Του Σάββα Σταύρου*
Ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε αντιδράσει όταν για πρώτη φορά, το 1816, πληροφορήθηκε τα σχέδια των Φιλικών. Την ίδια στάση φαίνεται ότι τηρεί και όταν βολιδοσκοπείται για να αναλάβει την αρχηγία της Εταιρείας. Ο ίδιος δεν αναφέρει τίποτε στην Αυτοβιογραφία του για τις δύο συναντήσεις του με τον Εμμανουήλ Ξάνθο, όπου, όπως γνωρίζουμε, επέμεινε στην άρνησή του. Πιο αναλυτικά περιγράφει τη συνομιλία του με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος στο μεταξύ είχε δεχθεί να ηγηθεί της Εταιρείας. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πολύ σκληρή: τον κάλεσε να προφυλαχθεί από τους ραδιούργους που εμφανίζονταν ως αντιπρόσωποι του ελληνικού έθνους, από τους «ελεεινούς εμποροϋπαλλήλους» που επειδή χρεοκόπησαν προσπαθούν να οικειοποιηθούν στο όνομα της πατρίδας χρήματα των αφελών και τόνισε εμφατικά ότι απατώνται όσοι νομίζουν ότι προκαλώντας ταραχές θα αναγκάσουν τον αυτοκράτορα να δράσει και πρόσθεσε ότι μόνον αν αλλάξουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες, που τότε ήταν δυσμενείς, και δημιουργηθούν ευνοϊκότεροι για τους Έλληνες συσχετισμοί, τότε μόνο θα μπορούσαν να ελπίζουν σε βελτίωση της μοίρας τους.
Ο ίδιος ο Αλ. Υψηλάντης λίγες μέρες πριν το θάνατό του στις αρχές του 1828, μετά από επταετή εγκλεισμό σε αυστριακό φρούριο, έστειλε υπόμνημα στον τσάρο Νικόλαο Α΄ στο οποίο, μεταξύ άλλων, ρητώς έγραφε ότι έδρασε έχοντας τη συγκατάθεση και ενθάρρυνση του υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας:
«Ο κόμης Καποδίστριας ον συνεβουλεύθην, συνεφώνησε προς την γνώμην μου, εύρε τα σχέδια και τας παρασκευάς μου καλάς και καταλλήλους, και μοι συνεβούλευσεν, ίνα ενεργήσω και επιχειρήσω την έναρξιν τούτων, μη δεικνύων δισταγμόν τινα περί της επιτυχίας».[1]
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτή τη μαρτυρία. Ωστόσο, έρχεται σε πλήρη αντίθεση όχι μόνον με όσα ο ίδιος ο Καποδίστριας συμπεριέλαβε εκ των υστέρων στην Αυτοβιογραφία του, αλλά με όλα όσα επανειλημμένα έγραψε από το 1816-1821. Η όλη του συγκρότηση και η υπηρεσιακή του ευσυνειδησία δύσκολα επιτρέπουν τον ισχυρισμό ότι ήταν διπρόσωπος, ότι ενεργούσε σε δύο επίπεδα. Εκτός από όσα ο Ξάνθος μαρτυρεί για την άρνησή του να εμπλακεί ως αρχηγός στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, στις επιστολές που απηύθυνε την ίδια ακριβώς περίοδο στον διπλωματικό αντιπρόσωπο της Ρωσίας στο Ιάσιο, στον μητροπολίτη Ιγνάτιο και στον Κ. Βαρδαλάχο, ζητούσε να τον προστατεύσουν από τη χωρίς τη συγκατάθεσή του εμπλοκή του ονόματός του στα συνωμοτικά σχέδια.[2] Στην απαντητική επίσης επιστολή του προς τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη της 20 Φεβρουαρίου 1820 μιλούσε κι εδώ για την ανάγκη να εκπαιδευτούν οι Έλληνες υπό την αιγίδα της Εκκλησίας, για την υποχρέωση που είχε ο μπέης να διοικεί τους Μανιάτες μένοντας πιστός στον σουλτάνο, «αφού έτσι ο Θεός είχε αποφασίσει». Ας προστεθεί ότι η τόσο δραστήρια μυστική αυστριακή αστυνομία δεν βρήκε, ενώ θα το ήθελε πολύ, τίποτα συγκεκριμένο που να συνδέει τον Καποδίστρια με τις ενέργειες του Υψηλάντη και των Φιλικών. Ούτε ο Αλέξανδρος ή κάποια άλλη αρχή στη Ρωσία αμφέβαλε για την ειλικρίνεια του υπουργού, ούτε οι αποκαλύψεις το 1828 του Υψηλάντη φαίνεται να επηρέασαν τη θετική εικόνα που είχε ο νέος αυτοκράτορας Νικόλαος, που τόσο κατεδίωκε τις μυστικές εταιρείες, για τον Κυβερνήτη πλέον της Ελλάδας.[3]

Το πιθανότερο είναι ότι πράγματι, όπως κακόβουλα επισήμαναν οι αντίπαλοί του, η είδηση του κινήματος του Υψηλάντη κτύπησε σαν κεραυνός τον Καποδίστρια, που ήδη βίωνε οδυνηρά την επικράτηση των αυστριακών απόψεων στο συνέδριο του Λάυμπαχ. Ο ίδιος κλήθηκε να συντάξει την απάντηση (26.3.1821) του Αλέξανδρου στην επιστολή του Υψηλάντη της 8.3.1821, με την οποία αποκηρυσσόταν το κίνημά του και ο ίδιος διαγραφόταν από τις τάξεις του ρωσικού στρατού. Συγχρόνως, έδωσε εντολή στον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη να ενημερώσει σχετικά την Πύλη και να της γνωστοποιήσει την άδεια του αυτοκράτορα να αποστείλει στρατεύματα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες για την καταστολή της εξέγερσης. Τα σκληρά αυτά μέτρα κατά των επαναστατών μπορεί να μην έπεισαν τον σουλτάνο για τις αγαθές προθέσεις της Ρωσίας, ικανοποίησαν όμως τους συνέδρους που έσπευσαν να συγχαρούν τον Καποδίστρια. Στην πίκρα και ανησυχία του τελευταίου, προστέθηκε σε λίγο ο θάνατος του πατέρα του, είδηση που είχε τη λεπτότητα να του γνωστοποιήσει πρώτος ο ίδιος ο τσάρος.
Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ τα όσα συνέβησαν στη Μολδοβλαχία. Ας αναφερθεί μόνο πόσο παρέβλεψαν σκόπιμα και διευκόλυναν τις «ύποπτες» κινήσεις του Υψηλάντη και των συνεργατών του οι ρωσικές αρχές που βρίσκονταν στην περιοχή. Τόσο ο στρατηγός Inzov, γενικός διοικητής της Βεσσαραβίας και τέκτονας, όσο και ο φιλελεύθερος, και λίγα χρόνια αργότερα, Δεκεμβριστής, κόμης Μιχαήλ Ορλώφ θα πρέπει να γνώριζαν πολλά. Το ίδιο και ο διοικητής της Οδησσού κόμης Langeron. Η εμπλοκή των Ρώσων σε μια εξέγερση των χριστιανών κατά της Πύλης δεν ήταν μόνο στις προσδοκίες των Φιλικών. Ο αυτοκράτορας αποφάσισε διαφορετικά και ο Καποδίστριας γνώριζε καλά ότι δεν θα ήταν άλλη η απόφασή του υπό το βάρος της τότε ευρωπαϊκής συγκυρίας. Μια αλλαγή της ρωσικής πολιτικής μόνο από κάτι έκτακτο θα μπορούσε να προκύψει.
Αυτό το πρόσφερε ο ίδιος ο σουλτάνος με το να διατάξει τον απαγχονισμό του πατριάρχη και να μην εμποδίσει τις σφαγές αθώων. Ο Αλέξανδρος, επιστρέφοντας στη Ρωσία και μακριά από τον εναγκαλισμό του Καγκελάριου της Αυστροουγγαρίας Κλέμενς Φον Μέττερνιχ, δεν μπορούσε να μην αντιδράσει στην παραβίαση των σχετικών με τους χριστιανούς υποχρεώσεων της Πύλης απέναντι στη Ρωσία, ούτε να παραβλέψει τη συγκίνηση που τα δραματικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης προκάλεσαν στους Ρώσους. Ενέκρινε τις οδηγίες που συνέταξε ο Καποδίστριας, βάσει των οποίων ο Στρόγανωφ, υπό μορφή τελεσιγράφου, θα απαιτούσε από τον σουλτάνο να σεβαστεί όσα προέβλεπαν οι συνθήκες για την προστασία των χριστιανών. Η Πύλη απέρριψε τις ρωσικές προτάσεις, δεν απέσυρε τα τουρκικά στρατεύματα από τη Μολδοβλαχία, συμπεριφέρθηκε εχθρικά προς τη ρωσική πρεσβεία, προσέβαλε τη ρωσική σημαία, παρενόχλησε το ρωσικό εμπόριο. Τέλη Ιουλίου 1821 ο ρώσος πρεσβευτής εγκατέλειψε, σύμφωνα με τις οδηγίες του, την Κωνσταντινούπολη. Ο πόλεμος φαινόταν επικείμενος. Προς αυτή την κατεύθυνση πίεζε ο Καποδίστριας. Στη συνάντησή του με τον τσάρο τον Αύγουστο του 1821 προσπάθησε να τον πείσει γιατί η καταφυγή στα όπλα ήταν η μόνη συμφέρουσα επιλογή για τη Ρωσία. Πρότεινε εκδίωξη των εισβαλλόντων Τούρκων από τις παραδουνάβιες επαρχίες, κατάληψη των επαρχιών αυτών από τον ρωσικό στρατό, παράλληλη δράση του ρωσικού στόλου στον Εύξεινο. Οι ενέργειες αυτές θα αποτελούσαν προειδοποίηση προς την Πύλη ώστε να παραδεχθεί σταθερές εγγυήσεις για την ομαλή διαβίωση Μολδαβών, Βλάχων, Σέρβων και Ελλήνων. Τα μέτρα αυτά θα κοινοποιούνταν στους εξεγερμένους χριστιανικούς πληθυσμούς για να τηρήσουν στάση αμυντική μέχρι τον οριστικό διακανονισμό των ζητημάτων. Η Ρωσία θα υποσχόταν ότι θα σεβόταν το εδαφικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ θα καλούνταν οι άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να συμπράξουν στα παραπάνω ως εγγυήτριες.[4]
Ο Αλέξανδρος ζήτησε να εξασφαλιστεί προηγουμένως η συνεννόηση των συμμάχων. Παρά τις υποδείξεις του Καποδίστρια για την ανάγκη να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο αυτοκράτορας επέμεινε στις απόψεις του και, παρουσία και του Νέσσελροδ, διέταξε να συνταχθεί απάντηση προς την Πύλη όπου να εκτίθενται πάλι οι απαιτήσεις της Ρωσίας, και να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τους συμμάχους για το ενδεχόμενο σύμπραξής τους στην αντιμετώπιση των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Ο Καποδίστριας επανήλθε για να τονίσει ότι η μη ανάληψη δράσης θα έθετε σε κίνδυνο την επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή, και η ανάμειξη άλλων δυνάμεων θα έβλαπτε τα συμφέροντά της, τα οποία αργότερα θα έπρεπε να προστατευθούν όχι μόνον κατά των αμαθών Τούρκων αλλά και «έναντι του εμπορικού εγωισμού της Αγγλίας και της ζηλότυπου ανησυχίας της Αυστρίας». Πάλι δεν εισακούστηκε.[5]
Οι επίμονες προσπάθειες του Καποδίστρια για ένοπλη αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχαν ανακύψει με την εξέγερση των Ελλήνων, είχε συνοδευτεί από νωρίς με υποδείξεις στους επαναστάτες να διαφυλάξουν τις περιοχές που απελευθέρωσαν, να οργανώσουν ολιγομελή κεντρική διοίκηση και να αποφύγουν ξένες απομιμήσεις που θα διευκόλυναν τους ποικίλους εχθρούς να τους θέσουν στην ίδια μοίρα με τους άλλους επαναστάτες: «να συστήσωμεν μιαν ισχυράν και καλήν κυβέρνησιν να εμφανίσωμεν εις τον πολιτικόν κόσμον τον τόπον μας με την εθνικήν του στολήν, και χωρίς να δανεισθώμεν κανέν σχήμα των νεωτέρων, αλλ’ ούτε την γλώσσαν των».[6] Οι υποδείξεις έφθασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα μέσω του μητροπολίτη Ιγνατίου. Ανάλογες διαβιβάστηκαν μέσω του Βιάρου Καποδίστρια.

Ο Μέττερνιχ, θέλοντας να κερδίσει χρόνο ώστε να καταπνιγεί στο μεταξύ η «ανταρσία» των Ελλήνων, προσπάθησε να ανατεθεί σ’ αυτόν η επίλυση των τουρκο-ρωσικών διαφορών. Είχε στη μεθόδευση αυτή και τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας: στα τέλη του 1821 συναντήθηκαν στο Αννόβερο οι μονάρχες και οι υπουργοί Εξωτερικών της Αγγλίας και Αυστρίας, και συμφώνησαν την από κοινού δράση για να εμποδιστεί ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Κάστλερη φρόντισε να πληροφορηθεί ο τσάρος ότι κατά τη γνώμη του οι εξεγερθέντες Έλληνες δεν διέφεραν από τους υπόλοιπους ταραξίες.[7] Ο Αλέξανδρος, υιοθετώντας τις υποδείξεις του Νέσσελροδ, αποφάσισε να σταλεί για βολιδοσκοπήσεις στη Βιέννη ο Τατίτσεφ και στο Λονδίνο να διαπραγματευθεί με τη βρετανική κυβέρνηση ο εκεί πρεσβευτής της Ρωσίας Λίβεν. Ο Καποδίστριας είχε προτείνει αντίστοιχα τον Π. Τολστόι και τον Στρόγανωφ. Όταν ο Τατίτσεφ επέστρεψε από τη Βιέννη κομίζοντας τις προτάσεις του Μέττερνιχ, δεν ενημέρωσε καν τον Καποδίστρια, ο τσάρος ωστόσο του κοινοποίησε τη σχετική αλληλογραφία. Ο Καποδίστριας διαφώνησε με τα συμφωνηθέντα στη Βιέννη, πρότεινε, με νέο υπόμνημά του, πάλι εξαναγκαστικά μέτρα κατά της Τουρκίας που είχε παραβιάσει τις συνθήκες, και επίμονα υποστήριξε ότι θα ήταν λάθος να εγκαταλείψει η Ρωσία στην Αυστρία και Αγγλία τα συμφέροντά της στην Ανατολή. Αυτή τη φορά ο Αλέξανδρος δεν έκρυψε την έντονη δυσαρέσκειά του προς τον υπουργό του που επέμεινε σε θέσεις που ήταν διαφορετικές από τις δικές του. Διέταξε να σταλεί ο Τατίτσεφ πάλι στη Βιέννη για να προετοιμάσει με τον Μέττερνιχ τη συνάντηση των αυτοκρατόρων Αυστρίας και Ρωσίας.[8]
Ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφέρει ότι μετά την επίπληξή του αυτή, σκόπιμα απέφευγε να μετέχει σε ό,τι είχε σχέση με την προετοιμαζόμενη συνάντηση, που θα γίνει τελικά στη Βερόνα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η όλη μεθόδευση της προσέγγισης με την Αυστρία για να αναλάβει αυτή την εξεύρεση μιας λύσης που θα επέτρεπε στον τσάρο να αποφύγει αξιοπρεπώς μια δυναμική υποστήριξη των Ελλήνων, έγινε από τον Νέσσελροδ και άλλους παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών με τρόπο που παραγκώνιζε τον Καποδίστρια. Αυτός κατάλαβε ότι μια τέτοια τακτική μόνο με την έγκριση του αυτοκράτορα θα μπορούσε να αναληφθεί και τόλμησε να παραπονεθεί για τον παραμερισμό του.[9] Ο αυτοκράτορας απάντησε ότι τα παράπονά του δεν είχαν πραγματική βάση και ότι δεν ήταν έντιμο να βασίζεται σε αστήρικτες πληροφορίες που υπονομεύουν τις σχέσεις του με τον Νέσσελροδ.[10] Τότε φαίνεται, τον Ιανουάριο του 1822, ότι υπέβαλε για πρώτη φορά την παραίτησή του που δεν έγινε δεκτή.[11] Ο ίδιος όμως σταδιακά, και παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις, ένοιωσε εντονότερα αυτόν τον παραμερισμό. Από την άλλη μεριά δεν ήθελε να συμπράξει, έστω και σιωπηρά, σε μια πολιτική που την θεωρούσε καταστροφική για τα συμφέροντα της Ρωσίας στην Ανατολή και άκρως επικίνδυνη για την τύχη όσων επαναστάτησαν και γενικότερα για το μέλλον των Ελλήνων αυτής της περιοχής.

Σε ιδιαίτερη συνάντηση με τον Αλέξανδρο το καλοκαίρι του 1822, που του παραχωρήθηκε μετά από αναμονή εβδομάδων –και αυτό είναι χαρακτηριστικό της αποξένωσης που είχε επέλθει–, εξέθεσε το δίλημμα που τον βασάνιζε μετά τη στροφή της ρωσικής πολιτικής προς τις αυστριακές θέσεις για το ελληνικό ζήτημα: «ή να παραβιάσω τα αισθήματά μου και πάντα τα καθήκοντα τα επιβαλλόμενα υπό της πατρίδος εις ην ουδέποτε έπαυσα να ανήκω, ή να αθετήσω τα καθήκοντα της προς τον Αυτοκράτορα υπηρεσίας μου». Ο Αλέξανδρος επανέλαβε ότι προτιμούσε «το αυστριακόν σύστημα μόνον και μόνον διά την επείγουσαν και επιτακτικήν ανάγκην της διατηρήσεως της ειρήνης εν Ευρώπη», επομένως οι απόψεις τους διέφεραν και ήταν ανάγκη να αποχωριστούν. Δεν δέχθηκε την παραίτηση του Καποδίστρια, αλλά τόνισε ότι θα διατηρούσε τη θέση του και τον παρότρυνε να μεταβεί σε λουτρόπολη για να φροντίσει την υγεία του.[12] Έτσι έληξε μια σχέση που ασφαλώς δεν ήταν απλώς υπηρεσιακή αλλά είχε και πολλά στοιχεία αμοιβαίας φιλοσοφικής αντίληψης του κόσμου και του ρόλου που επιφυλάσσεται στους ηγεμόνες να διαδραματίσουν για τους υπηκόους τους. Ο Μέττερνιχ μπορούσε τώρα να θριαμβολογεί ότι και το τελευταίο εμπόδιο για την εφαρμογή της πολιτικής του είχε οριστικά εκλείψει. Είναι χαρακτηριστικό τί έγραψε, αρχές Ιουνίου 1822, στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο: «Η σημερινή ρωσική κυβέρνηση κατέστρεψε διά μιας το μεγάλο έργο του Πέτρου του μεγάλου και των διαδόχων του».[13] Στον Μαίτλαντ φέρεται ότι είπε τον Αύγουστο του ίδιου έτους: «Λοιπόν, στρατηγέ μου, η αρχή του κακού εξερριζώθη, ο κόμης Καποδίστριας ετάφη διά το υπόλοιπον της ζωής του. Θα ζήσετε ησύχως εν Επτανήσω και η Ευρώπη θα έχη απαλλαγή των μεγάλων κινδύνων δι’ ων την ηπείλει η επιρροή του ανδρός τούτου». Και μια τελευταία σχετική μαρτυρία: ο αυτοκράτορας της Αυστρίας σχολίασε την απομάκρυνση του Καποδίστρια ως εξής «Ο Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος είναι υπέρ το δέον αγαθός εάν είς των υπηρετούντων Με, είχε καταχρασθή την εμπιστοσύνην Μου ως ο κόμις Καποδίστριας την του Κυρίου του, ήθελον δώσει εν παράδειγμα και διατάξει να τον αποκεφαλίσουν».[14]
Πηγή : Λούκος Χρήστος, Ιωάννης Καποδίστριας, στη σειρά: Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, αρ. 5, επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Αθήνα, Τα Νέα/Ιστορική Βιβλιοθήκη, 2009
[1] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν, τ. 2, σ. 226.
[2] C. M. Woodhouse, Capodistria, σ. 221 (παραπέμπει στο έργο του Ars για τη Φιλική Εταιρεία).
[3] Πρβλ. διαφορετικές εκτιμήσεις Β. Παναγιωτόπουλου, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 26-29.
[4] Αυτοβιογραφία, σ. 148-149.
[5] Αυτοβιογραφία, σ. 150-151. Βλ. και το υπόμνημα που υπέβαλε στον Αλέξανδρο στις 9/21 Αυγούστου 1821: Αρχείο Καποδίστρια, τ. ΣΤ΄, σ. 198-207.
[6] Υπόμνημα «περί της τύχης της Ελλάδος, 17 Ιουλίου 1821: Εμμ. Πρωτοψάλτης, Υπομνήματα συναφή· βλ. και Αρχείο Καποδίστρια, τ. ΣΤ΄, σ. 175-180.
[7] Γρ. Δαφνής, Ι. Α. Καποδίστριας, σ. 407 C. M. Woodhouse, Capodistria, σ. 272-274.
[8] Αυτοβιογραφία, σ. 155-160.
[9] Καποδίστριας προς Αλέξανδρο, 31 Δεκεμβρίου 1821: C. W. Crawley, J. Capodistrias, σ. 52-53.
[10] Αλέξανδρος προς Καποδίστρια, Ιανουάριος 1822: C. W. Crawley, J. Capodistrias, σ. 55-56.
[11] C. M. Woodhouse, Capodistria, σ. 278.
[12] Αυτοβιογραφία, σ. 161-162.
[13] Γρ. Δαφνής, Ι. Α. Καποδίστριας, σ. 418.
[14] Και τα δύο παραθέματα από την Αυτοβιογραφία, σ. 167.
*Ο Σάββας Σταύρου γεννήθηκε το 1989 στη Λεμεσό. Αποφοίτησε από το Λύκειο Λινόπετρας και σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου με κατεύθυνση Ιστορία. Παράλληλα φοίτησε για ένα εξάμηνο στο πλαίσιο του Προγράμματος Erasmus στο Τμήμα Ιστορίας και Πολιτισμικών Σπουδών του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Magister Artium στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου έχει αποφοιτήσει με Άριστα. Ερευνητικά ασχολείται με τις διακρατικές σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Δύο Γερμανιών (Ομοσπονδιακή και Λαϊκή Δημοκρατία Γερμανίας) και με θέματα Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας. Έλαβε μέρος σε αρκετά συνέδρια και ημερίδες σε Κύπρο και Ελλάδα και έχει γράψει επιστημονικά άρθρα, τα οποία έχουν δημοσιευτεί.