Η ποίηση του Παν. Σούτσου

Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

Α. Η ρομαντική σχολή των Αθηνών:

 Η Αθήνα απετέλεσε την νέα πρωτεύουσα του μικρού ελληνικού βασιλείου. Από την εποχή του Όθωνα, άρχισαν να εγκαθίστανται στην πόλη αυτή λόγιοι, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την λογοτεχνία και, οι περισσότεροι εξ αυτών κατάγονταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης.

  Όλοι οι εγκατεστημένοι στην Αθήνα ποιητές και πεζογράφοι συναπαρτίζουν την «ρομαντική σχολή», η οποία ακολουθεί δυτικά «ρεύματα», όπως της Γαλλίας. Χρησιμοποιώντας κατ’ αποκλειστικότητα την καθαρεύουσα, καθιστούν «κυρίαρχη» την τεχνοτροπία τους για πολλά χρόνια.

  Οι χαρακτηριστικότεροι εκπρόσωποι της ποιητικής τεχνοτροπίας αυτής είναι- μεταξύ άλλων- τα αδέρφια Παναγιώτης και Αλέξανδρος Σούτσος από το Φανάρι, ο Ηπειρώτης Γεώργιος Ζαλοκώστας, οι πρόωρα «χαμένοι» Δ. Παπαρρηγόπουλος και Σπ. Βασιλειάδης και άλλοι επιφανείς Κωνσταντινουπολίτες, όπως ο Αλ. Ρίζος- Ραγκαβής. [1]

Ο Παναγιώτης Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1806- Αθήνα 1868) ήταν φαναριώτης ρομαντικός πεζογράφος και ποιητής της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.
Ο Παναγιώτης Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1806- Αθήνα 1868) ήταν φαναριώτης ρομαντικός πεζογράφος και ποιητής της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.

Β. Ζωή και δράση του Π. Σούτσου:

  Ο Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868) υπήρξε τρία χρόνια μικρότερος του αδερφού του, Αλέξανδρου. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και, σπούδασε στο Γυμνάσιο Χίου και στο Παρίσι. Ας σημειωθεί ότι ο μεγαλύτερος αδερφός των αδερφών Σούτσου διακρίθηκε στο Δραγατσάνι, όπου και σκοτώθηκε πλάϊ στον Αλ. Υψηλάντη. [2]

  Αντίθετα με τον Αλέξανδρο, ο Παναγιώτης δεν ενδιαφέρθηκε έντονα για την πολιτική. Αφιέρωσε την έμπνευσή του στην λυρική και ελεγειακή ποίηση. Το πρώτο χρονολογικά έργο του Π. Σούτσου είναι ο «Οδοιπόρος», έργο που εκδόθηκε στο Ναύπλιο το 1831. Πρόκειται για ένα «δραματικό» ποίημα, το οποίο διαθέτει μία υποτυπώδη πλοκή και τα θέματά του είναι η μοναξιά, τα μυστήρια της νύχτας και η επίκληση του παρελθόντος. Ενδεικτικά, σε χαρακτηριστικό απόσπασμα του «Οδοιπόρου», η νεαρή πριγκίπισσα Ραλού θρηνεί για τη μοναξιά της. Παράλληλα, στον «Οδοιπόρο» εξαίρονται, αν και με έμμεσο τρόπο, πατριωτικά ιδεώδη.

Η Ύδρα την περίοδο της επανάστασης του 1821. Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
Η Ύδρα την περίοδο της επανάστασης του 1821. Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη

  Το νεανικό αυτό έργο του βιογραφουμένου μας διαβάστηκε αλλεπάλληλα στην εποχή του, γνωρίζοντας μία πάνδημη επιτυχία. Όμως, η επιτυχία αυτή υπήρξε ανάλογη του «Ονειροκρίτη» ή άλλων λαϊκών αναγνωσμάτων σχετικά με τους βίους αγίων[3]. Επίσης, πολλά «τμήματα» του εν λόγω έργου μελοποιήθηκαν και «μετατράπηκαν» σε δημοτικά τραγούδια, τα οποία γνώρισαν και αυτά επιτυχία.

 Το 1834, ο Π. Σούτσος περνά και στην πεζογραφία. Έντονα επηρεασμένος από τον αρκαδισμό του Α. Χριστόπουλου και το έργο του Φόσκολο «Επιστολές του Όρτις», δημοσιεύει το μυθιστόρημα «Λέανδρος», που για πολλούς θεωρείται το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα. Όμως, το έργο αυτό είναι απλά ένα πεζό «αδερφάκι» του «Οδοιπόρου». Παράλληλα, στον «Λέανδρο», υπάρχουν «ψήγματα», τα οποία μπορούμε να συναντήσουμε και στο περίφημο έργο του Γκαίτε, «Βέρθερος».

  Ένα χρόνο αργότερα, ο Σούτσος πραγματοποιεί την «επιστροφή» του στην ποίηση, με την συλλογή «Κιθάρα». Εδώ, «αφήνει» την λύρα και ακολουθεί τη σάτιρα, πιθανόν ακολουθώντας τον αδερφό του. Ορισμένα ποιήματα της συλλογής του «καταδεικνύουν» μία νέα πρόθεση στην ελληνική ποίηση, η οποία όμως δεν είναι ευδιάκριτη.

  Ως την περίοδο 1835-1840, η ποιητική παραγωγή του αντικειμένου της μελέτης μας είναι αρκετά «δημιουργική». Αναλυτικότερα, παρατηρείται μία «ανανέωση» στις μορφές και τα θέματα, «προδιαγράφοντας» κατ’ αυτόν τον τρόπο την «γέννηση» μίας νέας ευαισθησίας. Ακόμη, η ενάργεια στην απόδοση των εικόνων προϋποθέτει μία έμπνευση.

Παναγιώτης Σούτσος, Άσματα πολεμιστήρια, Ύδρα, 1827.
Παναγιώτης Σούτσος, Άσματα πολεμιστήρια, Ύδρα, 1827.

  Τα υπόλοιπα έργα του, όμως, δεν είχαν ανάλογη επιτυχία. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των έργων αυτών, αποτελεί το θεατρικό έργο «Καραϊσκάκης» του 1842. Στο δράμα αυτό, ανεβαίνουν στη σκηνή οι πρωταγωνιστές του αγώνα του 1821, που υποχρεώνονται να συνεννοούνται στην καθαρεύουσα. Παρατηρείται εδώ η προσπάθεια του Σούτσου για επιβολή και καθιέρωση της καθαρεύουσας.

Παναγιώτης Σούτσος, Άσματα πολεμιστήρια, Ύδρα, 1827.
Παναγιώτης Σούτσος, Άσματα πολεμιστήρια, Ύδρα, 1827.

Γ. Τα «Σούτσεια»:

  Οι «κινήσεις» αυτές του Σούτσου αποσκοπούσαν στο να ιδρυθεί μία «σχολή», η οποία θα είχε σκοπό να υπεραμυνθεί της καθαρεύουσας ως η μόνη αποδεκτή γλώσσα της κοινωνίας. Στα «πλαίσια» αυτά, τύπωσε, το 1853, ένα προγραμματικό βιβλίο, υπό τον τίτλο «Η Νέα Σχολή ή ανάστασις της αρχαίας ελληνικής».

  Το έργο του, όμως, επικρίθηκε έντονα από τον πανεπιστημιακό Κ. Ασώπιο και, η πνευματική ζωή της πρωτεύουσας «δοκιμάστηκε» από τα «Σούτσεια», κείμενο του Ασώπιου, το οποίο αποτέλεσε μία διαμάχη μεταξύ των διαπρύσιων υποστηρικτών της καθαρεύουσας και των πολεμίων. Μέσα από τα «Σούτσεια», αναδείχθηκε η κενότητα του ρομαντισμού, πράγμα το οποίο επισημάνθηκε και σε επόμενες δεκαετίες.[4]

  Τα «Σούτσεια» είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην ζωή του βιογραφούμενού μας. Συγκεκριμένα, το κράτος αρνήθηκε να του δώσει πολιτικές θέσεις, αλλά και μία πενιχρή σύνταξη- την οποία εδικαιούτο- και, έτσι, πέθανε στην αφάνεια και μόνος το 1868.

Βιβλιογραφία:

Βακαλόπουλου, Α. (1988) «Ιστορία του νέου ελληνισμού», τ. Ε’, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη.

Κανελλόπουλου, Π. (1978) «Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος», τ. Δ’, εκδ. Σόκολη, Αθήνα.

Εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή», Αθήνα.

Εγκυκλοπαίδεια «του Ηλίου», Αθήνα.

Πολίτη, Λ. (1982) «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα.

[1]) Σημ: Ο Α. Ρίζος- Ραγκαβής υπήρξε συγγενής των αδερφών Σούτσου.

[2]) Για τη μάχη στο Δραγατσάνι, βλ. και Βακαλόπουλου, Α. «Ιστορία του νέου Ελληνισμού», τ. Ε’

[3]) Βλ. και εγκυκλοπαίδεια «του Ηλίου»

[4]) Σημ: Όπως οι απόψεις του Εμμ. Ροΐδη.

eranistis.net

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *