πού εἶναι σέ θέση νά τό κάνουν οἱ καθαρές φυλές, κάθε καινούργια συγχώνευση μέ ὁποιονδήποτε καί ἀντιπροσωπεύοντας μέ μιά λέξη (μέ μιά ἐμπιστοσύνη, μιά ἀσφάλεια καί μιά ἀλύγιστη ὑπερηφάνεια) αὐτό πού ἔχει κάθε δικαίωμα νά ὀνομάζεται ἐθνικότητα[6].
Ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ Gobineau, ἀκούστηκαν πολλές γνῶμες καί ἀκραῖες ἀπόψεις, τόσο πρός τήν ἄποψη τοῦ Fallmerayer, ὅσο καί πρός τήν ἀντίθετη. Συχνά, οἱ πρῶτες δέν ἦταν ἄσχετες ἀπό τούς πολιτικούς προσανατολισμούς καί τίς συμπάθειες τῶν λογίων ἤ ἐπιστημόνων πού τίς ὑποστήριζαν. Κατά τίς παραμονές καί τήν διάρκεια μάλιστα τοῦ τελευταίου παγκόσμιου πολέμου – τήν ἐποχή πού στίς γερμανικές χῶρες μεσουρανοῦσαν οἱ θεωρίες γιά τήν ἀνωτερότητα τῆς ἀρίας φυλῆς – ὁ Fallmerayer ἦλθε πάλι στό προσκήνιο, γιατί οἱ «καθαρόαιμοι» θεωρητικοί τους ἀνεκήρυξαν τούς σύγχρονους Ἕλληνες βαθύτατα ἐπηρεασμένους ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἀναμείξεις τους. Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι καί στήν Σοβιετική Ἕνωση, κατά τά μεταπολεμικά χρόνια, εἶχε παρατηρηθῆ στροφή τῶν ἱστορικῶν της πρός τήν θεωρία αὐτή, πού ὑπογράμμιζε ἰδίως τίς σλαβικές ἐπιδράσεις[7]. Τήν αἰτία δέν εἶναι δύσκολο νά τήν διαγνώσει κανείς. Σκέπτεται μόνο κανείς τί θά μποροῦσε νά κάνη στήν προκειμένη περίπτωση ἡ Ἀλβανία, ἄν ἦταν μεγάλη, πλούσια καί ἰσχυρή δύναμη, ἐφόσον ἐθνολογικά της ὑπολείμματα ἐντοπίζονται καί ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν ἀκόμη στήν σύγχρονη νότια Ἑλλάδα, ἔστω καί ἄν αὐτά ἔχουν ἐξελληνιστῆ κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων.
Ἄν, λοιπόν, εἶναι δυνατόν νά διατυπωθοῦν σήμερα σοβαρές ἀντιρρήσεις ὡς πρός τήν μικρή ἤ μεγάλη φυλετική συγγένεια τῶν Νεοελλήνων μέ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, τότε ἀναλογίζεται κανείς πόσο δύσκολο γίνεται τό πρόβλημα τῶν φυλετικῶν καί πνευματικῶν σχέσεων τῶν Ρουμάνων μέ τούς ἀρχαίους Δάκες, ἀπό τούς ὁποίους, μάλιστα, δέν πῆραν οὔτε τήν γλῶσσα, οὔτε καί τόν μεγάλο πλοῦτο τῆς λαϊκῆς πνευματικῆς κληρονομίας, ὅπως ἀντίθετα συνέβηκε μέ τούς Ἕλληνες. Τό πρόβλημα, βέβαια, τῶν Ρουμάνων εἶναι πολύ πιό σύνθετο καί πολύ πιό περίπλοκο ἀπό τῶν Ἑλλήνων, ἄν λάβη κανείς ἀκόμη ὑπ’ ὄψη του τήν χρόνια παραμονή ἤ τίς ἀλλεπάλληλες διασταυρώσεις λαῶν καί φυλῶν, πού ἔγιναν ἐπάνω στήν Δακία, στήν μεγάλη ἐκείνη λεωφόρο τῶν μεταναστευτικῶν ρευμάτων μετά τήν ρωμαϊκή κατάκτηση (105-106 μ.Χ.). Καί ὅμως – ἐνῶ ἄλλοτε ὑποστήριζαν μερικοί τήν ρωμαϊκή καταγωγή τῶν Ρουμάνων – σήμερα, κανείς σύγχρονος Ρουμάνος ἤ καί ξένος ἱστορικός δέν ἀμφισβητεῖ ὅτι οἱ πρῶτες ἀρχές τοῦ ρουμανικοῦ ἔθνους ἀνάγονται στήν προρωμαϊκή ἐποχή, ὅτι ἕνας δακικός πυρῆνας ὑπάρχει ὡς καταβολή μέσα στό σύγχρονο ρουμανικό ἔθνος, καί ὅτι τ’ ἀρχαιολογικά εὑρήματα μιλοῦν καθαρά γιά τήν συνέχεια τοῦ δακορωμαϊκοῦ πληθυσμοῦ στά βόρεια τοῦ Δούναβη καί γιά τήν ἀριθμητική ὑπεροχή του ἀπέναντι τῶν ἄλλων ξενικῶν φύλων[8]. Καί ἡ γνώμη αὐτή εἶναι πολύ πιθανή, γιατί οἱ ἀνθρωπολογικές ἀλλοιώσεις δέν εἶναι εὔκολες, οὔτε καί οἱ λαοί ἐξαφανίζονται εὔκολα.
Σχετικά, ὁ Γάλλος ἀνθρωπολόγος Eug. Pittard, στό βιβλίο του Les races et l’ histoire, ἔγραφε, πρίν ἀπό τόν δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τά ἐξῆς:
Μερικοί ἱστορικοί πάρα πολύ εὔκολα διέδωσαν αὐτήν τήν ἰδέα – ἔγινε, ἀλίμονο, χάρη σ’ αὐτούς πρόχειρη – ὅτι, δηλαδή, τίς κατακτήσεις ἀκολουθοῦν ἐθνικές μεταβολές. Πολλοί ἄλλοι, ἀνάμεσά τους καί ἄνθρωποι πού οὔτε θά μπορούσαμε νά τούς φαντασθοῦμε, συνεργάσθηκαν γιά τήν δημιουργία αὐτῆς τῆς πλάνης. Μερικοί νικημένοι, κολακευμένοι πού οἱ πρόγονοί τους ἦταν ἡ λεία κατακτητῶν πού ἐξύμνησε ἡ ἱστορία, μέ μεγάλη εὐχαρίστηση παραδέχτηκαν ὅτι, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς κατάκτησης, πῆραν νέους ἀνθρωπολογικούς χαρακτῆρες… Κοιτάξτε τί συνέβη στήν Ρουμανία, ὅπου καί ὁ τελευταῖος βοσκός, ἐπειδή μιλᾶ μιά γλῶσσα μέ ρίζα λατινική ἤ ἐπειδή ἀναλογίζεται ὅτι οἱ πρόγονοί του νικήθηκαν ἀπό τήν Ρώμη (αὐτή ἡ νίκη δέν ὑπῆρξε ἀσφαλῶς εὔκολη καί θ’ ἄξιζε περισσότερο νά εἶναι περήφανος γιά τήν ἀξιοθαύμαστη ἀντίσταση τῶν Δακῶν), φαντάζεται ὅτι τρέχει στίς φλέβες του τό πιό ἁγνό αἷμα τοῦ Τραϊανοῦ![9].
Εἰδικά γιά τήν Ἑλλάδα, νομίζω ὅτι ἔχουν τονισθῆ πάρα πολύ ἡ σημασία καί οἱ ἐπιδράσεις τῶν ἐπιδρομῶν καί ἐποικισμῶν τῶν ξένων φύλων. Τά πορίσματα τῆς ἀνθρωπογεωγραφίας καί τῆς ἀνθρωπολογίας, καθώς καί τά συμπεράσματά μας καί ἀπ’ αὐτές ἀκόμη τίς τελευταῖες ἐπιδρομές, διδάσκουν ὅτι, πάντοτε, τά ξένα φῦλα, συγκριτικά μέ τούς ἐντόπιους, ἀποτελοῦσαν μειοψηφία. Ὁ ἴδιος Γάλλος ἀνθρωπολόγος E. Pittard, πρός τό τέλος τοῦ ἴδιου βιβλίου του, ἐπαναλαμβάνει γιά πολλοστή φορά:
Πολλές φορές στό ἔργο μου αὐτό ὑποστήριξα αὐτήν τήν γνώμη, ὅτι, δηλαδή, σχεδόν πάντοτε σχηματίζουμε λανθασμένη ἰδέα γιά τήν ἀνθρωπολογική σημασία τῶν κατακτήσεων. Οἱ ἐχθρικές εἰσβολές, κυρίως σ’ αὐτές τίς μακρινές ἐποχές καί σ’ αὐτούς τούς τόπους, ὅπου οἱ δρόμοι συγκοινωνίας μέ δυσκολία ἐξασφάλιζαν τά μετόπισθεν, πραγματοποιήθηκαν μέ μικρά σώματα στρατοῦ. Ὁ μικρός τους μάλιστα ἀριθμός ἐξασφάλιζε τίς γρήγορες μετακινήσεις τους, δηλαδή τίς ἐπιτυχίες τους. Ἡ κατάληψη μιᾶς χώρας εἶχε περισσότερο τόν χαρακτήρα διοικητικῆς ἐπιβολῆς παρά ἐθνικῆς ἐπικάλυψης. Οἱ σκλαβωμένοι πληθυσμοί ἔμεναν ἐπί τόπου καί δέχονταν τούς νόμους τῶν νικητῶν· καί ἔτσι, δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά μεταβληθοῦν πολύ τά ἀνθρωπολογικά χαρακτηριστικά τῆς κατακτημένης περιοχῆς.[10]
Μή θέλοντας –Ἕλληνας ἐγώ – νά προστρέξω στίς εἰδικές ἐργασίες Ἑλλήνων ἀνθρωπολόγων, τοῦ Ἰωάννη Κουμάρη[11] καί τοῦ Ἄρη Πουλιανοῦ (ὁ τελευταῖος στηρίζεται σέ πολυάριθμες μετρήσεις καί ἐξετάσεις Ἑλλήνων ἀπό διάφορους τόπους καί στίς μεθοδολογικές ἀρχές τῆς σοβιετικῆς ἀνθρωπολογικῆς σχολῆς), πού ὑποστηρίζουν τήν φυλετική συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους[12], ἐπικαλοῦμαι καί τά πορίσματα τῆς ἀνθρωπογεωγραφίας καί μνημονεύω μόνο τήν γνώμη τοῦ Γάλλου ἀνθρωπογεωγράφου F. Braudel, ὁ ὁποῖος σχετικά γράφει:
II est vrai que les envahisseurs ont toujours été en petit nombre. Quoi qu’ on en ait dit et écrit parfois… que ce soient les Slaves blonds qui campent en Grèce à l’ époque de Justinien, les captifs Russes, Polonais ou Hongrois dont la descente silencieuse peuple Constantinople au XVIe siècle… il est facile de voir combien ils ont été rapidement ou éliminés et renvoyés dans leurs pays d’origine, ou bien submergés et absorbés; le climat, la malaria quand ce n’est pas le vin à lui seul, ont eu aisément raison de ces étrangers, jamais bien adaptés à la dure vie méditerranéenne[13].
Ἄν ὑπάρχη ἀξιόλογος ξενικός ἐποικισμός σέ ὁρισμένες ἑλληνικές χῶρες, εἶναι ὁ ἀλβανικός. Ἀλλά καί οἱ 10.000 περίπου Ἀλβανοί ἤ Ἀρβανιτόβλαχοι, πού κατέβηκαν κατά τά τέλη τοῦ 14ου αἰ. στήν Πελοπόννησο, ἀποτελοῦσαν κι’ αὐτοί ἀκόμη μειοψηφία – σημαντική βέβαια – μέσα στήν πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων κατοίκων της, ὄχι μόνο τῶν ντόπιων, ἀλλά καί τῶν ἄλλων, ἔξω ἀπό τόν Ἰσθμό, πού τρομοκρατημένοι ἀπό τήν τουρκική θύελλα πού πλησίαζε ἔσπευδαν νά βροῦν ἄσυλο στήν νότια ἐκείνη μεγάλη ἑλληνική χερσόνησο[14]. Καί ἀπόδειξη τῆς μειοψηφίας τους ἦταν ἡ βαθμιαία ἀφομοίωσή τους ἀπό τούς γειτονικούς ἑλληνικούς πληθυσμούς. Ἡ γλωσσική ἰδίως ἀφομοίωση ἦταν βέβαια ἀργή, ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι, ὡς τά χρόνια μας, σέ ὁρισμένα χωριά διασώζεται ἡ παλαιά μητρική γλῶσσα.
Ἄν τό ἴδιο σημαντική ἦταν καί ἡ σλαβική μειοψηφία στήν Θεσσαλία καί στίς ἄλλες νότιες ἑλληνικές χῶρες, γιατί τόσο γοργά ἀφομοιώθηκαν καί ἐξαφανίστηκαν καί τά τελευταῖα ἀκόμη ἴχνη της;
Μιλῶντας ἀμέσως παραπάνω γιά τήν Πελοπόννησο ὡς καταφύγιο, θά ἤθελα – εἰδικά γιά τίς ἑλληνικές χῶρες – νά τονίσω τήν σημασία τῆς ὀρεινῆς διάρθρωσης τῆς χώρας καί τόν ρόλο πού ἔπαιξαν τά ποικίλα καί πάμπολλα καταφύγιά της, νά ἐπισημάνω τούς οἰκισμούς σέ ἀπρόσιτες θέσεις, τά ὀροπέδια, τά δάση, τίς σπηλιές και, ἰδίως, τίς χερσονήσους καί τά νησιά – καί ἄν ἀκόμη παρασιωπήσω τά ἀπομονωμένα βυζαντινά κάστρα. Χαρακτηριστικές εἶναι, π.χ., οἱ πληροφορίες πού μᾶς δίνει ὁ ἀξιόπιστος[15] ἀνώνυμος συγγραφέας τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Λουκᾶ τοῦ νέου, ὅταν μᾶς ἀφηγῆται τήν εἰσβολή τοῦ τσάρου τῶν Βουλγάρων Συμεών στήν Στερεά Ἑλλάδα καί τόν διασκορπισμό τῶν κατοίκων τῆς Φωκίδας στίς πόλεις:
Ἐντεῦθεν οἱ μέν ὡς ἐν εἱρκταῖς ταῖς πόλεσι κατεκλείοντο, οἱ δέ πρός τήν Εὔβοιαν τε καί τήν Πέλοπος ἀπεσώζοντο[16].
Χτυπητό παράδειγμα ἡ Χαλκιδική, πού, χάρη στούς ὀρεινούς ὄγκους της, ἔμεινε ἔξω ἀπό τό ρεῦμα τῶν εἰσβολῶν καί ἐποικισμῶν τῶν Σλάβων. Σχετικά ἄς σημειωθῆ ὅτι ἡ προφορική παράδοση διέσωζε, ὡς τά τέλη τοῦ 18ου αἰ., τήν φήμη ὅτι τό ὀροπέδιο τῆς σημερινῆς Ἀρναίας ἦταν πυκνοκατοικημένο κατά τήν ἐποχή τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Βουλγάρων[17]. Εἶναι ἐπίσης πολύ πιθανόν ὅτι τά μεγάλα βουνά τῆς κάτω Μακεδονίας, Πιέρια καί Βέρμιο, καθώς καί ἄλλα τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, ὑπῆρξαν ἄσυλα τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν κατά τήν διάρκεια τῶν σλαβικῶν ἐπιδρομῶν[18]. Ἀλλά καί ἀπό τά πεδινά δέν ξεριζώθηκαν παντοῦ οἱ ἑλληνικοί πληθυσμοί. Ὅταν περνοῦσε ἡ λαίλαπα, ξαναγύριζαν στίς πατρίδες τους· τήν ἑλληνικότητα τῶν τόπων αὐτῶν μαρτυροῦν τά πάμπολλα παλαιά τοπωνύμια[19].
Οἱ εὐκαιρίες πού παρουσίαζαν οἱ γεωγραφικές συνθῆκες τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν γιά καταφυγή, γιά ἀσφάλεια, γιά ἀπομόνωση, ἦταν ἀκριβῶς στοιχεῖα πού διέσωζαν τούς φυσικούς χαρακτῆρες τῶν ἀνθρώπων – ἰδίως κατά τούς προϊστορικούς, τούς ἀρχαίους καί τούς μεσαιωνικούς χρόνους. Τόν παράγοντα αὐτό τῆς ἀπομόνωσης δέν τόν πρόσεξαν ἤ καί δέν τόν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψη, ὅσο θά ἔπρεπε, οἱ ἱστορικοί. Σχετικά μέ τόν ρόλο του, παρατηροῦσε ὁ πατέρας τῆς γαλλικῆς ἀνθρωπογεωγραφικῆς σχολῆς Vidal de la Blache:
Ἡ ἀπομόνωση εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή δημιουργία αὐτοῦ πού ὀνομάζουμε φυλή. Ἄν δέν γεννᾶ διαφοροποιήσεις, μποροῦμε τουλάχιστον νά βεβαιώσουμε ὅτι συμβάλλει στή διατήρησή της. Μόνο μέ τή συνδρομή της εἶναι δυνατό νά δημιουργηθοῦν εἰδικοί φυσικοί χαρακτῆρες, νά μεταδοθοῦν καί νά ἐπιζήσουν ὕστερα ἀπό μεταγενέστερες ἀναμείξεις[20].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] F. A. de Chateaubriand, Itinéraire de Paris à Jérusalem, Paris 1877, σ. 3.
[2] Cyril Mango, «Βυζαντινισμός καί ρομαντικός Ἑλληνισμός», Ἐποχές, Φεβρουάριος 1967, σ. 140.
[3] R. Jenkins, Byzantium and Byzantinism, Cincinnati 1963.
[4] Βλ. πρόχειρα στοῦ Θεόδ. Χ. Σαρικάκη, «Συμβολή εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἠπείρου κατά τούς χρόνους τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας», ΑΕ (1964), σ. 106, 112 κ.ἑ.
[5] Βλ. Δ. Κανατσούλη, «Ἡ μακεδονική πόλις ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς της μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Μ. Κωνσταντίνου», Μακεδονικά 6 (1964-65), σ. 21 κ.ἑ.
[6] Le comte de Gobineau, Deux études sur la Grèce moderne, Capodistrias, Le royaume des Hellènes, Paris 1905, σσ. 244-246.
[7] A. A. Vasiliev, Justin the First, Cambridge Massachusetts 1950, σ. 303-304, ὅπου ἡ νεώτερη ἱστορική βιβλιογραφία.
[8] Βλ. τήν τελευταία ἔκδοση τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας: C. Daicoviciu – Em. Petrovici – Ch. Ştefan, Die Entstehung des rumanischen Volkes und der rumanischen Sprache, Bukarest 1964.
[9] Eug. Pittard, Les races et l’ histoire, Paris 1924, σ. 12.
[10] Eug. Pittard, ἔνθ’ ἀν., σ. 517.
[11] J. Koumaris, «Le caractère autochtone du peuple grec», Cahiers Ligures de Prehistoire et d’Archéologie, 10 (1961) σ. 212-219, ὅπου καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[12] Ἄρη Πουλιανοῦ, Ἡ προέλευση τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα 1960.
[13] «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ κατακτητές ὑπῆρξαν πάντοτε ὀλιγάριθμοι. Ὅ,τι καί νά ἔχει εἰπωθεῖ κατά καιρούς… εἴτε ἦταν οἱ ξανθοί Σλάβοι πού στρατοπεδεύσανε στήν Ἑλλάδα τήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ, εἴτε οἱ αἰχμάλωτοι Ρῶσοι, Πολωνοί, Οὗγγροι, μέ τῶν ὁποίων τή σιωπηλή κάθοδο κατοικήθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη τόν 16o αἰώνα… εἶναι εὔκολο νά φανεῖ πόσο γρήγορα, ἀφ’ ἑνός ἐξαλείφθηκαν καί ἐκδιώχθηκαν πίσω στίς χῶρες καταγωγῆς τους, ἀφ’ ἑτέρου κατακλύσθηκαν καί ἀπορροφήθηκαν· τό κλίμα, ἡ ἐλονοσία ἤ ἀκόμα καί τό κρασί ἀπό μόνο του, ἀποτελείωσαν αὐτούς τούς ξένους, οἱ ὁποῖοι δέν προσαρμόστηκαν ποτέ στή σκληρή μεσογειακή ζωή». Fernand Braudel, La Méditerranée et le Monde Μéditerranéen à l’époque de Philippe II, Paris 1949, σ. 185. Πβ. καί Pittard, ἔνθ’ ἀν., σ. 12-13, 517.
[14] Ἀπ. Βακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1961, τ. Α΄, σ. 29 κ.ἑ.
[15] G. Da Costa-Louillet, «Saints de Grece aux VIIIe, IXe et Xe siècles», Byzantion 31 (1961), σ. 331.
[16] Βλ. Γ. Κρέμου, Φωκικά, Ἀθῆναι 1874, τ. 1, σ. 38. Πρβλ. καί σ. 148, 165.
[17] M. E. M. Cousinéry, Voyage dans la Macédoine, Paris 1831, τ. 2, σ. 140.
[18] Βλ. Cousinéry, ἔνθ’ ἀν., τ. 1, σ. 53. Πρβλ. Καί σ. 68. Ἡ καταφυγή αὐτή πῆρε μεγαλύτερη ἔκταση καί μονιμότερο χαρακτήρα κατά τήν ἐποχή τῶν τουρκικῶν εἰσβολῶν.
[19] Βλ. Στίλπωνος Κυριακίδου, Θεσσαλονίκια μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1939, σ. 9, 11, 12, 15.
[20] P. Vidal de la Blache, Principes de Géographie, ἔκδ. Emmanuel de Martonne, Paris 1948, σ. 277.






