Τις επιπτώσεις που θα αφήσει πίσω της η κρίση του κορωνοϊού προς όφελος του ατόμου και της κοινωνίας, αναλύει στα «Στερεά Νέα» ο Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής επιστήμης και πρώην Πρύτανης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γιώργος Κοντογιώργης. Ο κ. Κοντογιώργης αναπτύσσει το σκεπτικό του για την αλματώδη εξέλιξη που έχει ήδη ξεκινήσει να προκαλεί η πανδημία στην τεχνολογία, τους θεσμούς και την κοινωνία. Παράλληλα σχολιάζει το αν είμαστε στα πρόθυρα διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνέντευξη στον Παύλο Σφέτσα
Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί μετά το πέρας της κρίσης του κορωνοϊού;
Η κρίση που προκαλεί μια επιδημία έχει προεκτάσεις που αφορούν στο σύνολο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής, οι οποίες αναδεικνύονται όταν και μόλις τελειώσει. Αυτό το βλέπουμε στην ιστορία ότι επανέρχεται. Μία επιδημία που γίνεται μάλιστα πανδημία συχνά έχει επιπτώσεις οι οποίες προκαλούν βίαιες, θα έλεγα αλματώδεις εξελίξεις, λειτουργώντας μάλιστα ως κινητήριος δύναμη της μεταβολής μέσα στην εξέλιξη. Σήμερα έχει «κλείσει», εξαιτίας της επιδημίας, ολόκληρη σχεδόν η οικονομική και -θα έλεγα- κοινωνική ζωή. Αυτό σημαίνει ότι οι επιπτώσεις π.χ. στην οικονομία, ακόμη κι αν διαρκέσει για έναν – δύο μήνες, θα είναι πάρα πολύ σημαντικές. Ενόσω διαρκεί ο εγκλεισμός εντούτοις δεν γίνονται αισθητές με την έννοια της συγκομιδής συμπερασμάτων, γιατί προτεραιότητα έχει η επιβίωση των ανθρώπων. Γι’ αυτό και υπακούουν όλοι στα κελεύσματα της εξουσίας να κλειστούν στα σπίτια τους, γι’ αυτό και αντιμετωπίζουμε με εντυπωσιακή συναίνεση το θέμα της υγείας. Όταν όμως παρέλθει αυτή η ανάγκη που συσπειρώνει τους ανθρώπους γύρω από την εξουσία, και αποκατασταθεί η καθημερινότητα, η κοινωνία και η οικονομία θα κάνει τον απολογισμό της πέρα από τις επιπτώσεις στην υγεία. Τότε θα χρειαστεί να κάμει και τον απολογισμό, την αποκομιδή των συντριμμιών που άφησε πίσω της η επιδημία. Και τα συντρίμμια θα είναι πολυσήμαντα. Θα αφορούν στην τσέπη ενός εκάστου ή στις συνέπειες λόγω των απωλειών της κοινωνικότητάς μας και σε πλήθος άλλων τομέων της προσωπικής και της κοινωνικής μας ζωής. Τότε θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε βεβαίως τι συνέβη γενικότερα ή τι συνέβη σε μας και πως θα αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες. Την κρίσιμη αυτή στιγμή θα στρέψουμε το βλέμμα μας στην πολιτική η οποία είναι ο παράγοντας εκείνος που είτε προλαμβάνει, είτε θεραπεύει είτε αποδεικνύεται αδύναμος ή και ανίκανος να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας.
Αν δεν υπάρξουν λοιπόν πρόνοιες που θα μπορέσουν να εξαλείψουν ζωτικές απώλειες που προκάλεσε η επιδημία, για να φτάσουν οι κοινωνίες σε ένα σημείο ικανοποίησης και ανακούφισης, τότε η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής θα είναι δύσκολη. Κι όταν λέμε δύσκολη, εννοούμε πολύ δύσκολη. Γιατί διαφορετικά αντιμετωπίζει κανείς την ανέχεια που βιώνει όταν δεν γνώρισε την ευημερία και διαφορετικά όταν ήρθε αιφνιδίως ως συνέχεια της απώλειας της ευημερίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, που ανήκει η σημερινή κρίση, οι επιπτώσεις στη σχέση μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και της πολιτικής θα είναι σημαντικές και θα καθορίσουν το εύρος της αποσταθεροποίησης, της αμφισβήτησης της πολιτικής. Εκεί θα φανεί αν τα άρχοντα στρώματα θα διακρίνουν τον κίνδυνο και θα επιδιώξουν μια κάποια συναίνεση, την αποκατάσταση μιας νέας ικανοποιητικής ισορροπίας με τα κοινωνικά στρώματα που υπέστησαν απώλειες, ή θα επιδιώξουν τη διατήρηση των κεκτημένων ως εάν δεν συνέβη τίποτε. Η δυσκολία εν προκειμένω βρίσκεται στο ότι την περίοδο της επιδημίας θα πληγούν οριζοντίως πολλά κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων και πολλών από εκείνα που κατείχαν ηγετική θέση στην οικονομία, στην κοινωνία στην πολιτική κλπ. Άρα η περίοδος μετά την έξοδο από την επιδημιολογική κρίση και μέχρι να αποκατασταθεί μια καινούρια ισορροπία στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Και εδώ η θέση της πολιτικής θα κληθεί να αναλάβει έναν κομβικό ρόλο στα πράγματα. Στο νέο αυτό περιβάλλον οι άρχοντες του κόσμου θα πρέπει να συνεκτιμήσουν, είτε το θέλουν είτε όχι, τις νέες σημαίνουσες αλλαγές που θα αναδείξουν οι συνθήκες και ο αγώνας για την επιβίωση ή για την αντιμετώπιση της επιδημίας από την πλευρά της κοινωνίας. Αλλαγές, οι οποίες θα προκαλέσουν μια προσαρμογή σε μέσα, σε νοοτροπίες και σχέσεις στο σύνολο του κόσμου της εποχής μας που αναγγέλλουν ένα βίαιο άλμα προς τα εμπρός. Άλμα όχι μόνο της οικονομίας αλλά και των κοινωνιών τη φορά αυτή.
Με ποιον τρόπο;
Ο τρόπος αυτός μπορεί να ειδωθεί και σε συνέπεια με τις εξελίξεις που ήδη δρομολογούνται μέσα στην επιδημιολογική κρίση. Θεωρώ ότι θα έχουμε να κάνουμε στο άμεσο μέλλον με μία άλλη σχέση κοινωνίας και οικονομίας και κοινωνίας και πολιτικής. Η οικονομία κατά την προ επιδημίας εποχή είχε μετασχηματιστεί με εντυπωσιακό τρόπο σε αυτό που αποκαλώ «διεθνή των αγορών», είχε ήδη ελέγξει τους μηχανισμούς ισχύος και εξουσίας, και είχε γίνει ανεξέλεγκτη. Είχε επιβάλει όχι μόνο την πολιτική της ηγεμονία, αλλά και μια άνευ προηγουμένου αναδιανομή και μάλιστα ιδεολογική ηγεμονία την οποία Δεξιά και Αριστερά έσπευδαν να την υπηρετήσουν. Σε βαθμό που όποιος μάλιστα επικαλείτο τη βούληση ή το συμφέρον της κοινωνίας εθεωρείτο λαϊκιστής, εκτός των προδιαγραφών της ορθοταξίας των πραγμάτων. Απέναντι σε αυτήν την πλευρά της οικονομίας θα έρθουν αντιμέτωπες όχι μόνον οι δυνάμεις της εργασίας, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της αστικής τάξης που θα υποστεί τις συνέπειες της κρίσης. Συγχρόνως η διεθνής των αγορών και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί διακινητές της θα βρεθούν αντιμέτωποι και με μια νέα πραγματικότητα την οποία ξόρκιζαν μέχρι τώρα. Την οικείωση των μελών της κοινωνίας με την τεχνολογία της επικοινωνίας. Η οικείωση αυτή θα φέρει τις κοινωνίες σε απόσταση αναπνοής από την πολιτική εξουσία την οποία θα αναγκάσουν να λαμβάνει υπόψη και τη βούληση και το συμφέρον τους. Από τη στιγμή που η πολιτική θα αισθάνεται κοντά της την ανάσα της κοινωνίας των πολιτών η οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα που δεν θα μπορεί να αγνοήσει, όπως συνέβαινε προ της επιδημίας.
Τις συνέπειες της νέας αυτής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής θα τις δούμε και σε επί μέρους τομείς, όπως είναι το λεγόμενο κράτος πρόνοιας το οποίο -όπως ξέρουμε- είχε εγκαταλειφθεί στη μοίρα του, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Τις συνέπειές του τις διαπιστώνουμε σήμερα στην Ιταλία ή στην Ισπανία ή αλλού. Ευλόγως θα με ρωτήσετε τι θα συμβεί ώστε αυτό που δεν μπόρεσαν οι κοινωνίες πριν από την επιδημία να επιτύχουν θα το επιτύχουν μετά από αυτήν. Η απάντηση βρίσκεται στην οικείωσή τους με την τεχνολογία της επικοινωνίας και στο πλαίσιο αυτό με το πολιτικό σύστημα. Σε ποιο βαθμό το πολιτικό σύστημα θα παραμείνει το ίδιο, όπως ελπίζουν οι μεν, ή θα αναγκαστεί να συνεκτιμήσει και τη νέα σχέση και θέση που θα επιδιώξει -όπως νομίζω- να καταλάβει η κοινωνία στο μέλλον με υπομόχλιο την τεχνολογία;
Έχετε ήδη αναφερθεί σε ραγδαίες εξελίξεις όσον αφορά την τεχνολογία, τους θεσμούς και την κοινωνία. Θα ήθελα να μας αναπτύξετε το σκεπτικό σας πάνω στους τρεις αυτούς τομείς.
Το γεγονός ότι ολόκληρες κοινωνίες κλείνονται στα σπίτια τους, το σύνολο σχεδόν της παραγωγικής διαδικασίας και μεγάλο μέρος της λειτουργίας του κράτους κλείνουν, οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μία αναγκαστική και αλματώδη επιτάχυνση των εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας. Γιατί η τεχνολογία της επικοινωνίας απομένει ως ο μόνος τρόπος να κάνει κανείς τις συναλλαγές του με τις τράπεζες, με το δημόσιο, να προσεγγίσει τους πελάτες του, να κάνει τις αγορές του από το σούπερ μάρκετ, από τα καταστήματα ιματισμού κλπ., όπως επίσης και να αναπτύξει την επικοινωνία του στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων. Αυτομάτως στο μέτρο που το σπίτι ενός εκάστου γίνεται ένας χώρος φυλακής, εγκλεισμού, αναζητά άλλες λύσεις κι αυτές σήμερα είναι οι λύσεις που διέρχονται από την τεχνολογία της επικοινωνίας. Η τεχνολογία επιταχύνει την εξέλιξή της στους τομείς που δημιουργείται ζήτηση η κοινωνία, η οικονομία και η πολιτική και προσαρμόζεται για να τις ικανοποιήσει. Με τον τρόπο αυτόν η τεχνολογία συμβάλει στην ανάπτυξη νέων πρακτικών και κατ’ επέκταση νέων νοοτροπιών και συμπεριφορών στο επίπεδο της επικοινωνίας των ανθρώπων, τις οποίες ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο σπίτι θα προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου επιτάχυνση στο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της τεχνολογίας θα προσφερθούν νέες ευκαιρίες στον κοινωνικό άνθρωπο. Συγχρόνως όμως η αναδιάρθρωση των συσχετισμών στο πεδίο της οικονομίας που θα επιφέρει η κρίση και η οικείωση της κοινωνίας με την τεχνολογία της επικοινωνίας θα μεταβάλει άρδην τις εσωτερικές της σχέσεις τόσο μεταξύ των ηγετικών της παραγόντων, όσο και με την κοινωνία της εργασίας. Π.χ. στον τομέα της εργασίας γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος ακόμα της εργασιακής σχέσης αναπτύσσεται μέσα στο χώρο της επιχείρησης. Θα πάει το πρωί ο εργαζόμενος στη δουλειά του, ο εργοδότης του έχει εξασφαλίσει ένα γραφείο ή έναν χώρο για να εργασθεί. Ο εργαζόμενος αυτός με σχέση εξαρτημένης εργασίας θα πρέπει να είναι ασφαλισμένος, άρα ένα μέρος θα το καλύψει ο εργοδότης, ένα μέρος ο εργαζόμενος και πολλά ακόμη ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εργασία. Η εφαρμογή του οκταώρου, η εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς περιβάλλοντος αποτελούν μέρος των υποχρεώσεων του εργοδότη κ.ο.κ., Αυτό είναι το γενικό σχήμα έως σήμερα, παρόλον ότι διαπιστώνουμε ότι σταδιακά εκφυλίζεται σε ορισμένες πτυχές του ενώ σε άλλες μεταλλάσσεται. Στο μέτρο που ήδη στο περιβάλλον της επιδημίας γίνεται υποχρεωτική η εξ αποστάσεως εργασία στην πρώτη φάση λειτουργεί με το κλασικό καθεστώς, δηλαδή με όρους εξαρτημένης εργασίας. Σε μια επόμενη φάση, όταν ο εργοδότης αντιληφθεί ότι η εργασία από το σπίτι αποδίδει και τον συμφέρει, θα πάψει να προσλαμβάνει εργαζόμενους και να τους έχει σε συγκεκριμένο χώρο, να τους παρέχει μισθό, να τους ασφαλίζει κλπ. Θα σκεφτεί ότι μπορεί να αναθέτει αυτές τις εργασίες σε τρίτους οι οποίοι να παρέχουν το έργο και να μην έχει ο ίδιος τις ανάλογες υποχρεώσεις που κοστίζουν. Η μεταβολή της εξαρτημένης εργασίας σε σχέση παροχής έργου είχε ήδη ξεκινήσει βοηθούσης της τεχνολογίας πριν την επιδημία. Μετά από αυτήν όμως θα επιταχυνθεί και σε λίγο χρόνο θα γίνει καθεστώς. Την ίδια στιγμή το ηλεκτρονικό εμπόριο, η ηλεκτρονική ανταλλαγή στο σύνολό της, θα εισέλθει στις καθημερινές συνήθειες τόσο της οικονομίας όσο και του κοινωνικού ανθρώπου που θα σπεύσει η τεχνολογία να προσφέρει στην οικονομία το πεδίο της εφαρμογής του.
Η άλλη πλευρά είναι οι θεσμοί. Το βλέπουμε και στην Ελλάδα όπου οι θεσμοί προσαρμόζονται πολύ πιο αργά αλλά και παντού. Η αφομοίωση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας της επικοινωνίας γίνεται με ταχύς ρυθμούς εκεί όπου ο κάτοχός τους αντλεί συμφέρον, λ.χ. στον τομέα της φορολογίας. Διαφορετικά οι θεσμοί εμφανίζουν μια δυστοκία στην προσαρμογή τους καθώς είναι δύσθυμοι στο να ελευθερώσουν τον πολίτη από τα γρανάζια της εξάρτησης. Έτσι για να βγάλουμε ένα πιστοποιητικό χρειαζόταν μέχρι σήμερα να πάμε στο ΚΕΠ, να επικοινωνήσουμε με τον δήμο μας, να πάμε εκεί αν κατοικούσαμε μακριά να μας ταλαιπωρήσει για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του. Σχετικά ίδια ισχύουν με όλους τους θεσμούς: Με το κράτος, με τους επί μέρους θεσμούς που είναι οι τράπεζες, η εκπαίδευση, οι οποίοι αξιώνουν από τον πολίτη προσωπική παρουσία. Έπρεπε να πάει κανείς στην αίθουσα για να κάνει μάθημα. Έπρεπε να πάει στο γκισέ της τράπεζας για να κάνει μια συναλλαγή τις περισσότερες φορές. Είτε γιατί ο θεσμός ζει στην εποχή της φυσικής επικοινωνίας είτε ο πολίτης, αδιάφορο. Τι αποκάλυψε η κρίση; Ότι εντέλει μέσα σε λίγες ημέρες επιλύεται κάθε τεχνικό εμπόδιο που έως τώρα χρόνιζε επί μεγάλο διάστημα με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν εύκολο να γίνει. Αποκαλύπτεται δηλαδή ότι η διευκόλυνση της κοινωνίας στις συναλλαγές της με το κράτος ή η ακόμη περισσότερο η λειτουργία της κοινωνίας μέσα από την εξ αποστάσεως παροχή υπηρεσιών, δεν προωθείτο επειδή δεν ήθελε ή αδιαφορούσε να προσαρμοστεί ο εκάστοτε θεσμός. Παρατηρούμε αίφνης ότι όλα τα πιστοποιητικά της τράπεζας και του κράτους θα δίδονται πια με ηλεκτρονικό τρόπο. Πως εξηγείται ότι σε μια δυο μέρες έχουμε τέτοια ιλιγγιώδη προσαρμογή του κράτους, τη στιγμή που προηγουμένως μας λέγανε πως δεν είναι εφικτό; Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η κρίση, που καταργεί τις συλλογικότητες σε επίπεδο φυσικής επικοινωνίας όπως και την σχέση της συλλογικότητας και των ατόμων με τους θεσμούς, θα προκαλέσει πολύ μεγάλες αλλαγές, οι οποίες θα είναι εκ των πραγμάτων προς όφελος του ατόμου και της κοινωνίας.
Να έρθουμε στην κοινωνία. Οι κοινωνίες, γνωρίζουμε πολύ καλά, και μάλιστα στο μέτρο που την προηγούμενη περίοδο δέσποζε στα μυαλά του κόσμου η προσέγγιση της τεχνολογίας που δίδαξε ο Όργουελ ,ότι είναι εξ αντικειμένου το απόλυτο κακό. Προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι η τεχνολογία θα καταργήσει την ιδιωτικότητά μας, και θα υποτάξει το άτομο και τις κοινωνίες στις πιο σκοτεινές εκδηλώσεις των πάσης φύσεως εξουσιών. Η άποψη αυτή κατέληγε να ενοχοποιεί το ουδέτερο μέσον, την τεχνολογία, και να απαλλάσσει τον υπαίτιο, το σύστημα. Το ζήτημα επιμένω από την πλευρά μου είναι ποιος ελέγχει την τεχνολογία και κυριολεκτικά ποιος κατέχει το σύστημα, δηλαδή το πολιτικό σύστημα και δι’ αυτού την οικονομία. Αυτός βάζει τους κανόνες, αυτός επίσης ελέγχει την εφαρμογή τους. Η τεχνολογία όμως είναι επίσης το φυσικό μέσον που θα επιτρέψει στην κοινωνία να ελέγξει το πολιτικό σύστημα και να το χρησιμοποιήσει για την διεύρυνση του πεδίου της ελευθερίας της. Με τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος θα ελέγξει εντέλει τις χρήσεις της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Η ηλεκτρονική επικοινωνία στην εποχή της επιδημίας είναι ικανή να πείσει την κοινωνία ότι πολλές από τις συλλογικές λειτουργίες της μπορούν να αναπτυχθούν και μέσω του διαδικτύου. Η επικοινωνία δύο φίλων, μιας οικογένειας, των παππούδων με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, η διοργάνωση εκδηλώσεων, συνεδρίων, διαδικτυακών σεμιναρίων, της σύνολης επιστημονικής και εκπαιδευτικής λειτουργίας, κοινωνικές συναθροίσεις κ.ο.κ. Ο άνθρωπος ως φύσει προσαρμοστικό ζώον ψάχνει να δημιουργήσει καινούριες επαφές, σχέσεις επικοινωνίες, συναντήσεις με τον ηλεκτρονικό τρόπο που προηγουμένως ερχόταν να αμφισβητήσει, λέγοντας μάλιστα ότι είναι αφύσικος.
Πρέπει να πω ότι αυτά τα οποία έχουν να κάνουν με τη φυσική επικοινωνία και δεν μπορούν να αντικατασταθούν, θα συνεχίσουν και μετά την επιδημία. Η συνάντηση δύο ερωτευμένων θα γίνει στο παγκάκι, στο σπίτι, με φυσικό τρόπο. Δεν θα γίνει σε ηλεκτρονικό επίπεδο. Παρόλον ότι εκεί θα υπάρξουν προεκτάσεις αυτής της συνάντησης για να αναπληρωθεί όταν θα υπάρχει η έλλειψή της ή για να αναπτύξει και καινούρια ενδιαφέροντα σε πολλά πεδία. Το ίδιο θα γίνει και με τη συνάντηση των ανθρώπων σε έναν βαθμό με την τέχνη, τη γνώση και πολλά άλλα. Όμως, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η συνάντηση των ανθρώπων με την τέχνη, με τη γνώση κλπ. θα αναπτυχθεί με αλματώδη τρόπο μέσω της τεχνολογίας της επικοινωνίας, όπου βλέπουμε τώρα να απελευθερώνονται από τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες σημαντικές ηλεκτρονικές καταγραφές και είναι προσιτές σε όλους μας. Το ίδιο θα συμβεί με τα Μέσα Ενημέρωσης αλλά και σε επίπεδο κοινωνικότητας. Στο μέσον της επιδημίας διαπιστώνουμε ότι πολλοί άνθρωποι συναντώνται είτε κατά μόνας, είτε με διάφορες ομάδες στο επίπεδο του διαδικτύου. Μικρές Πνύκες φυτρώνουν σαν μανιτάρια παντού.
Αυτές οι συναντήσεις οι μικρές Πνύκες μπήκαν ήδη στο αυλάκι και τώρα επιταχύνονται για να εδραιωθούν σιγά σιγά ως τρόπος του βίου. Ήδη ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι η συνάντηση αυτή δεν είναι παρά φύσιν, όπως νόμιζε πριν, αλλά είναι μια αναγκαία και μάλιστα μια χρήσιμη αναπλήρωση ή συμπλήρωση και αυτοτελής οργάνωση όλης αυτής της ανάγκης, η οποία προηγουμένως γινόταν μόνο με φυσικό τρόπο. Την περίοδο αυτή έχω προσκληθεί και έχω συμμετάσχει σε διαδικτυακές συζητήσεις και σεμινάρια, τα οποία συγκεντρώνουν 40, 50 και 60 ανθρώπους που συμμετέχουν από όλη την Ελλάδα ή το εξωτερικό και ο καθένας βλέπει το πρόσωπο του άλλου. Αυτές οι δραστηριότητες άλλοτε γινόταν σε μια αίθουσα. Η εξοικείωση θα άρει σαφώς την αντίληψη της αμφισβήτησης αυτού του είδους της επικοινωνίας. Θα γίνει επίσης αντιληπτό ότι χάρη στην τεχνολογία της επικοινωνίας η διεθνής των αγορών κατάφερε να διακτινωθεί και να επιβάλει την ηγεμονία της. Όπως για την οικονομία έτσι και για τις κοινωνίες η τεχνολογία της επικοινωνίας δεν θα αναπληρώσει την φυσική επικοινωνία, θα δώσει νέες διαστάσεις, θα δημιουργήσει καινούρια πεδία συνάντησης τα οποία δεν φανταζόταν μέχρι τώρα. Μέσα από τον εγκλεισμό επικοινώνησαν οι Έλληνες με συγγενείς τους στην Αυστραλία, στην Αμερική, παντού ενώ μπορούν να περιηγηθούν σε ένα μουσείο της Ευρώπης ή της Αμερικής, σε μια ξένη βιβλιοθήκη, να θαυμάσουν ένα έργο τέχνης, να αγοράσουν ένα προϊόν από την Αμερική ή την Κίνα και πολλά άλλα. Η δύναμη της περιέργειας και ο εθισμός σ ’αυτήν σε συνδυασμό με την ανάγκη, είναι σημαντικό κίνητρο για να γίνει κτήμα των μελών της κοινωνίας η τεχνολογία της επικοινωνίας. Καταλαβαίνετε επομένως ότι αυτή η πλευρά της επικοινωνίας είναι κρίσιμη γιατί δημιουργεί καινούριες συνθήκες συλλογικής συνάντησης των ανθρώπων και πιο συγκεκριμένα θέσμισης των συλλογικοτήτων αυτών ενώ συγχρόνως τις προικίζει με νέες διαστάσεις στο περιεχόμενό τους. Αν τώρα σε αυτό το επίπεδο κάνουμε προβολές και στις σχέσεις της κοινωνίας ή των επί μέρους ομάδων ή των ατόμων με τους θεσμούς, αντιλαμβανόμαστε ότι εδώ υπεισερχόμαστε σε αυτό που είναι ο πυρήνας του μέλλοντος. Δηλαδή η συνάντηση της κοινωνίας με την οικονομία και κυρίως η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική σε ένα περιβάλλον όπου τα μέλη της θα μεταβληθούν σε εταίρους του συλλογικού γίγνεσθαι.
Με το διαδίκτυο η κοινωνία από εξωθεσμικός ιδιώτης μεταβάλλεται η ίδια σε συνιστώσα του θεσμού. Η επισήμανση αυτή απαντά στους ισχυρισμούς ορισμένων που έσπευσαν να πανηγυρίσουν το τέλος της «παγκοσμιοποίησης» με αφορμή την παρέμβαση του κράτους για την αντιμετώπιση της επιδημίας. Σφάλμα μέγα που όταν παρέλθει η επιδημία θα το διαπιστώσουν, πλην όμως θα είναι αργά. Η παρέμβαση του κράτους ήρθε να σώσει το σύστημα από την κατάρρευσή του όχι να το ανατρέψει. Η «παγκοσμιοποίηση» είναι συστατικό μέρος της εξέλιξης, ήρθε για να μείνει, δεν θα τελειώσει. Θα τελειώσει όμως η ηγεμονία των αγορών εάν και εφόσον αλλάξει το σύστημα που την επιτρέπει. Και αυτό θα συμβεί από τη στιγμή που οι κοινωνίες έχοντας ιππεύσει στην τεχνολογία της επικοινωνίας αξιώσουν να οικοδομήσουν εκεί το αντίστοιχο της Πνύκας των Αθηναίων. Την θέσμισή τους ως δήμο, δηλαδή ως οργανικό μέρος της πολιτικής διαδικασίας. Η τεχνολογία της επικοινωνίας είναι από μόνη της ικανή να αποδείξει ότι η δύναμη της κοινωνίας είναι πρωτογενής και ανυπέρβλητη εφόσον καταλάβει θέση στο «στασίδι» εντός του πολιτικού συστήματος κατ’ ελάχιστον ως εντολέας.
«Ο εγκλεισμός που έφερε η παρούσα επιδημία, ο εθισμός μας με την τεχνολογία της επικοινωνίας, η επιτάχυνση των εξελίξεων στο πεδίο της προσαρμογής των θεσμών στις νέες συνθήκες, είναι η ευκαιρία για τον μαζικό αναστοχασμό των μελών της κοινωνίας σχετικά με τις αξίες και συνακόλουθα για μια διαφορετική θέση στο πολιτικό γίγνεσθαι. Το άλμα προς τα εμπρός που εξωθεί η παρούσα κρίση ανεξαρτήτως του ότι θα ωφελήσει και εκείνους που θα βγουν μπροστά στο πεδίο της καινοτομίας, θα αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για τον κοινωνικό άνθρωπο να οικειοποιηθεί τα αγαθά της τεχνολογίας της επικοινωνίας».
Αυτή η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική με ποιον τρόπο θα γίνεται;
Έως τώρα γνωρίζαμε ότι η συνάντηση αυτή γινόταν στο δρόμο, εξωθεσμικά. Αν διαφωνούσαμε με την πολιτική, κάναμε μια διαδήλωση. Αν διαφωνούσαμε με τις εργασιακές σχέσεις, κάναμε ή διαδήλωση ή απεργία. Πηγαίναμε και μια φορά κάθε τέσσερα πέντε χρόνια και ρίχναμε στις εκλογές το «χαρτάκι» που αποκαλούμε ψήφο. Αναλογισθήκαμε άραγε ποτέ ποιο είναι το περιεχόμενο της ψήφου μας; Πολύ απλά δηλώνει την εκλογή του μονάρχη της επόμενης περιόδου. Πεισθήκαμε ωστόσο ότι η πράξη μας αυτή ορίζει την πεμπτουσία της πιο αυθεντικής δημοκρατίας που παρήγαγε ποτέ η ανθρωπότητα. Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει. Τι είναι ένα πολίτευμα που δεν προκύπτει από τη στιγμιαία αυτή ψήφο, αλλά από τη σχέση που εγκαθιδρύεται μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής από την επομένη των εκλογών και μέχρι τις επόμενες εκλογές. Και αυτή η σχέση στο παρόν πολίτευμα ορίζει την πεμπτουσία της εκλόγιμης μοναρχίας. Ωστόσο η ιδεολογία που μας ενστάλαξαν τον 18ο αιώνα εξακολουθεί και σήμερα να κυριαρχεί. Μια κυριαρχία που θέτει τις κοινωνίες στο περιθώριο, στο επίπεδο της ιδιωτικής ζωής. Στο σύστημα αυτό η κοινωνία είναι το άθροισμα των ατόμων που την συναποτελούν, και εντέλει ένας ιδιώτης, ενώ το σύνολο του συστήματος το κατέχει ως ιδιοκτησία το κράτος και δι’ αυτού ο πρωθυπουργός εδώ ή ο πρόεδρος αλλού. Ο τελευταίος είναι συγχρόνως και εντολέας και εντολοδόχος. Αυτός αποφασίζει τι σκέπτεται, τι θέλει και τι δεν θέλει η κοινωνία. Η κοινωνία δεν θεωρείται ότι έχει βούληση και επομένως η μόνη δυνατότητα που της δίδεται είναι να εκφράσει τη διαμαρτυρία της χωρίς όμως να δεσμεύεται η εξουσία να την ακούσει. Το σύστημα αυτό έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του και είναι υπόλογο της μονοσήμαντης ηγεμονίας των αγορών. Εξού και ήδη στο άμεσο παρελθόν είχε αρχίσει να δείχνει τις αδυναμίες του, όπως και οι κοινωνίες την αντίθεσή τους προς τις πολιτικές του μονομέρειες. Η αντισυμβατική ψήφος που διαπιστώσαμε να γενικεύεται στη Δύση αυτό ομολογεί. Στο μεταξύ όμως η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της τεχνολογίας της επικοινωνίας από τους πολίτες είχε αρχίσει να ανησυχεί τις άρχουσες δυνάμεις του πλανήτη, δηλαδή των επιμέρους χωρών, που επιζητούσαν τρόπους να ελέγξουν τη δραστηριότητά τους. Αντί δηλαδή να επιδιώξουν τη μεταβολή του πολιτικού συστήματος, το οποίο παραμένει αραγμένο στον 18ο αιώνα, για να περιλάβει στους κόλπους του την κοινωνία, κάνουν το αντίθετο. Επιδιώκουν να φιμώσουν τον λόγο του ιντερνετικού πολίτη έστω και αν διατυπώνεται εξωθεσμικά. Ώστε η νέα πραγματικότητα, που τώρα με τον εθισμό των μελών της κοινωνίας σε πρακτικές διαμόρφωσης συλλογικοτήτων και συλλογικών δράσεων σε επίπεδο διαδικτύου, δεν μπορεί παρά να έχει επιπτώσεις στο άμεσο μέλλον. Διότι οι παρεμβάσεις αυτές θα πυκνώσουν και συντοχρόνω θα διδάξουν στον πολίτη ότι η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει επίσης και ως το έδαφος εκείνο που επιτρέπει στον καθένα να αναπτύξει την πολιτική του ατομικότητα, τη σκέψη του, να την κοινοποιήσει και το κυριότερο να την ικανοποιήσει.
Αναλογισθείτε ότι πριν από το ίντερνετ ο πολίτης επικοινωνούσε την πολιτική του άποψη το πολύ στο καφενείο, στο χωριό του, στη γειτονιά του, στο συνδικάτο ενδεχομένως, όχι όμως και στο κόμμα, όπου η ιδιότητα του μέλους τον υποχρέωνε να εκφέρει τον λόγο της ηγεσίας κ.ο.κ. Έως εκεί. Τα ΜΜΕ ανήκαν σε μια μικρή ελίτ που αναπαρήγε τον εαυτό της και μετάβαλε τον λόγο της σε λόγο εξουσίας επί του πολίτη. Η τεχνολογία της επικοινωνίας απελευθέρωσε τον λόγο του πολίτη πλην όμως ο ίδιος περιορίζεται να τον ασκεί μόνο σε εξωθεσμικό επίπεδο. Η γενίκευση της οικείωσης του πολίτη με την τεχνολογία της επικοινωνίας και η διαμόρφωση δικτύων συλλογικοτήτων, ο εθισμός με τις συλλογικότητες αυτές του πολίτη, προόρισται να μεταβάλει παγιωμένες νοοτροπίες και συμπεριφορές, να απελευθερώσει πολύ σημαντικές δυνάμεις της κοινωνίας, οι οποίες με τη διαθεσιμότητα του «μέσου» θα συμπεριλάβουν στο σκεπτικό τους και τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι μέσα από τον εθισμό στη χρήση του διαδικτύου σημαντικών στρωμάτων της κοινωνίας θα γίνει αντιληπτό ότι το μέσον αυτό μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για να μεταβάλει τους συσχετισμούς και κατ’ επέκταση το σκοπό της πολιτικής. Στο κλίμα αυτό η τεχνολογία από πεδίο της διακίνησης της πληροφορίας θα γίνει σύντομα αντιληπτό ότι μπορεί να μεταβληθεί σε πεδίο της πολιτικής και κυριολεκτικά σε πεδίο συγκρότησης του πολιτικού συστήματος, που θα μεταφέρει την κοινωνία από το καθεστώς του ιδιώτη σε μία συλλογική συνιστώσα που θα μετέχει της διαδικασίας λήψεως των αποφάσεων. Θα αντιληφθεί δηλαδή η κοινωνία ότι στο επίπεδο της τεχνολογίας της επικοινωνίας είναι εφικτό αυτό που είχε πεισθεί ότι στο πεδίο της φυσικής επικοινωνίας ήταν ανέφικτο. Να μεταβληθεί σε εταίρο του πολιτικού συστήματος.
Αυτό τι δηλώνει κε Καθηγητά;
Ότι η κοινωνία από ιδιώτης θα μπορεί να γίνει θεσμός της πολιτείας. Αυτό αναγγέλλει την απομυθοποίηση του δημοκρατικού χαρακτήρα του παρόντος πολιτικού συστήματος που επαγγέλλεται η νεοτερικότητα και περαιτέρω τη μεταβολή του από αιρετή μοναρχία σε αντιπροσώπευση και στο βάθος σε δημοκρατική πολιτεία. Οι συνέπειες της μεταβολής αυτής θα είναι καταιγιστικές. Διότι θα μεταφέρουν τις κοινωνίες, δηλαδή το αξιακό και θεσμικό τους διακύβευμα στο μέλλον και εξ αυτού του λόγου θα αποκαταστήσουν τους συσχετισμούς υπέρ του κοινού συμφέροντος. Οι πάσης φύσεως αγορές από ανεξέλεγκτοι ηγεμόνες θα υποταχθούν στο κανονιστικό περιβάλλον της συλλογικότητας.
Εν προκειμένω θα ξεκαθαρισθεί το τοπίο και ως προς κάτι ακόμη. Η θέσμιση της κοινωνικής συλλογικότητας, της κοινωνίας των πολιτών στο εσωτερικό της πολιτείας, εννοεί ότι θα είναι καθημερινός θεσμός όπως είναι η βουλή και η κυβέρνηση. Την προϋπόθεση αυτή δεν την καλύπτει το λεγόμενο δημοψήφισμα υπό οποιαδήποτε μορφή καθόσον στη σύλληψή του είναι κατεξοχήν ολιγαρχικός θεσμός που δεν μεταβάλει την κοινωνία σε διαρκή θεσμό της πολιτείας. Μπορεί εύκολα να συναγάγει κανείς το συμπέρασμά του αν αναλογισθεί ποιο θα ήταν το μίγμα μιας οποιασδήποτε απόφασης όπως για παράδειγμα στα δημοσιονομικά εάν για την ισχύ της απαιτείτο η συναίνεση της κοινωνίας. Όπως προείπα, το δύσκολο για τη μεταβολή αυτή ενυπάρχει στα μυαλά της κοινωνίας η οποία εξακολουθεί να ζει με τις βεβαιότητες που της ενστάλαξαν οι ολιγάρχες διανοητές του Διαφωτισμού. Εκτιμώ όμως ότι ο ολιγαρχικός της φόβος, ότι εάν θα εισέλθει ως συλλογικότητα στην πολιτεία θα κινδυνεύσει η χώρα με καταστροφή, θα απαλυνθεί μέσα από τη θητεία της στη συλλογική βίωση της καθημερινότητάς της στο τεχνολογικό περιβάλλον της επικοινωνίας και με συνεκτίμηση των εξελίξεων που θα ακολουθήσουν μετά την επιδημία. Η δυσκολία έγκειται σε αυτό ακριβώς και όχι στην οικοδόμηση της πολιτείας στο επίπεδο της τεχνολογίας. Κατά τούτο η εξοικείωση της κοινωνίας με την ιδέα της μεταβολής πολιτείας ικανής να πραγματοποιηθεί στο επίπεδο του διαδικτύου θα αποτελέσει αυτή καθεαυτή μια επανάσταση, η οποία εάν συντελεσθεί στον κατάλληλο χρόνο, είναι πιθανό να αποτρέψει δυσάρεστες καταστάσεις τόσο για την ίδια όσο και για τους οικονομικούς και πολιτικούς ηγεμόνες της εποχής μας. Σε κάθε περίπτωση η οργουέλεια μυθολογία επιβεβαιώνεται στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, όχι όμως και στο μέτρο που η κοινωνία των πολιτών θα ελέγξει την πολιτεία.
Πως θα γίνει αυτό, τι προϋποθέτει;
Αυτό προϋποθέτει οι κοινωνίες να πραγματοποιήσουν ένα άλμα, μια επανάσταση στο πεδίο των αξιών, των νοοτροπιών, των εννοιών στο μυαλό τους. Έτσι θα μεταβούν στο παρόν και στο μέλλον της εξέλιξης. Και όχημα γι’ αυτό που τους προσφέρεται εν αφθονία είναι η τεχνολογία της επικοινωνίας. Για πρώτη φορά στην εποχή μας, στην εποχή της μεγάλης κλίμακας, προσφέρεται η δυνατότητα στις κοινωνίες να συγκροτηθούν σε συλλογικό υποκείμενο, σε Πνύκα, σε δήμο της πολιτείας, να χειραφετηθούν πολιτικά και να υπαγορεύσουν το σκοπό της πολιτικής. Να πάψουν έτσι να είναι παίγνιο των πάσης φύσεως αγορών και πολιτικών. Ο εγκλεισμός που έφερε η παρούσα επιδημία, ο εθισμός μας με την τεχνολογία της επικοινωνίας, η επιτάχυνση των εξελίξεων στο πεδίο της προσαρμογής των θεσμών στις νέες συνθήκες, είναι η ευκαιρία για τον μαζικό αναστοχασμό των μελών της κοινωνίας σχετικά με τις αξίες και συνακόλουθα για μια διαφορετική θέση στο πολιτικό γίγνεσθαι. Το άλμα προς τα εμπρός που εξωθεί η παρούσα κρίση ανεξαρτήτως του ότι θα ωφελήσει και εκείνους που θα βγουν μπροστά στο πεδίο της καινοτομίας, θα αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για τον κοινωνικό άνθρωπο να οικειοποιηθεί τα αγαθά της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Αυτή η προσαρμογή στο μέλλον θα κάνει τις κοινωνίες να αντιληφθούν ότι αν θέλουν να επανέλθει ο σκοπός της πολιτικής στο κοινό συμφέρον, στο συμφέρον των κοινωνιών και όχι να αφήνουν να ηγεμονεύουν οι αγορές, ένας τρόπος υπάρχει. Να ιππεύσουν στο επικοινωνιακό σύστημα της τεχνολογίας και εκεί να συγκροτήσουν θεσμικά τη συλλογικότητά τους. Η τεχνολογία μας προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα να συγκροτηθούμε σε πολλές επάλληλες μικρές Πνύκες και φυσικά στο επίπεδο της συνολικής Πνύκας στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος.
Θα το διατυπώσω και λίγο διαφορετικά. Τα πολιτικά συστήματα υπάρχουν μόνο μέσα στα κράτη και γι’ αυτό μόνον εκεί δύνανται καταρχήν οι κοινωνίες να αξιώσουν μια πολιτική συμμετοχή. Αυτή είναι η φύση της κρατοκεντρικής εποχής που διανύουμε. Δεν ζούμε στην εποχή της μετακρατοκεντρικής οικουμένης ώστε να έχουμε υπεράνω των θεμελίων κρατών και ένα κοσμοκράτος που θα ρυθμίζει τις πλανητικές εξελίξεις. Ωστόσο και στο διακρατικό περιβάλλον όπου η πολιτική διαμορφώνεται με όρους σχέσεων δύναμης η τεχνολογία της επικοινωνίας προσφέρει στις κοινωνίες τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στις πλανητικές διεργασίες και να μην αφήνουν το έδαφος ελεύθερο στους κρατικούς και οικονομικούς ηγεμόνες όπως συμβαίνει σήμερα με τις ποικιλώνυμες G7, G20 και ούτω καθεξής. Στο παρελθόν ζήσαμε το γελοίο θέαμα των πανηγυριών στις Γένοβες και στα Πόρτο Αλέγκρε, όπου διάφοροι επιτήδειοι γλεντούσαν δαπάναις της κοινωνίας της εργασίας στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης» των λεγομένων κινημάτων. Όλοι αυτοί οι χαραμοφάηδες που απεχθάνονται τις κοινωνικές συλλογικότητες παρέκαμψαν τη δυνατότητα που προσφέρει στο εσωτερικό των χωρών και σε διακρατικό επίπεδο η τεχνολογία της επικοινωνίας, για τον απλό λόγο ότι θέλουν να ηγούνται των κοινωνιών, όχι να τις μεταβάλλουν σε συντελεστές της μοίρας τους. Η τεχνολογία λοιπόν προσφέρει τη μοναδική αυτή δυνατότητα στις κοινωνίες των πολιτών. Η θέσμιση της κοινωνίας των πολιτών σε δήμο με το μέσον της τεχνολογίας προόρισται να φέρει την πολιτική στην Πνύκα των πολιτών τόσο σε εθνικό, όσο και σε πλανητικό επίπεδο. Οι πολιτείες του μέλλοντος θα συγκροτηθούν στο πεδίο της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Και οι πολιτείες αυτές θα είναι προσημειωμένες από την θεσμική παρουσία της κοινωνικής συλλογικότητας. Εκεί τις αποφάσεις δεν θα τις λαμβάνουν οι τωρινοί ηγεμόνες του κόσμου αλλά οι κοινωνίες των πολιτών. Η δυνατότητα για τη μετάβαση αυτή είναι ήδη διαθέσιμη και περιμένει τις κοινωνίες να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν, να διαμορφώσουν το νέο πρόταγμα για τη μεταβολή πολιτείας και να το αξιώσουν.
«Η θέσμιση της κοινωνίας των πολιτών σε δήμο με το μέσον της τεχνολογίας προόρισται να φέρει την πολιτική στην Πνύκα των πολιτών τόσο σε εθνικό, όσο και σε πλανητικό επίπεδο. Οι πολιτείες του μέλλοντος θα συγκροτηθούν στο πεδίο της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Και οι πολιτείες αυτές θα είναι προσημειωμένες από την θεσμική παρουσία της κοινωνικής συλλογικότητας. Εκεί τις αποφάσεις δεν θα τις λαμβάνουν οι τωρινοί ηγεμόνες του κόσμου αλλά οι κοινωνίες των πολιτών. Η δυνατότητα για τη μετάβαση αυτή είναι ήδη διαθέσιμη και περιμένει τις κοινωνίες να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν, να διαμορφώσουν το νέο πρόταγμα για τη μεταβολή πολιτείας και να το αξιώσουν».
Η κρίση του κορωνοϊού ανέδειξε και πάλι μια έλλειψη αλληλεγγύης από την ΕΕ σε κράτη – μέλη που την έχουν ανάγκη. Θα ήθελα το σχόλιό σας επ’ αυτού κι αν βλέπετε ότι είμαστε στα πρόθυρα διάλυσής της.
Δεν βρισκόμαστε στα πρόθυρα διάλυσής της, βρισκόμαστε σε μία ακόμη επιβεβαίωση του τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ποια είναι τα όριά της. Η ΕΕ είναι μια ατελής συμπολιτεία. Λέω ατελής γιατί σε σχέση με την ομοσπονδία, η έννοια της συμπολιτείας που γνωρίσαμε στον ελληνικό κόσμο είναι πιο ολοκληρωμένη ως ένωση κρατών. Όμως η ευρωπαϊκή συμπολιτεία είναι καταρχήν ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος. Αυτό σημαίνει ότι απουσιάζουν οι συνολικές πολιτικές και η ομόλογη διαδικασία που οδηγεί σε συνθέσεις συμφερόντων επ’ ωφελεία όλων των συμβεβλημένων μερών. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το κάθε κράτος μέσα σ’ αυτούς λειτουργούν με όρους δύναμης, όπως στις διακρατικές σχέσεις. Οπότε ο ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος και οι πολιτικές του διαμορφώνονται με προβολές στον όλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης του ιδίου συμφέροντος των κρατών ή των ομάδων συμφερόντων που δρουν στο παρασκήνιο. Έτσι στην πολιτική Ευρώπη η σύνθεση απολήγει να αποτυπώνει σχέσεις ηγεμονίας και όχι ελευθερίας. Θέλει κάτι η Γερμανία, θα γίνει αυτό που θέλει. Θέλει κάτι το ένα ή το άλλο «λόμπυ» θα το μεταβάλει σε ευρωπαϊκή απόφαση με την εξαγορά των Ευρωπαίων αξιωματούχων. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί που θα δημιουργήσουν τη σύνθεση ώστε να εντάξουν τις εθνικές προβολές της Γερμανίας ή των επιμέρους συμφερόντων στο σύνολο ενός κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος.
Στην κρίσιμη αυτή αδυναμία του θεσμικού περιβάλλοντος της πολιτικής Ευρώπης έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι το πολιτικό της σύστημα -στην εσωτερική του λειτουργία- είναι πιο κοντά στην παλαιά απολυταρχία παρά στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα των επί μέρους κρατών. Απουσιάζουν εντελώς οι κοινωνίες από αυτό. Οι ηγέτες της ΕΕ διορίζονται, δεν έχουν ούτε καν την απλή εκλογική νομιμοποίηση. Οι κεντρικοί της θεσμοί συγχρόνως κυβερνούν, νομοθετούν, δικάζουν, χωρίς να απαντάται πουθενά ακόμη και αυτή η υποτιθέμενη αρχή της «διάκρισης των εξουσιών», που αποτέλεσε γνώρισμα και αίτημα της εποχής της απολυταρχίας. Όσο και να μας προκαλεί έκπληξη αυτό που επισημαίνω, ότι η πολιτική Ευρώπη είναι ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος από όπου επομένως απουσιάζουν και οι ομόλογες πολιτικές, είναι αναντιλέκτως η αλήθεια. Την αδυναμία αυτή της ΕΕ οι ιθύνοντες την αποστρέφονται και όταν εγείρεται το ζήτημα της εμβάθυνσής της, η σκέψη επικεντρώνεται στη συγκέντρωση περισσότερων εξουσιών στους ενυπάρχοντες θεσμούς ώστε να διαιωνίζεται το νοσηρό αυτό καθεστώς στην ΕΕ. Είμαστε μακριά από τη δεύτερη οπτική. Κατά τούτο, οι ελπίδες που καλλιέργησε η ΕΕ για την κατάργηση του πολέμου στην Ευρώπη, για τη δημιουργία μιας πολιτικής κοινότητας των ευρωπαϊκών λαών που θα μοιράζονται κοινές πολιτισμικές αξίες, για μία συνάντησή τους με προοπτική την ελευθερία, έχουν διαψευσθεί ήδη σημαντικά και θα διαψεύδονται ολοένα και περισσότερο όσο η ΕΕ παραμένει μηχανισμός από τον οποίο καθένας θα κοιτάει πώς θα αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο από τη σάρκα της. Εκτιμώ ότι το μέλλον της πολιτικής Ευρώπης θα κριθεί στο νήμα της διερώτησης εάν θα συγκροτηθεί υπό το πρίσμα της ελευθερίας και της ευημερίας όλων των λαών της ή της ηγεμονίας ορισμένων και της εξάρτησης των άλλων.